Κάνοντας αναφορά στο εάν και πότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα επαναφέρει το waiver (σ.σ. την κατ' εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση -εξαιτίας της χαμηλής πιστοληπτικής τους ικανότητας- στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών), ο Στουρνάρας περιορίστηκε να δηλώσει ότι «η ΕΚΤ θα το επαναφέρει όταν υπάρξει συμφωνία ακολουθώντας τους κανόνες της».
Οι έμμεσες επιπτώσεις όμως, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες, τόνισε ο Γ. Στουρνάρας.
Όπως είπε ο Γ. Στουρνάρας, η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
Σε αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά, σημείωσε, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος μετά τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Eurogroup στις 24 Μαΐου.
Ο κεντρικός τραπεζίτης πρόσθεσε ότι το Eurogroup «θα πρέπει με τη σειρά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από το Νοέμβριο του 2012, και έχει επαναληφθεί δύο φορές από τότε, για την υλοποίηση των δράσεων που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες».
Σημείωσε μάλιστα ότι ήδη αυτό άρχισε να προεξοφλείται στις αγορές μέσω τις υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Αναφερόμενος στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ο κ. Στουρνάρας επισημανε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.