του Κωνσταντίνου Πουλή
Έτσι ξεκινούσα ένα κείμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ, γραμμένο τον Μάιο του 2016. Ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ κράτησε πολύ λίγο, ενώ η ιδεολογική του επίδραση ήταν μόνιμη και, νομίζω, πολύ αρνητική.
Συζητάμε για τον Τσίπρα κατά βάση γυροφέρνοντας τι θα πει να είναι κανείς αριστερός. Δεν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και κάποιο διάστημα έχει μεταφερθεί στο αν θα πρέπει να αποτελέσει κάποια μορφή σοσιαλδημοκρατίας με ένα διαρκές (δεξιόστροφο) άνοιγμα προς το κέντρο ή να συναντήσει ξανά κάποιες ριζοσπαστικές απόψεις που τον χαρακτήριζαν στο παρελθόν. Εις ό,τι με αφορά, η πορεία του Τσίπρα συνοψίζεται στο καβαφικό ποίημα που ανέφερε σε ανάρτηση ο Αντώνης Γαζάκης, δηλαδή τη στιγμή κατά την οποία λέει κάνεις ένα μεγάλο «όχι».
Ο Τσίπρας και μαζί ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισαν ότι μπορείς και πρέπει να παραμείνεις στην εξουσία εφαρμόζοντας μία εχθρική πολιτική, γιατί θα το κάνεις καλύτερα από τον αντίπαλό σου. Θέλω πολύ να εκφραστώ ψύχραιμα ως προς αυτό, γιατί πιστεύω ότι η ένταση μπορεί να ταιριάζει σε έναν πολιτικό αντίπαλο όσο είναι ενεργός, αλλά όχι την ώρα που παραιτείται μετά από μία εκλογική συντριβή.
Το ζουμί όμως παραμένει ότι σε οποιοδήποτε μικρό παρακλάδι της Αριστεράς και αν ανήκει κανείς, δεν μπορεί να υπάρξει ορισμός της Αριστεράς που να μην περιλαμβάνει ότι είμαστε αυτοί που ζητούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα ενσάρκωσε αυτές τις ελπίδες για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και στη συνέχεια χαρακτήρισε αυτές τις ελπίδες αυταπάτες. Για μένα αυτό είναι όλο.
Για να μπορέσει μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ να αντέξει τον κόσμο, την κριτική και την αριστερή συνείδηση που είχαν και έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στο εσωτερικό του, ξεκίνησε να επικρίνει ή και να ειρωνεύεται τους «πάρα-πολύ-αριστερούς» που δεν καταλαβαίνουν πώς είναι η πραγματική πολιτική και έχουν στο μυαλό τους απόλυτα σχήματα που σε τίποτε δεν ακουμπούν την πραγματικότητα. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι θεμιτή και υπαρκτή στον δημόσιο χώρο εδώ και πολλά χρόνια, αλλά είναι ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν βρέθηκε μέσα στην αδιανόητα απρόβλεπτη δίνη της ιστορίας να εισακούσει τον πόθο του κόσμου για κοινωνική δικαιοσύνη και να τον προδώσει λέγοντας πως όλα αυτά είναι εφηβικές ανοησίες και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να διαπραγματευόμαστε λίγο καλύτερους όρους για να ιδιωτικοποιήσουμε τα λιμάνια και την ενέργεια.
Με αυτήν την έννοια δεν επιχαίρω καθόλου για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, διότι είναι μία συντριβή της βασικής προϋπόθεσης του να είναι κανείς αριστερός, που είναι να πιστεύει ότι ο κόσμος αλλάζει. Αυτό μας αγγίζει μοιραία όλους.
Τον Τσίπρα δεν τον γνωρίζω καθόλου, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι είναι ένας συμπαθής άνθρωπος και μου φαίνεται εξαιρετικά ταλαντούχος επικοινωνιακά. Έχει υποστεί τεράστιες πιέσεις από ένα σύστημα που βρισκόταν μονίμως απέναντί του και παρόλα αυτά δεν κάνει γκάφες, δεν λέει ανοησίες, δεν είναι ποτέ αδιάβαστος ή απρόσεκτος. Ακόμη και όσα γράφτηκαν για την τιμιότητα του και το γεγονός ότι ούτε προέρχεται από πολιτικό τζάκι ούτε πλούτισε από την πολιτική, τα θεωρώ σημαντικά και δεν θα τα προσπερνούσα ως αυτονόητα.
