Εξηγούμαι:
Είναι εντυπωσιακό ότι όσο ασήμαντο και αν είναι το θέμα, το κλίμα είναι πάντα πολεμικό, σε βαθμό εντελώς δυσανάλογο με τη σημασία που έχουν αυτά τα γεγονότα για την κακόμοιρη ζωή μας. Θέλω να καθησυχάσω τον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται να γκρινιάξω κι εγώ λέγοντας “γιατί ασχολείστε με βλακείες, ενώ π.χ. συμβαίνει η σφαγή στη Γάζα, ιδιωτικοποιούνται τα πανεπιστήμια και ακριβαίνει το λάδι”. Αυτή η στάση παραγνωρίζει ότι οι άνθρωποι δεν είναι πρωτοσέλιδα εφημερίδας, έχουν μια γκάμα ενδιαφερόντων που περιλαμβάνει γεγονότα προσωπικά, γεγονότα κοινωνικά, δραματικά, ασήμαντα, αστεία, και όλα μαζί συνθέτουν την γκάμα των ενδιαφερόντων μας. Χωρίς ιεραρχία, γιατί ξαναλέω δεν είμαστε δελτίο ειδήσεων ή πρωτοσέλιδο εφημερίδας.
Τι συμβαίνει τότε; Φταίνε τα social media και πίσω από αυτά φταίει η τηλεόραση, και ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι καλό και κακό. Είναι καλό γιατί δεν φταίμε εμείς, η μανούρα μας έχει αλγοριθμική προέλευση, και είναι κακό γιατί τα θέματα τα διαλέγει η τηλεόραση και ο αλγόριθμος, οπότε είμαστε άνθρωποι κατά βάθος λίγο γελοίοι, γιατί μας υπαγορεύουν το θέμα για το οποίο αρπαζόμαστε.
Πριν από δύο χρόνια υπήρξε μια σημαντική διαρροή εσωτερικών εγγράφων του Facebook από μία μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower). Το υλικό τεκμηρίωσης δόθηκε στη Wall Street Journal και ένα μήνα αργότερα η Francis Haugen αποκάλυψε την ταυτότητά της σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου εξηγεί αυτά που συνοψίζω εδώ, μαζί με πολλά άλλα εξίσου ενδιαφέροντα.
H Haugen έφυγε από το Facebook παίρνοντας μαζί της έναν σεβαστό όγκο εγγράφων που αποδείκνυε ότι το Facebook έχει κάνει τον καβγά μας οικονομικό του μοντέλο. Πώς; Εξηγεί ότι αν εγώ έχω την τάση να διορθώνω τα ομοφοβικά σχόλια, ο αλγόριθμος θα με εκθέτει σε περισσότερα ομοφοβικά σχόλια, γιατί αυτό αυξάνει την ενασχόλησή μου με την πλατφόρμα. Επειδή, εξηγεί, η ενσυναίσθηση δεν παράγει πάθη (τι να κάνουμε, αγαπάμε αυτούς που παθιάζονται για θετικούς λόγους, αλλά είναι στατιστικά παράδοξα) σε σχέση με τη μανούρα που κάνει τους ανθρώπους να λιώνουν στο πληκτρολόγιο, το αποτέλεσμα είναι ότι ο αλγόριθμος, με την ουδέτερη απάθεια του σκορπιού, δηλαδή χωρίς να νοιάζεται για το περιεχόμενο, φροντίζει να δείχνει στους χρήστες μόνο αναρτήσεις για τα θέματα που παθιάζουν την κοινότητα. Έτσι γράφουν, διαβάζουν και αλληλεπιδρούν περισσότερο μέσα στην πλατφόρμα, οπότε γίνονται καλύτεροι πελάτες της διαφήμισης, που είναι ο λόγος ύπαρξης της πλατφόρμας, του διαδικτύου και εν γένει της ζωής.
