Της Alice Speri
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει κληρονομήσει μια τεράστια εθνική υπηρεσία πληροφοριών με εξαιρετικές μυστικές εξουσίες. Απόρρητα έγγραφα προσφέρουν μια σπάνια ευκαιρία για να δούμε την κρυφή διεύρυνση της δύναμης του FBI μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Οπαδοί της λευκής υπεροχής και άλλοι εθνικοί εξτρεμιστές διατηρούν μια ενεργή παρουσία στα τμήματα της αστυνομίας των ΗΠΑ. Μια αξιοσημείωτη αναφορά για αυτό το συμπέρασμα, κυρίως για τη μυστικότητα και τις προδιαγραφές που το συνοδεύουν, εμφανίζεται σε έναν απόρρητο οδηγό κατά της τρομοκρατίας του FBI από τον Απρίλιο του 2015, που βρήκε το The Intercept. Ο οδηγός, που περιγράφει λεπτομερώς τη διαδικασία με την οποία το FBI τοποθετεί ιδιώτες σε μια λίστα παρακολούθησης για την τρομοκρατία, με την ονομασία Γνωστοί ή Ύποπτοι Τρομοκράτες, σημειώνει ότι «εγχώριες έρευνες τρομοκρατίας επικεντρώθηκαν σε εξτρεμιστικές παραπολιτικές ομάδες, σε λευκούς ρατσιστές εξτρεμιστές και σε ανεξάρτητους εξτρεμιστές πολίτες που συχνά έχουν βρεθεί να έχουν ενεργή σχέση με όργανα επιβολής του νόμου», και εξηγεί με λεπτομέρειες πώς έχουν οργανωθεί οι επίσημες πολιτικές για να συμπεριλάβουν αυτήν τη διείσδυση.
Παρόλο που αυτοί οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές έχουν αποτελέσει μια όλο και μεγαλύτερη απειλή εδώ και χρόνια, οι ομοσπονδιακοί ερευνητές δείχνουν απροθυμία στο να μιλήσουν δημόσια γι’ αυτήν την απειλή ή να αποκαλύψουν την τάση της μακροχρόνιας στρατηγικής της διείσδυσης στην κοινότητα των οργάνων επιβολής.
Δεν υπάρχει μια κεντρική διαδικασία πρόσληψης ή ένα σύνολο εθνικών προτύπων για τις 18.000 υπηρεσίες επιβολής του νόμου στις ΗΠΑ, πολλές από τις οποίες έχουν βαθιές ιστορικές συνδέσεις με ρατσιστικές ιδεολογίες. Ως αποτέλεσμα, η κρατική και η τοπική αστυνομία όπως και τα τμήματα του Σερίφη δίνουν άφθονες ευκαιρίες σε οπαδούς της λευκής υπεροχής και σε άλλους δεξιούς εξτρεμιστές για να επεκτείνουν τη δύναμή τους.
Σε μια έντονα αναθεωρημένη έκδοση μιας εσωτερικής μυστικής αξιολόγησης του FBI του Οκτωβρίου του 2006, η υπηρεσία έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το «ιστορικό» ενδιαφέρον των ομάδων υπέρ της λευκής υπεροχής στο να «διεισδύουν στις κοινότητες ή να προσλαμβάνουν προσωπικό από τα όργανα επιβολής του νόμου. Η προσπάθεια αυτή, σημείωνε, «μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία των ερευνών και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πηγών των οργάνων επιβολής του νόμου ή των αξιωματικών». Το σημείωμα αναφέρει επίσης ότι η επιβολή του νόμου είχε μάθει πρόσφατα για τον όρο «με δέρμα φαντασμάτων», που χρησιμοποιείται μεταξύ των υποστηρικτών της λευκής υπεροχής για να περιγράψει «όσους αποφεύγουν τις εμφανείς εκδηλώσεις των πεποιθήσεών τους για να εναρμονίζονται με την κοινωνία και να προωθούν με συγκαλυμμένο τρόπο τη λευκή υπεροχή». Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, το FBI έμαθε από μια ομάδα ταραχοποιών ότι ενθάρρυναν αυτούς «με δέρμα φαντάσματος» για να αναζητήσουν εργασία στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, προκειμένου να προειδοποιούν τις ομάδες για κάθε έρευνα.
