Η χθεσινοβραδινή απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε αναγνώριση των δύο αποσχισμένων από την Ουκρανία αυτοανακηρυγμένων δημοκρατιών, της Λαϊκής Δημοκρατίας Ντονέτσκ και της Λαϊκής Δημοκρατίας Λουγκάνσκ, που βρίσκονται στην περιοχή Ντονμπάς της νοτιανατολικής Ουκρανίας, δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Οι φήμες πως η Ρωσία εξέταζε αυτή την περίπτωση είχαν ήδη ξεκινήσει προ μηνών και είχαν αποκτήσει έρμα μετά την πρόταση της ρωσικής βουλής (Δούμα) για την αναγνώρισή τους, την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό άλλωστε σήμαινε και το σχόλιο Πούτιν περί της μεγάλης καθυστέρησης. Ωστόσο, η δραματική αύξηση των επιθέσεων και βομβαρδισμών εκ μέρους του Ουκρανικού Στρατού είναι πολύ πιθανό να επίσπευσε τα πράγματα.
Όπως είπε και η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις ανέμεναν αυτή την εξέλιξη και είχαν έτοιμη την αντίδρασή τους. Το μόνο που δεν περίμεναν, ίσως, είναι η ταχύτητα με την οποία η Ρωσία υπέγραψε πολλαπλές – και αμυντικές- συμφωνίες με τις δύο λαϊκές δημοκρατίες και προχώρησε στην εντολή (του ίδιου του Πούτιν) προς το υπουργείο της της Άμυνας να αναπτύξει ειρηνευτική δύναμη στις δύο δημοκρατίες. Μικρή η πρόκληση: η μεγάλη, και η σημαντική θα είναι η εφαρμογή ενός άλλου μέρους των συμφωνιών, που προβλέπει την εγκατάσταση μόνιμων στρατιωτικών βάσεων της Ρωσίας και στις δύο. Που προβλέπεται αλλα προς το παρόν μόνον προβλέπεται – ένα γερό χαρτί στο διπλωματικό παιγνίδι που, λογικά – αν πρυτανεύσει η λογική- θα ακολουθήσει.
H συγκεκριμένη αναγνώριση έχει κι έναν ακόμη λόγο να ανησυχεί ειδικά τους Ουκρανούς, που βλέπουν τους συμμάχους τους, με πρώτες τις ΗΠΑ, να εγκαταλείπουν και κλείνουν τις πρεσβείες τους στο Κίεβο. Είναι αυτό που είπε στο RFI ο καθηγητής Βολοντίμιρ Γερμολένκο, του πανεπιστημίου του Κιέβου και πιστός στη δυτική γραμμή: «Το μεγάλο ερώτημα παραμένει ποιά σύνορα των δύο αυτοανακηρυγμένων δημοκρατιών αναγνωρίζει η Ρωσία; Αυτά στα οποία βρίσκονται ντε φάκτο σήμερα ή ολόκληρα τα διοικητικά σύνορα των περιοχών Ντονέσκ και Λουγκάνσκ;». Όπως είπε και ο ίδιος «το ένα τρίτο των εδαφών αυτών των περιοχών ελέγχεται από φιλορωσικές δυνάμεις», δηλαδή όχι ολόκληρες οι ομώνυμες επαρχίες, που διεκδικούν οι δημοκρατίες του Ντονμπάς. Μένει να δειχθεί ποιά είναι η ερμηνεία που δίνει η Ρωσία, και αν τελικά επιτρέψει στον εαυτό της να επιλέξει ερμηνεία, με βάση τις κινήσεις προς περαιτέρω κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση, από τη Δύση. Ειδικά με το «εν λευκώ» που έδωσε ομόφωνα η ρωσική Δούμα στον Πούτιν για την ανάπτυξη στρατού εκτός ρωσικών συνόρων, η ερμηνεία που θα αποφασιστεί, αν χρειαστεί, αποκτά πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα.