Να όμως ένα παράδοξο αυτής της ιστορίας: ο Τσίπρας προσπάθησε να αποτελέσει τον ηγέτη ενός συστημικού κόμματος που δεν θα εξέφραζε κάποια όνειρα αλλαγής της κοινωνίας αλλά μία συνετή διαχείριση, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να είναι αρκετά κυνικός για να κάνει μία σοβαρή διαπλοκή, διαφθορά ή εξαγορά πελατών. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τη σύγκριση με τους μαιτρ του είδους, (συστημική) πολιτική χωρίς αυτά δεν κάνεις. Οπότε αν πάρεις διαζύγιο από τον λαό γιατί δεν τον εμπνέεις και δεν είσαι και διατεθειμένος να διαπλακείς στα σοβαρά με τους ολιγάρχες, δεν υπάρχει πια θέση για σένα στο προσκήνιο.
Όταν κατάφερε το ’15 να έρθει στην εξουσία, το κατάφερε σε πείσμα όλων των συστημικών δυνάμεων, γιατί εξέφραζε μία θυελλώδη κοινωνική δυναμική. Όταν αυτή η κοινωνική δυναμική εξέπνευσε, δεν υπήρχε τίποτα στον ΣΥΡΙΖΑ που να θυμίζει ότι θα μπορούσε να είναι κόμμα εξουσίας. Η εχθρότητα του συστήματος απέναντι στον Τσίπρα θεωρείται από τους υποστηρικτές του ως ένα τεκμήριο ακεραιότητας αλλά και επικινδυνότητας για το σύστημα. Έχω διαφορετική ανάγνωση ως προς αυτό.
Υπήρξε μία περίοδος κατά την οποία, όσο πιεζόταν η κυβέρνηση Σαμαρά, ανέβαινε ο Τσίπρας, οπότε η τρόικα ήξερε πάρα πολύ καλά ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον ίδιον τον Τσίπρα, που ήταν ο εκφραστής της ελπίδας ότι μπορούσε να υπάρξει διέξοδος χωρίς λιτότητα. Όταν ο Τσίπρας ταπεινώθηκε, δεν υπήρχε πια κανένας λόγος ούτε για την κοινωνία ούτε για την καθεστηκυία τάξη να εμπιστευτούν αυτό το υβρίδιο ηθικής ακεραιότητας και μνημονιακών συμβιβασμών που ήταν πια ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ποιοτική πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι άνθρωποι που προέρχονται από τον παλαιό αριστερό πυρήνα του διατηρούν τις απόψεις τους για την κοινωνία, την ισότητα, τους μετανάστες, ανεξάρτητα από το τι λέει το κόμμα τους. Μπορεί δηλαδή οι σημερινές απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον φράχτη στον Έβρο να μην είναι υπερασπίσιμες απέναντι σε ένα αριστερό κοινό, αλλά οι άνθρωποι πάντοτε βρίσκουν τρόπο να ζουν και με αντιφάσεις και να ανέχονται ότι ο πρόεδρός τους είναι υπέρ του φράχτη στον Έβρο, καταδικάζεται για τις φρικτές συνθήκες στη Μόρια, ψηφίζει τη συμφωνία με την Τουρκία και την ίδια στιγμή αγκαλιάζει πρόσφυγες από το ναυάγιο της Πύλου.
Αναφέρω ως θετική εξαίρεση τη συμφωνία των Πρεσπών, από όσα επικαλέστηκε ως επιτεύγματα ο Αλέξης Τσίπρας κατά την ομιλία του. Τα υπόλοιπα, για την έξοδο από τα μνημόνια, τη ρύθμιση χρέους και την εικόνα στο εξωτερικό, μου φαίνονται πολύ προβληματικά.
Δεν θεωρώ πως πρόκειται για κάποια μορφή πολιτικής αβροφροσύνης το να αποφύγει κάποιος να λυσσάξει βγάζοντας χολή εναντίον του Τσίπρα αυτή τη στιγμή. Αυτό που συνέβη ήδη από την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δικαιώθηκε πανηγυρικά ο δεξιός αντίλογος που πάντοτε πρέσβευε ότι ο κόσμος «είναι αυτός που είναι» και αντιρρήσεις έχουν μόνο οι αφελείς και οι απατεώνες. Θεωρώ ότι παρά την αγάπη και τον σεβασμό των κοντινών του συντρόφων -για τους οποίους θεωρώ αξιέπαινο ότι δεν πέσαν να τον φάνε αλλά εξακολουθούν να τον σέβονται γι’ αυτό που κατάφερε με το κόμμα τους- η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εμπέδωση μιας απελπισίας και ενός κυνισμού στην κοινωνία που όχι απλώς δεν έχει τίποτε το αριστερό μέσα του, αλλά προμηνύει την κατάμαυρη στροφή της κοινωνίας μας προς τα ακροδεξιά στις τελευταίες εκλογές.