Η έκθεση αυτή εμφανίστηκε μετά από μια σειρά σκανδάλων που αφορούσαν την τοπική αστυνομία και τα τμήματα του Σερίφη. Στο Λος Άντζελες, για παράδειγμα, ένας δικαστής ενός πρωτοδικείου των ΗΠΑ έκρινε το 1991 ότι τα μέλη του τμήματος ενός τοπικού σερίφη είχαν σχηματίσει μια νεοναζιστική συμμορία και τρομοκρατούσαν συχνά μαύρους και λατίνους κατοίκους. Στο Σικάγο, ο Τζον Μπορτζ, ένας ντετέκτιβ της αστυνομίας και φερόμενο ως μέλος της Kου-Κλουξ-Κλαν, απολύθηκε και τελικά διώχθηκε το 2008 για κατηγορίες που σχετίζονται με τον βασανισμό τουλάχιστον 120 μαύρων ανδρών κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας του για δεκαετίες. Ο Μπορτζ αναφέρεται ξεκάθαρα σε μια συσκευή ηλεκτροσόκ που χρησιμοποιείται κατά τις ανακρίσεις, ως «το κουτί του αράπη». Στο Κλίβελαντ, οι υπάλληλοι διαπίστωσαν ότι ένας αριθμός αξιωματικών της αστυνομίας είχαν γράψει «ρατσιστικά ή ναζιστικά συνθήματα» σε όλα τα αποδυτήρια του τμήματός τους. Στο Τέξας, δύο αστυνομικοί απολύθηκαν όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν μέλη της Κου-Κλουξ-Κλαν. Ένας από αυτούς είπε ότι είχε προσπαθήσει να ενισχύσει την ένταξη μελών στην οργάνωση, δίνοντας μια αίτηση σε έναν συνάδελφό του αξιωματικό που πίστεψε ότι συμφωνεί με τις «λευκές, χριστιανικές, ετεροφυλόφιλες αξίες».
Αν και το FBI δεν έχει αναφερθεί δημοσίως στο ζήτημα της διείσδυσης των υποστηρικτών της λευκής υπεροχής στα όργανα επιβολής από την έκθεση εκείνη του 2006, σε έναν λόγο του το 2015, ο διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, εξέφρασε μια άνευ προηγουμένου αναγνώριση του ιστορικού ρόλου που έχουν τα όργανα επιβολής του νόμου στις πολυφυλετικές κοινότητες: «Όλοι εμείς στις διωκτικές αρχές πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να αναγνωρίσουμε ότι μεγάλο μέρος της ιστορίας μας δεν είναι όμορφο». Ο Κόμεϊ και η υπηρεσία δεν ήταν τόσο ανοιχτοί σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης σήμερα.
Το 2009, λίγο μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, μια έρευνα του υπουργείου της Εθνικής Ασφάλειας, γραμμένο σε συνεργασία με το FBI, προειδοποίησε για την «αναβίωση» του δεξιού εξτρεμισμού. «Οι δεξιοί εξτρεμιστές επωφελήθηκαν από την εκλογή του πρώτου αφροαμερικάνου προέδρου και τώρα επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους για την πρόσληψη νέων μελών, την κινητοποίηση των υποστηρικτών, τη διεύρυνση του πεδίου δράσης τους και τη χρήση προπαγάνδας», σημείωσε η έκθεση, δίνοντας έμφαση στους «δυσαρεστημένους στρατιωτικούς βετεράνους» ως πιθανούς στόχους για νέα μέλη. «Οι δεξιοί εξτρεμιστές θα προσπαθήσουν να εντάξουν στις ομάδες τους και να φανατίσουν βετεράνους που έχουν επιστρέψει με στόχο να εκμεταλλευτούν τις ικανότητες και τις γνώσεις τους που προέρχονται από τη στρατιωτική τους εκπαίδευση του και τη συμμετοχή τους σε μάχες».
Η έκθεση κατέληξε στο ότι «οι μοναχικοί λύκοι και οι μικροί τρομοκρατικοί πυρήνες που υποστηρίζουν τη βίαια δεξιά εξτρεμιστική ιδεολογία είναι οι πιο επικίνδυνες απειλές για την εγχώρια τρομοκρατία στις ΗΠΑ». Η έκθεση, που κυκλοφόρησε λίγο πριν την πανεθνική διαμαρτυρία του Κινήματος του Τσαγιού, προκάλεσε σάλο μεταξύ των συντηρητικών, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα εξοργισμένοι από το ότι μπορεί να έχουν εμπλακεί οι βετεράνοι και από τον γενικευμένο τρόπο με τον οποίο η έκθεση φαινόταν να επισημαίνει μια σειρά από δεξιές ομάδες.
Αντιμέτωπη με έντονη κριτική, η γραμματέας του υπουργείου, Τζάνετ Ναπολιτάνο, αποκήρυξε το περιεχόμενο του εγγράφου και ζήτησε συγγνώμη από τους βετεράνους. Η μονάδα της υπηρεσίας που διερευνούσε τον δεξιό εξτρεμισμό αποσυντέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της και ο κύριος ερευνητής της έκθεσης διώχθηκε. «Σταμάτησαν να ερευνούν το θέμα και αυτό ήταν όλο», είπε στο The Intercept η Χέιντι Μπέιριτζ, που είναι επικεφαλής της παρακολούθησης των εξτρεμιστικών ομάδων για το Νότιο Νομικό Κέντρο για τη Φτώχεια (SPLC). «Το FBI θεωρητικά ερευνά τη δεξιά τρομοκρατία και τον δεξιό εξτρεμισμό, αλλά έχουν περιορισμένα μέσα. Η απώλεια αυτής της μονάδας ήταν μια απώλεια για πολλούς ανθρώπους που κάνουν αυτήν τη δουλειά».
«Σε γενικές γραμμές, οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου- το FBI, το Marshals, το ATF- γνωρίζουν ότι εξτρεμιστές έχουν διεισδύσει στους φορείς των κρατικών και τοπικών αρχών επιβολής του νόμου και ότι υπάρχουν άνθρωποι σε υπηρεσίες επιβολής του νόμου που μπορεί να διάκεινται φιλικά προς αυτές τις ομάδες», δήλωσε ο Ντάριλ Τζόνσον, που ήταν ο επικεφαλής ερευνητής για την έκθεση του υπουργείου. Ο Τζόνσον, που τώρα διευθύνει το DT Analytics, μια συμβουλευτική εταιρεία που αναλύει τον εγχώριο εξτρεμισμό, λέει ότι έκτοτε το πρόβλημα έχει γίνει «ακόμα πιο επικίνδυνο».
Ο Τζόνσον ξεχώρισε τους «Φύλακες των Όρκων» και την «Ένωση των Συνταγματικών Σερίφηδων και των Αξιωματικών για την Ειρήνη» για τις αντικυβερνητικές τους στάσεις και τις προσπάθειές τους να πάρουν με το μέρος τους εν ενεργεία αλλά και συνταξιούχους αξιωματικούς από τα όργανα επιβολής. «Αυτό είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα και τώρα είναι πιο έντονο από ποτέ κατά τη γνώμη μου». Ο Τζόνσον πρόσθεσε ότι το υπουργείο σταμάτησε να παρακολουθεί τις εγχώριες οργανώσεις δεξιού εξτρεμισμού. «Είναι μόνο το FBI τώρα», είπε, προσθέτοντας ότι οι τοπικές αστυνομικές υπηρεσίες δεν φαίνεται να κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. «Δεν υπάρχει ούτε κάποια εκπαίδευση τώρα για να ενημερώσει τους κρατικούς και τοπικούς αστυνομικούς για αυτές τις ομάδες και το πώς θα μπορούσαν να διεισδύσουν στις τάξεις τους».
Ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας αρνήθηκε να σχολιάσει την έκθεση του 2009 για τις ανησυχίες της υπηρεσίας σχετικά με τις δεξιές ομάδες και τις ομάδες υπέρ της λευκής υπεροχής.
Το 2014, το υπουργείο Δικαιοσύνης αποκατέστησε την Ειδική Ομάδα για την Εγχώρια Τρομοκρατία, μια μονάδα που δημιουργήθηκε μετά τη βομβιστική επίθεση στο Οκλαχόμα Σίτι. Αλλά κατά κύριο λόγο, οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις εγχώριες τρομοκρατικές απειλές κατά την τελευταία δεκαετία έχουν επικεντρωθεί στους ντόπιους εξτρεμιστές που έχουν φανατιστεί από ξένες ομάδες. Πέρυσι, μια ομάδα από προοδευτικά μέλη του Κογκρέσου ζήτησε από τον πρόεδρο Ομπάμα και το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας να ενημερώσουν την αμφιλεγόμενη έκθεση του 2009. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν σημαντικούς πόρους για την καταπολέμηση του βίαιου ισλαμικού εξτρεμισμού, ενώ παραλείπουν να αφιερώσουν επαρκείς πόρους για την καταπολέμηση του δεξιού εξτρεμισμού», έγραψαν. «Αυτή η έλλειψη πολιτικής βούλησης έχει βαρύ τίμημα».
Οι επικριτές φοβούνται ότι η αντίδραση μετά την έκθεση του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας το 2009 θα εμποδίσει την περαιτέρω δράση ενάντια στην αυξανόμενη απειλή της λευκής υπεροχής και ότι σε μεγάλο βαθμό θα αγνοηθεί, διότι ήταν ένα πολύ αμφιλεγόμενο πολιτικό θέμα. «Πιστεύω ότι επειδή η έκθεση καταγγέλθηκε τόσο πολύ από τους συντηρητικούς, κατά κάποιο τρόπο χάθηκε η ευκαιρία για το FBI να σκεφτεί να κάνει κάτι σε σχέση με την καταπολέμηση της διείσδυσης των υποστηρικτών της λευκής υπεροχής στις αρχές επιβολής του νόμου», δήλωσε ο Σάμουελ Τζόουνς, καθηγητής του δικαίου στη Νομική Σχολή John Marshall του Σικάγο, ο οποίος έχει γράψει για την ιδεολογία της λευκής εξουσίας στην επιβολή του νόμου. «Επειδή μετά την έκθεση του FBI το 2006, πολύ απλά δεν μπορούμε να βρούμε τίποτα από τις τοπικές αρχές επιβολής του νόμου ή από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση που αντιμετωπίζει αυτό το θέμα».
Ο Πιτ Σίμι, κοινωνιολόγος στο πανεπιστήμιο Τσάπμαν, ο οποίος πέρασε δεκαετίες μελετώντας την ανάπτυξη της ιδεολογίας της λευκής υπεροχής στο στρατό των ΗΠΑ, συμφώνησε. «Η έκθεση δείχνει ότι υπάρχει πρόβλημα και μόνο αν συζητάμε για αυτό το θέμα. Υπογραμμίζει πόσο δύσκολο είναι να προχωρήσει αυτό το ζήτημα, επειδή πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να το συζητήσουν, πόσο μάλλον πραγματικά να κάνουν κάτι γι' αυτό». Ο Σίμι δήλωσε ότι η εξτρεμιστική στρατηγική της διείσδυσης στον στρατό και στην επιβολή του νόμου υπάρχει «εδώ και δεκαετίες». Σε μια μελέτη που έκανε για τα άτομα που κατηγορούνται για ακροδεξιές δραστηριότητες που σχετίζονται με την τρομοκρατία, βρήκε ότι τουλάχιστον το 31 τοις εκατό είχαν στρατιωτική εμπειρία.
Μετά από μια σειρά ερευνών αποκαλύφθηκε ένας σημαντικός αριθμός εξτρεμιστών στο στρατό και το υπουργείο Άμυνας επέβαλε αυστηρότερα μέτρα επιλογής, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των τατουάζ των νεοσύλλεκτων για σύμβολα λευκής υπεροχής και έδιωξαν όσους αποκαλύφθηκε ότι ασπάζονταν ρατσιστικές απόψεις.
«Ο στρατός έχει ανασχηματίσει πλήρως τη διαδικασία σε αυτό το θέμα», είπε η Μπέιριτζ του SPLC, η οποία πίεσε το υπουργείο Άμυνας για τη θέσπιση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. «Δεν ξέρω γιατί να μην γίνει το ίδιο για τους αστυνομικούς. Δεν μπορούμε να έχουμε ανθρώπους με όπλα που έχουν τρελές ιδέες ή ιδέες που απειλούν ορισμένες ομάδες του πληθυσμού».
Ο ανασχηματισμός της αστυνομίας, όπως αποδεικνύεται, είναι πολύ πιο δύσκολος από ό, τι ο ανασχηματισμός του στρατού, λόγω του αποκεντρωμένου τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα χιλιάδες αστυνομικά τμήματα σε όλη τη χώρα, της ιστορικής συγγένειας ορισμένων αστυνομικών υπηρεσιών με τις ίδιες φυλετικές ιδεολογίες που ενστερνίζονται οι εξτρεμιστές και ακόμη και λόγω μια γενικότερης απροθυμίας να κάνουν κάτι γι' αυτό.
«Αν κοιτάξετε την ιστορία των διωκτικών αρχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια ιστορία της λευκής υπεροχής, για να το θέσω χωρίς περιστροφές», δήλωσε ο Σίμι, επικαλούμενος την προέλευση της αστυνόμευσης των ΗΠΑ από τις περιπολίες για τους σκλάβους του 18ου και 19ου αιώνα. «Πιο πρόσφατα, απλά πηγαίνοντας πίσω 50 χρόνια, οι διωκτικές αρχές, ιδιαίτερα στον νότο, ήταν γεμάτες με μέλη της Κου-Κλουξ-Κλαν».
Ο Νορμ Στάμπερ, πρώην επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος του Σιάτλ και θερμός υποστηρικτής του ανασχηματισμού της αστυνομίας, είπε στο The Intercept ότι η λευκή υπεροχή δεν είναι απλά μια ιστορική πραγματικότητα. «Υπάρχουν αστυνομικές υπηρεσίες σε όλο τον Νότο και αλλού που προέρχονται από αυτήν την παράδοση», είπε. «Το να πιστεύουμε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης έχει κατά κάποιο τρόπο χαθεί, είναι στην καλύτερη περίπτωση μια κοντόφθαλμη αντιμετώπιση».
Ο Στάμπερ είπε ότι είχε απολύσει αξιωματικούς, οι οποίοι εξέφρασαν ρατσιστικές απόψεις, αλλά πρόσθεσε ότι «αυτό δεν είναι πιθανό να συμβεί στα περισσότερα αστυνομικά τμήματα, επειδή πολλές από αυτές τις υπηρεσίες προέρχονται από μία παράδοση όπου ο αξιωματικός έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του». Το αν η Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα ενός αξιωματικού να εκφράσει τις ρατσιστικές απόψεις του για τη λευκή υπεροχή- ή ακόμα και να σχετίζεται με τις οργανώσεις που υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις- είναι κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, είπε ο Στάμπερ. «Μπορείς να απολύσεις κάποιον. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι το κατά πόσον η απόλυση θα γίνει αποδεκτή στην επανεξέταση».
«Τοπικοί, πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί οργανισμοί, όλοι σε κάποιο βαθμό, έχουν τα χέρια τους δεμένα, επειδή δεν είναι απαραίτητα ενάντια στο νόμο το να είσαι μέλος μιας εγχώριας ομάδα μίσους», δήλωσε ο Σίμι, σημειώνοντας τον στρατό ως μία εξαίρεση λόγω της ιδιαιτερότητας του νομικού καθεστώτος του. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί την Κου-Κλουξ-Κλαν ως μια ομάδα μίσους, αλλά η ένταξη στην ομάδα δεν είναι παράνομη. Αυτό είναι το θέμα για όλες τις εγχώριες εξτρεμιστικές ομάδες ή ομάδες μίσους, αν και οι αρχές μπορούν να επιλέξουν να βάλουν στόχο τα μέλη τους για λόγους συνωμοσίας, είπε ο Σίμι.
Τα περισσότερα αστυνομικά τμήματα δεν εξετάζουν τους υποψήφιους αξιωματικούς για τυχόν σχέσεις με ομάδες μίσους. Το SPLC έχει δείξει ότι ο αριθμός των ομάδων αυτών έφτασε σε περισσότερες από 1.000 το 2011, από λιγότερες από τις μισές στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αν και οι ειδικοί όπως ο Σίμι σημειώνουν ότι πολλές από αυτές τις ομάδες «έρχονται και παρέρχονται» και τα μέλη τους δεν είναι σταθερά.
Παρά το γεγονός ότι αξιωματικοί έχουν απολυθεί για την έκφραση απόψεων μίσους -μερικές φορές για να προσληφθούν ξανά από άλλες υπηρεσίες, όπως συμβαίνει τακτικά με αξιωματικούς που κατηγορούνται για ανάρμοστη συμπεριφορά- ορισμένοι αξιωματικοί έχουν επίσης αμφισβητήσει αυτές τις απολύσεις στο δικαστήριο. Ο Ρόμπερτ Χέντερσον, ένας επί 18 χρόνια βετεράνος του Κέντρου Περιπολίας της Νεμπράσκα, απολύθηκε όταν ανακαλύφθηκε η συμμετοχή του στη Κου-Κλουξ-Κλαν. Έκανε αγωγή στηριζόμενος στην Πρώτη Τροπολογία και έκανε έφεση φτάνοντας ως το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο αρνήθηκε να εξετάσει την υπόθεσή του. Πέρυσι, 14 αξιωματικοί στο αστυνομικό τμήμα του Σαν Φρανσίσκο πιάστηκαν να ανταλλάσουν ρατσιστικά και ομοφοβικά κείμενα που περιλάμβαναν αρκετές αναφορές στη «λευκή δύναμη» και μηνύματα όπως «όλοι οι αράπηδες πρέπει να κρεμαστούν γαμώτο». Οι περισσότεροι από αυτούς τους αξιωματικούς παρέμειναν στην αστυνομία αφού η προσπάθεια να απολυθούν αρκετοί από αυτούς εμποδίστηκε από έναν δικαστή, ο οποίος είπε ότι η προθεσμία παραγραφής είχε λήξει.
«Όλες οι υπηρεσίες, αν θέλουν, μπορούν να περιορίσουν αυτό το πρόβλημα- το θέμα είναι ότι πολλές δεν το κάνουν», δήλωσε ο Τζόουνς, ο οποίος παρακολουθεί παρόμοια περιστατικά μετά την έκθεση του FBI το 2006, και πιστεύει ότι πολλά ακόμα έχουν θαφτεί πίσω από τον κώδικα της σιωπής που συχνά κυριαρχεί στα αστυνομικά τμήματα. «Όταν κάποιος έχει μια πεποίθηση σύμφωνα με την οποία δεν είναι όλοι οι αμερικάνοι άξιοι ίσης προστασίας από τον νόμο, αυτό υπονομεύει την ικανότητά τους να είναι αστυνομικοί».
Σύμφωνα με τον Οδηγό Αντιτρομοκρατίας, το FBI μπορεί να έχει έναν υπό παρακολούθηση αστυνομικό ως «κρυφό στόχο» αποτρέποντας έτσι το Εθνικό Κέντρο Πληροφόρησης για την Τρομοκρατία (ένα κέντρο διαλογής πληροφοριών για τα δεδομένα εγκλημάτων στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε όλη τη χώρα), από το να αρχειοθετήσει έναν αξιωματικό που προσδιορίζεται ως γνωστός ή ύποπτος τρομοκράτης. Το έγγραφο αναφέρει ότι μια «ειδική, συγκεκριμένα προσδιορισμένη και νόμιμη, λειτουργική αιτιολόγηση», πρέπει να δοθεί ώστε να σημειωθεί ένας Γνωστός ή Ύποπτος Τρομοκράτης (KST) ως «κρυφός στόχος». Η ένταξη ή η σύνδεση του υπόπτου με μια υπηρεσία επιβολής νόμου ή μια στρατιωτική υπηρεσία με πρόσβαση σε αυτήν τη βάση δεδομένων είναι ένα από τα συγκεκριμένα δικαιολογητικά που αναφέρονται, που σημαίνει ότι η διείσδυση εξτρεμιστών είναι μια ανησυχία που έχει το FBI και που το κάνει να ακολουθεί περαιτέρω πρωτόκολλα για να αποτρέψει τις εγχώριες έρευνες για τρομοκρατία από το να εμποδιστούν από μέλη των διωκτικών αρχών.
Το έγγραφο του FBI σημειώνει επίσης ότι προκειμένου να προστατεύσει την ασφάλεια των τοπικών οργάνων επιβολής του νόμου, οι ύποπτοι που είναι «βίαιοι ή που γνωρίζουμε ότι είναι οπλισμένοι και επικίνδυνοι» δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρυφοί στόχοι. Είναι ασαφές το πώς αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται στο ένοπλο προσωπικό επιβολής του νόμου, ιδίως δεδομένου ότι το έγγραφο του FBI όχι μόνο ξεχωρίζει τις ομάδες υπέρ της λευκής υπεροχής για τους δεσμούς της με τις διωκτικές αρχές, αλλά και τους εξτρεμιστές της πολιτοφυλακής και τους ανεξάρτητους εξτρεμιστές. Ενώ υπάρχει μεγάλη επικάλυψη μεταξύ τους, ειδικά η τελευταία ομάδα χαρακτηρίζεται από βαθιά αντικυβερνητική ιδεολογία και από την πεποίθηση ότι «ακόμα κι αν τυπικά κατοικούν σε αυτήν τη χώρα, διαχωρίζονται ή είναι “ανεξάρτητοι” από τις Ηνωμένες Πολιτείες», σημειώνει το FBI στην ιστοσελίδα του. «Ως αποτέλεσμα, πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να δώσουν λόγο σε οποιαδήποτε κρατική αρχή, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, των φορολογικών υπηρεσιών, των τμημάτων της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της επιβολής του νόμου».
Σε ένα άρθρο του το 2011, μια παράγραφος της ανάλυσης της αντιτρομοκρατίας του FBI χαρακτήρισε τους ανεξάρτητους πολίτες ως «μια αυξανόμενη εγχώρια απειλή για την αστυνομία». Σε ένα περιστατικό του 2010, δύο αστυνομικοί στο Αρκάνσας σκοτώθηκαν όταν ο 16χρονος ανεξάρτητος πολίτης Τζότζεφ Κέιν τους πυροβόλησε με ένα τουφέκι AK -47 όταν σταμάτησαν αυτόν και τον μπαμπά του για έναν έλεγχο ρουτίνας.
Μια έρευνα του 2014 διαπίστωσε ότι οι ανεξάρτητοι εξτρεμιστές πολίτες θεωρούνταν από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου ως κύρια απειλή, περισσότερο από τους εξτρεμιστές με ξένες επιρροές. Και μια μυστική εκτίμηση του 2015 από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, γραμμένο σε συνεργασία με το FBI, προειδοποίησε για τη διαρκή απειλή στην οποία βρίσκονται οι αστυνομικοί από τους ανεξάρτητους εξτρεμιστές.
Ο οδηγός της αντιτρομοκρατίας δεν προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το FBI θα ενημερώσει τις τοπικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου των οποίων τα μέλη μπορεί να είναι υπό επιτήρηση ως κρυφοί στόχοι. Ο Μάικλ Τζέρμαν, ένας πρώην πράκτορας του FBI που ειδικεύεται στην εγχώρια έρευνα για την τρομοκρατία, δήλωσε στο The Intercept ότι τέτοιες προειδοποιήσεις είναι πιθανό να διεκπεραιώνονται «αναλόγως την περίπτωση». «Συνήθως, αν κάποιος στο αστυνομικό τμήμα είναι ύποπτος, εκτός αν κάποια ειδική περίπτωση σε ηγετική θέση, οι καλοί επαγγελματικοί τρόποι απαιτούν κάποιο είδος ενημέρωσης», είπε.
Το FBI δεν απάντησε σε μια λεπτομερή σειρά ερωτήσεων που στάλθηκαν από το The Intercept σχετικά τη γνώση του πάνω στην παρουσία εξτρεμιστών σε υπηρεσίες επιβολής του νόμου, αλλά ένας εκπρόσωπος της υπηρεσίας σχολίασε σχετικά με την πρακτική της τοποθέτησης κρυφών στόχων σε όργανα επιβολής του νόμου. «Ενώ ένας κρυφός στόχος θα απέτρεπε ένα υποκείμενο που είναι υπάλληλος στην επιβολή του νόμου από το να γνωρίζει ότι είναι υπό εξέταση, μια πάγια πρακτική θα είναι να ενημερωθεί κάποιος στην υπηρεσία ότι ένας από τους αξιωματικούς του είναι υπό έλεγχο», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
Παρόλο που o οδηγός αντιτρομοκρατίας του FBI απαγορεύει να μπαίνουν στη λίστα παρακολούθησης του αρχείου των Γνωστών ή Ύποπτων Τρομοκρατών άτομα «με βάση μόνο δραστηριότητες που προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία», το έγγραφο δεν αναλύει το τι συνιστά μια τέτοια δραστηριότητα. Εξάλλου, δεν αναφέρει ποιες συγκεκριμένες ενέργειες εκ μέρους των αξιωματικών θα ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να δικαιολογούν την ένταξη τους στη λίστα παρακολούθησης. Το έγγραφο αναφέρεται στην Οδηγία Ένταξης στη Λίστα Παρακολούθησης του Κέντρου Ανίχνευσης Τρομοκρατών τον Μάρτιο του 2013, που έχει δημοσιευθεί στο The Intercept, για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα πρότυπα για ένταξη σε λίστα παρακολούθησης. Το FBI δεν απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με το τι δραστηριότητες θα δικαιολογούσαν την ένταξη σε αυτήν τη λίστα.
Ομάδες για τα δικαιώματα των πολιτών κατήγγειλαν την έλλειψη διαφάνειας στη βάση δεδομένων για τους Γνωστούς και Ύποπτους Τρομοκράτες και για την αόριστη διατύπωση των προδιαγραφών. Σε μια λεπτομερή ανάλυση της λίστας παρακολούθησης για τους Γνωστούς και Ύποπτους Τρομοκράτες που βασίστηκε στα έγγραφα που λήφθηκαν μέσω μιας αγωγής επί του Νόμου περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης, η Αμερικάνικη Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ΑCLU) παρατήρησε ότι ο στόχος της λίστας «δεν είναι η επιβολή του νόμου, αλλά η παρακολούθηση και ο εντοπισμός ατόμων για αόριστο χρονικό διάστημα». Η έκθεση του Απριλίου 2016 χαρακτήρισε τη λίστα παρακολούθησης ως «ουσιαστικά ένα μαύρο κουτί- μια αδιαφανή και διευρυμένη συγκέντρωση ονομάτων».
Ένας δυσανάλογος αριθμός μουσουλμάνων έχει συμπεριληφθεί στη λίστα παρακολούθησης και επειδή η βάση δεδομένων είναι προσβάσιμη σε ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε όλη τη χώρα, η ACLU είπε ότι αυτοί είναι εκτεθειμένοι σε «αδικαιολόγητο έλεγχο ή έρευνα από την αστυνομία». Το επίπεδο έλεγχου εφαρμόζεται ελάχιστα σε υποστηρικτές της λευκής υπεροχής όμως, παρόλο που ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος της χώρας, στη δεκαετία του 1870, είχε ως στόχο την προστασία των μαύρων πολιτών από ομάδες όπως η Κου-Κλουξ-Κλαν και παρά τη συνεχιζόμενη απειλή από αυτούς τους εξτρεμιστές.
«Αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα σε αυτήν τη χώρα: Εμείς απλά δεν δεχόμαστε αυτήν την ευέλικτη, επιεική και εξαιρετικά καταδεκτική προσέγγιση για την καταπολέμηση κάθε άλλης μορφής τρομοκρατίας», δήλωσε ο Τζόουνς. «Όποιος υποστηρίζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το ISIS μπορεί να διωχθεί ποινικώς με πολύ μεγάλη ευκολία».
«Για κάποιο λόγο, δεν ασχολούμαστε τόσο με την απειλή της εγχώριας τρομοκρατίας και του δεξιού εξτρεμισμού», συνέχισε ο Τζόουνς. «Ο μόνος τρόπος που μπορούμε να συμβιβαστούμε με αυτό το είδος συμπεριφοράς είναι αν δεχτούμε την πιθανότητα ότι πολλοί στις κοινότητες της επιβολής του νόμου και στις ομοσπονδιακές κοινότητες κατανοούν και μπορεί να δείχνουν και συμπάθεια απέναντί στην ιδεολογία των λευκών εθνικιστών και της λευκής υπεροχής».
Αυτή η συμπάθεια μπορεί να αντικατοπτρίζεται από την εκλογή του προέδρου, ο οποίος εγκρίθηκε και γιορτάζεται από την Κου-Κλουξ-Κλαν και ο οποίος έχει δείξει απροθυμία στο να διαχωρίσει τον εαυτό του από τα άτομα που ενστερνίζονται τις απόψεις της λευκής υπεροχής.
Αυτές οι εκλογές, για τους οπαδούς της λευκής υπεροχής ήταν μια ένδειξη ότι «είμαστε στον σωστό δρόμο», είπε ο Σίμι. «Δεν έχω δει ποτέ κάτι παρόμοιο μεταξύ των οπαδών της λευκής υπεροχής, να εκφράζουν δηλαδή αυτήν την αίσθηση του θριάμβου και της γιορτής. Είναι συνεπαρμένοι με την ιδέα της αίσθησης πως έχουν κάποιον στο Λευκό Οίκο που τους καταλαβαίνει».