Η Ουκρανία που κάνει ότι της λένε
Η άποψη ότι στόχος του Πούτιν είναι η πλήρης κατάληψη της Ουκρανίας, είναι κατασκεύασμα της προπαγάνδας, που έχει αναδείξει σε πρόσφατο άρθρο του το Mintpressnews. Εκεί αναδεικνύεται πως «πάνω από το 90% των πρόσφατων άρθρων γνώμης στους New York Times, την Washington Post και την Wall Street Journal έχουν υιοθετήσει τη θέση των [αμερικάνικων] γερακιών στη σύγκρουση, ενώ οι αντιπολεμικές φωνές είναι ελάχιστες.. Οι επιφυλλιδογράφοι έχουν στηρίξει σε υπερβολικό βαθμό την αποστολή στρατού και όπλων των ΗΠΑ στην περιοχή. Παρουσίαζουν την Ρωσία ως την επιτιθέμενη, αποσιωπούν τον ρόλο του ΝΑΤΟ στην κλιμάκωση της έντασης, και δεν αναφέρουν σχεδόν καθόλου τη συνεργασία των ΗΠΑ με τα νεοναζιστικά στοιχεία εντός του κυβερνώντος συνασπισμού της Ουκρανίας».
Στο άρθρο σχολιάζεται και κάτι ακόμη: η στάση της κυβέρνησης Ζελένσκυ, που προσπάθησε πολλές φορές να κατεβάσει τους τόνους, «αναγνωρίζοντας πως μια σύγκρουση θα ήταν καταστροφική τόσο για τη ρωσική όσο και για την ουκρανική οικονομία και ότι ακόμη και η κλιμάκωση, και η προοπτική σύγκρουσης έχει ήδη αντίκτυπο στις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. “δεν βλέπουμε κανένα λόγο να προχωρήσουμε σε δηλώσεις σχετικά με μιας ευρείας επίθεση εναντίον της χώρας μας”, δήλωσε ο Ολέκσυ Ντανίλωφ, ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ουκρανίας. Σε συνέντευξή του στο BBC, εξέφρασε επίσης την αγανάκτησή του με τα μέσα ενημέρωσης για την αδικαιολόγητη δημιουργία φόβων και εντάσεων».
Το άρθρο αυτό ανέβηκε προ σχεδόν τριών εβδομάδων, την 4η Φεβρουαρίου 2022. Την περίοδο εκείνη ξεκίνησε και η αποκαθήλωση του Ζελένσκυ από τα ίδια αμερικάνικα συστημικά μέσα – και πολλά ακόμη. Επαναλαμβάνονταν συχνά ότι υπήρξε κωμικός και ότι «δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων». Ουσιαστικά, ο αμερικάνικος παράγοντας του ζητούσε να αναλάβει μόνος το βάρος μιας πολεμικής σύρραξης, καταστροφικής και για τη χώρα του, και όταν δεν συμμορφωνόταν απολύτως, χτυπούσε άγρια με τα δημοσιογραφικά του ρόπαλα.
«Οι Ουκρανοί αναρωτιούνται αν ο πρώην- κωμικός-πρόεδρος μπορεί να τα καταφέρει στη διεθνή σκηνή», έγραφε το CNN, «ο Λευκός Οίκος και οι Δημοκρατικοί σύμμαχοί του τα είχαν πάρει με τον πρόεδρο Ζελένσκυ. Σύμφωνα με τρεις κυβερνητικές πηγές, ο πρόεδρος της Ουκρανίας είναι ενοχλητικός, εξοργιστικός και πλήρως αντιπαραγωγικός» ανέφερε το puck.news, και οι New York Times έδιναν βήμα σε ουκρανή εθνικίστρια δημοσιογράφο να γράψει υπό τον τίτλο «Ο πρώην- κωμικός- πρόεδρος έχει μπλέξει και δεν τα καταφέρνει» (is seriously in over his head στο πρωτότυπο). Κι αυτά ενώ ο Ζελένσκυ, με την υποστήριξη και ενθάρρυνση των ΗΠΑ, αγνόησε τις συμφωνίες του Μινσκ, παραβίασε όρους τους, έκλεισε μέσα ενημέρωσης που θεωρούσε ρωσόφιλα και υποτάχθηκε στις θέσεις των ΗΠΑ για την δημιουργία σχισματικής εθνικιστικής εκκλησίας (με πρώτο βιολί τον Μάικ Πομπέο και με τη μετατροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σταθμαρχείο της CIA, δυστυχώς…).
"The White House and its Democratic allies have just about had it with president Zelensky. According to three sources in the administration and on the Hill, the Ukrainian president is by turns annoying, infuriating, and downright counterproductive." https://t.co/DM67277i4r
— Julia Ioffe (@juliaioffe) January 25, 2022
Η επίθεση στο Ζελένσκυ και η επιμονή σε πολύ πιο σκληρή γραμμή από την Ουκρανία είναι προϊόν του κοντόφθαλμου της πολιτικής των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν συμπεριφέρεται λες και έχει απέναντί της την Ρωσία του Γέλτσιν, και ενώ από τη μια αποφεύγει σαν ο διάολος το λιβάνι την άμεση εμπλοκή, απαιτεί από την Ουκρανία να φερθεί διαφορετικά, περιορίζοντας το θέμα στις δύο περιοχές και την αναγνώρισή τους. Το αληθινό ζήτημα, όμως δεν είναι αυτό. Όπως έχουμε ξαναπεί, το όντως ζήτημα είναι η απόφαση της Ρωσίας να μην αποδεχθεί καμμία περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ – ήδη όσες ανέχθηκε και έγιναν παραβιάζουν διεθνείς συμφωνίες – οπως και οι προσπάθειες του ΝΑΤΟ (των ΗΠΑ) να την περικυκλώσουν. Η Ρωσία δεν αναγνώρισε δύο λαϊκές δημοκρατίες – έδειξε, στην περίφημη σκακιέρα των τελευταίων μηνών, πως θα αμυνθεί, δε θα επιτρέψει στον μονοπολικό κόσμο να επικρατήσει, θα στηρίξει την ανάδειξή της σε πόλο ενός πολυπολικού κόσμου, και θα ανοίξει μέτωπα αλλά και συνεργασίες (βλέπε πρόσφατο ανακοινωθέν Κίνας – Ρωσίας εκ του Πεκίνου) όπου δει. Κατ’ ουσίαν, η Ρωσία συμπράττει με άλλες δυνάμεις, με πρώτη την Κίνα, στην αλλαγή ενός, επί έτη, ρευστού διεθνούς σκηνικού σε σταθερό, με πολλαπλά κέντρα και νέες συνθήκες διεθνούς ασφάλειας. Με πρώτη θιγόμενη την αμερικάνικη τάξη πραγμάτων.
Εδώ, έχει ενδιαφέρον και η ρητορική Πούτιν, που υιοθετεί όλα τα «κόλπα» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στους πολέμους που ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες. Ο ρώσος πρόεδρος μίλησε για γενοκτονία των πληθυσμών των δύο λαϊκών δημοκρατιών, για ειρηνευτική δύναμη που αναπτύσσει, και κατέδειξε την απόφασή του να προχωρήσει πέρα από την κλασσική διπλωματία, για την οποία είναι γνωστή η Ρωσία, σταματώντας ένα βήμα από τον θερμό πόλεμο. Σταματώντας και παραμένοντας σταθερή στη θέση της, απέναντι στο νέο ψυχρό πόλεμο – εξ ου και η σημασία της μη διευκρίνησης των συνόρων των περιοχών που αναγνώρισε. Ανάλογη ρητορική είχε αναπτύξει η Ρωσία και την εποχή του εμφυλίου της Γεωργίας, λίγο πριν την αναγνώριση των εκεί αποσχισθεισών Αμπχαζίας και Νότιας Οσετίας. Ο χρόνος πάγωσε εκεί, και οι καταγγελίες από τις δύο πλευρές παρέμειναν στο λεκτικό επίπεδο από κει και πέρα.
