Την τριμηνιαία έκθεση του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση του γραφείου με νέα σύνθεση και συντονιστή τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη, πρώην πρωθυπουργικό σύμβουλο και νυν γενικό γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής.
 
Όσον αφορά τα κύρια συμπεράσματα της έκθεσης, το γραφείο υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ανάκαμψη, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, χαρακτηρίζοντας «θετικό» το οικονομικό κλίμα για το έτος 2017, με τις «κυριότερες οικονομικές μεταβλητές να παρουσιάζουν βελτίωση».
 

Σχετικά με το 2017

 
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το 2017, στην έκθεση σημειώνεται η ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας κατά 1,4% ως αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών, αλλά και της στασιμότητας της ιδιωτικής οικονομίας με την μείωση των δημόσιων δαπανών. Σχετικά με τη ρευστότητα, η έκθεση επισημαίνει ότι καταγράφτηκε αύξηση των επιχειρηματικών δανείων και των καταθέσεων στις εγχώριες τράπεζες, με την παράλληλη σταδιακή απεξάρτηση τους από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας (ELA), ενώ στην έκθεση αναφέρονται και τα stress test των τραπεζών, τα οποία διενεργήθηκαν χωρίς την ένδειξη για περαιτέρω κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Τέλος, το γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρεται στην επιβράδυνση του πληθωρισμού, ο οποίος παρ' όλα αυτά παραμένει σε θετικά επίπεδα, στην μείωση της ανεργίας κατά δύο μονάδες, και στο πρωτογενές πλεόνασμα, όπου σύμφωνα με την έκθεση, ξεπέρασε τους στόχους του προγράμματος για τρίτο συνεχόμενο έτος.
 
 

Σχετικά με το 2018
 

Σχετικά με το πρώτο τρίμηνο του 2018, το γραφείο αναμένει επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2%, ενώ τονίζει ότι «ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα», όπως για παράδειγμα, η μεταποίηση, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, οι εξαγωγές αγαθών, η απασχόληση, ενώ σχετικά με τις προσδοκίες αναφέρεται ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης και ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών για τη μεταποίηση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, η Τράπεζα της Ελλάδος 2,4%, η Κομισιόν 1,9, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ 2,0.
 

«Νέο πλαίσιο εποπτείας» μετά την αξιολόγηση

 
Επιπλέον, τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου καταδεικνύουν ότι είναι απόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018, ενώ προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018, σημειώνει η έκθεση, είναι η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Παρ' όλα αυτά, με το κλείσιμο της αξιολόγησης η χώρα θα οδηγηθεί σε «νέο πλαίσιο εποπτείας», με τους ακριβείς όρους να καθορίζονται σε επόμενη πολιτική διαπραγμάτευση, όπως τονίζει το γραφείο Προϋπολογισμού. Τέλος, το γραφείο υπογραμμίζει ότι, «η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Στο εφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας». 
 
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, θέτει ως πρώτη προτεραιότητα στη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, καθώς θεωρεί ότι η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών αποτελεί «τη βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας». Για το λόγο αυτό, προτείνει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα με σκοπό «τη διατήρηση πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά και τη διατήρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας». Οι δημοσιονομικοί στόχοι, τονίζει, «πρέπει να περιλαμβάνουν την παροχή σύγχρονης και αποτελεσματικής κοινωνικής προστασίας, τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών και της δημόσιας διοίκησης, την αύξηση του φυσικού κεφαλαίου με κίνητρα που ενισχύουν εξωστρεφείς κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου με εκπαίδευση και κατάρτιση ώστε να αυξηθούν οι αμοιβές της ειδικευμένης εργασίας».
 

Σχετικά με το χρέος

 
Όσον αφορά την επικείμενη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, σημειώνεται ότι «τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα, καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».
 

Υποβαθμίζεται το εργατικό δυναμικό της χώρας

 
Στη συνέχεια, το γραφείο φαίνεται ανήσυχο σχετικά με την ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί, αναφέροντας ότι αίτιο αυτού του γεγονότος, είναι «η απώλεια εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό». Επιπλέον, προσθέτει «η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την υποχώρηση του φυσικού κεφαλαίου λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας. Η τάση αυτή, εφόσον συνεχιστεί, υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας». Σημειώνεται στο τέλος, πως για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του εργατικού δυναμικού «θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησηςΣυνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».
 

Προτάσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας

Τέλος, η έκθεση καταλήγει, στην ανάγκη προσέλευσης νέων επενδύσεων από το εξωτερικό, με την ταυτόχρονη επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Επιπλέον, επισημαίνει την ανάγκη άρσης των capital control, την επιτάχυνση των εξωδικαστικών διαδικασιών για χρέη προς το δημόσιο, αλλά και περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στου τομείς των αγορών και των υπηρεσιών. «Τα παραπάνω μπορούν να συνεισφέρουν στην γρήγορη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στο κλείσιμο του παραγωγικού κενού, σε υψηλότερη απασχόληση αλλά και σε μεγαλύτερους μακροπρόθεσμους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης, σημειώνει η έκθεση.

Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση: