Μιλώντας στα «Παραπολιτικά», ερωτηθείς αν ο Κ. Μητσοτάκης φοβάται διαφοροποιήσεις, όπως υποστηρίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «Όποιος αναφέρει ότι ο Πρωθυπουργός φοβάται απλά δεν γνωρίζει τον Πρωθυπουργό. Θεωρώ στα όρια της αστειότητας, του χαριεντισμού να αναφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε εσωκομματικά προβλήματα».

«Πολλώ δεν μάλλον ξέρετε ότι όταν κάποιος δεν φοβάται δεν εκβιάζεται κιόλας. Όταν μιλούμε γα τον σημερινό πρωθυπουργό που θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι η συνήθης πολιτική φυσιογνωμία, εγώ είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω αρκετούς πρώην πρωθυπουργούς το υπόδειγμα του σημερινού πρωθυπουργού είναι τελείως διαφορετικό, δεν θα πω καλύτερο ή χειρότερο είναι τελείως διαφορετικό. Είναι ένας άνθρωπος με πολύ ισχυρή προσωπικότητα ο οποίος στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, δεν θα προσμετρήσει οποιαδήποτε θυσία, δεν θα συνυπολογίσει το κόστος και θα προχωρήσει ακόμη ακόμη και αν αυτό δεν είναι εκείνο το οποίο αρέσει στον πολύ κόσμο. Άρα δεν εκβιάζεται, δεν φοβάται, προχωράει με την κρίση του και την άποψή του»

Ανέφερε ωστόσο σε άλλο σημείο ότι «ο κ. Σαμαράς δεν είναι ένας απλός βουλευτής, είναι μια εμβληματική προσωπικότητα του χώρου της Νέας Δημοκρατίας, πρώην πρωθυπουργός. Και βεβαίως έχει την απόλυτη ελευθερία να θέτει τα ζητήματα κατά την κρίση του, και είναι γνωστές οι θέσεις του στα εθνικά ζητήματα». Πάντως, «υπάρχει μια πολύ συμπαγής, απόλυτη ομοθυμία στα ζητήματα αυτά, στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και προσβλέπω ότι θα αποτυπωθεί όταν χρειαστεί».

Συνεχίζοντας  για τις απόψεις του πρώην πρωθυπουργού, «έχει κάθε ιστορικό δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του αυτή ο κ. Σαμαράς. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί δεν είναι απλοί βουλευτές, έχουν ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος στο πολίτευμα, έχουν την ελευθερία της γνώμης και της ψήφου τους. Δεν αισθάνομαι ότι θα αποτελέσει το οποιοδήποτε πρόβλημα το να εκφρασθεί η άποψη αυτή», κατέληξε.

Σχετικά με τις διερευνητικές Ελλάδας – Τουρκίας, ο Γεραπετρίτης ανέφερε ότι  «είμαστε ικανοποιημένοι εκ του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στο ίδιο τραπέζι και συζητούμε με την Τουρκία (…) Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν διαρκείς δίαυλοι επικοινωνίας ώστε να αποσυμπιέζεται η οποιαδήποτε ένταση. Πολλώ δε, μάλλον, που η συγκυρία είναι κατ’ εξοχήν ευνοϊκή για τη χώρα», τόνισε ο υπουργός επικαλούμενος την πολυσχιδή διπλωματία, αλλά και την ισχυρή επιχειρησιακή θέση της χώρας.

Διευκρινιστικά δε, για το τι συζητήθηκε κατά το χθεσινό γύρο διερευνητικών, «όταν γίνεται η επανάληψη μιας διαδικασίας μετά από πέντε χρόνια, διαδικαστικά ζητήματα τίθενται στην αρχή (…) δεν υπάρχουν ουσιαστικά θέματα που συζητούνται. Αυτά, ελπίζουμε, θα έλθουν στις επόμενες συναντήσεις», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως το «κατ’ αρχήν θετικό κλίμα και εκ μέρους της Τουρκίας». Η παρουσία, εξάλλου, του διπλωματικού συμβούλου του Τούρκου Προέδρου στις διερευνητικές σηματοδοτούσε αφενός τη σημασία που αποδίδει η τουρκική Προεδρία, αφετέρου ίσως θέλει να έχει το δικό του «μάτι» σε αυτές. «Έχουμε συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορούμε να πάμε καλύτερα, εμείς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου θα το επιδιώξουμε», κατέληξε ο Γ. Γεραπετρίτης ως προς το συγκεκριμένο θέμα.

Στο ερώτημα αν επίκειται συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, απάντησε πως «είναι πρόωρο να συζητάμε για συζήτηση στο ανώτατο επίπεδο, βεβαίως είναι αυτονόητο ότι οι ηγέτες θα πρέπει να συνομιλούν μεταξύ τους», κάτι που, πρόσθεσε, είναι προς την ωφέλεια των λαών, αλλά ακόμη δεν υπάρχουν ώριμες συνθήκες.

Ερωτηθείς δε, πότε θα διεξαχθεί ο επόμενος γύρος των διερευνητικών, είπε ότι πρέπει να δούμε και το καλεντάρι των δύο διπλωματικών αποστολών, είναι κάτι που θα οργανωθεί από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.

Στο κεφάλαιο του Δικαστηρίου της Χάγης, σημείωσε πως «για να φτάσουμε μέχρι τη διεθνή δικαιοδοσία θα πρέπει να έχουν υπάρξει πολλά και μεγάλα βήματα», με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Δίκαιο της Θάλασσας και άρα «ξεκινάμε από ένα αρνητικό σημείο αφετηρίας».

Προσφεύγοντας, εξάλλου, σε διεθνή δικαιοδοσία, «γνωρίζεις ότι υπάρχει η πιθανότητα να υπάρξουν κάποιες παραχωρήσεις». Όμως, «η Ελλάδα θεωρεί ότι έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της. Υπάρχει νομολογία για τις θαλάσσιες ζώνες και αυτήν επικαλείται η χώρα μας».