Η χθεσινή εικόνα ήταν τουλάχιστον ανησυχητική, ακόμα και σοκαριστική. Τάγματα της Χρυσής Αυγής παρελαύνουν, με στρατιωτικό παράγγελμα υπόδικων βουλευτών, σε κεντρικούς δρόμους της πόλης. Επιθέσεις σε καταλήψεις, δομές με κοινωνικό έργο, βεβηλώσεις μνημείων και αποκορύφωμα τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia. Συνθήματα – τροφή για τον εθνικισμό της απέναντι πλευράς, με αποκορύφωμα τον όρο «monkeydonia» που ξεστόμισε ο απόστρατος αξιωματικός και κεντρικός ομιλητής, Φράγκος Φραγκούλης, σε ένα απίστευτο μείγμα ασυναρτησίας και ρατσισμού. Πολιτική κάλυψη από πολιτικούς και κόμματα της Δεξιάς, υποστήριξη από ακροδεξιούς ταγούς της Εκκλησίας («προτιμώ να με αποκαλούν φασίστα παρά κατσαπλιά», δήλωσε ο Αμβρόσιος από το Αίγιο) μιντιακή συγκάλυψη από συστημικά ΜΜΕ και εγκληματική κάλυψη από την αστυνομία.

Ο φασιστικός εφιάλτης είχε πολλές εκφάνσεις. Μία από αυτές, η παρέλαση της Χρυσής Αυγής στην παραλία της Θεσσαλονίκης, με πλήθος να χειροκροτεί σε κάποια σημεία και συνθήματα όπως «η πόλη ανήκει στους εθνικιστές» και «αναρχικοί και μπολσεβίκοι, αυτή η γη δεν σας ανήκει».

Μια άλλη, φυσικά, ο εμπρησμός της κατάληψης Libertatia, η επίθεση στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Σχολείο» και ο βανδαλισμός του μνημείου του Ολοκαυτώματος:

Στη δεύτερη μάλιστα, φαίνεται ξεκάθαρα στο βίντεο η ανοχή που δείχνουν αστυνομικές δυνάμεις στους ακροδεξιούς:

Μία ακόμα, η κάλυψη των επιθέσεων από τα ΜΜΕ, που έκαναν λόγο για επίθεση «αγνώστων», ή «κουκουλοφόρων» και «πυρκαγιά σε υπό κατάληψη κτίριο από αντιεξουσιαστές» με «άγνωστα αίτια». Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι «δεν μπορούν τα λίγα ακραία στοιχεία να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα αυτής της μεγάλης λαϊκής διαμαρτυρίας». Πρόκειται για τον ίδιο πολιτικό που στο παρελθόν έχει υποστηρίξει ότι «η βία προέρχεται αποκλειστικά από την Αριστερά τα τελευταία χρόνια», τον αρχηγό του ίδιου κόμματος που αλαλάζει με κάθε ευκαιρία για τον Ρουβίκωνα και τα Εξάρχεια (μάλιστα έκανε το ίδιο και σήμερα).

Δεν είναι όμως η ΝΔ. Από τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, με την ποντιακή αμφίεση, τον Φράγκο, που «το σκέφτεται για πολιτικό κόμμα», βουλευτές των ΑΝΕΛ, της Ένωσης Κεντρώων, τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολο Τζιτζικώστα και την ευρωβουλευτή της ΔΗΣΥ, Εύα Καϊλή, πολλοί ήταν αυτοί που προσπαθούν να γίνουν «νέοι Σαμαράδες», κεφαλαιοποιώντας τον εθνικισμό και την άγνοια.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι καινούριο. Το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ προσφέρεται εδώ και χρόνια για πολιτικές καριέρες, εναγκαλισμούς με τον εθνικισμό και τον φασισμό, ενώ η ανοχή της Δεξιάς στα εγκλήματα της ακροδεξιάς προς χάριν μικροπολιτικών και ψηφοθηρικών συμφερόντων είναι γνωστή από την περίοδο της έξαρσης της Χρυσής Αυγής (βλ. Μπαλτάκος και περίοδο πριν τη δολοφονία Φύσσα). Η αστυνομική ανοχή ή και υποστήριξη και οι παρωπίδες των συστημικών ΜΜΕ  είναι επίσης γνωστές και τεκμηριωμένες.

Το «μακεδονικό ζήτημα» μας άφησε βαριά κληρονομιά ήδη από τη δεκαετία του ’90, την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στο προσκήνιο. Αυτό, όπως έχει δείξει ο Δημήτρης Ψαρράς, δεν συνέβη αρχικά με το μεταναστευτικό: η πρώτη απεύθυνση της Χρυσής Αυγής σε ευρύτερα ακροατήρια εξασφαλίστηκε στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Αυτή τη στιγμή, την ώρα που η εγκληματική ναζιστική συμμορία βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο καθώς δικάζεται για τα εγκλήματά της, βλέπουμε τους βουλευτές της να κυκλοφορούν ως αστέρες μέσα σε μαζικότατες διαδηλώσεις, θυμίζοντας τον καιρό της ακμής τους. 

Ως προς την ουσία του ζητήματος θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι κρίνεται κάτι που έχει πραγματική αξία: αυτό θα απαιτούσε να ελπίσουμε όλοι μαζί ότι θα υποχρεώσουμε τη γειτονική χώρα να μη χρησιμοποιεί τη λέξη «Μακεδονία» στην επίσημη ονομασία της. Δεν υπάρχει κανένα διπλωματικό πολιτικό εργαλείο που να μας πείθει ότι μπορεί αυτή τη στιγμή να ανατραπεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί έναντι της διεθνούς κοινότητας. Αυτό που κρίνεται λοιπόν από την πλευρά της επιχειρηματολογίας της εθνικής υπερηφάνειας και του πατριωτισμού δεν έχει σχέση με κριτήρια αποτελεσματικότητας, αλλά πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ «πατριωτισμού» και «προδοσίας».

