της Ούρσουλα ΛεΓκεν*

ΜΕ ΜΙΑ ΚΩΔΩΝΟΚΡΟΥΣΙΑ που έκανε τα χελιδόνια να ξεχυθούν στον ουρανό,άρχισε το Θερινό Φεστιβάλ στην πόλη Όμελας, την πόλη με τους λαμπερούς πύργους δίπλα στη θάλασσα. Τα ξάρτια των πλοίων στο λιμάνι ήταν γεμάτα σημαίες. Στους δρόμους ανάμεσα στα σπίτια με τις κόκκινες σκεπές και τους πολύχρωμους τοίχους, ανάμεσα σε παλιούς κήπους γεμάτους βρύα και κάτω από τα δέντρα στις λεωφόρους, μπροστά από μεγάλα πάρκα και δημόσια κτίρια, προχωρούσαν πομπές. Μερικές είχαν έναν καθωπρεπισμό: ηλικιωμένοι με μακριούς μοβ και γκρίζους χιτώνες, σοβαροί αρχιτεχνίτες, ήσυχες, χαρούμενες γυναίκες που κρατούσαν τα μωρά τους και κουβέντιαζαν καθώς περπατούσαν. Σε άλλους δρόμους η μουσική ήταν πιο γρήγορη ―ένας διάλογος γκονγκ και ντεφιού― και ο κόσμος χόρευε, η πομπή ήταν χορός. Παιδιά έμπαιναν κι έβγαιναν με ελιγμούς από την πομπή, με τις κραυγές τους να υψώνονται σαν τις διασταυρούμενες τροχιές των χελιδονιών πάνω από τη μουσική και το τραγούδι. Όλες οι πομπές κατευθύνονταν στη βόρεια πλευρά της πόλης, όπου στη μεγάλη έκταση που ονομάζουν Πράσινα Λιβάδια, ψηλά, ευκίνητα αγόρια και κορίτσια, γυμνά κάτω από το φως του ήλιου, με λασπωμένα πόδια και αστραγάλους, γύμναζαν τα ανήσυχα άλογά τους πριν από την ιπποδρομία. Τα άλογα δεν είχαν σέλα, μόνο ένα χαλινάρι χωρίς στομίδα. Οι χαίτες τους ήταν πλεγμένες με ασημένιες, χρυσές και πράσινες κορδέλες. Ρουθούνιζαν και τριπόδιζαν και καμάρωναν το ένα στο άλλο. Είχαν τρομερή υπερένταση, καθώς το άλογο ήταν το μοναδικό ζώο που είχε υιοθετήσει τις τελετές μας σαν να ήταν και δικές του. Μακριά στον βορρά και στα δυτικά υψώνονταν βουνά που πλαισίωναν την Όμελας όπως ήταν φωλιασμένη εκεί στον κόλπο. Ο πρωινός αέρας ήταν τόσο καθαρός και φωτεινός, που το χιόνι που στεφάνωνε ακόμη τις Δεκαοχτώ Κορυφές έμοιαζε να φλέγεται από μια λευκόχρυση φωτιά από ηλιόφως κάτω από το σκούρο μπλε του ουρανού. Φυσούσε αρκετά, τόσο που έκανε τα λάβαρα στον ιπποδρόμιο να πλαταγίζουν και πότε-πότε να ανεμίζουν. Μέσα στην ησυχία της απλωσιάς των πράσινων λιβαδιών άκουγε κανείς τη μουσική να πηγαινοέρχεται με τον αέρα στους δρόμους της πόλης, πότε πιο μακριά και πότε πιο κοντά, αλλά όλο να πλησιάζει, σαν μια φευγαλέα, όλο χαρά γλύκα στον αέρα, που πότε-πότε έμοιαζε σαν να πυκνώνει ένα τρέμουλο και να ξεσπά σε μια μεγάλη χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία.