Το τέλος του Μινσκ ΙΙ. Η αρχή του Μινσκ ΙΙΙ;
Αν και η ευθύνη για την ντε φάκτο κατάργηση των συμφωνιών του Μινσκ, για τις οποίες πρωτοστάτησε η Γερμανία της Άγκελας Μέρκελ, με τη συμμετοχή και των Γάλλων, το 2015, πέφτει στους ώμους των κυβερνήσεων της Ουκρανίας, η ταφόπλακα έπεσε με την υπογραφή χθες της αναγνώρισης των δύο λαϊκών δημοκρατιών. Οι συνθήκες του Μινσκ, κι η υποτίθεται εν ενεργεία συνθήκη Μινσκ ΙΙ, ακυρώθηκαν ντε φάκτο με ευθύνη σειράς Ουκρανικών κυβερνήσεων. Και δεν είναι μόνο ο εθνικιστής Ποροσένκο που τις αμφισβήτησε και που δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα πως «η Ουκρανία έχει πλήρως το δικαίωμα να αρνηθεί τις υποχρεώσεις της». Ο ίδιος ο σημερινός πρόεδρος (Ζελένσκυ) δήλωνε προ διετίας πως «δεν ήταν το κόμμα του που υπέγραψε τη συμφωνία» αλλά «αν και οφείλει να τηρήσει όσα υπογράφηκαν, ορισμένα πράγματα θα τα αλλάξει», ενώ ο αντιπρόεδρός του θα έλεγε λίγο αργότερα στη Μέρκελ πως «οι συμφωνίες του Μινσκ δεν είναι οι δέκα εντολές, δεν έχουν καμμία σχέση με τη σημερινή Ουκρανία, οι προθεσμίες τους έχουν λήξει και δεν υλοποιήθηκαν», αφήνοντας να εννοηθεί σαφώς πως δεν θα υλοποιούνταιν ποτέ.
Με τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ νεκρή και την Ουκρανία να έρχεται αντιμέτωπη με την αποφασισμένη Ρωσία που διεκδικεί την παγκόσμια θέση της πολύ σταθερότερα και απόλυτα, είναι ανοικτό το ενδεχόμενο μιας νέας συμφωνίας – με απλά λόγια, το διπλωματικό παιγνίδι δεν έχει τελειώσει, απλώς μπαίνει σε νέο κεφάλαιο, με στόχο όχι την Ουκρανία αλλά την υπεράσπιση της παγκόσμιας θέσης που διεκδικεί η Μόσχα. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς να πει ότι το άμεσο ρωσικό ζητούμενο είναι μια νέα συμφωνία στην οποία η Ουκρανία θα παραμένει μακρυά από το ΝΑΤΟ και στην οποία οι ρωσόφωνοι και ρώσοι της Ουκρανίας θα αισθάνονται ασφαλείς. Μια συμφωνία που η Ρωσία θα επιδιώξει να τηρηθεί και να δημιουργήσει ένα νέο status quo ασφάλειας στην Ευρασία.
Η Γερμανία, ο αγωγός και η μέλλουσα «παγωμένη» Ευρώπη
Ένα από τα κεφάλαια στα οποία περιμένουμε σαφώς εξελίξεις είναι το ενεργειακό, ειδικά μετά την εσπευσμένη – και αυτοκαταστροφική – κίνηση του νέου καγκελάριου της Γερμανίας, ¨Ολαφ Σολτς, o οποίος, στο πλαίσιο των κυρώσεων προς τη Ρωσία, ανακοίνωσε και το πάγωμα της διαδικασίας πιστοποίησης του αγωγού Βόρειο Ρεύμα ΙΙ *(Nord Stream II). Πάγωμα δε σημαίνει μόνιμη μη λειτουργία του αγωγού, που περιμένει να λειτουργήσει από το Σεπτέμβριο, αλλά περαιτέρω καθυστέρηση. Ο Σολτς κάνει εν μέρει το χατήρι των αμερικάνων – ο ίδιος ο Μπάιντεν τον είχε προσβάλει απαντώντας αυτός αντί του Σολτς για το μέλλον του αγωγού και δείχνοντας ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται στις ΗΠΑ – αλλά δεν κάνει το χατήρι των Ουκρανών – κι άρα δεν υιοθετεί ακραίες θέσεις, όπως αυτή που ζήτησε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δηλαδή να κλείσει τον αγωγό για πάντα και «τελεσίδικα». Προχωρώντας στο πάγωμα του γραφειοκρατικού μέρους – διότι περί αυτού πρόκειται- και χωρίς να λαμβάνει κάποια «τελεσίδικη» απόφαση, πιθανώς θεωρεί ότι σώζει την δημόσια εικόνα του, που δέχθηκε πλήγμα από την απρέπεια Μπάιντεν ενώ παράλληλα δεν «κόβει» τον ενεργειακό ομφάλιο λώρο από τη Ρωσία.
