«Η διαφάνεια και η απόδοση ευθυνών είναι ηθικά ζητήματα που οφείλουν να αποτελούν την ουσία του δημόσιου βίου και της δημοσιογραφίας»
Η ρήση αυτή του Τζούλιαν Ασάνζ, που ανέφερε τη Δευτέρα ο Τζων Πίλτζερ, μιλώντας στους αλληλέγγυους που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το δικαστήριο του Ολντ Μπέιλυ, και αφού του απαγόρευσαν την είσοδο, έφτασε σήμερα στην αίθουσα, χωρίς να αναφερθεί ποιός την είπε, και ακούστηκε δύο φορές – τη μία μάλιστα με την αφοριστική σύνταξη «Διαφάνεια με κάθε κόστος;», που προτίμησαν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ. Και τις δύο, ήταν ερώτηση προς τον καθηγητή Πωλ Ρότζερς. Δεν τον γνώριζα, ομολογώ – μες στα τόσα γνωστά ονόματα των ανθρώπων που έρχονται να καταθέσουν υπέρ του Ασάνζ υπάρχουν και κάποια άγνωστα, σε μένα τουλάχιστον. Όμως τον έμαθα, όπως τον μάθαμε όλοι όσοι παρακολουθούμε, και σήμερα του χρωστάμε την πρώτη αληθινή ανάσα, την πρώτη φορά που αντίστοιχα του «Πέστα Χρυσόστομε!» μάλλον ακούστηκαν σε πολλές γλώσσες…
Γεννημένος το 1943, επίτιμος καθηγητής Σπουδών Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ και ειδικός σύμβουλος επί θεμάτων ασφαλείας και επί του «Πολέμου κατά της τρομοκρατίας» της Ερευνητικής Ομάδας Οξφόρδη, μιας δεξαμενής σκέψης που μελετά θέματα ασφάλειας, δικαιοσύνης και ειρήνης, ένας άνθρωπος διαβασμένος, συγκροτημένος, με ταχύτατη σκέψη και μοναδική συνδυαστική ικανότητα, ο καθηγητής Ρότζερς έφερε στην πιο δύσκολη θέση που έχουμε δει ως τώρα τους εκπροσώπους των ΗΠΑ.
Είχε να αντιμετωπίσει τον ίδιο πυρήνα επιχειρημάτων που τρεις μέρες τώρα βλέπουμε να επανέρχονται ξανά και ξανά. Το «Διαφάνεια με κάθε κόστος;» δεν ήταν παρά βήμα για να επανέλθει η μία θεμελιώδης βάση του αιτήματος έκδοσης: αυτή που λέει ότι απειλήθηκαν ανθρώπινες ζωές λόγω των αποκαλύψεων των Wikileaks.
Η μία θεμελιώδης βάση του αιτήματος έκδοσης του Ασάνζ, ότι δηλαδή απειλήθηκαν ανθρώπινες ζωές από την δημοσιοποίηση των εγκλημάτων πολέμου των ΗΠΑ, στηρίζεται εν πολλοίς στο βιβλίο του Ντέηβιντ Λη, του αποστάτη δημοσιογράφου, κάποτε συνεργάτη των Wikileaks εκ μέρους του Γκάρντιαν, ο οποίος εκεί αναφέρει ότι ο Ασάνζ ήξερε ότι βάζει ζωές σε κίνδυνο και αδιαφορούσε γι’ αυτό. Το πρόβλημα με τα όσα υποστηρίζει ο Λη (και έχει κατασκευάσει η CIA , τολμώ να υποπτευθώ) είναι ότι έχουν αποδειχθεί ψεύδη. Στο βιβλίο του υποστηρίζει – για να προσδώσει χαρακτήρα αληθινής μαρτυρίας στα ψέμματά του- ότι η κυνική δήλωση που αποδίδει στον Ασάνζ έγινε σε εστιατόριο, ενώπιον και άλλων συναδέλφων, μεταξύ των οποίων και ο Χόλγκερ Σταρκ του Ντερ Σπήγκελ – επίσης συνεργάτη των Wikileaks. O Χόλγκερ Σταρκ επιμένει να επαναλαμβάνει, και το έκανε πάλι χτες, σε συνέντευξή του, ότι όχι μόνον ποτέ δεν ειπώθηκε αυτή η κουβέντα, αλλά επιπρόσθετα, είναι δημοσιογραφικώς και πολιτικώς αποδεδειγμένο ότι κανείς απολύτως δεν κινδύνευσε, δεν έπαθε τίποτε, δεν απειλήθηκε καν λόγω των αποκαλύψεων των Wikileaks. Επίσης, ακόμη χειρότερα για τους αμερικάνους, οι ίδιοι στο κατηγορητήριο δεν έχουν βάλει ούτε ένα (1) συγκεκριμένο από τα κείμενα που υποστηρίζουν ότι έβαλαν ζωές σε κίνδυνο.Το βιβλίο του Λη, ένα «άθλιο λιβελογράφημα» όπως έχει χαρακτηριστεί, έχει απαντηθεί πολλές φορές και έχει από καιρό αποδειχθεί ότι ο Ιδιος ο Ασάνζ είχε επιβλέψει το ποιά κείμενα θα δημοσιοποιηθούν κι ήταν οι δημοσιογράφοι του Γκάρντιαν που δημοσιοποίησαν ένα πάσουορντ το οποίο οδηγούσε ακριβώς στα μη δημοσιοποιήσαμα έγγραφα. Η υποψία ότι ο φόβος δίωξής τους οδήγησε από κει και πέρα τις πράξεις τους πλανάται αναπόδεικτη.