Χαρμόσυνη! Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για τη χαρά; Πώς να περιγράψει τους κατοίκους της Όμελας;
Βλέπετε, δεν ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, παρόλο που ήταν ευτυχισμένοι. Όμως τώρα πια δεν λέμε τις χαρούμενες λέξεις. Τα χαμόγελα θεωρούνται πια αρχαϊκά. Με δεδομένη μια περιγραφή σαν αυτή, πολλοί τείνουν με σιγουριά να πιθανολογούν· να κάνουν εικασίες, συχνά, για παράδειγμα για την παρουσία του Βασιλιά καβάλα στο υπέροχο άλογό του, με τους ευγενείς ιππότες γύρω του, ή ίσως μέσα σε ένα φορητό κουβούκλιο που το κουβαλούν μυώδεις σκλάβοι. Όμως δεν υπάρχει βασιλιάς. Δεν έχουν σπαθιά ούτε σκλάβους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι βάρβαροι. Δεν ξέρω τους κανόνες και τους νόμους της κοινωνίας τους, αλλά υποψιάζομαι ότι είναι πολύ λίγοι. Όπως ζουν χωρίς μοναρχία και δουλεία, έτσι ζουν επίσης χωρίς χρηματιστήριο, διαφημίσεις, μυστική αστυνομία και ατομική βόμβα. Όμως, επαναλαμβάνω, δεν ήταν απλοϊκοί άνθρωποι ούτε γραφικοί βοσκοί, «ευγενείς άγριοι» ή ανούσιοι ουτοπιστές. Δεν ήταν λιγότερο πολύπλοκοι από μας. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μια κακή συνήθεια, που ενθαρρύνεται από σχολαστικούς και εκλεπτυσμένους, να βλέπουμε την ευτυχία ως κάτι μάλλον ηλίθιο. Μόνο ο πόνος είναι διανοουμενίστικος, μόνο το κακό είναι ενδιαφέρον. Αυτή είναι η προδοσία του καλλιτέχνη: μια άρνηση να παραδεχτεί την κοινοτοπία του κακού και την τρομερή ανία του πόνου. Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους. Αν πονάει, ξανακάν’ το. Όμως όταν επαινείς την απελπισία, είναι σαν να καταδικάζεις τη χαρά, όταν ασπάζεσαι τη βία, χάνεις από τα χέρια σου όλα τα άλλα. Σχεδόν τα έχουμε χάσει όλα. Δεν μπορούμε πια να περιγράψουμε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, ούτε να εκθειάσουμε τη χαρά. Πώς μπορώ να σας πω για τους κατοίκους της Όμελας; Δεν ήταν αφελή και ευτυχισμένα παιδιά―αν και τα παιδιά τους ήταν όντως ευτυχισμένα. Ήταν ώριμοι, έξυπνοι άνθρωποι, με πάθος για τη ζωή, μια ζωή που δεν ήταν άθλια. Ω, τι θαύμα! Όμως μακάρι να μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα. Μακάρι να μπορούσα να σας πείσω. Η Όμελας, έτσι όπως το περιγράφω, ακούγεται σαν πόλη σε παραμύθι, πριν από πολύν καιρό και σε μακρινά μέρη, μια φορά κι έναν καιρό. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τη φανταστείτε όπως θα θέλατε εσείς, ελπίζοντας ότι θα αρθείτε στο ύψος των περιστάσεων, γιατί σίγουρα δεν μπορώ να σας ικανοποιήσω όλους. Για παράδειγμα, τι γίνεται με την τεχνολογία; Νομίζω ότι δεν θα υπήρχαν αυτοκίνητα στους δρόμους ή ελικόπτερα πάνω από τους δρόμους.Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Όμελας ήταν ευτυχισμένοι. Η ευτυχία βασίζεται σε μια δίκαιη διάκριση ανάμεσα στο τι είναι απαραίτητο, στο τι δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε καταστροφικό και στο τι είναι απλώς καταστροφικό. Όμως στη μεσαία κατηγορία ―εκείνη του μη απαραίτητου και μη καταστροφικού, εκείνη της άνεσης, της πολυτέλειας, της ευφορίας κ.λπ.― θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν κεντρική θέρμανση, μετρό, πλυντήρια και κάθε είδους θαυμαστές συσκευές που δεν έχουν επινοηθεί ακόμη εδώ, αιωρούμενες πηγές φωτός, ενέργεια χωρίς καύσιμα, τη θεραπεία του κρυολογήματος. Ή μπορεί να μην έχουν τίποτε απ’όλ’ αυτά: δεν έχει σημασία. Όπως το προτιμάτε. Τείνω να πιστεύω ότι τις τελευταίες μέρες πριν απ’ το φεστιβάλ, κάτοικοι πόλεων από όλη την ακτή έρχονται στην Όμελας με πολύ γρήγορα μικρά τρένα και διώροφα τραμ,και ότι ο σιδηροδρομικός σταθμός της Όμελας είναι ουσιαστικά το πιο όμορφο κτίριο της πόλης, αν και πιο απλό από την υπέροχη Αγορά Γεωργικών Προϊόντων. Όμως, έστω και αν δεχτήκαμε ότι υπάρχουν τρένα, φοβάμαι ότι η Όμελας ως τώρα φαίνεται σε μερικούς από σας υπερβολικά γλυκερή. Χαμόγελα, καμπάνες, παρελάσεις, άλογα, μπλιαχ. Αν ναι, παρακαλώ προσθέστε ένα όργιο.Αν ένα όργιο θα βοηθούσε, μη διστάσετε. Όμως, ας μην έχουμε ναούς από τους οποίους βγαίνουν όμορφοι γυμνοί ιερείς και ιέρειες ήδη σε ημιέκσταση και έτοιμοι να συνουσιαστούν με οποιονδήποτε άντρα ή γυναίκα, εραστή ή άγνωστο, που επιθυμεί την ένωση με τη βαθιά θεότητα του αίματος, αν κι αυτή ήταν η πρώτη μου ιδέα. Όμως, πραγματικά, θα ήταν προτιμότερο να μην έχουμε ναούς στην Όμελας ― τουλάχιστον όχι επανδρωμένους ναούς. Θρησκεία ναι, κλήρο όχι. Σίγουρα οι όμορφοι γυμνοί και οι όμορφες γυμνές μπορούν απλώς να περιπλανιούνται και να προσφέρουν τον εαυτό τους σαν θεϊκά σουφλέ στην πείνα των στερημένων και στην έκσταση της σάρκας. Ας μπουν κι αυτοί στις πομπές. Ας παίζουν ντέφια πάνω από τις συνουσίες και ας διακηρύσσεται η δόξα της επιθυμίας με τα γκονγκ· και (ένα όχι ασήμαντο σημείο) τα παιδιά αυτών των υπέροχων τελετών ας τα αγαπούν και ας τα φροντίζουν όλοι. Ένα πράγμα ξέρω ότι δεν υπάρχει στην Όμελας, η ενοχή. Όμως τι άλλο θα έπρεπε να υπάρχει; Στην αρχή σκέφτηκα ότι δεν υπάρχουν ναρκωτικά, αλλά αυτό είναι πουριτανικό. Για κείνους που τους αρέσει αυτή η εμπειρία, η αμυδρή και επίμονη γλυκιά οσμή του ντρουζ μπορεί να αρωματίζει τους δρόμους της πόλης, του ντρουζ που πρώτα φέρνει μια μεγάλη ελαφρύτητα και λαμπρότητα στη σκέψη και το σώμα, και μετά από μερικές ώρες ονειρικής χαύνωσης, οδηγεί σε υπέροχα οράματα της ίδιας της αρκάνα και των εσώτατων μυστικών του Σύμπαντος, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την απόλαυση του σεξ πέρα από κάθε φαντασία. Και δεν είναι εθιστικό. Για πιο μετριοπαθή γούστα νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει μπίρα. Τι άλλο; Τι άλλο πρέπει να υπάρχει στη χαρούμενη πόλη; Η αίσθηση της νίκης, βέβαια, ο εκθειασμός του θάρρους. Όμως, όπως αποκλείσαμε τον κλήρο, ας αποκλείσουμε και τον στρατό. Η χαρά που βασίζεται στην επιτυχημένη σφαγή δεν είναι σωστή χαρά. Δεν μας κάνει. Είναι φοβισμένη και ασήμαντη. Μια απέραντη και γενναιόδωρη ικανοποίηση, ένας μεγαλόψυχος θρίαμβος όχι ενάντια σε κάποιον εξωτερικό εχθρό, αλλά για την ένωση με τα καλύτερα και δικαιότερα στοιχεία στις ψυχές όλων των ανθρώπων παντού και τη λαμπρότητα του καλοκαιρού του κόσμου: αυτό φουσκώνει τις καρδιές των κατοίκων της Όμελας, και η νίκη που γιορτάζουν είναι η νίκη της ζωής. Πραγματικά πιστεύω ότι δεν έχουν πολλοί την ανάγκη να παίρνουν ντρουζ.
Πολλές από τις πομπές έχουν φτάσει στα Πράσινα Λιβάδια πια. Μια υπέροχη μυρωδιά από μαγειρεμένα φαγητά αναδύεται από τα κόκκινα και μπλε αντίσκηνα. Τα πρόσωπα των μικρών παιδιών κολλούν χαριτωμένα. Στην επιβλητική γκρίζα γενειάδα ενός άντρα είναι κολλημένα τα υπολείμματα ενός υπέροχου γλυκού. Οι νέοι και τα κορίτσια έχουν ανεβεί στα άλογά τους και συγκεντρώνονται στη γραμμή αφετηρίας. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, κοντή, παχιά και γελαστή, μοιράζει λουλούδια από ένα καλάθι, και ψηλοί νέοι τα τοποθετούν στα λαμπερά μαλλιά τους. Ένα παιδί εννιά-δέκα χρονών κάθεται στην άκρη του πλήθους μόνο και παίζει μια ξύλινη φλογέρα. Πολλοί σταματούν για ν’ ακούσουν και χαμογελούν, αλλά δεν του μιλάνε γιατί δεν σταματά να παίζει ούτε τους κοιτά ― τα μαύρα μάτια του είναι εκστατικά χαμένα μέσα στη γλυκιά, λεπτή μαγεία της μελωδίας.
Τελειώνει και χαμηλώνει αργά τη φλογέρα.
Λες και αυτή η σύντομη προσωπική σιωπή ήταν το σύνθημα, ηχεί εντελώς ξαφνικά μια σάλπιγγα από το αντίσκηνο κοντά στην αφετηρία. Είναι επιβλητική, μελαγχολική, διαπεραστική. Τα άλογα ορθώνονται στα λεπτά τους πόδια και μερικά απαντούν χλιμιντρίζοντας. Οι νεαροί αναβάτες, σοβαροί, χαϊδεύουν τον λαιμό τους για να τα ηρεμήσουν, ψιθυρίζοντάς τους, « Ήσυχα, ήσυχα, έτσι μπράβο ομορφιά μου, ελπίδα μου…» Αρχίζουν να παρατάσσονται στη γραμμή της αφετηρίας. Ο κόσμος κατά μήκος όλης της διαδρομής τους θυμίζει λιβάδι με χόρτα και λουλούδια στον άνεμο. Το Θερινό Φεστιβάλ έχει αρχίσει.
Το πιστεύετε; Δέχεστε το φεστιβάλ, την πόλη, τη χαρά; Όχι; Τότε επιτρέψτε μου να σας περιγράψω κάτι ακόμη.
