του Δημήτρη Σούλτα
Η δουλειά του αγρότη δεν είναι εύκολη. Ποτέ δεν ήταν. Δεν είναι έτσι όπως την φαντάζεται ο κάτοικος της πόλης, που πολλές φορές πιστεύει ότι απλώς ρίχνεις έναν σπόρο και μετά από κάποιους μήνες πηγαίνεις και μαζεύεις. Θέλει πολύ κόπο, πολύ πόνο και δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να δεις τα πάντα να καταστρέφονται μέσα σε μερικά λεπτά, από μία χαλαζόπτωση.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να πάθει μια ξαφνική αμνησία και να ξεχάσει τι ακριβώς γινόταν επί δεκαετίες με τις επιδοτήσεις, τον αγροτικό νεοπλουτισμό και την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, πολλές φορές δυστυχώς με την συναίνεση των αγροτών. Ήμασταν όλοι σ’ αυτή τη χώρα και μια στοιχειώδη μνήμη την διαθέτουμε.
To “πάρτυ» ξεκίνησε στην δεκαετία του ’80 με τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα, το οποίο το μόνο ολοκληρωμένο που κατάφεραν να κάνουν ήταν να καταστρέψουν ολόκληρους τομείς της αγροτικής παραγωγής. Το ίδιο πάρτυ συνεχίστηκε και από τη Ν.Δ. με τελευταίο επεισόδιο, αυτό των «ενισχύσεων» Χατζηγάκη, όπου επικράτησε το δόγμα «πάρτε λεφτά για να ανοίξετε τους δρόμους». Αλλά αυτό αγροτική πολιτική δεν λέγεται.
Είναι γεγονός επίσης ότι για δεκαετίες οι αγρότες δεν πλήρωναν ασφαλιστικές εισφορές. Αλλά αυτό που έπαιρναν στο τέλος ήταν η σύνταξη του απόρου, τα 360 ευρώ ή όποιο ποσό προβλεπόταν κάθε εποχή. Αγρότες μεγαλοσυνταξιούχοι δεν υπήρξαν ποτέ. Είναι επίσης μύθευμα ότι τώρα οι αγρότες δεν πληρώνουν εισφορές. Πληρώνουν ή τουλάχιστον χρεώνονται, καθώς η έλλειψη ρευστότητας είναι γενική.
Η Ε.Ε. με το πολυπαιγμένο της ύφος, της αθώας περιστεράς, είναι προφανώς συνυπεύθυνη. Επιδοτούσε την καταστροφή προϊόντων και όχι την παραγωγή τους. Εφάρμοζε κεντρικές πολιτικές ποσοστώσεων στην παραγωγή προϊόντων, που οδήγησαν στο να συμφέρει κάποιος να μην παράγει παρά να παράγει.
Απολύτως αθώοι σε όλο αυτό το σκηνικό δεν υπάρχουν. Αλλά όλα αυτά είναι το σκηνικό του παρελθόντος. Η λογική ότι επειδή συνέβησαν όλα αυτά είναι περίπου θεϊκή επιθυμία να πληρώσουν τις «αμαρτίες» οι νεότεροι αγρότες είναι και αντιπαραγωγική και αντιπολιτική.
Είναι βέβαιο ότι όταν τριπλασιάσεις τη φορολογία, αυξήσεις τις εισφορές και περικόψεις ενισχύσεις και θα απομακρύνεις νέους ανθρώπους από την αγροτική παραγωγή και την τελική τιμή του προϊόντος θα επιβαρύνεις.
Στο νεοφιλελεύθερο σύμπαν, μες το οποίο πορευόμαστε βέβαια, ειδικά τιμολόγια στο πετρέλαιο μπορούν να έχουν οι εφοπλιστές, ειδική φορολογία μπορούν και πρέπει να έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις για να επενδύσουν. Όλα αυτά θεωρούνται ανάπτυξη. Όταν ζητηθούν από τους αγρότες θεωρούνται ρουσφέτι.
Κανείς δεν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον να κάνουμε αναδρομές. Είναι να χαραχθεί μια στρατηγική στην αγροτική πολιτική που θα δίνει κίνητρα, θα δημιουργεί πλούτο για τους αγρότες και τις οικογένειες, αλλά θα εξαφανίζει τα παράσιτα σε χρόνο ρεκόρ. Γιατί αυτά δεν ενδυμούν μόνο στα φυτά. Και ο νοών νοείτο…