Στον τρίτο όροφο του κτηρίου του αστυνομικού τμήματος Ομονοίας, εδρεύει η ασφάλεια. Βρέθηκα λοιπόν εκεί για να δηλώσω την κλοπή ενός δίκυκλου. Άσχετο. Η βρώμα του κτηρίου, η μούχλα και η υγρασία στους τοίχους είναι λες και το έχει γλείψει το τέρας του Λοχ Νες. Η σκουριά στις σιδερένιες πόρτες, ο παραμελημένος ανελκυστήρας που αερίζεται επαρκώς από τσιγαρίλα και κλεισούρα, τα αποτσίγαρα, αλλά και τα ξερά φύλλα του περασμένου φθινοπώρου που έχουν γίνει ένα με το τσιμέντο, προφανώς και δεν κάνουν εντύπωση σε κανέναν. Οι τοίχοι έχουν ξεφλουδίσει σε τέτοιο βαθμό που αν τους ξύσεις με το νύχι σου, θα πεταχτούν έξω τα σπλάχνα τους. Δίπλα στην πράσινη πόρτα του κρατητηρίου, πέρα από τους λεκέδες, τα χυμένα μελάνια από τα αποτυπώματα, τη σπασμένη βρύση και το ετοιμόρροπο ξύλινο παγκάκι, είναι έτοιμα να φυτρώσουν και φύκια Ατλαντικού και από μέσα τους να ξεπροβάλουν σαρδέλες και σαλάχια.

Μέσα σε αυτή τη ζούγκλα έψαχνα τον αξιωματικό υπηρεσίας. Για κάποιο λόγο τον κατάλαβα αμέσως. Ψηλός, τατουάζ μανίκι, μαλλί πιστολάκι ζελέ, κρίκο στη μύτη, ντυμένος σκληροπυρηνικός ράπερ, περιοχή Μπρονξ, γυμναστηρίου και διαστροφής, πετούσε, δεν περπατούσε. Κατά τα άλλα εξυπηρετικότατος. Δεν μπορούσα να απαλλαγώ από αυτή τη δύσκολη μυρωδιά που υπήρχε σε κάθε μου βήμα. Ήταν μια μυρωδιά, κάτι μεταξύ υπονόμου και ψυγείου γεμάτου χαλασμένα τρόφιμα. Λέω δεν πειράζει, αφού είναι τόσο εξυπηρετικός ο άνθρωπος, ας παραβλέψω αυτήν την άσχημη μυρωδιά και ας προσποιηθώ ότι μυρίζει λεβάντα. Και πάνω στη στιγμή που το υποκριτικό μου ταλέντο είχε φτάσει στο απόγειο του, μου δείχνει μια κατσαρίδα να περπατάει στον τοίχο, γελώντας. Σκέφτομαι, δε γαμιέται και η λεβάντα, εδώ μου έδειξε ολόκληρη κατσαρίδα σε απόσταση αναπνοής, θα ρωτήσω λοιπόν κι εγώ γιατί βρωμάει έτσι εδώ μέσα. Ρωτάω, και μου απαντάει αμέσως σαν να είχε την απάντηση έτοιμη από καιρό. Μου απαντάει με τον ίδιο ζήλο που με εξυπηρετούσε, χωρίς να αλλάξει τόνο στη φωνή του, χωρίς να διακοπεί η ροή της σκέψης του. Μου απάντησε: «Αλλοδαπίλα». Συνέχισε να γελάει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που γέλασε όταν μου έδειξε την κατσαρίδα.

Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ. Στο πρόσωπο του είχε παγώσει ένα χαμόγελο του στυλ: για μπάτσος έχω πολύ χιούμορ και είμαι και γαμώ τους γκόμενους. Το μέρος που βρισκόμουν, οι άπειρες στρατοραμμένες στολές γύρω μου, ο φόβος ότι μπορεί ακόμα και η σκέψη μου να καταγράφει, με έκανε να βουλώσω το στόμα μου και μαζί με τα σάλια μου να καταπιώ και την απόγνωσή μου. Δε ντράπηκα μόνο για λογαριασμό του, αλλά και για δικό μου λογαριασμό, που δε βρήκα το θάρρος να ξεστομίσω και εγώ το δικό μου χιουμοράκι και να γελάσουμε μαζί. Εγώ βέβαια ούτε ωραίος γκόμενος είμαι, ούτε ψηλός, ούτε στολή φοράω, ούτε βραχιολάκια κρύβω στην τσέπη μου, ούτε μαλλί πιστολάκι είχα.

Σκέφτηκα κι εγώ λοιπόν ό,τι μπορεί να σκέφτηκε εκείνος. Και τα ξερά φύλλα λοιπόν και την σκουριά και τη σκόνη και την υγρασία και την μούχλα στους τοίχους και το σπασμένο μωσαϊκό και τις κατεστραμμένες πόρτες στα γραφεία και τον ρατσισμό και τα φύκια στο κρατητήριο και η κάπνα και η τσιγαρίλα και η αντρίλα που ρέει ακατάσχετα από τα μπατζάκια και η μαγκιά και οι σκοτεινές γωνίες και οι φωνές και ο πόνος και γενικώς για όλα όσα συμβαίνουν εκεί μέσα είναι υπεύθυνη η αλλοδαπίλα. Εκείνη η μυρωδιά δηλαδή που ξεπρόβαλε από κάθε γωνία του κτηρίου ήταν η μυρωδιά ενός μετανάστη που βρίσκεται στον τρίτο όροφο του τμήματος Ομονοίας. Μπορεί να είναι εγκληματίας, μπορεί κι όχι, αλλά εδώ δεν έχει σημασία αυτό, διότι το όργανο ασφαλείας δεν είπε ότι βρωμάει εγκληματίλα (φυσικά κι αυτό το χιουμοράκι μου φέρνει την ίδια απέχθεια), αλλά αλλοδαπίλα, ταύτισε δηλαδή τη δυσοσμία και τη βρώμα του ΑΤ Ομονοίας, που μας τρυπούσε τη μύτη, με την καταγωγή κάποιων ανθρώπων. Όχι πως γνώριζε την καταγωγή τους βέβαια, ούτε και τον ενδιέφερε φυσικά να την μάθει, για αυτόν είναι όλοι φονταμενταλιστές, κλέφτες, βιαστές, αλλόθρησκοι, Πακιστανοί, αφού ο διαφορετικός χρωματισμός του δέρματος των ανθρώπων είναι ταυτόχρονα και η αιτία του κακού. Αν βέβαια εμφανιστεί μπροστά του κάποιος ανοιχτόχρωμος βόρειοευρωπαίος, αν έχει golden visa, αν είναι Αμερικανός κοκκινοτρίχης, τότε θα πάει περίπατο το χιουμοράκι του και ο μεταμοντέρνος κρίκος στη μύτη θα γίνει το κούμπωμα της αλυσίδας που θα τον σέρνουν σαν κόπρο.