Στο υπόγειο ενός από τα υπέροχα δημόσια κτίρια της Όμελας, ή ίσως στο κελάρι ενός μεγάλου σπιτιού, υπάρχει ένα δωμάτιο. Η πόρτα του κλειδωμένη και δεν έχει κανένα παράθυρο. Λίγο φως περνά από τις σχισμές στις σανίδες μαζί με σκόνη, φως από δεύτερο χέρι που έρχεται από ένα αραχνιασμένο παράθυρο κάπου στην απέναντι άκρη του κελαριού. Σε μια γωνιά του μικρού δωματίου υπάρχουν δυο σφουγγαρίστρες αποστεγνωμένες, μπερδεμένες, που βρομάνε, και δίπλα τους ένας σκουριασμένος κουβάς. Το δάπεδο είναι από χώμα, λίγο νωπό στο άγγιγμα, όπως είναι συνήθως το χώμα στα κελάρια. Το δωμάτιο έχει μήκος γύρω στις τρεις δρασκελιές και πλάτος δύο· περισσότερο θυμίζει ντουλάπι για σκούπες ή μια αχρησιμοποίητη πια αποθήκη για εργαλεία. Μέσα στο δωμάτιο κάθεται ένα παιδί. Μπορεί να είναι αγόρι ή κορίτσι. Δείχνει γύρω στα έξι, αλλά στην πραγματικότητα κοντεύει τα δέκα. Είναι καθυστερημένο. Ίσως γεννήθηκε έτσι ή μπορεί να αποβλακώθηκε από τον φόβο, τον υποσιτισμό και την παραμέληση. Σκαλίζει τη μύτη του και πότε-πότε πιάνει αφηρημένα τα δάχτυλα των ποδιών του ή τα γεννητικά του όργανα, ενώ κάθεται μαζεμένο στη γωνία που είναι πιο μακριά από τον κουβά και τις δύο σφουγγαρίστρες. Τις φοβάται τις σφουγγαρίστρες. Τις βρίσκει φρικτές. Κλείνει τα μάτια του, αλλά ξέρει ότι οι σφουγγαρίστρες είναι ακόμη εκεί. Και η πόρτα είναι κλειδωμένη. Και δεν θα ’ρθει κανείς. Η πόρτα είναι πάντα κλειδωμένη. Και ποτέ δεν έρχεται κανείς. Μόνο μερικές φορές ― το παιδί δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει χρόνος ή χρονικό διάστημα ―, μερικές φορές η πόρτα κροταλίζει τρομακτικά και ανοίγει, και εμφανίζεται ένας άνθρωπος ή κάμποσοι μαζί. Ο ένας μπορεί να μπει μέσα και να κλοτσήσει το παιδί για να το κάνει να σηκωθεί. Οι άλλοι δεν πλησιάζουν ποτέ, αλλά το κοιτάζουν με τρομαγμένο, γεμάτο απέχθεια βλέμμα. Ο ένας γεμίζει βιαστικά το μπολ με τροφή και το κανάτι με νερό, κλειδώνει την πόρτα, τα μάτια εξαφανίζονται. Αυτοί που στέκουν στην πόρτα δεν μιλούν ποτέ, αλλά το παιδί, που δεν ζούσε πάντα στην αποθήκη και θυμάται το φως του ήλιου και τη φωνή της μητέρας του, μερικές φορές μιλάει.
«Θα είμαι καλό παιδί» λέει. «Σας παρακαλώ αφήστε με να βγω. Θα είμαι καλό παιδί!» Αυτοί δεν του απαντούν ποτέ. Παλιότερα το παιδί ούρλιαζε τη νύχτα ζητώντας βοήθεια και έκλαιγε πολύ, τώρα όμως βγάζει μόνο ένα κλαψούρισμα και μιλάει όλο και πιο λίγο. Είναι τόσο αδύνατο, που δεν υπάρχουν γάμπες στα πόδια του. Η κοιλιά του προεξέχει. Ζει με μισό μπολ καλαμποκάλευρο και λίπος τη μέρα. Είναι γυμνό. Οι γλουτοί και οι μηροί του είναι γεμάτοι κακοφορμισμένες πληγές γιατί κάθεται μόνιμα μέσα στα περιττώματά του.
Το ξέρουν όλοι για το παιδί, όλοι οι κάτοικοι της Όμελας. Μερικοί έχουν έρθει να το δουν, άλλοι γνωρίζουν απλώς την ύπαρξή του. Όλοι ξέρουν ότι πρέπει να είναι εκεί που είναι. Μερικοί καταλαβαίνουν γιατί και μερικοί όχι, όλοι όμως ξέρουν ότι η ευτυχία τους, η ομορφιά της πόλης τους, η τρυφερότητα των φιλικών τους σχέσεων, η υγεία των παιδιών τους, η σοφία των λογίων τους, η ικανότητα των κατασκευαστών τους, ακόμη και η αφθονία της σοδειάς και ο καλός καιρός της περιοχής τους εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τη φρικτή δυστυχία εκείνου του παιδιού.
Αυτό το εξηγούν συνήθως στα παιδιά ανάμεσα στα οχτώ και τα δώδεκα, όταν είναι σε θέση να το καταλάβουν. Και οι περισσότεροι από αυτούς που έρχονται να δουν το παιδί είναι νέοι, όμως αρκετά συχνά έρχεται ή ξανάρχεται και κάποιος μεγάλος.
Όσο καλά και αν τους έχουν εξηγήσει το θέμα, οι νεαροί θεατές πάντα σοκάρονται και αηδιάζουν με το θέαμα. Νιώθουν αηδία που νόμιζαν ότι την είχαν ξεπεράσει. Θυμώνουν, εξοργίζονται, νιώθουν ανήμποροι παρ’ όλες τις εξηγήσεις. Θα ήθελαν να κάνουν κάτι για το παιδί. Όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Αν έβγαζε κάποιος το παιδί στο φως του ήλιου, έξω από κείνο το άθλιο μέρος, αν το καθάριζαν και το τάιζαν και το παρηγορούσαν, αυτό θα ήταν όντως πολύ καλό. Όμως αν γινόταν αυτό, την ίδια μέρα και ώρα όλη η ευημερία και η ομορφιά και η χαρά της Όμελας θα μαράζωνε και θα χανόταν. Αυτός είναι ο όρος. Θα ’πρεπε να θυσιάσει κανείς όλα τα αγαθά και την ευτυχία κάθε ζωής στην Όμελας για να κάνει αυτήν τη μικρή βελτίωση. Να καταστρέψει την ευτυχία χιλιάδων για να δώσει την ευκαιρία της ευτυχίας σε έναν: αυτό κι αν θα προκαλούσε ενοχή.
Ο όρος είναι αυστηρός και απόλυτος. Ούτε καν έναν καλό λόγο δεν πρέπει να πει στο παιδί κανένας.
Συχνά οι νέοι, αφού δουν το παιδί και βρεθούν αντιμέτωποι με αυτό το τρομερό παράδοξο, γυρίζουν σπίτι τους κλαίγοντας ή με τα μάτια στεγνά μεν, αλλά βράζοντας από θυμό. Μπορεί να το αναλογίζονται για βδομάδες ή χρόνια. Όμως, καθώς περνά ο χρόνος, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ακόμη και αν ήταν δυνατό να ελευθερωθεί το παιδί, δεν θα το ωφελούσε η ελευθερία του: μια κάποια αόριστη ευχαρίστηση από τη ζέστη και το φαγητό σίγουρα, αλλά τίποτα περισσότερο. Έχει πια εκφυλιστεί και αποβλακωθεί τόσο πολύ, που δεν μπορεί να νιώσει το ίδιο πραγματική χαρά. Έχει ζήσει με τον φόβο τόσον καιρό, που θα του είναι αδύνατο να απαλλαγεί από αυτόν. Είναι πολύ άξεστο για να ανταποκριθεί σε μια ανθρώπινη μεταχείριση. Πραγματικά, μετά από τόσον καιρό μάλλον θα ήταν δυστυχισμένο χωρίς τοίχους γύρω του να το προστατεύουν, και χωρίς σκοτάδι για τα μάτια του, και χωρίς τα περιττώματά του για να κάθεται από πάνω. Τα