Δύο πυλώνες, λοιπόν, της υπόθεσης που προσπαθούν να στηρίξουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ, είναι πρώτον ότι ακόμη και το δημοσιογραφικό μέρος, η δημοσιοποίηση των εγκλημάτων των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, έχει ποινικό χαρακτήρα, γιατί έβαλε σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές (πληροφοριοδοτών, πρακτόρων, στρατιωτικών των ΗΠΑ) τα ονόματα των οποίων δημοσιοποιήθηκαν, και μάλιστα μπήκαν σε κίνδυνο εν γνώσει του Ασάνζ, όπως υποστηρίζει ο Λη. Και, δεύτερον ότι δεν πρόκειται για δίωξη δημοσιογράφου αλλά για δίωξη εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου, ενός χάκερ που έφερε μεν τις πληροφορίες αυτές στο φως αλλά το έκανε «παρασύροντας» σε εγκληματικές ενέργειες την Τσέλσυ Μάννινγκ.
Κι εδώ ήταν πολύ σημαντική, από κάθε άποψη, η κατάθεση του Πωλ Ρότζερς, που επιχειρηματολόγησε και, κατά την άποψη των περισσοτέρων από μας, απέδειξε ότι η δίωξη του Ασάνζ είναι καθαρά πολιτική, εναντίον ενός «εχθρού» των ΗΠΑ, όπως εννοεί τους εχθρούς ο Τραμπ. Με πρώτο επιχείρημα, από τον καθηγητή, – και σειρά ερωτήσεων που δεν βοήθησαν καθόλου τις ΗΠΑ – ότι η δίωξη είναι απόφαση του Τραμπ και ότι αυτό αποδεικνύεται και από τις κινήσεις της κυβέρνησης Ομπάμα και από τον τρόπο που έδρασε κατόπιν ο Τραμπ και η «μοναδική» (atypical) κυβέρνησή του.
Είναι ουσιώδες για την πλευρά των ΗΠΑ, κι έτσι εξηγείται και η επιμονή, πρώτον να αποδείξει ότι η δίωξη Δεν είναι πολιτική – άρα δεν είναι θέμα Τραμπ αλλά θέμα ΗΠΑ και όλων των κυβερνήσεων, και αυτής του Ομπάμα- και δεύτερον, όπως έγραψε σήμερα η συνεργάτις των wikileaks, Στεφανία Μαουρίτζι, να μην εγκλωβιστούν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι/ κατήγοροι στο ρόλο των πρώτων αμερικάνων νομικών που βοήθησαν μια κυβέρνηση να φυλακίσει δημοσιογράφο γιατί έκανε τη δουλειά του.
Κι εδώ υπήρξε καταπέλτης ο καθηγητής Ρότζερς, που θύμισε ότι, η κυβέρνηση Ομπάμα είχε μία διετία πριν βρει καταφύγιο ο Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού και μια τετραετία ακόμη, από το 2012 που ο Ασάνζ κατέφυγε στην πρεσβεία, για να προχωρήσει στη δίωξή του. Δεν το έπραξ, παρ’ ότι και επί Ομπάμα το επιχείρημα των ΗΠΑ ήταν το ίδιο, ο υποτιθέμενος κίνδυνος για όσους δημοσιοποιήθηκαν τα ονόματά τους.Η δίωξη, όμως, αποφάσισαν οι του Ομπάμα, αφορούσε δημοσιογράφο και εκδότη και άρα ήταν αντισυνταγματική, και γι’ αυτό δεν προχώρησε. Άρα, η κυβέρνηση Ομπάμα δεν εδίωξε ενώ αντιθέτως εδίωξε τον Ασάνζ η κυβέρνηση Τραμπ, και μάλιστα μετά την ανθρώπινη συμπεριφορά του Ομπάμα στην Τσέλσι Μάννινγκ, η οποία, κατά τον καθηγητή Ρότζερς, αποτέλεσε και βασικό λόγο στην απόφαση του Τραμπ να διώξει τον Ασάνζ.
