της Μαρίας Απατζίδη
βουλεύτριας Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25
Πρόκειται για μια ιστορία που κρατάει από το μακρινό 2007 με κυρώσεις και τροποποιήσεις από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Σήμερα, 14 χρόνια μετά, ο αυτοκινητόδρομος εξακολουθεί να είναι ανολοκλήρωτος και η σύνδεση της ανατολικής Ελλάδας με τη δυτική να εκκρεμεί. Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ακριβώς τις καθυστερήσεις των εργασιών τις πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια το «στοιχειωμένο» Δημόσιο, καθώς η παραχωρησιούχος εταιρεία διεκδικούσε με επιτυχία αποζημιώσεις πολλών εκατομμυρίων Ευρώ εις βάρος του ελληνικού λαού.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η τροποποίηση που συνέβη το 2013, κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης: Το Δημόσιο ανέλαβε την πλήρη χρηματοδότηση του έργου. Αλλά και επιπλέον δεσμεύθηκε να παραχωρήσει το μερίδιό του από τα έσοδα της Ιονίας Οδού στην παραχωρησιούχο εταιρεία του αυτοκινητόδρομου Κεντρικής Ελλάδας, για να καλύψει τις δαπάνες για το αναβαλλόμενο τμήμα. Αυτό συνέβη ακριβώς γιατί η παραχωρησιούχος εταιρεία στην Κεντρική Ελλάδα είναι η ίδια με αυτήν της Ιονίας Οδού, για αυτό και μπορούμε να μιλάμε και σε αυτήν την περίπτωση για έναν «εθνικό εργολάβο».
Στη συνέχεια οι δύο βασικές μνημονιακές κυβερνήσεις, του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και της Νέας Δημοκρατίας, είχαν μια αγαστή συνεργασία μεταξύ τους. Ο μεν ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κύρωσε σύμβαση που αφορούσε στο νότιο τμήμα από τον ημίκομβο Αθηνών Θεσσαλονίκης ως την Ξυνιάδα το 2018. Ενώ η Νέα Δημοκρατία προχώρησε πρόσφατα σε νέα τροποποίηση της σύμβασης, για να ολοκληρωθεί το βόρειο τμήμα από τα Τρίκαλα μέχρι την Εγνατία Οδό. Όταν μιλάμε για συνεργασία των δύο μνημονιακών κομμάτων, δεν υπερβάλλουμε καθόλου! Στην πραγματικότητα οι διατυπώσεις των δύο νομοσχεδίων, δηλαδή αυτού του 2018 επί ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του προτεινόμενου της Νέας Δημοκρατίας είναι τόσο εντυπωσιακά όμοιες, ώστε δίνουν την αίσθηση ότι προέρχονται από το νομικό τμήμα της παραχωρησιούχου εταιρείας, όντας κομμένες και ραμμένες στα μέτρα της.
Υπάρχει, όμως, ένα πολύ μεγάλο τίμημα για τις καθυστερήσεις σε αυτό το σύγχρονο Γεφύρι της Άρτας. Ενώ στην αρχική σύμβαση του 2007 το Δημόσιο συμμετείχε μόνο με 518 εκατομμύρια Ευρώ, σήμερα έχουμε φτάσει τα 1.371 εκατομμύρια Ευρώ! Γιατί, κατά τις δύο τελευταίες μνημονιακές κυβερνήσεις που γνώρισε η χώρα μας, το Δημόσιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη χρηματοδότηση των δύο αναβαλλόμενων τμημάτων, δηλαδή του νότιου επί ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του βόρειου επί Νέας Δημοκρατίας. Τι πειράζει, λοιπόν, αν έγιναν λάθη, αναβολές, διακοπές; Αφού στο τέλος, πληρώνει το Δημόσιο.
Αν ο ιδιώτης, εν προκειμένω ο εθνικός εργολάβος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, αντιμετωπίζει κίνδυνο χαμηλής απόδοσης στην εκμετάλλευση των έργων, έρχεται το Δημόσιο να επιδοτήσει τη χασούρα. Ενώ ακόμη παραπάνω, υπάρχει και πρόβλεψη για απαγόρευση κατασκευής ανταγωνιστικών έργων που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την κυκλοφορία στον αυτοκινητόδρομο. Γίνονται επίσης εκτιμήσεις για αποζημίωση της παραχωρησιούχου εταιρείας, σχετικά με την εικαζόμενη απόδοση του έργου, καθώς και για το ύψος των διοδίων, οι οποίες όμως αγνοούν τη γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας και του ρυθμού ανάπτυξης ή στασιμότητάς της. Και για αυτό είναι επικίνδυνες.
Βεβαίως, θα αντιτείνει κανείς τη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης. Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Tα νομοσχέδια που φέρνει η κυβερνώσα παράταξη στη Βουλή, καταδεικνύουν το πώς αντιμετωπίζει η εγχώρια ολιγαρχία το Ταμείο Ανάκαμψης: Ως μια κότα με τα χρυσά αβγά, την οποία θα εκμεταλλευτεί αποκλειστικά αυτή, χωρίς να υπάρχει διοχέτευση των πόρων σε δραστηριότητες που θα ωφελήσουν άμεσα τον λαό. Και βεβαίως, μπορεί να γίνει μια κριτική στο Ταμείο Ανάκαμψης ως αμελητέο από μακρο-οικονομική άποψη. Για την εγχώρια ολιγαρχία, όμως, δεν παύει να είναι μια πηγή άμεσου και εύκολου πλουτισμού. Και αυτό αποτελεί το κυρίως αντικείμενο της κριτικής που πρέπει να γίνει, καθώς όλες οι τροποποιήσεις που έχουν κατατεθεί από το 2007 είναι μονίμως επιβαρυντικές για το Δημόσιο και ωφέλιμες για τον «εθνικό εργολάβο» ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ.
Οπωσδήποτε, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς πλήρως την ανάγκη να αναπτυχθούν οι περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Ελλάδας. Και μάλιστα, σε μία περίοδο απολιγνιτοποίησης, η οποία είναι οικολογικώς σημαντική και την οποία ως ΜέΡΑ25 στηρίζουμε για χάρη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, τονίζοντας κυρίως τη χρήση πλωτών ανεμογεννητριών. Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, περιβάλλον απολιγνιτοποίησης, είναι σημαντικό η Κεντρική και Δυτική Ελλάδα να αποτελεί έναν κόμβο με την καλύτερη δυνατή διασύνδεση λιμανιών, όπως λόγου χάρη της Ηγουμενίτσας με τον Βόλο και τον Πειραιά, αεροδρομίων, όπως αυτό των Ιωαννίνων, με τα άλλα μεγάλα αεροδρόμια της χώρας, και βεβαίως να έχουμε ένα πλήρες δίκτυο αυτοκινητοδρόμων. Το διακύβευμα είναι βεβαίως η διασύνδεση των λιμανιών και των αεροδρομίων με τα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς και την κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Ακριβώς, όμως, επειδή τα ζητήματα αυτά αποτελούν το διακύβευμα για το μέλλον, έχει μεγάλη σημασία το πώς τα χειριζόμαστε. Δυστυχώς, στη χρεοδουλοπαροικία που έχει καταντήσει η χώρα μας, έχουμε το θλιβερό φαινόμενο να θυσιάζονται τα πάντα, εν προκειμένω οι πόροι του Δημοσίου, για να χτίζονται τα σύγχρονα «γεφύρια της Άρτας», με όρους που είναι πάντα υπέρ του εθνικού εργολάβου. Με μια επίδειξη ευαισθησίας για την κρατική εξασφάλιση της κερδοφορίας των ιδιωτών, που δεν επιδεικνύει πουθενά αλλού η κυβέρνηση. Μόνο επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως οι εργολάβοι, εξασφαλίζονται σε βάθος δεκαετιών για το συμφέρον τους, ενώ ο λαός δεν αποζημιώνεται, όταν καθίσταται έρμαιο της τύχης του λόγω των οικονομικών πολιτικών των κυβερνώντων. Πρόκειται για ένα μοντέλο, όπου η οικονομία και ο λαός είναι απολύτως εξαρτώμενοι στη χρεοδουλοπαροικία· δίνονται χρήματα μόνο για δημόσια έργα, τα οποία θα εξασφαλίσουν έναν ορισμένο τρόπο ανάπτυξης και διασυνδεσιμότητας· τα χρήματα αυτά τα ξεκοκκαλίζει η ολιγαρχία εν προκειμένω με τους εργολάβους· ενώ το Δημόσιο καλείται πάντα να πληρώνει και να αποζημιώνει για τα σπασμένα και για τα λάθη που οφείλονται είτε σε συγκεκριμένες κυβερνητικές πολιτικές είτε και σε δυσμενείς συγκυρίες. Πρέπει, όμως, να γίνει γενικότερη συνείδηση ότι αυτή η πορεία εκτράχυνσης και επιβάρυνσης του Δημοσίου δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί!