Αύξηση του αριθμού των γυναικοκτονιών στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μετά την άρση του lockdown, ενώ στις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου είναι διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία ή απολογισμοί οργανώσεων για το 2021 οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Τα lockdown κατέστησαν την καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας ακόμη πιο δύσκολη, ενώ αποκλεισμένα τα θύματα αναγκάστηκαν να ζήσουν με τους κακοποιητές τους και να αναζητήσουν με δυσκολία βοήθεια.

Αναφορικά με τις γυναικοκτονίες, στην Ισπανία μετά την άρση του Μαΐου μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τρεις ημέρες από τον πρώην ή νυν σύντροφό της, έναντι μίας κάθε εβδομάδα κατά μέσο όρο πριν την πανδημία. Στο Βέλγιο τους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους καταγράφηκαν 13 γυναικοκτονίες έναντι 24 στο σύνολο του 2020. Στη Γαλλία 56 γυναίκες έχουν φονευθεί από την αρχή του 2021, ενώ στη διάρκεια της ίδιας περιόδου πέρυσι ο αριθμός ήταν 46, σύμφωνα με την οργάνωση «Γυναικοκτονίες από συντρόφους ή πρώην».

«Όταν οι γυναίκες ξαναβρίσκουν την ελευθερία τους, οι κακοποιητές αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο και αντιδρούν πιο βίαια, η έξαρση των γυναικοκτονιών τους τελευταίους μήνες το αποδεικνύει», εξηγεί η Βικτόρια Ροσέλ, επικεφαλής της επιτροπής της ισπανικής κυβέρνησης κατά της έμφυλης βίας. «Όταν ξεπεράσαμε τους περιορισμούς, αποκαλύφθηκε μια άλλη πανδημία: η πανδημία της έμφυλης βίας που κρυβόταν από κάτω», προσθέτει. Η Ισπανία, η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το 2004 νόμο που καθιστά το φύλο του θύματος επιβαρυντική περίσταση σε έναν φόνο, θέλει να βάλει τέλος «μια και καλή» σε αυτή τη «μάστιγα», τόνισε ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ μετά την πρόσφατη άνοδο των γυναικοκτονιών.

Αύξηση των καταγγελιών κακοποίησης

Στην Ισπανία στη διάρκεια του lockdown (από τα μέσα Μαρτίου ως τα μέσα Ιουνίου 2020) οι εκκλήσεις για βοήθεια αυξήθηκαν κατά 58% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2019, κυρίως μέσω του διαδικτύου. «Αυτό λέει πολλά για την κατάσταση των γυναικών που δεν μπορούσαν καν να κάνουν ένα τηλέφωνο από το σπίτι τους», σημειώνει η Ροσέλ. Στην Ιταλία και τη Γερμανία παρατηρήθηκε ίδια τάση, με άνοδο του αριθμού των εκκλήσεων σε βοήθεια σε τηλεφωνικές γραμμές αφιερωμένες στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020. Στη Βρετανία η οργάνωση “Refuge”, που βοηθά θύματα ενδοοικογενειακής βίας, έλαβε από την άνοιξη του2020 ως τον Φεβρουάριο του 2021 σχεδόν διπλάσιο αριθμό κλήσεων σε σχέση με τον κανονικό καιρό. Όσο για βοήθεια, στην Ιταλία οι γυναίκες μπορούσαν να καλέσουν μια ειδική γραμμή της αστυνομίας και να πουν «θα ήθελα να παραγγείλω μια πίτσα μαργαρίτα», κάτι που σήμαινε ότι ήταν θύματα βίας, με την αστυνομία να στέλνει ένα περιπολικό. Στην Ισπανία μπορούσαν να ζητήσουν «μια μοβ μάσκα» από τα φαρμακεία, από τα λίγα καταστήματα που παρέμειναν ανοικτά σε όλη τη διάρκεια του lockdown.

Aν και οι εκκλήσεις σε βοήθεια αυξήθηκαν, τα εγκλήματα όπως οι δολοφονίες μειώθηκαν στη διάρκεια του lockdown, σύμφωνα με την Άνχελες Καρμόνα, πρόεδρο του Ισπανικού Παρατηρητηρίου κατά της Έμφυλης και Ενδοοκογενειακής Βίας. Στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία ο αριθμός των γυναικοκτονιών μειώθηκε πέρυσι, με 90, 67 και 45 γυναίκες αντίστοιχα να δολοφονούνται από πρώην ή νυν συντρόφους τους. Στο Βέλγιο ο αριθμός παρέμεινε σταθερός στις 24.

Ένα φαινόμενο που δεν προκαλεί έκπληξη καθώς το lockdown ήταν «το ιδανικό σενάριο για να ασκηθεί η βία του ελέγχου» καθώς δεν υπήρχε πλέον κοινωνική ζωή, ενώ η εργασία γινόταν από το σπίτι, εκτιμά η Άνχελες Χάιμε ντε Πάμπλο, πρόεδρος της φεμινιστικής οργάνωσης Themis, σύμφωνα με την οποία η άνοδος των γυναικοκτονιών ήταν «προβλέψιμη». Συχνά η ανακοίνωση του χωρισμού, ενός διαζυγίου ή της έναρξης μιας νέας σχέσης αποτελούν αφορμή για τις γυναικοκτονίες, γεγονότα που αναβλήθηκαν με τα lockdown. «Μόλις τελείωσε η υγειονομική κρίση, πολλά θύματα συνειδητοποίησαν ότι έχουν τα μέσα να τερματίσουν μια σχέση. Κι εκεί υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να διαπραχθεί μια γυναικοκτονία», σημειώνει η Κάρμεν Ρουίθ Ρεπούγιο, κοινωνιολόγος που ειδικεύεται στην έμφυλη βία.

Γυναικοκτονία στην Ελλάδα: Πότε επιτέλους θα καθιερωθεί ο όρος νομικά;

Αν και το ημερολόγιο γράφει 2021, στο τραπέζι των συζητήσεων για έμφυλα ζητήματα στην Ελλάδα ο όρος «γυναικοκτονία» θεωρείται ταμπού. Συνεχίζουμε να διαβάζουμε κίτρινους δημοσιογραφικούς τίτλους που μιλούν για «εγκλήματα πάθους», βάφοντας με ακόμα περισσότερο αίμα δολοφονίες γυναικών που συνέβησαν ακριβώς επειδή ήταν γυναίκες. Πρόκειται για έναν νεολογισμό που δηλώνει τη δολοφονία της γυναίκας ακριβώς επειδή είναι γυναίκα. Ανήκει στο υποσύνολο των ανθρωποκτονιών και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει τον όρο «ανθρωποκτονία γυναικών», από πρόθεση δηλαδή λόγω του φύλου τους. Αποτελεί ένα μεταφραστικό δάνειο του διεθνή πια όρου «Femicide», ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε το 1976 στο έργο της φεμινίστριας και ακτιβίστριας εγκληματολόγου Diana Russell και καθιερώθηκε διεθνώς με το βιβλίο «Femicide: The politics of woman killing». Ο όρος χρησιμοποιείται και επισήμως από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Όπως όλοι οι νεολογισμοί, έτσι και η γυναικοκτονία προέκυψε από κοινωνική ανάγκη. Εγκλήματα που ξεκινούν από λεκτικές παρενοχλήσεις, συναισθηματική-ψυχική-σωματική κακοποίηση και φτάνουν ως τη γυναικοκτονία, την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας. Πρόκειται για ένα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αποκτά κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις (Λαμπρίδη, Φ, 2019). Δειλά δειλά όλο και περισσότερο γνωστοποιείται ο όρος «γυναικοκτονία» και τα χαρακτηριστικά του στην κοινωνία, αν και νομοθετικά -στη χώρα μας- δεν αναγνωρίζεται. Η ανθρωποκτονία από πρόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ωστόσο, στην πράξη, σε πολλές περιπτώσεις η ποινή αυτή μειώνεται λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων που αναγνωρίζονται από το δικαστήριο. Επομένως, ο δράστης συχνά τιμωρείται με μικρότερη ποινή.

Με αφορμή την πρόσφατη γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά, γυναικείες οργανώσεις πραγματοποίησαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας το Σάββατο 19 Ιουνίου, για να κατοχυρωθεί νομικά ο όρος γυναικοκτονία. Συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δίκτυο για τη Φεμινιστική Απεργία κάνει λόγο για τα κύρια κίνητρα των ανδρών να σκοτώσουν, που είναι η προσπάθεια για τον έλεγχο και την κατοχή/κυριότητα των γυναικών σύμφωνα με τη θεωρία «του ιδιόκτητου θηλυκού», κάτι που θρέφει την πατριαρχία και αναρωτιέται πού βρίσκεται το Κράτος και η Πολιτεία που όχι μόνο αρνούνται να αναγνωρίσουν τον όρο, αλλά ψηφίζουν και νόμο σαν τον πρόσφατο της «συνεπιμέλειας» κλείνοντας τα μάτια σε όσα διέπουν τις συγκρουσιακές συζυγικές σχέσεις και οδηγούν στις γυναικοκτονίες.

Ένα ακόμα σεξιστικό, τιμωρητικό, έγκλημα. Μέχρι πότε οι γυναίκες θα δολοφονούνται;

Μια από τις πιο φρικτές διεθνώς γυναικοκτονίες, αυτή της εικοσάχρονης Καρολάιν, ήρθε να προστεθεί στον μακρύ και, όπως φαίνεται, ατελείωτο κατάλογο γυναικοκτονιών και της χώρα μας. Δράστης ένας νέος, εύπορος, προνομιούχος άνδρας, ένας «καλός πατέρας», στην πραγματικότητα, όμως, ένα πατριαρχικό τέρας, που η προσωπικότητά του θυμίζει το άλλο τέρας, τον κατά συρροή δολοφόνο γυναικών Κύπριο αξιωματικό. Σχεδίασε ψυχρά και με κάθε λεπτομέρεια το έγκλημα, χρησιμοποιώντας για κάλυψη το ίδιο του το παιδί και μη διστάζοντας να δολοφονήσει ακόμα κι ένα ανυπεράσπιστο ζώο, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, «Μου ζήτησε να χωρίσουμε, γι’ αυτό την σκότωσα», επιβεβαιώνοντας πως ένα από τα κύρια κίνητρα που υποκινούν τους άνδρες να σκοτώσουν, είναι οι προσπάθειες για τον έλεγχο και την κατοχή/κυριότητα των γυναικών, σύμφωνα με τη θεωρία «του ιδιόκτητου θηλυκού», που ενισχύει και αναπαράγει την πατριαρχία.
Ένα από τα κύρια κίνητρα που υποκινούν τους άνδρες να σκοτώσουν είναι οι προσπάθειες για τον έλεγχο και την κατοχή/κυριότητα των γυναικών σύμφωνα με τη θεωρία «του ιδιόκτητου θηλυκού», που ενισχύουν και αναπαράγουν την πατριαρχία.
Ένα νομικό σύστημα συντελεί με τον τρόπο του στη διαιώνιση των δομών που επιτρέπουν τη γυναικοκτονία. Αρνείται ή δεν είναι σε θέση να επικεντρωθεί στον μισογυνισμό των εγκλημάτων, μεταφέρει την ενοχή στα θύματα, αποδέχεται το διπλό πρότυπο ηθικής και τελικά αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την αποτυχία του κράτους να προστατέψει τον μισό του πληθυσμό.
Και που είναι η Πολιτεία σε όλα αυτά; Με ποιον τρόπο προστατεύει τον μισό και παραπάνω πληθυσμό της; Αρνούμενη να αναγνωρίσει τον όρο (τι φοβάται, αλήθεια, όταν χρησιμοποιεί λ.χ. τον όρο παιδοκτονία;), ψηφίζοντας νόμους σαν τον πρόσφατο περί «συνεπιμέλειας», κλείνοντας αυτιά και μάτια στις προειδοποιήσεις για αυτού του είδους των, κατά κανόνα, αόρατων για τους φορείς της πτυχών, που διέπουν τις συγκρουσιακές συζυγικές σχέσεις και, όχι σπάνια, οδηγούν σε άγριες γυναικοκτονίες, όπως αυτή της Καρολάιν;
Τα φεμινιστικά και γυναικεία κινήματα πενθούν, αλλά επιβεβαιώνουν την απόφασή τους να συνεχίσουν να αγωνίζονται, μαζί με τα κινήματα σε όλο τον κόσμο, για να πάψουν οι γυναικοκτονίες. Και απαιτούν, ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τα θύματα, την ένταξη του όρου στον νομικό κι ευρύτερα στον δημόσιο λόγο, καθώς ο όρος γυναικοκτονία, μεταξύ άλλων, υποκινεί σε αγώνες για μια κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή, που δεν θα ανέχεται την έμφυλη ανισότητα και βία και δεν θα έχει χώρο γι’ αυτού του είδους τα φαινόμενα, σύμφωνα και με τη Διακήρυξη της Βιέννης του ΟΗΕ του 2013.
Να κατοχυρωθεί νομικά τώρα ο όρος γυναικοκτονία

Νέο κάλεσμα: Ούτε μία λιγότερη

Παράλληλα, νέο κάλεσμα για διαμαρτυρίες απευθύνουν γυναικείες οργανώσεις με σύνθημα «Ούτε μία λιγότερη». Η φεμινιστική συλλογικότητα «Συνέλευση 8 Μάρτη» καλεί την Τρίτη 29 Ιουνίου, στις 19:00, στην παρέμβαση φεμινιστικών συλλογικοτήτων στο Σύνταγμα (στην αρχή της Ερμού), ενάντια στις γυναικοκτονίες και την έμφυλη βία.

Συγκέντρωση ενάντια στην πατριαρχία και την έμφυλη βία θα πραγματοποιηθεί επίσης την Τρίτη και ώρα 19.00 στην Καμάρα από την Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών).

Το κάλεσμα στη Θεσσαλονίκη:

Η ατέρμονη σειρά γεγονότων έμφυλης βίας και γυναικοκτονιών, που έρχονται ολοένα και περισσότερο στο φως το τελευταίο διάστημα, δεν αποτελούν εξαιρέσεις, ούτε μεμονωμένα περιστατικά. Αντιθέτως, είναι μέρος και έκφραση της ίδιας της κανονικότητας στην πατριαρχία, αποτέλεσμα των πολλαπλών καταπιέσεων που υφίστανται οι γυναίκες στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Καταπιέσεις που προκύπτουν από τη σχέση της τάξης και του φύλου, τη συντριπτικά υποτιμημένη γυναικεία εργασία, και από τη διείσδυση της πατριαρχίας ως ιδεολογίας, στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Στην καπιταλιστική Δύση, που διατείνεται πως ξεμπερδεύει πλέον με αιώνες γυναικείας καταπίεσης, μέσα από την καλλιέργεια, ενός φιλελεύθερου «φεμινισμού» από- τα-πάνω και την απόδοση θέσεων εξουσίας στις γυναίκες, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη για τις εργαζόμενες, τις άνεργες, τις προσφύγισσες, τις μετανάστριες.

Συγκεκριμένα, στην ΕΕ, οι συνθήκες εργασίας των γυναικών είναι πολλαπλά χειρότερες από τις αντίστοιχες αντρικές, καθώς οι μισθοί των γυναικών είναι κατά 42% χαμηλότεροι από εκείνους των αντρών, με το ποσοστό να αυξάνεται στο 45% στην Ελλάδα, ενώ τα γυναικεία ποσοστά ανεργίας και ‘ελαστικής’ εργασίας είναι κατά πολύ υψηλότερα. Και αυτά είναι μόνο τα επίσημα στοιχεία, που δεν συμπεριλαμβάνουν το αυξημένο ποσοστό της μαύρης εργασίας και την εργασία των μεταναστριών «χωρίς χαρτιά», σε επαγγέλματα παραδοσιακά συνδεδεμένα με τη γυναίκα, όπως οι καθαρίστριες, οι εργαζόμενες στο χώρο της ‘φροντίδας’ και πολλά άλλα. Επιπλέον, το δικαστήριο της ΕΕ έχει νομιμοποιήσει και επίσημα τις απολύσεις εγκύων, ως υπερβολικά ακριβών για το κεφάλαιο, λόγω των -πετσοκομμένων στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες- επιδομάτων και αδειών, και ταυτόχρονα, ως μη παραγωγικών, καταργώντας στην πράξη την προστασία της μητρότητας.

Ακόμα περισσότερο, σήμερα, μέσα από τις διεργασίες εργασιακής αναδιάρθρωσης που συντελούνται στο πλαίσιο της πανδημίας, η θέση της γυναίκας στην εργασία υποτιμάται ακόμα περισσότερο. Στο μνημονιακό έδαφος που κληροδότησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, το αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, που εδραιώνει την απόλυτη ελαστικοποίηση της εργασίας -έπειτα από συνεννόηση (!) με τους εργοδότες-, οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης πλήττονται διπλά, καθώς παλεύουν να ανταπεξέλθουν παράλληλα στους ρόλους που τους φόρεσε η πατριαρχική κοινωνία, ως μητέρες και τροφοί, μια εργασία ανέκαθεν απλήρωτη και μη αναγνωρίσιμη από την κοινωνία και το κράτος. Το έκτρωμα του αντεργατικού νομοσχεδίου, θέτει υπό διευθέτηση και το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης, για το οποίο προβλέπει επίσης «συνεννόηση» με τους εργοδότες, νομιμοποιώντας ουσιαστικά τη σεξουαλική βία από τα αφεντικά. Την ίδια στιγμή, η ‘τηλεργασία’ για τις εργαζόμενες γυναίκες και ακόμα πιο έντονα για τις μητέρες, ελλείψει της οποιασδήποτε ουσιαστικής προνοιακής μέριμνας, μεταφράζεται σε ένα εξαντλητικό πεδίο, όπου αλληλεπιδρούν πληθώρα καταπιεστικών παραγόντων: εξαντλητικά ωράρια, απλήρωτη εργασία, ανταπόκριση στις απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών, κατάργηση ιδιωτικότητας, απουσία ελεύθερου χρόνου, ανατροφή παιδιών, οικιακές εργασίες.

Για τις απόκληρες, τις μετανάστριες, τις προσφύγισσες, η ένταση της εκμετάλλευσης είναι ακόμα μεγαλύτερη, με τον αποκλεισμό τους πρακτικά από την εργασία και την κοινωνία, εκμετάλλευση που για μεγάλο ποσοστό γυναικών ανά τον κόσμο σημαίνει τη βία του trafficking, μιας από τις πιο επικερδείς μπίζνες του παράνομου κεφαλαίου. Τη βία του κοινωνικού και εργασιακού αποκλεισμού υφίστανται και τα -φτωχά- τρανς άτομα, με ότι αυτό συνεπάγεται. Το παράδειγμα της Δημήτρη από τη Λέσβο -όπως ήθελε η ίδια να την αποκαλούν- δείχνει την απίστευτη και πολύπλευρη βία που υπέστη μέχρι και το θάνατο της, αφού απέδρασε από το ψυχιατρείο, που ένα μήνα βρισκόταν στα αζήτητα του νεκροτομείου.