δάκρυά τους για την ακραία αδικία στεγνώνουν όταν αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την τρομερή δικαιοσύνη της πραγματικότητας και να την αποδέχονται. Όμως αυτά τα δάκρυα και ο θυμός τους, αυτή η δοκιμασία της γενναιοδωρίας τους και η αποδοχή του γεγονότος ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, είναι ίσως και η αληθινή πηγή της υπέροχης ζωής τους. Η ευτυχία τους δεν είναι βαρετή και ανεύθυνη. Ξέρουν ότι κι αυτοί, όπως και το παιδί, δεν είναι ελεύθεροι. Ξέρουν τι θα πει συμπόνια. Η ύπαρξη του παιδιού και η γνώση ακριβώς αυτής της ύπαρξής του είναι αυτό που επιτρέπει στην αρχιτεκτονική τους να είναι τόσο εμπνευσμένη, στη μουσική τους να είναι τόσο συγκλονιστική, στην επιστήμη τους τόσο βαθυστόχαστη. Εξαιτίας του παιδιού είναι τόσο καλοί με τα παιδιά. Ξέρουν ότι, αν δεν υπήρχε το δυστυχισμένο παιδί που κλαψουρίζει μέσα στο σκοτάδι, το άλλο παιδί, εκείνο με τη φλογέρα, δεν θα μπορούσε να παίξει τόσο χαρμόσυνη μουσική όταν οι νεαροί αναβάτες παρατάσσονται με όλη την ομορφιά τους για την ιπποδρομία μέσα στη λιακάδα του πρώτου πρωινού του καλοκαιριού.
Τώρα τους πιστεύετε; Δεν είναι πιο πιστευτοί; Όμως υπάρχει άλλο ένα πράγμα να πούμε, κι αυτό είναι τελείως απίστευτο.
Μερικές φορές ένα από τα έφηβα κορίτσια ή αγόρια που πάνε να δούνε το παιδί δεν γυρίζουν σπίτι τους για να κλάψουν ή να θυμώσουν. Βασικά δεν γυρίζουν σπίτι τους καθόλου. Μερικές φορές επίσης ένα άντρας ή μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας παύει να μιλά για μια-δυο μέρες και μετά φεύγει. Αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν στον δρόμο και περπατούν μόνοι. Συνεχίζουν να περπατούν και βγαίνουν από την πόλη της Όμελας περνώντας τις επιβλητικές της πύλες.Συνεχίζουν να περπατούν στα χωράφια έξω από την Όμελας. Ο καθένας τους περπατά μόνος, νέος ή νέα, άντρας ή γυναίκα. Πέφτει η νύχτα. Ο ταξιδιώτης πρέπει να περάσει από δρόμους χωριών, ανάμεσα από σπίτια με φωτισμένα παράθυρα, και να βγει πάλι στο σκοτάδι των χωραφιών. Ο καθένας μόνος του πηγαίνει δυτικά ή βόρεια, προς τα βουνά. Και συνεχίζουν. Αφήνουν την Όμελας, περπατούν μέσα στο σκοτάδι και δεν γυρίζουν πίσω. Το μέρος όπου πηγαίνουν είναι ένα μέρος που οι περισσότεροι από μας δεν μπορούμε να το φανταστούμε ούτε όσο φανταζόμαστε την πόλη της ευτυχίας. Δεν μπορώ να το περιγράψω καθόλου. Μπορεί να μην υπάρχει. Αλλά φαίνονται να ξέρουν πού πάνε αυτοί που φεύγουν από την Όμελας.

 

 

*το διήγημα αποτελεί μέρος της συλλογής διηγημάτων της μεγάλης κυρίας της Επιστημονικής Φαντασίας, “Δώδεκα κατευθύνσεις του ανέμου”, των εκδόσεων “Αίολος”, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2021. To έργο που στολίζει το διήγημα είναι «Ο Χορός» του Αντρέ Ντεραίν.