Και το θέμα δεν είναι φυσικά ότι «νομικοί και εισαγγελείς συγκεντρώνουν τα στοιχεία για την δίωξη του Ασάνζ» όπως είπαν οι αμερικάνοι, αλλά ότι «κι αυτοί έχουν προϊσταμένους, διορισμένους από τον Τραμπ», όπως τους υπέδειξε ο καθηγητής. Δεν είναι ότι «οι ΗΠΑ έχουν φτιάξει ένα εμπεριστατωμένο κατηγορητήριο» που ο καθηγητής «έπρεπε να δει πόσες αποδείξεις έχει». Είναι ότι αυτό που είδε ο καθηγητής είναι «στοιχεία που καταθέσατε [οι ΗΠΑ[ κατά του Ασάνζ για να ζητήσετε την έκδοσή του». «Δεν έχω δει τις αποδείξεις που μου λέτε ότι έχουν οι ΗΠΑ, γιατί αυτές δεν τις έχει δει κανείς. Πως να δεχθώ ότι είναι όντως αποδείξεις;», είπε, αφήνοντας τους κατηγόρους ανίκανους να συνεχίσουν: οι «αποδείξεις» παραμένουν ..μυστικό, ως γνωστόν.
Και τον Πωλ Ρότζερς προσπάθησαν να τον πνίξουν στην χαρτούρα, όπως όλους τους μάρτυρες, και ύστερα τον .. κατήγγειλαν ότι δεν μελέτησε όσα στοιχεία του διέθεσαν μόλις χτες. «Πέρασα χτες τρεις τεσσερις ώρες κοιτώντας τα τελευταία που μου ήρθαν [380+ σελίδες] αλλά είναι δύσκολο για έναν ειδικευμένο μάρτυρα να δει όπως πρέπει τόσο υλικό» τους απάντησε. Ακόμη και η προσωπική επίθεση των ΗΠΑ – όπως έπραξαν και με τον Φελντστην χτες και με τον ακτιβιστή Τρέβορ Τιμμ που ακολούθησε το απόγευμα – εδώ δεν έπιασε τόπο. Ο καθηγητής τόνισε ξανά και ξανά πως είναι απολύτως ειδικευμένος πολιτικός επιστήμονας, και δεν υπάρχει κανένας πιο ειδικός μες στην αίθουσα να αποφασίσει αν η δίωξη είναι πολιτική ή όχι. Και, ναι, είναι πολιτική.
Η προσπάθεια αποπροσανατολισμού συνεχίστηκε, με αναφορά, λοιπόν, στις πολιτικές θέσεις του Ασάνζ. Που στέκεται; γιατί θέλει να κάνει …κακό; «Ο Τζούλιαν Ασάνζ έχει ξεκάθαρες πολιτικές απόψεις, αν και δεν ανήκει καθαρά σε κάποια πολιτική πλευρά … Η κυβέρνηση Τραμπ τον κυνηγά γιατί τα Wikileaks για όσα έφεραν τόσα πολλά στο φως. Θεωρούν ότι ο Ασάνζ κι όσα εκπροσωπεί τους βάζουν σε κίνδυνο», ήταν η απάντηση. «Μετά τις αποκαλύψεις των wikileaks υπήρξαν πολύ πιο προσεκτικοί [οι ΗΠΑ] σε όσα λένε και πράττουν στις πολεμικές τους επιχειρήσεις». Μετά τον Ασάνζ ξέραμε πόσες δεκάδες χιλιάδες άμαχοι είχαν δολοφονηθεί από την πολεμική τους μηχανή.
Η προσπάθεια για αποφυγή αναφοράς στη δημοσιογραφία και η αλλαγή στο κατηγορητήριο και στον τρόπο που το παρουσιάζουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ, ήρθε στο επίκεντρο με τον δεύτερο μάρτυρα υπεράσπισης της ημέρας, τον Τρέβορ Τιμμ, επικεφαλής του ιδρύματος «Ελευθερία του Τύπου», με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, ενός νομικού που έχει επανειλλημένως αρθρογραφήσει υπέρ του Ασσάνζ και έχει φέρει στο φως στοιχεία που θεμελιώνουν ότι η δίωξη του αποτελεί κατ’ ουσίαν δίωξη της Ελευθερίας του Τύπου.
