*γράφει ο Γιάννης Ζευγώλης, συγγραφέας
Ένας από αυτούς είναι και οι περιπλανώμενοι με τα λιωμένα παπούτσια που κουβαλάνε τη μουσική πραμάτεια τους και πήγαιναν στο σημείο που θα έδιναν ζωή. Εκεί υπάρχουν μόνο φαντάσματα τώρα, που απλά δεν ακούν μουσική από άποψη. Τουλάχιστον ακούμε την ανάσα μας όσο περπατάμε, αλλά έχει την αγωνία της επόμενης μέρας που δεν ξέρουμε εάν θα είμαστε και πάλι όλοι μαζί να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι, να ακούσουμε τους ίδιους ήχους της πόλης. Γιατί μπορεί ο οργανοπαίχτης του πεζόδρομου να μην την έβγαλε και να ανήκει σε αυτούς τους εκατό που μετράμε τη μέρα ή να μην άντεξε χωρίς το μεροκάματο.
Το θέμα είναι εάν επαναπροσδιορίσαμε την έννοια του μουσικού στη ζωή μας που σίγουρα ο τίτλος δεν ανήκει μόνο σε όσους προβάλλονται στο κουτί, αλλά και σε όσους τραγουδούν και παίζουν σε ταβέρνες, μικρομάγαζα, σοκάκια, γειτονιές, μπαράκια, νυχτάδικα και πεζοδρόμους αργά τις νύχτες. Όλοι αυτοί που δεν είχαν την τιμή να ειδωθούν ούτε με τηλεσκόπιο από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης, θεωρήθηκαν ότι ήταν άξιοι της μοίρας τους που ακολούθησαν το μεράκι τους, αυτό που τους έκανε ευτυχισμένους και όχι πετυχημένους με την σημερινή δυσνόητη έννοια του όρου που σχετίζεται με τους αριθμούς.
Μακάρι να κοιταζόμασταν την επόμενη μέρα και να είμαστε και πάλι όλοι εδώ, αλλά δεν θα είναι καμία μέρα όπως η προηγούμενη που δε δίναμε σημασία στη μουσική του περιπλανώμενου οργανοπαίχτη. Δεν στεκόμασταν όταν περνούσαμε από μπροστά του για να ολοκληρώσει το τραγούδι από εκεί που το είχε αφήσει ο προηγούμενος. Ίσως είχαμε εξοικειωθεί ο καθένας από εμάς σε άλλους ήχους, πιο βίαιους, πιο τραχείς, πιο γενικά… Σπεύδαμε να ξεστομίσουμε την φωνή μας και να την ακούσουμε πρώτα οι ίδιοι χωρίς να σκεφτούμε ότι μπορεί να βρισκόμασταν σε μία παγωμένη πρόωρη κηδεία από έναν αγαπημένο μας άνθρωπο που έφυγε πρόωρα λόγω της πανδημίας. Είχαμε μάθει ότι ο νοσοκόμος κάνει μία συνηθισμένη δουλειά όπως όλες οι άλλες. Ίσως οι προοπτικές σε μία άλλη δουλειά ήταν μεγαλύτερες κι ας έσωζε εν αγνοία μας η νοσηλεύτρια εκατοντάδες χωρίς να φτάνει στα αυτιά μας, γιατί εμείς είχαμε μάθει να ακούμε μηνύματα μόνο της καταναλωτικής μανίας στην οποία είχαμε επιδοθεί.
Θα κάτσουμε άραγε την επόμενη μέρα στη σωστή σειρά να περιμένουμε ή θα βιαστούμε να κάνουμε εμβολιασμένοι την ίδια ζωή με πριν, χωρίς ιεράρχηση των ουσιαστικών πραγμάτων στη ζωή; Θα αναζητήσουμε τους ήχους εκείνους που δε μας ενδιέφερε να στήσουμε το αυτί μας όπως είναι ο ανθρώπινος πόνος της διπλανής πόρτας; Θα συνεχίσουμε να «μην ανακατευόμαστε», γιατί τάχα δεν είναι δική μας δουλειά στη βία που πραγματοποιείται στο διπλανό διαμέρισμα ή θα έχουμε «εμβολιαστεί» με ανησυχίες που είχαμε παραγκωνίσει για χάρη του ψευτοεγωισμού που οδηγούσε σε junk food της ψυχής που την ταΐζει μεταλλαγμένα και σου δίνει μεν την εντύπωση ότι έχεις χορτάσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι πεινάς την επόμενη στιγμή. Κάτι σαν ανεμογκάστρι χωρίς ουσιαστική δημιουργία.
Η επόμενη μέρα ας ελπίσουμε ότι δεν θα χτίζουμε πάλι πύργους στην άμμο χωρίς να ακούμε τους παφλασμούς των κυμάτων, αλλά θα έχουμε μάθει να κοντοστεκόμαστε σε έναν περιπλανώμενο μουσικό που προσπαθεί να μας κάνει να δούμε την πόλη αλλιώς, θα ακούμε τους ήχους που μέχρι χτες ήταν ανύπαρκτοι.