Αν αυτό γίνεται χωρίς μη δημόσιες συνεννοήσεις μένει να δειχθεί. Αλλά θεωρώ ότι είναι ενδεικτική μάλλον τέτοιων συνεννοήσεων η αντίδραση ή μάλλον οι αντιδράσεις της Μόσχας. Από τη μία, ο ίδιος ο Πρόεδρος Πούτιν δήλωσε πως η Ρωσία δεν θα κλείσει τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου προς «τις παγκόσμιες αγορές», που περιλαμβάνουν και την Ευρώπη. Από την άλλη, σε άπταιστον γερμανική, ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, σχολιάζοντας την απόφαση και ανακοίνωση του γερμανού καγκελάριου Σολτζ, σχολίασε μέσω τουίτερ: «Λοιπόν, καλώς ορίσατε στο θαυμαστό νέο κόσμο στον οποίο οι Ευρωπαίοι σύντομα θα πληρώνουν δύο χιλιάδες ευρώ για χίλια κυβικά φυσικού αερίου».
Deutschlands Bundeskanzler Olaf Scholz hat den Stopp der Zertifizierung der Gaspipeline Nord Stream 2 angeordnet. Na ja. Herzlich willkommen in einer neuen Welt, wo die Europäer bald schon 2000 Euro pro Kubikmeter Gas zahlen werden!
— Dmitry Medvedev (@MedvedevRussiaE) February 22, 2022
Αντί επιλόγου αξίζει να θυμίσουμε την ανάλυση Τσόμσκυ, για την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη μέσα σε αυτό το κλίμα, και τους φόβους των ΗΠΑ:
«Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ κλιμακώνει τις εντάσεις. Ο Ιστορικός Ρίτσαρντ Σακουα, ειδικευμένος στην Ανατολική Ευρώπη έχει παρατηρήσει πως “η ύπαρξη του ΝΑΤΟ δικαιολογείται από την ανάγκη διαχείρισης των απειλών που προκλήθηκαν από τη διεύρυνση του”, ένα εύλογο συμπέρασμα … Οι ΗΠΑ μανιωδώς ρίχνουν λάδι στη φωτιά ενώ η ίδια η Ουκρανία τους ζητεί να κατεβάσουν τους τόνους … Γιατί οι ΗΠΑ επιμένουν τόσο στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς σε σημείο που να μεταχειρίζονται ως άμεση μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν οι ίδιοι οι Ουκρανοί ηγέτες δε βλέπουν τέτοιο κίνδυνο; κι από πότε η Ουκρανία αποτελεί φάρο δημοκρατίας;… Αν η Ουκρανική κρίση λυθεί ειρηνικά, θα μετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπόθεση, ρηγματώνοντας την μεταπολεμική Ατλαντιστική θεώρηση, που βάζει τις ΗΠΑ στην ηγεσία. Μπορεί ακόμη και να αποτελέσει προηγούμενο για κινήσεις προς μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή ανεξαρτησία, ίσως και μετακίνηση προς το όραμα του Γκορμπατσώφ. Με το κινεζικό Belt and Road να προχωρά από την Ανατολή, είναι πολύ μεγαλύτερα τα ζητήματα παγκόσμιας τάξης που εγείρονται».-
*Ο αγωγός, που θα καλύπτει άνω των 50% των γερμανικών αναγκών σε φυσικό αέριο, έχει ολοκληρωθεί από το Σεπτέμβριο του 2021 αλλά δεν έχει πιστοποιηθεί ώστε να ξεκινήσει να λειτουργεί. Αποτελεί κάρφο στο μάτι των ΗΠΑ, που δεν ήθελαν επουδενί την λειτουργία του, καθώς θεωρούν πως ενισχύει τη ρωσική επιρροή στην Ευρώπη. Τον Οκτώβριο, και πριν διαφανεί η επιρροή των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Σολτς, ειδικά στο θέμα του αγωγού, η τιμή του φυσικού αερίου ήταν στα 800 ευρώ τα χίλια κυβικά. Η μη λειτουργία του αγωγού σημαίνει ακρίβεια και ακόμη περισσότερη ακρίβεια στον τομέα της ενέργειας – είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την ανακοίνωση Πούτιν το πετρέλαιο άγγιξε υψηλό οκταετίας, πλησιάζοντας τα 100 δολάρια το βαρέλι.