Το αποτέλεσμα είναι ότι όσο μας εμφανίζονται περισσότερες τέτοιες αναρτήσεις, τόσο περισσότερο μπλεκόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο που ανακυκλώνει οξείες θυμικές αντιδράσεις και εξουδετερώνει με απόλυτη, σε βαθμό ανατριχίλας, επιτυχία, τις αποκλίνουσες φωνές. Όταν λέω αποκλίνουσες, δεν εννοώ κάτι πολύ ριζοσπαστικό, εννοώ ανθρώπους που να θέλουν να συζητήσουν κάτι άλλο! Αυτό το κάτι άλλο δεν μπορεί να ακουστεί. Τα θέματα εκτός συζήτησης πνίγονται αλγοριθμικά, οπότε χρειάζεται για να ακουστούμε να συμμετέχουμε όλοι στην ίδια συζήτηση. Η Haugen εξηγούσε ότι αυτό είχε ως συνέπεια ότι η εταιρεία γνώριζε πως ενθαρρύνει και υποδαυλίζει την τοξικότητα αλλά βεβαίως δεν την ενδιέφερε, διότι όποτε είχε να διαλέξει μεταξύ της βελτίωσης της ψυχικής κατάστασης των χρηστών και του κέρδους, θα εκπλαγείτε, αλλά διάλεγε το κέρδος. Λυπάμαι πολύ για τον Μαρκ, που φαίνεται πολύ καλό παιδί, αλλά αυτό συμβαίνει. Θυμίζω ότι παρά την πτώση του Facebook, που έχουν εσωτερικεύσει ως προσωπική αποτυχία οι ηλικιωμένοι χρήστες του, παραμένει η μεγαλύτερη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, με τρία δις χρήστες, έναντι δύο του Instagram και ενός του TikTok. Επίσης έχει το πλεονέκτημα ότι επειδή είναι κάπως γερασμένη πλατφόρμα, έχουν μελετηθεί περισσότερο τα σκάνδαλά της.
Ξέρω ότι όλοι τα γνωρίζετε αυτά, και πέφτετε ειρωνικά από τα σύννεφα, αλλά όσοι είναι τόσο μπλαζέ που δεν εκπλήσσονται ποτέ, συνιστώ να αναλογιστούν ότι δεν ήμασταν έτσι, ούτε καν πρόπερσι. Είναι μια επιδεινούμενη κατάσταση, που κλιμακώνεται με τρόπο εντελώς βλαπτικό για μας.
Η θετική πλευρά αυτής της χειραγώγησης, είναι ότι δεν είμαστε όντως τόσο έτοιμοι για καυγά. Φταίει ο αλγόριθμος, που μας δείχνει συνεχώς και μόνο καυγάδες. Από την άλλη, η αρνητική πλευρά είναι ότι είμαστε εντελώς αδύναμοι για να κάνουμε κάτι απέναντι σε αυτό.
Η δεύτερη πλευρά του φαινομένου, που είναι πολιτικά πολύ πιο επιζήμια, είναι πως τα θέματα για τα οποία μανουριάζουμε τα επιλέγει η τηλεόραση. Κάνει ο Γιώργος Νταλάρας μια πολύ κακή δήλωση. Κυνηγάνε προφανώς τα κανάλια διάφορους κάτι-σαν-σελεμπριτιζ για να απαντήσουν στον Γιώργο Νταλάρα. Μετά ξαναρωτούν τον Γιώργο Νταλάρα και προσθέτει και μια σεξιστική γαϊδουριά απέναντι σε εργαζόμενους, μαζί με την ενδιαφέρουσα ανατροπή ότι εκεί πια βρίζει δημοσιογράφους, οπότε βάζει πολύ κόσμο σε πειρασμό να συμφωνήσει ακόμα και με τον Γιώργο Νταλάρα, γιατί ποιος δεν θέλει να βρίσει δημοσιογράφους; Το μόνο που έχει σημασία σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι όλοι έχουμε συντονιστεί σε μια συζήτηση που θεωρητικά παράγεται από τα κάτω, γιατί κανείς δεν μας έχει βάλει το πιστόλι στον κρόταφο για να γράψουμε αυτά που γράφουμε, αλλά όλοι χορεύουμε σε ένα πάρτι όπου διαλέγει τη μουσική ο χειρότερος εχθρός μας.
Ξαναλέω ότι απεχθάνομαι την ηθικολογία του “γιατί συζητάτε γι’ αυτά, όταν συμβαίνουν…” κλπ. Συμφωνώ με το αντεπιχείρημα “ό,τι θέλω θα λέω”. Με τη διαφορά ότι λέμε ό,τι θέλει η τηλεόραση και ο αλγόριθμος, και αυτή είναι μια εξέλιξη όλο και πιο δυσοίωνη.