Κι εδώ υπήρξε το περίεργο, λόγω ακριβώς της ειδίκευσης του μάρτυρα, να ξαναγυρίσει στο τραπέζι το θέμα της Δημοσιογραφίας και του κατά πόσον η δράση του Ασσάνζ ήταν εκδοτική / δημοσιογραφική. Όσο κωμικοτραγικό και αν είναι πως ξαφνικά αλλάζουν το ίδιο τους το επιχείρημα, άλλο τόσο είναι και επικίνδυνο. Αν επί μία δεκαετία δίωκαν ή εξέταζαν αν μπορούν να διώξουν έναν εκδότη και δημοσιογράφο, σήμερα, με το νέο αίτημα, μας λένε ότι διώκουν έναν ποινικό, και καμμία κατηγορία δεν είναι πολιτική ή κατά της ιδιότητάς του ως δημοσιογράφου, όλες είναι ποινικές.
Οι προσπάθειες των εκπροσώπων των ΗΠΑ να οδηγήσουν σε ολίσθημα τον Τρέβορ Τιμμ δεν απέδωσαν. Με κορυφαία του απάντηση ότι «Δεν αποφασίζουν οι κυβερνήσεις πως κάνουμε δημοσιογραφία» και επιμονή να ερμηνεύει ως προστασία της πηγής του όσα έκανε ο Ασάνζ για την Τσέλσυ, υπέδειξε ακόμη τι σημαίνει δημοσιογραφική δουλειά – πως, πριν την δημοσίευση πρέπει να συγκεντρώσεις το υλικό σου, και ο τρόπος που θα το συγκεντρώσεις δεν είναι πάντα αυτός που προτιμούν οι κυβερνήσεις. «Πολύ συχνά οι δημοσιογράφοι μιλούν με ανθρώπους που παραβιάζουν τις συμφωνίες που έχουν με τους εργοδότες τους» Η αναφορά του στο σκάνδαλο Γουώτεργκέητ και στο κυβερνητικό «Βαθύ Λαρύγγι» που τότε έδινε τις πληροφορίες στους δημοσιογράφους, πρέπει να πω ότι με χαροποίησε – αναρωτιόμουν αν και πότε θα ακουστεί η αντίστοιχη «παρανομία» σε μία από τις πιο μεγάλες, ιστορικές νίκες του Αμερικανικού Τύπου. Σήμερα ήταν η στιγμή. Ακόμη μία πολύ ωραία στιγμή ήταν όταν ο Τιμμ μίλησε για «δελτία Τύπου των ΗΠΑ» για τα έγγραφα που έφερε στο φως ο Ασάνζ, που «δεν λένε αλήθεια» αλλά «γενικεύουν κατηγορίες με αναφορά σε όλα τα έγγραφα ενώ ουσιαστικά αναφέρονται σε ελάχιστα». Οι δημοσιογράφοι προστατεύονται από το σύνταγμα, ακούστηκεξανά και ξανά, αλλά δεν προστατεύονται από έναν πρόεδρο σαν τον Τραμπ που «μισεί τον Τύπο» και «από το 2016 ως σήμερα έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 2.200 τουίτ που υβρίζουν ή απειλούν δημοσιογράφους». Και είναι λιγότερες από 1.500 μέρες πρόεδρος… Που να κλείσει κι η θητεία..
Ναι, ήταν μια καλή μέρα σήμερα. Η πρώτη μέρα που εξήλθαμε της τηλε-αιθούσης με χαμόγελα.
Ως υστερόγραφο, το εξαιρετικό σχόλιο του Βρετανού πρώην διπλωμάτη και ακτιβιστή Κρεγκ Μάρρεϋ, που ήταν από την πρώτη στιγμή δίπλα στον Ασάνζ, για την άρνηση στην Διεθνή Αμνηστία: «Η [δικαστής] Μπαράιτσερ δεν μας εξήγησε ποιάν ανεξέλεγκτη συμπεριφορά ανέμενε από όσους παρακολουθούν μέσω διαδικτύου. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο παρατηρητής της Διεθνούς Αμνηστίας θα μπορούσε να παρακολουθεί με τα εσώρουχα από το σπίτι του, θα μπορούσε να μουρμουρίζει όλο το σάουντρακ του Μάμμα μία! ή να κλάνει δυνατά. Ακόμη αναρωτιόμαστε, με ποιόν ακριβώς τρόπο αυτά θα ‘έβλαπταν το συμφέρον της Δικαιοσύνης’ χωρίς να μας προσφέρει απάντηση η έδρα. Αλλά, προφανώς, τα συμφέροντα της δικαιοσύνης εξυπηρετούνται όταν σχεδόν κανείς δεν μπορεί να εξετάσει από κοντά αυτήν την ‘δικαιοσύνη’»