της Άννας Κουρουπού
Σκληραγωγημένο παιδί, όπως άλλωστε σχεδόν όλες μας μετά απο τόσο σκάλισμα, για μια σπιθαμή ύπαρξης. Εκείνη την περίοδο πάσχιζε να τα φέρει βόλτα με τους δαίμονες της. Αν όχι να τους εξαφανίσει, τουλάχιστον να τους αφοπλίσει. Μεγαλωμένη στο νησί με τους «ανόθευτους» άντρες, ίσως έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο. Όχι ίσως. Είναι βεβαιότητα.
Το πήγε ενα βήμα παραπέρα. Σάμπως παλεύει κάποιος για να νικηθεί; Αγόρασε μπορντέλο στην ίδια πόλη που μεγάλωσε. Το οίκημα! Να ριζώσει η «ντροπή», μη τη βρει αδύναμη και λακίσει γι’ άλλα μέρη, πιο ξένα. Ντρόπιασε την οικογένεια, την παράδοση, το αντριλίκι που κρεμόταν με μαύρα κρόσσια σε κούτελα, περίτεχνα δεμένα. Λες και δεν υπέγραψαν και αυτοί μια κοινωνική συμφωνία, έχοντας το προνόμιο απο θέση ισχύος. Έκανε οτι μπορούσε να διαδοθεί η αιδώς .
Έζησε κάπως όμορφα, ακροβατώντας στην παράνοια της ηθικοπλασίας, του αλκοόλ και μιας ακεραιότητας μονίμως υπο κατασκευή. Γέλασε- όπως όλοι μας υποθέτω – έκλαψε, ζευγάρωσε, κάκιωσε , έδωσε – και τι δεν έδωσε – υποσχέθηκε, ακύρωσε, απλώθηκε και όταν τη βρήκα σε ενα απο τα «ανήθικα, κόκκινα ταξίδια» μου, ενα σκορποχώρι τα μάτια της.
Καμία σταθερά. Παρακμή, εκφυλισμός και να παραπαίει στο κάσωμα μιας εξώπορτας, ημίγυμνη χειμώνα καλοκαίρι, με μια θαμπή κόκκινη απόχρωση να πέφτει στα ξανθά μαλλιά της – αδιάκοπος προβολέας στον πέτρινο τοίχο.
Απ’ την αυλή κάθε τόσο ακουγόταν μια γυναικεία ταλαίπωρη φωνή, να την προτρέπει να μην πιεί άλλη μπύρα και να ρίξει – επιτέλους – κάτι πάνω της, μη κρυώσει. Νομίζω πως διέκρινα μια χροιά απο νοιάξιμο ένα βράδυ σε εκείνη την προτροπή. Η ντροπή τελικά δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος. Ήρθε με τη μορφή της μάνας της να «βοηθάει» το παιδί της, όσες ώρες δούλευε. Κοινώς – χωρίς ίχνος συστολής στα δάχτυλα μου – ήταν η τσατσά της «ντροπής» της. Η τσατσά του ίδιου της του παιδιού. Ομολογώ πελάγωσε το μέσα μου – όπως και του καθενός που έπαιρνε μια τέτοια πληροφορία. Υποθέτω.
Συνέχισα να πορεύομαι με κάθε μέσο , σε όποιο δρόμο ήθελα ή δεν επιθυμούσα τα υπόλοιπα χρόνια κι έβρισκε χαραμάδα αυτή η ανάκληση της μνήμης – σπάνια παραδέχομαι – με την ίδια ισχύ κι ένοιωθα ενα τριγμό .Κάθε φορά. Λες και προσπαθούσε να ακυρώσει κάθε λογαριασμό που είχα κλείσει με το μέσα μου. Ίσως να είμαι υπερβολική. Ίσως δεν είμαι άξια να κρίνω. Μα είναι κρίση το συναίσθημα;
Είχε προκαθοριστεί το τέλος. Ζωές υπό προθεσμία και προυποθέσεις. Είναι ανείπωτο, πολλές φορές αδιανόητο να συνειδητοποιώ κάθε φορά πως ένας άνθρωπος, ζει και πεθαίνει, ορατός μόνο σε αυτούς που έχουν τη δύναμη και τη διάθεση να τον λεηλατήσουν, να σκυλεύουν ενα σώμα που δεν τους ανήκει πολύ πριν το φυσικό θάνατο.
Μα κι αυτός ο θάνατος να μην έχει μια υποψία δικαίωσης μέσα του; Να αντισταθμίσει τα ελλείμματα της ζωής και να μοιράσει τη νίκη του με τον αντίπαλο. Ούτε ενα κέρμα στο κούτελο. Ούτε λίγο μέταλλο για τη διαδρομή. Κανένα κριτήριο .
Καλό ταξίδι λαθρεπιβάτη. Κι ας πλήρωσες πολύ ακριβό εισιτήριο.