Σαν σήμερα πριν από έναν χρόνο, βρισκόμουν στην Τσιάπας, τη νοτιότερη πολιτεία του Μεξικού, κι επισκέφτηκα το μαρτυρικό χωριό του Ακτεάλ, για να δω από κοντά και να συμμετάσχω κι εγώ με τον πιο μικρό τρόπο στην εκδήλωση μνήμης για την επέτειο της Σφαγής του Ακτεάλ. Ήταν το 1997, όταν, στις 22 Δεκέμβρη, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις εκτέλεσαν σε αυτόν ακριβώς τον τόπο, σε αυτό το μικρό χωριό, 45 κατοίκους του χωριού, άντρες, γυναίκες, γέρους, παιδιά, μέσα στην εκκλησία του χωριού. Το έγκλημά τους; Το χωριό ήταν βάση της πασιφιστικής, χριστιανικής και φιλοζαπατιστικής οργάνωσης Las Abejas («Οι Μέλισσες»).

Συγκεντρωθήκαμε στον επαρχιακό δρόμο. Το κρύο ήταν τσουχτερό, είχε ομίχλη κι έπεφτε ψιλόβροχο. Όλες οι εκατοντάδες συμμετέχουσες κι οι συμμετέχοντες ήταν ιθαγενικής καταγωγής, Μάγιας, Τσοτσίλ, όπως και τα θύματα, όπως ολόκληρο το χωριό και μεγάλο μέρος του ιθαγενικού πληθυσμού της Τσιάπας. Μόνη εξαίρεση ήμασταν πέντε-έξι γουέρος, λευκοί δηλαδή, που είχαμε έρθει από το κοντινό Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας για να παραστούμε, να δούμε, να μάθουμε λίγη από τη ζωντανή ιστορία του τόπου στον οποίο μέναμε. Παρούσες ήταν επίσης οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και άνθρωποι που βιντεοσκοπούσαν κι έβγαζαν φωτογραφίες. Αστυνομία δεν υπήρχε πουθενά, ενώ ο στρατός, του οποίου η παρουσία είναι πολύ έντονη στην Τσιάπας (η πιο στρατιωτικοποιημένη πολιτεία του Μεξικού, με πάνω από 77 επίσημα στρατόπεδα, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος των καρτέλ μαίνεται πάντα στα βόρεια σύνορα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά), δεν έκανε αισθητή την παρουσία του. Όπως δεν την είχε κάνει αισθητή κι εκείνη τη νύχτα, 23 χρόνια νωρίτερα, επιτρέποντας στην παραστρατιωτική οργάνωση Mascaras Rojas (Κόκκινες Μάσκες) να δράσει ανενόχλητη.

Η ατμόσφαιρα ήταν ένα κράμα κατάνυξης και σιωπηλής αποφασιστικότητας. Τα πρόσωπα ήταν σοβαρά, νηφάλια, κι ανυποχώρητα. Συγκροτήθηκε μια πομπή αποτελούμενη από τρεις μακριές σειρές με τους 45 ξύλινους σταυρούς όπου ήταν γραμμένα τα ονόματα κι οι ηλικίες των θυμάτων προπορεύονταν. Οι ηλικίες ξεκινούσαν από το ένα έτος κι έφταναν μέχρι τα 70. Στην πλειονότητά τους, γυναίκες και ανήλικοι. Οι Μέλισσες βρίσκονταν στις πρώτες σειρές, άντρες και γυναίκες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές. Τα άσπρα πόντσο των αντρών άφηναν τα πόδια τους γυμνά από το μπούτι και κάτω, ενώ οι γυναίκες φορούσαν μακριές μάλλινες φούστες. Αμφότεροι φορούσαν σανδάλια, αλλά το κρύο έμοιαζε να μην τους ενοχλεί στο ελάχιστο. Οι άντρες φορούσαν πλατιά καπέλα στολισμένα με πολύχρωμα κορδελάκια, μια ανάμνηση ίσως των χρωματιστών φτερών που φορούσαν οι πρόγονοί τους. Τα πρόσωπα έμοιαζαν σμιλεμένα, ευγενικά μα αυστηρά, τα βλέμματά τους κοιτούσαν κάπου μακριά. Ή κάπου πίσω στον χρόνο.

Ένα ρίγος διέτρεξε όλο μου το σώμα, καθώς αναλογιζόμουν την κτηνωδία που διαπράχτηκε εδώ πριν από μόλις 23 χρόνια. Είχα γεννηθεί, πήγαινα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Απλώς, η τύχη μου ήταν αρκετά καλή και φρόντισε να γεννηθώ στην Αθήνα. Έτσι, είχα την πολυτέλεια να περάσω όμορφα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Εκείνες τις μέρες βρισκόμουν σπίτι μου, και σκεφτόμουν τι θα μου έφερνε ο Άγιος Βασίλης φέτος. Ίσως να χάζευα το Μόνος στο Σπίτι ή κάποια άλλη χριστουγεννιάτικη ταινία. Την ίδια στιγμή, σε μια χώρα που δεν ήταν καν εμπόλεμη ή μαστιζόμενη από κάποια φονική επιδημία, μια χώρα που θεωρούνταν ότι βρισκόταν στο κατώφλι του Πρώτου Κόσμου, ή της Αυτοκρατορίας, όπως αποκαλούν συχνά εδώ τις Ηνωμένες Πολιτείες, παιδιά, άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι δολοφονούνταν επειδή έτρεφαν μια ανοιχτή συμπάθεια στο ζαπατιστικό κίνημα.

Αρχίσαμε να περπατάμε. Η οργάνωση ήταν άψογη, καθώς άνθρωποι με γούοκι-τόκι βρίσκονταν στην αρχή, στη μέση και το τέλος της πομπής, ενώ πριν και μετά από αυτήν υπήρχαν αυτοκίνητα. Τα συνθήματα δεν χαρακτηρίζονταν τόσο από πάθος, όσο από σοβαρότητα, πεποίθηση και αποφασιστικότητα. Δεν ακούστηκε ούτε ένα υβριστικό ή αντικρατικό σύνθημα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλοί αγρότες κι έμποροι, όχι αντάρτες κι αντάρτισσες, ούτε καν θερμοκέφαλοι ταραξίες, γαλουχημένοι ιδεολόγοι και πολιτικοί ινστρούχτορες. Ήθελαν απλώς να ζουν με αξιοπρέπεια. Και για αυτό, το μεξικανικό παρακράτος του PRI, του κόμματος που είχε κυβερνήσει 70 χρόνια σερί μέχρι το 2000, τους είχε δολοφονήσει. Η πρώτη επίσημη αναγνώριση της ενοχής του κράτους είχε έρθει τον Σεπτέμβρη του 2020. Χωρίς όμως να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Αντίστοιχα, ανά τα χρόνια είχαν προταθεί διάφοροι «φιλικοί διακανονισμοί» μεταξύ του επίσημου μεξικανικού κράτους και των οικογενειών των επιζώντων, που περιλάμβαναν μια συγγνώμη, ορισμένα χρήματα, και κανέναν ένοχο, παίζοντας έτσι κυνικά με την οικτρή οικονομική κατάσταση των ιθαγενών κατοίκων. Οι Μέλισσες κι η συντριπτική πλειοψηφία του χωριού είχαν απορρίψει κάθε τέτοιο διακανονισμό. Δεν προτίθενται να κουκουλώσουν το θέμα, να πάψουν να ζητούν δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο.

Η πομπή έφτασε στο ύψος του χωριού. Άρχισε να κατεβαίνει σκαλοπάτια, κι άλλα σκαλοπάτια, κι άλλα σκαλοπάτια. Περνούσαμε δίπλα από χαμόσπιτα, από αυτοσχέδια γήπεδα ποδοσφαίρου, από μικρά καταστήματα που είχαν στηθεί πρόχειρα για να εξυπηρετήσουν τους ξένους, τους επισκέπτες που έρχονταν στο Ακτεάλ μία φορά τον χρόνο και αν. Πουλούσαν καλαμπόκι σε όλες τις μυριάδες παραλλαγές τους, τηγανητές πατάτες, γλυκά, ροφήματα, σουβενίρ. Μηδέν αλκοόλ. Η πομπή έφτασε στο υπαίθριο αμφιθέατρο με τη μοναδική θέα στα βουνά της Τσιάπας, όπου θα γίνονταν οι ομιλίες, περνώντας πρώτα από το μικρό εκκλησάκι που στεκόταν στη θέση αυτού που είχε καεί το 1997. Άρχισαν οι ομιλίες και προσπαθήσαμε όλες κι όλοι να στριμωχτούμε κάπου κοντά ώστε να μπορούμε να ακούμε. Ακούσαμε σε απόλυτη σιωπή.

Το βράδυ επιστρέψαμε στο Σαν Κριστόμπαλ, στην τουριστική μας πόλη, όπου οι λευκοί δεν ήταν σπάνιο θέαμα και τα μπαρ έμεναν ανοιχτά ως αργά. Ήμουν συγκλονισμένος από τη βαρύτητα των όσων είχα βιώσει. Ένιωσα ότι ήταν χρέος μου να μιλήσω για αυτό, να το πω στους ανθρώπους που δεν το ήξεραν, να μην αφήσω όσους κι όσες το ήξεραν, να ξεχάσουν. Να μην ξεχάσουν ποτέ τι μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή σε μέρη του κόσμου όπου η ζωή έχει μικρότερη αξία. Αυτά που βίωσαν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας από τους Ναζί το 1940, μπορούσαν να γίνουν το 1997 στο Ακτεάλ. Το 2014, στην Αγιοτσινάπα του Μεξικού, όταν η κυβέρνηση κι οι ναρκέμποροι εξαφάνισαν 43 φοιτητές. Εδώ και τώρα. Στη Νιγηρία. Στην Υεμένη. Στην Παλαιστίνη. Στη Σομαλία. Θεωρώ ελάχιστο χρέος μας ως άνθρωποι να μη συνηθίσουμε την όψη της φρίκης. Να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας απέναντι στο πρόσωπο του κτήνους, μέχρι να μπορέσουμε να το καταστρέψουμε. Να μιλάμε για αυτά. Να τα καταδικάζουμε. Να μην ξεχνάμε.