Ίσως δηλαδή χειρότερο και από το τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι το τι χρειαζόταν να λένε οι οπαδοί του για να το δικαιολογήσουν. Ότι ξαφνικά διαβάζαμε στην Αυγή το επιχείρημα της τυρόπιτας χωρίς απόδειξη και ακούγαμε τον Τσακαλώτο να υπερασπίζεται τις τράπεζες στο όνομα του ζευγαριού που θέλει να πάρει δάνειο. Δεν έχω ιδέα προς τα πού θα κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και θεωρώ αφελές να υποστηρίζει κάνεις ότι αν κινηθεί αριστερότερα θα έχει και καλύτερη εκλογική τύχη.
Νιώθω όμως σίγουρος για δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι ότι αυτό θα ήταν πιο ωφέλιμο για την κοινωνία. Σε μία Βουλή που σχεδόν όλοι μαζί θα συμφωνούν για τα μνημόνια αλλά θα τσακωνόμαστε με ακροδεξιά απολειφάδια που θέλουν να μας πουν τις απόψεις τους για το Pride, εκτιμώ ότι έχει τεράστια σημασία μαζί με την υπεράσπιση του Pride να αναζωογονηθεί αυτός ο λόγος που ζητάει κλείσιμο της ψαλίδας και οικονομική πολιτική προς όφελος των πολλών. Ένας ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος μαζί με τα funds και τις ιδιωτικοποιήσεις καταλήγει να ντρέπεται να μιλήσει υπέρ των μεταναστών δεν ξέρω τι τύχη θα έχει εκλογικά, αλλά για τα δικά μου μέτρα δεν έχει τίποτε να προσφέρει στην κοινωνία. Το πρώτο λοιπόν είναι ότι πιστεύω πως η κοινωνία μας χρειάζεται να ξανατραβήξει την ατζέντα προς τα αριστερά.
Το δεύτερο είναι ότι στη δική μου συνείδηση το να είναι κανείς αριστερός θα πει να βάζει πρώτα αυτό που πιστεύει και μετά την εκλογική του επιτυχία. Διαφορετικά είμαστε όλοι ΠΑΣΟΚ, απλώς δεν το ομολογούμε για επικοινωνιακούς λόγους.
Ο Σεφέρης έβρισκε τον στίχο του Δάντη που χρησιμοποιεί ο Καβάφης για το μεγάλο Όχι απωθητικό, διότι του φαινόταν στομφώδης και μεγαλόστομος, ενώ ο καθένας συνδύαζε αυτό το μεγάλο Όχι με «τα Όχι που του έλαχαν στο μεροκάματό του». Νά όμως μία περίπτωση που αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες ήταν κυριολεκτικά κοσμογονικές. Η Ευρώπη και ο κόσμος όλος παρακολουθούσε με συγκίνηση την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και με απελπισία την ταπείνωση και μετά τη μετάλλαξή του. Καταλαβαίνω πως όσοι ανήκουν στο κόμμα έζησαν με τελείως διαφορετική ένταση τη χαρά και την πικρία από αυτά τα σκαμπανεβάσματα. Ωστόσο, όπως συνεισφέραμε και εμείς που δεν ανήκουμε στον ΣΥΡΙΖΑ στο να οργανωθούν οι ιδέες και οι διαδηλώσεις εναντίον του Σαμαρά, με τον ίδιον τρόπο θα λουστούμε και εμείς τη διάχυτη απογοήτευση απέναντι σε κάθε πρόταγμα αλλαγής του κόσμου. Με μια έννοια, είμαστε στο ίδιο καράβι, σε αυτές τις θάλασσες που ταξιδεύει ο Αλέξης Τσίπρας, είτε μας αρέσει είτε όχι.
Υπό αυτήν την έννοια, οι προσωπικές απόψεις για την προσωπικότητα του Τσίπρα μπαίνουν σιγά-σιγά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο ερώτημα: όταν κάποιος λέει ότι θέλει να αλλάξει τον κόσμο, το εννοεί; Και όταν κάποιος λέει ότι το εννοεί, το εννοεί και στα δύσκολα; Αυτά δεν είναι καινούργια ερωτήματα, είναι ερωτήματα σύμφυτα με κάθε ριζοσπαστική σκέψη. Ο Τσίπρας έδωσε με το παράδειγμά του τις δικές του απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Και έχει έρθει η ώρα, μέσα σε μία διαφορετική ιστορική συνθήκη, να ξαναθέσουμε τα ίδια ερωτήματα και κυρίως να μετρηθούμε και να δούμε τι θα καταφέρουμε.