Στην περίπτωση του Τσάντλερ αυτό έγινε πολύ πιο δραματικό, διότι έτυχε να πέσει μέσα στη σφαγή στη Γάζα. Δεν μπορούσε να γίνει πιο θεατρικά η σύμπτωση, ήταν σαν να θέλει κάτι να αποδείξει η τύχη. Δεν έχει υπάρξει πιο πανηγυρική αποτύπωση της διάσπασης προσοχής. Γάζα-Τσάντλερ-Γάζα, με ρυθμό πολυβόλου. Πειράζει; Έχει μεγάλη σημασία ότι δεν έχει κανένα νόημα να ηθικολογούμε απέναντι σε αυτούς που επιλέγουν να μιλήσουν για το ένα ή το άλλο θέμα. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι υπάρχει σταθερά ο κόσμος που συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση για να πει “μην ασχολείστε με μαλακίες” και προφανώς καταλαμβάνει ένα κομμάτι της αλγοριθμικής πίτας που συμμετέχει στην ίδια συζήτηση.
Οπότε το συμπέρασμα είναι ότι δεν φταίμε ακριβώς εμείς, φταίνε διάφοροι άλλοι, που είμαστε πια τόσο αφόρητοι και μας είναι τόσο αδύνατο να συζητήσουμε. Το κακό είναι ότι επειδή παίζουν μπάλα οι άλλοι, που τυχαίνει να είναι οι πολιτικοί μας εχθροί, την έχουμε πάρα πολύ άσχημα.
Και αν όλα αυτά σας φαίνονται πολύ απαισιόδοξα, τα πράγματα είναι βεβαίως ακόμη χειρότερα. Η φράση “λινκ στο πρώτο σχόλιο” μπαίνει διότι η πλατφόρμα δεν ενθαρρύνει να σουρτουκεύουμε από δω κι από κει στο διαδίκτυο. Μας θέλει μόνο εκεί. Οπότε θάβει τα ποστ με λινκ, με αποτέλεσμα αυτός ο απολύτως στρεβλός και χειραγωγούμενος διάλογος να είναι ο μόνος που υπάρχει. Και στην περίπτωση της Παλαιστίνης, αν δεν φτάνει ο αντιπερισπασμός με καυγαδάκια για την τέχνη, απλώς η πλατφόρμα κρύβει ή διαγράφει τις αναρτήσεις που δεν της αρέσουν, αν π.χ. είναι υπέρ της Παλαιστίνης. Οπότε ο διάλογος γίνεται μόνο εκεί, και είναι απολύτως ναρκοθετημένος.
Κάπου μεταξύ διάσπασης προσοχής και τηλεοπτικής ατζέντας, υπάρχουν χρήστες οι οποίοι συμμετέχουν με αταίριαστη σοβαρότητα σε αυτές τις διαμάχες, που θυμίζουν όλο και περισσότερο συνέλευση πολυκατοικίας: τυχαία συνύπαρξη και παραστρατημένα πάθη, πάθη που προορίζονταν για αλλού και αλλού εκτονώνονται.
Μην παρεξηγηθώ, δεν υποτιμώ τους καυγάδες για ζητήματα πολιτισμού. Γνωρίζω ότι ζω στη χώρα όπου είχαμε τα Ορεστειακά και τα Ευαγγελικά επεισόδια, δηλαδή διαδηλώσεις με νεκρούς για ζητήματα μετάφρασης. Λέω μόνο ότι αυτή τη στιγμή μας ταΐζουν τα θέματα που μας απασχολούν σαν να είμαστε μαθητούδια που γράφουν έκθεση. Και αυτό καταπίνεται από μας με την αυτοπεποίθηση ότι ξεκινάμε μια υπερήφανη σταυροφορία κάθε βδομάδα.
Εύχομαι να περάσετε μια υπέροχη Κυριακή. Δεν κομίζω γλαύκα. Λέω μόνο ότι τα social media δεν αντέχονται.
Υ.Γ. Καταλαβαίνω ότι αυτό το κείμενο το βρήκατε στα social media για το διαβάσετε. Δεν χρειάζονται ενοχές, κι εγώ εκεί το πόσταρα.