της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Διορίστηκε και υπηρετεί στη θέση του ειδικευομένου ιατρού  γενικής/οικογενειακής ιατρικής από διμήνου, με σύμβαση 5ετούς διάρκειας, όσα και τα χρόνια της ειδίκευσής του. Ακολουθώντας το πρωτόκολλο και ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα απαραίτητα έγγραφα που προσκόμισε για την πρόσληψη και τον διορισμό μετακινήθηκαν και ελέγθησαν από τους εξής φορείς: Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Περιφέρειας Κρήτης, Τμήμα προσωπικού και Διοίκηση του νοσοκομείου και τέλος το αρμόδιο τμήμα του υπουργείου υγείας.

ΤΡΡ

Περιγράφει στο ΤΡΡ όσα ακολούθησαν: «Αιφνιδιαστικώς την περασμένη εβδομάδα και ενώ ακολουθώ κανονικά τα καθήκοντα μου για περίπου 2 μήνες, ενώ έχουν ήδη καταβληθεί οι πρώτοι μισθοί, μου γνωστοποιείται προφορικώς αρχικά και στη συνέχεια εγγράφως ότι έχει συμβεί κάποιο διοικητικό λάθος, έχει αγνοηθεί τροπολογία σε ΦΕΚ του 2020 που μειώνει κατά μία τις οργανικές θέσεις ειδικότητας γενικής ιατρικής στο νοσοκομείο, και συνεπώς δεν υπήρχε  στην πραγματικότητα η κενή οργανική θέση στην οποία διορίστηκα. Αποτέλεσμα; Η άμεση απομάκρυνση μου η οποία βαφτίστηκε διακοπή σύμβασης. Συμπληρωματικά, χάνω τη θέση μου και στην σχετική λίστα αναμονής για ειδικότητα καθώς στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει έχουν καταθέσει κι άλλοι συνάδελφοι τα χαρτιά τους».

Όπως μας αναφέρει, είναι ενήμεροι όλοι οι εμπλεκόμενοι θεσμοί και το ζήτημα έχει φτάσει και στο υπουργείο Υγείας. Όλοι έχουν παραδεχτεί το συμβάν, δίνοντας την «εξήγηση» του διοικητικού λάθους. «Είναι σα να σου λένε “δε μας ενδιαφέρει ότι εσύ έχεις κάνει ένα πλάνο 5ετίας, απολύεσαι» σημειώνει, ενώ υπογραμμίζει πως το νοσοκομείο έχει ελλείψεις προσωπικού και πολλές κενές οργανικές θέσεις.

Ο ίδιος κάνει λόγο για «μια ωμότητα κι ένα θράσος από την πλευρά των διοικήσεων που έχει ξεπεράσει κάθε όριο». Είναι αποφασισμένος να μην αφήσει αναπάντητο το περιστατικό. «Επίκειται δικαστικός αγώνας για την δικαίωση μου, ηθική και νομική, και  συλλογικός αγώνας μέσα από τα όργανα των εργαζομένων για την κατάδειξη του επιτελικού μπάχαλου με το οποίο ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας».

«Το μοναδικό λάθος είναι η αδυναμία του συστήματος να κρατήσει έναν νέο άνθρωπο που ήρθε να προσφέρει στον πολίτη» λέει στο ΤΡΡ ο γεν. γραμματέας της Ένωσης Εργαζομένων στο Βενιζέλειο, Αναστάσιος Θελερίτης κι εξηγεί: «Είναι η εύκολη λύση να το βαφτίσουμε διοικητικό λάθος. Μετά από 25χρόνια στο επάγγελμα, θα πω ότι δεν αποτελεί λάθος. Οι θέσεις της Γενικής Ιατρικής ήταν 20, αλλά μειώθηκαν κατά μία γιατί υπήρχαν ανάγκες στο τμήμα των νεογνών κι εκεί μετακινήθηκε γιατρός. Έτσι έδιωξαν τον συνάδελφο από το τμήμα της Γενικής Ιατρικής».

Η ουσία είναι αλλού, όπως υπογραμμίζει και ο κ. Θελερίτης -και είναι στις πολλές ανάγκες που υπάρχουν στο ΕΣΥ. «Οι ανάγκες είναι πάρα πολλές. Η λογική λέει ότι όταν υπάρχουν αυξημένες ανάγκες πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις να κρατήσουμε τον γιατρό εν ενεργεία. Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις για το πώς θα μείνει ο γιατρός, κι όχι πώς θα τον βγάλουμε εκτός. Γιατί οι ελλείψεις είναι πολλές και σε όλους τους κλάδους, σε όλες τις ειδικότητες, σε όλες τις θέσεις».

Σε ανακοίνωση της Τριμελούς Επιτροπής Γιατρών Βενιζελείου στις 16 Μαρτίου, οι εργαζόμενοι κατήγγειλαν ακριβώς όλο αυτό το σύστημα των διαχρονικών ελλείψεων, που δε λύνονται με «μπαλώματα». «Μόλις προ ημερών ανακοινώθηκε η πολυαναμενόμενη προκήρυξη θέσεων ειδικευμένων ιατρών για τα νοσοκομεία της Κρήτης μετά από πολλούς μήνες, ή καλύτερα χρόνια καθυστέρησης. Δυστυχώς όμως για το Βενιζέλειο, όπως και για τα περισσότερα νοσοκομεία της Υγειονομικής Περιφέρειας, είναι πολύ κατώτερη των επειγουσών αναγκών. Οι δώδεκα θέσεις που δόθηκαν στο νοσοκομείο μας δεν επαρκούν να καλύψουν ούτε καν τα πρόσφατα κενά που δημιουργήθηκαν τους τελευταίους μήνες από τις συνταξιοδοτήσεις και τις συνεχείς παραιτήσεις ιατρών, λόγω των κακών συνθηκών εργασίας και χαμηλών αμοιβών. Είναι δε πολύ μακριά από τις σαράντα κενές θέσεις ειδικευμένων ιατρών που δημιουργήθηκαν σταδιακά τα τελευταία χρόνια, από την τακτική του υπουργείου να μην στελεχώνει επαρκώς τα νοσοκομεία. Τα κενά αυτά σε συνδυασμό με τη μεγάλη έλλειψη ειδικευομένων ιατρών στα περισσότερα τμήματα, δημιουργούν συνθήκες σοβαρής δυσλειτουργίας, που ταλαιπωρούν ασθενείς και προσωπικό».