Το να υποτάσσεται η λογική της αποτελεσματικότητας σε κριτήρια που διαχωρίζουν μεταξύ πατριωτισμού και προδοσίας προφανώς θυμίζει την αρχική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να αποφασίσουμε τι επιθυμούμε και τι διεκδικούμε. Ο τερματισμός της λιτότητας ήταν κατά τη δική μας οπτική ένας στόχος για τον οποίον αξίζει κανείς να αγωνιστεί, έστω απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν λαό ο οποίος έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά, στο πεδίο της οικονομίας, και παρακολουθεί βουβός τη διάλυση όλων των κοινωνικών του κατακτήσεων, έχει αποδεχθεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας του, τη μετατροπή του σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο εδώ και (τουλάχιστον) 8 χρόνια, την επιτροπεία για τις επόμενες δεκαετίες, και την ίδια στιγμή αποφασίζει ότι η νέα Μεγάλη Ιδέα που θα τον συνενώσει και θα τον συναρπάσει είναι η ονομασία μιας γειτονικής χώρας και του αεροδρομίου της.

Όσο και αν αποπειράται η πλευρά του συλλαλητηρίου να υποστηρίξει ότι αυτή ήταν μία αυθόρμητη κίνηση που έγινε σε πείσμα των καναλιών, η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτε πιο ανώδυνο για το κατεστημένο από έναν αγώνα που θα δοθεί παθιασμένα για ένα τέτοιο ζήτημα, εξ ου και η διαδήλωση δεν ήταν καθόλου αυθόρμητη και «σε πείσμα της αποσιώπησης από τα κανάλια».

Σε αυτές τις συνθήκες, είναι μια πολιτικά επιζήμια θέση, μακροπρόθεσμα, η θέση που έλαβαν η ΛΑΕ και η Πλεύση Ελευθερίας, που δεν τόλμησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον πολιτικό λόγο του συλλαλητηρίου. Δεν έχει κανένα νόημα να λέει κανείς ότι δεν πρέπει να τον ταυτίζουμε με τους χρυσαυγίτες, παρότι συμπορεύονται. Δεν τον ταυτίζουμε. Αναρωτιόμαστε όμως τι ακριβώς εξυπηρετεί αυτή τη στιγμή η κολακεία του πλήθους που ανέχτηκε να ακούει τον Φράγκο Φραγκούλη να μιλάει για τον Σόρος με σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική», σε πείσμα κάθε λογικής.

Γράφτηκε πολύ σωστά αυτές τις μέρες ότι η κάτω πλατεία είχε την ευκαιρία της και τη σπατάλησε. Τώρα είναι η σειρά της πάνω πλατείας. Ο εμπρησμός στην κατάληψη χθες δίνει τον τόνο όσων θα ακολουθήσουν. Το ίδιο και η εικόνα του Φράγκου Φραγκούλη ως κεντρικού ομιλητή της συγκέντρωσης. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίζει συνεχώς κανείς ότι δεν απαγορεύεται στον κόσμο να κάνει αυτό που θέλει, όπως να ψηφίζει παλιότερα ΠΑΣΟΚ, Σαμαρά, τώρα ΣΥΡΙΖΑ κλπ. Πρόκειται για κάτι αυτονόητο και η αλήθεια είναι πως αυτό έχει γίνει ως τώρα. Πρόκειται όμως για το αν θέλουμε το νέο όραμα που θα συναρπάσει τους συμπολίτες μας να αφορά το όνομα μιας γειτονικής χώρας. Ως προς αυτό, μάλλον μπορούμε να πούμε ότι θα κάνουμε ένα πάρα πολύ μεγάλο χατίρι στην εξουσία αν ξοδέψουμε την ενεργητικότητά μας σε ένα θέμα το οποίο δεν αμφισβητεί τίποτε από την τρέχουσα πολιτική. Δεν θα θέλαμε σε καμία περίπτωση να υποτιμήσουμε το θέμα. Δεν είναι καθόλου απίθανο να αποτελέσει όντως μια αφορμή για καινούργια πάθη, μαζικά και έντονα. Το ζητούμενο είναι ποιος θα βγει κερδισμένος από μια τέτοια εξέλιξη.

«Μα» θα πει κάποιος, «δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται συλλήβδην φασίστες, όσοι συμμετείχαν στο συλλαλητήριο». Σύμφωνοι, αλλά είναι δικό τους καθήκον να αποφασίσουν σε ποια πλευρά βρίσκονται. Η στάση απέναντι στον φασισμό κρίνεται καθημερινά και η ανοχή είναι συνενοχή. Οπότε το κάλεσμα προς όλους όσοι αυτοπροσδιορίζονται απλά ως «πατριώτες» είναι να διαχωρίσουν τη στάση τους απέναντι στους εγκληματίες. Αν δεν το κάνουν, θα αποδειχτούν συνένοχοι.
Το κάλεσμα για τους υπόλοιπους, που παρακολουθούν αποσβολωμένοι τις εικόνες ντροπής, είναι να πάψουν να εκπλήσσονται και να συνεχίσουν μέχρι να εξαφανιστούν οι περικεφαλαίες.