Η ταξική καταπίεση των γυναικών δεν γίνεται να νοηθεί ξεχωριστά από την πατριαρχική ιδεολογία και τις νόρμες της και αυτό γιατί η πατριαρχία παρότι μπορεί να προϋπήρχε του καπιταλισμού, αποτέλεσε δομικό στοιχείο συγκρότησης του και προϋπόθεση της επιβίωσης του. Και στην πατριαρχία και τον καπιταλισμό η έμφυλη βία -μια βία που οι γυναίκες υφίστανται καθημερινά, στους χώρους εργασίας, στο δρόμο και στο σπίτι- είναι νόμος. Και όσο η συστημική και κοινωνική σήψη προχωράει, η έμφυλη βία θα παραμένει και θα εντείνεται. Μια από τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης που επέφερε η πανδημία σε παγκόσμια κλίμακα, υπήρξε η όξυνση του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών. Στην ειδική συνθήκη της “καραντίνας”, η αναγκαστική παραμονή των γυναικών ανά τον κόσμο στο σπίτι μαζί με τους κακοποιητές, ακόμα και δολοφόνους τους, οδήγησε στην όξυνση του φαινομένου, με τις κλήσεις σε γραμμές υποστήριξης να καταγράφουν ραγδαία αύξηση του ποσοστού των περιστατικών βίας και των γυναικοκτονιών, μια πραγματικότητα από την οποία η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Η υπόθεση του βιασμού και της άγριας δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, θα είναι μια διαρκής υπόμνηση και ένα από τα πιο σοβαρά παραδείγματα γυναικοκτονίας στην πρόσφατη ελληνική ιστορία. Αλλά και μόνο τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, καταγράφονται συνεχή περιστατικά γυναικοκτονιών και έμφυλης βίας, με τελευταίο τον άγριο βιασμό της 50χρονης καθαρίστριας εργάτριας στα Πετράλωνα από δύο άντρες. Είχε προηγηθεί ένα περίπου μήνα πριν η γυναικοκτονία της 20χρονης μητέρας και φοιτήτριας Κάρολαιν Κράουτς από τον σύζυγο της, που όλα δείχνουν πως συγκαλύφθηκε από τους μπάτσους, με τον τηλεμαϊντανό- φασίστα συνδικαλιστή Μπαλάσκα να δίνει συμβουλές σε τηλεοπτικές εκπομπές για επίδοξους γυναικοκτόνους για το πως να πέσουν στα μαλακά. Πατώντας στο νομοσχέδιο του Τσιάρα για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, εργαλείο εκβιασμού των κακοποιητικών πατεράδων απέναντι στις γυναίκες, που ψηφίστηκε πρόσφατα και προκάλεσε την αντίδραση φεμινιστικών οργανώσεων, ο γυναικοκτόνος ήδη διεκδικεί την επιμέλεια του ενός έτους παιδιού του. Άλλωστε, λίγο καιρό πριν, από το βήμα της βουλής, ο βουλευτής της ΝΔ Γ. Λοβέρδος διαβεβαίωνε πως μπορεί ένας άντρας να κακοποιεί τη σύζυγο του και να είναι ταυτόχρονα καλός πατέρας.

Στα δεδομένα της Ελλάδας σήμερα, το ακροδεξιό πολιτικό προσωπικό της χώρας, η κατ’ εξοχήν ιστορικά πολιτική δύναμη των δοσίλογων, των βασανιστών και των βιαστών, εκφράζει και πριμοδοτεί στο απόλυτο την ελληνική εκδοχή της πατριαρχίας, του δόγματος πατρίς- θρησκεία – οικογένεια, -διαχρονικού και αδιαμφησβήτητου από όλες τις κυβερνήσεις- πυλώνα του ελληνικού παρασιτικού καπιταλισμού. Χαρακτηριστική υπήρξε η απόλυτη συγκάλυψη και στήριξη του παιδοβιαστή και προσωπικού συνεργάτη του Μητσοτάκη, Γεωργιάδη και εκείνη του «θεατράνθρωπου» Λιγνάδη από την κυβέρνηση της ΝΔ. Ακόμα, απόλυτη έκφραση της σημερινής ελληνικής alt right υπήρξε η απόπειρα διοργάνωσης του «Συνεδρίου Γονιμότητας», με συμμετέχοντες από όλο το φάσμα τις κοινωνικής σαπίλας, παπάδες, τηλεπερσόνες,, αλλά και τους φασίστες βουλευτές Βορίδη και Άδωνι κλπ, που ακυρώθηκε υπό την πίεση της κοινωνικής κατακραυγής.

Όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που μπορούν να ειπωθούν, αναδεικνύουν το επιτακτικό καθήκον του ανταγωνιστικού κινήματος, των οργανώσεων και των ομάδων του κομμουνιστικού και του αναρχικού χώρου, να θέτουν στο επίκεντρο της κριτικής και των πρακτικών της ταξικής πάλης, τα ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης, της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας. Και παράλληλα, να αφουγκραστούν και όπου μπορούν, να συναντηθούν με τους αγώνες του κινήματος της γυναικείας χειραφέτησης.