Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε το 1984 στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Λάτρης της λογοτεχνίας του φανταστικού αλλά και της black metal μουσικής, δημιούργησε τον Ιούνιο του 2014 τη σελίδα «Παγανιστικές Δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» στο Facebook, μια σελίδα που παρά το αποκλειστικά λογοτεχνικό της περιεχόμενο, αγαπήθηκε πολύ από τους χρήστες του εν λόγω μέσου κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Χρυσόστομος, γέννημα θρέμμα και ο ίδιος της θεσσαλικής επαρχίας, κατάφερε κάτι σπάνιο για την ελληνική λογοτεχνία. Γνώστης των λαογραφικών παραδόσεων και των ιστοριών του τόπου του, κατασκεύασε μια δική του, ολοκαίνουρια μυθολογία για τη Θεσσαλία, συνδυάζοντας τις σύγχρονες επιρροές από τη λογοτεχνία του φανταστικού με τις πιο σκοτεινές, αρχέγονα απόκοσμες και μεταφυσικές πτυχές της μυθικής αφήγησης. Μέσα από τις σύντομες ιστορίες του, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2017 από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μια ανθολογία που έχει τον ίδιο τίτλο με τη σελίδα του στο Facebook, ζωντανεύουν τα στοιχειά και τα φαντάσματα των πεδιάδων και των βουνών της θεσσαλικής επαρχίας, οι μάγισσες και οι φύλακες των δασών και των ποταμών, τα πλάσματα που αγρυπνούν τις νύχτες περιμένοντας τους χαμένους ταξιδιώτες για να τους μεταφέρουν σε παράλληλα σύμπαντα ή για να εκδικηθούν τους παραστρατημένους κατοίκους.

«Ο κόσμος μας είναι παράξενος και ανοίκειος, αλλόκοτος και απόκοσμος, μια προσομοίωση: ένα τοπίο που έχει ερημώσει από το ανθρώπινο», έγραφε ο βρετανός κοινωνιολόγος Μαρκ Φίσερ. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, όμως, γράφει για το ανθρώπινο που συνυφαίνεται και συνυπάρχει ουσιαστικά με το απόκοσμο και το αλλόκοτο, για τις ερημωμένες πραγματικότητες όπου το ένα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου. Με τους τρόπους που αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά και την ίδια την έννοια της παράδοσης, ενός παρελθόντος που κατασκευάζει δραστικά το παρόν. Οι αφηγηματικές υφές και τα παράδοξα ηχοχρώματα από τα οποία είναι φτιαγμένες οι «Παγανιστικές δοξασίες», αλλά και οι ιστορίες στο βιβλίο που ακολούθησε μετά, τις «Γυναίκες που επιστρέφουν» το οποίο είναι βασισμένο σε εννιά χαρακτικά έργα του σπουδαίου Φώτη Βάρθη, δημιουργούν μια απαράμιλλη ατμόσφαιρα εντός της οποίας οι μυθικές παραδόσεις διηθούνται σε καινοφανείς διηγήσεις, επαναμαγεύοντας το θεσσαλικό τοπίο. Επαναφέροντας κάποιες όψεις από τη γοητεία της ελληνικής υπαίθρου που χάθηκε μέσα στον αδέξια επιβεβλημένο «εκσυγχρονισμό» των τελευταίων δεκαετιών.

Με τον Χρυσόστομο είμαστε παλιοί γνώριμοι, από τις εποχές που συνυπήρχαμε ως αρθρογράφοι στο εξίσου «θρυλικό», πλέον, «Σκρα-Punk». Λόγω του ότι μένει μόνιμα στην Ολλανδία τα τελευταία χρόνια, η κουβέντα μας δεν έγινε δια ζώσης, αλλά διαδικτυακά. Και πάλι, όμως, ήταν σαν να συναντώ έναν παλιό φίλο, με τον οποίο τα κοινά μας ενδιαφέροντα και η αγάπη μας για τη λογοτεχνία του φανταστικού, για τη μουσική και τα παιχνίδια ρόλων μονοπώλησε αρκετά τη συζήτηση με αποτέλεσμα να ξεφύγει πολλές φορές από τα όρια μιας τυπικής συνέντευξης.

 

Μέσα στη βαθιά σκοτεινιά που έχει τυλίξει τον πραγματικό κόσμο μας τον τελευταίο καιρό, ας μεταφερθούμε για λίγο στον αλλόκοτο και ταυτόχρονα, τόσο οικεία παράξενο τόπο του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη:

Χρυσόστομε, πως προέκυψε η ενασχόληση με τη συγγραφή, και μάλιστα διηγημάτων φαντασίας;

Ξεκίνησα όπως όλοι, ως αναγνώστης, διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια που από τη λογοτεχνία του φανταστικού, ειδικά τα έργα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και Χ. Φ. Λάβκραφτ. Από ένα σημείο και μετά, όμως, ένιωθα ότι έπρεπε να γράψω πράγματα που δεν έβρισκα να διαβάσω. Η σελίδα στο Facebook με τις «Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία» ξεκίνησε το 2014 ώστε να εμπλουτίσω με λίγο μυστήριο τον τόπο που μεγάλωσα, την βαρετή και πεζή -έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν όταν έμενα εκεί- πόλη που λέγεται Καρδίτσα .

Η ελληνική επαρχία, όμως, προσφέρεται για τέτοιου είδους ιστορίες. Θέλω να πω, υπάρχει ένα λαογραφικό υπόβαθρο μυστηρίου και τρόμου στους τοπικούς θρύλους, σωστά;

Όταν μεγαλώνεις στην επαρχία, δεν αντιλαμβάνεσαι εξαρχής αυτό το υπόβαθρο. Ευτυχώς, με τα χρόνια κατάλαβα ότι μου είχαν μείνει οι διηγήσεις και τα παραμύθια του τόπου, από παππούδες και συγγενείς, οπότε όλα αυτά βγήκαν στην επιφάνεια όταν ξεκίνησα να γράφω τις «Παγανιστικές δοξασίες».

Κάθε φορά που διαβάζω τις «Παγανιστικές δοξασίες», αναρωτιέμαι αν κάποιες από αυτές βασίζονται σε ήδη υπάρχοντες τοπικούς θρύλους ή πρόκειται εξολοκλήρου για δικές σου εμπνεύσεις;

Την ίδια απορία έχουν πολλοί αναγνώστες, σε ποιες παλιές δοξασίες βασίζονται οι δικές μου. Υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε συγκεκριμένες τοπικές παραδόσεις, αλλά για την πλειονότητά των δοξασιών, εμπνέομαι κυρίως από το σκηνικό και το περιβάλλον της περιοχής, στο οποίο τοποθετώ πλάσματα και πλοκές που είναι κάπως επηρεασμένες από το φολκλόρ αλλά περισσότερο από τις δικές μου καταβολές. Δηλαδή, λογοτεχνία τρόμου, παιχνίδια υπολογιστών, από την ποπ κουλτούρα με την οποία μεγάλωσα. Και σίγουρα και από τις μυθολογίες που λατρεύω, όπως τη σκανδιναβική, την ελληνική κ.α.

Πως είναι να μεγαλώνει στην επαρχία ένα παιδί που έχει αυτές τις καταβολές και τις επιρροές, που είναι μέρος μιας κουλτούρας η οποία δεν είχε καμία σχέση με την κυρίαρχη που επικρατούσε, ειδικά στις εποχές του 1980 και του 1990;

Σίγουρα ένιωθα απομόνωση, καθώς στην Καρδίτσα εκείνης της εποχής δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός ατόμων που να ακούει metal μουσική, πόσο μάλλον να παίζει παιχνίδια ρόλων ή να διαβάζει βιβλία φαντασίας. Μόνη διέξοδος, όσο γραφικό και αν ακούγεται, ήταν ο τύπος εκείνης της εποχής, δηλαδή τα περιοδικά μουσικής, υπολογιστών, κόμικς. Τα χρόνια που ήμουν έφηβος στην Καρδίτσα, το διαδίκτυο ήταν ακόμα σε πρωτόλεια στάδια, όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό ελάχιστη σχέση είχε με το σημερινό. Οπότε για ένα παιδί με τα δικά μου ενδιαφέροντα, η Καρδίτσα, όπως φαντάζομαι και γενικά η επαρχία, ήταν πολύ περιοριστική και περίμενα τις σπουδές στο πανεπιστήμιο ώστε να βρω τις παρέες, τους φίλους και τα μέρη που θα μπορούσα να ταιριάξω. Όπως και έγινε, δηλαδή, όταν πήγα φοιτητής στην Αθήνα. Μια Αθήνα που βέβαια, πλέον, δεν αντέχω σχεδόν καθόλου και κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στην Καρδίτσα.

Συνήθως όποιος φεύγει από την επαρχία έχοντας βιώσει αυτούς τους περιορισμούς, σπάνια επιστρέφει πίσω σε αυτή με θετικά αισθήματα. Εσύ έκανες το αντίθετο, όχι μόνο επέστρεψες αλλά διαχειρίστηκες τη θεσσαλική επαρχία με δυναμικά δημιουργικό τρόπο. Πως συνέβη αυτό;

Στις αρχές ήταν έτσι, όταν πρωτοέφυγα από την Καρδίτσα προσπάθησα να την αφήσω πίσω μου. Αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια, κάτι άρχισε να αλλάζει μέσα μου, να με τραβάει πίσω σ’ αυτόν τον τόπο. Ίσως αυτό να οφείλεται σε μια γενικευμένη νοσταλγία για την παιδική ηλικία, ίσως όμως και σε μια απογοήτευση από όλα όσα εκφράζουν οι μεγάλες πόλεις, οι κατεξοχήν εκφάνσεις του δυτικού υπερ-καπιταλιστικού κόσμου. Εκεί μπλέκεται και η λαχτάρα για μια διαφορετική κοινωνία, για μια διαφορετική επαρχία, κάτι που ουσιαστικά προσπαθώ να εκφράσω και μέσα από τα γραπτά μου. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η επαρχία όπως ήταν τα προηγούμενα χρόνια, από το 1990 και πίσω, είχε πολλά κακώς κείμενα και χρειάζεται να έχεις μια κριτική ματιά όταν κοιτάς την παράδοση. Αυτά τα άσχημα προσπαθώ να τα φιλτράρω στις «Παγανιστικές δοξασίες», όπως και σε άλλα γραπτά, και σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντιστρέψω διάφορες νόρμες· για παράδειγμα ο γυναικείος ρόλος είναι πιο τονισμένος στα γραπτά μου από ότι ήταν στην πραγματικότητα.

Ποια ζητήματα διαχειρίζεσαι, κυρίως, στα γραπτά σου, δηλαδή από τι χαρακτηριστικά κατασκευάζονται οι ήρωές σου;

Στις «Παγανιστικές δοξασίες» το ανθρώπινο στοιχείο είναι περιορισμένο, η κάμερα έχει κάνει zoom out κι επικεντρώνεται στο τοπίο και στο αλλόκοτο. Στις «Γυναίκες που επιστρέφουν» εστίασα στον πόνο των γυναικών. Αυτή ήταν και η ουσία των κειμένων που μου πρότεινε να γράψω ο χαράκτης Φώτης Βάρθης, του οποίου τα έργα βασίστηκαν στον γυναικείο πόνο όπως αυτός εμφανίζεται σε εννιά παραλογές. Πρόκειται για τον πόνο που πηγάζει από τις απαιτήσεις της κοινωνίας από τις γυναίκες, από τους έμφυλους ρόλους και ανισότητες: πράγματα όπως η ταύτιση της γυναίκας με τη μητρότητα, η κακοποίηση, η έλλειψη ανεξαρτησίας, επίπονες καταστάσεις που είναι διάσπαρτες στα κείμενα.

Όντως και στα δύο σου βιβλία, και ειδικά στο δεύτερο βιβλίο σου που βασίζεται στα χαρακτικά του Φώτη Βάρθη, τις «Γυναίκες που επιστρέφουν», πρωταγωνιστεί το γυναικείο φύλο. Πως προέκυψε αυτή η αντιστροφή των πατριαρχικών λογοτεχνικών ρόλων;

Ως ένα βαθμό, ξεκίνησε ασυνείδητα, αλλά από εκεί και πέρα το έχω πάντα κατά νου. Έχουμε συνηθίσει στις ιστορίες φαντασίας και στις λαϊκές δοξασίες, ο κεντρικός ήρωας να είναι ένα αγόρι ή ένας νεαρός άνδρας, ένα παλικάρι όπως λένε. Από τη στιγμή όμως που γράφουμε εμείς και όχι η γενιά του 1900 ή του 1800, δεν βλέπω τον λόγο να μη βάλουμε τις δικές μας αντιλήψεις στο κείμενο. Δεν υπάρχει κάτι που να σε εμποδίσει να αντιστρέψεις τα ηρωικά αρχέτυπα, ειδικά στο πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού, της επιστημονικής φαντασίας, της λογοτεχνίας του τρόμου. Και αυτό ήταν πάντα και το χαρακτηριστικό που με τραβούσε και ως αναγνώστη σε αυτού του είδους της λογοτεχνία, το ότι δεν χρειάζεται να υπόκεισαι συνεχώς στον έλεγχο της πραγματικότητας. Μπορείς να φανταστείς ό,τι θέλεις, ακόμα και πράγματα που θεωρητικά είναι αδύνατα από κοινωνικής, πολιτικής μέχρι και επιστημονικής απόψεως. Δεν σε εμποδίζει κανένας. Γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία για να φανταστούμε έναν διαφορετικό και καλύτερο κόσμο;

Υπάρχουν αντιφάσεις, όμως, και στη λογοτεχνία του φανταστικού, καθώς υπήρξε ανδροκρατούμενη για πολλά χρόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις τόσο από γυναίκες συγγραφείς όσο και από γυναίκες ως κεντρικές ηρωίδες σε ιστορίες.

Πράγματι, ακόμα και γυναίκες έγραφαν για κεντρικούς ήρωες οι οποίοι ήταν άντρες, νέοι, γενναίοι, συνήθως λευκοί και ετεροφυλόφιλοι, ενώ πολλοί από τους συγγραφείς ήταν πολιτικά συντηρητικά άτομα. Κατά βάση, ο χώρος της λογοτεχνίας του φανταστικού άρχισε να αλλάζει τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, κυρίως με συγγραφείς όπως η Ούρσουλα Λε Γκεν ή ο Μάικλ Μούρκοκ, συγγραφείς που ένιωθαν τους πολιτικούς κραδασμούς εκείνης της εποχής.

 

Υπάρχει περισσότερη συμπεριληπτικότητα, όμως, στη σημερινή εποχή, έτσι;

Ναι, σίγουρα, έχουν αλλάξει κάποια πράγματα και σύγχρονα πολιτικά διακυβεύματα όσον αφορά τα δικαιώματα, το φύλο, τη σεξουαλικότητα κ.λπ. ενσωματώνονται στις ιστορίες του σήμερα, βλέπουμε πολύ μεγαλύτερη ποικιλία στους ήρωες των αφηγημάτων. Και χαίρομαι ειδικά όταν αυτό γίνεται αρμονικά σε σχέση με την εκάστοτε ιστορία και δεν καταλήγει σε έναν άγαρμπο ακτιβισμό.

Ποια είναι η άποψή σου όταν λογοτεχνικές ιστορίες μεταφέρονται στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση με πιο συμπεριληπτικό τρόπο, δηλαδή με lgbtq πρωταγωνιστές, με περισσότερους μαύρους ηθοποιούς στη θέση λευκών χαρακτήρων και πάει λέγοντας;

Όσον αφορά τη συμπερίληψη μόνο θετικά μπορώ να αποκριθώ, μιας και υπάρχουν τεράστιες πληθυσμιακές ομάδες που μέχρι πρόσφατα ήταν αόρατες στην αφηγηματική τέχνη. Οι αντιδράσεις είναι λυπηρές, ειδικά για φανταστικά έργα (μιας και είναι σχετικά πρόσφατο το παράδειγμα της Μικρής Γοργόνας). Αντίστοιχα, σε έργα όπως το «Sandman» του Νιλ Γκάιμαν, ένα κόμικ που υπήρξε αδιαμφισβήτητα πρωτοπόρο για την εποχή του, δεν βρίσκω λόγο να μην γίνουν τέτοιου είδους αλλαγές σε σύγχρονες μεταφορές. Το μόνο που με βρίσκει αντίθετο είναι οι επεμβάσεις σε παλιότερα κείμενα όπου έχουν γίνει απόπειρες εξωραϊσμού τους αλλάζοντας «άσχημες» λέξεις ή φράσεις. Πιστεύω πως το κάθε έργο αποτελεί γέννημα μιας συγκεκριμένης εποχής, με τα καλά και τα κακά του, και ειδικά όταν ο δημιουργός είναι νεκρός θα πρέπει να υπάρχει ένας σεβασμός στο έργο του. Είναι κουτοπόνηρο να προσπαθούμε να αποκρύψουμε στοιχεία από κλασικά βιβλία. Να κρύψουμε τι; Το ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας των προηγούμενων χρόνων, ήταν ρατσιστικές και ομοφοβικές; Χαίρω πολύ, ήταν! Καλύτερα να το γνωρίζουμε, αλλιώς κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Γιατί να μην ξέρουμε ότι ένας συγγραφέας ήταν ρατσιστής ή αντισημίτης; Ο Λάβκραφτ για παράδειγμα ήταν απίστευτα ρατσιστής, ένας κακός άνθρωπος, αλλά εκπληκτικός συγγραφέας.

Και για εκείνους τους συγγραφείς που υπάρχουν αιτήματα να σταματήσουν να εκδίδονται από τους εκδοτικούς οίκους;

Ο κάθε εκδοτικός οίκος ή δισκογραφική εταιρεία μπορεί να επιλέξει αν θα κυκλοφορήσει κάτι ή όχι. Από εκεί και πέρα νομίζω πως το κοινό είναι αρκετά ώριμο για να αποφασίσει αν θα στηρίξει οικονομικά κάποιον καλλιτέχνη ή όχι. Το να υπάρχει νομοθεσία που να λογοκρίνει συγκεκριμένα έργα ή να επιλέγει ποια θα εκδοθούν μου φαίνεται τρομακτικό.

Ίσως να πρέπει να πάρουμε και απόφαση ότι κάποιοι άνθρωποι θα ταχθούν με πιο «εχθρικές» πολιτικές αφηγήσεις;

Μα αυτό έχει φανεί και από τις εκλογές τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα, γενικά στην Ευρώπη. Υπάρχει ένα κύμα ανθρώπων που μετατίθενται πολιτικά προς τη δεξιά και την άκρα δεξιά, δεν είναι μικρή μειοψηφία ο κόσμος που έχει ενστερνιστεί συντηρητικές πολιτικές απόψεις.

Ως ένας συγγραφέας που εμπνέεται πολύ από το φολκλόρ και το παραδοσιακό στοιχείο, ποια είναι η θέση απέναντι στην παράδοση η οποία είναι, δυστυχώς, και εθνικιστικό και φασιστικό πολιτικό διακύβευμα;

Αν με ρώταγες πριν είκοσι χρόνια, θα απαντούσα πως η παράδοση είναι για τα σκουπίδια, μισούσα κάθε τι που σχετιζόταν με αυτή, πανηγύρια, χορούς και οτιδήποτε πήρα αναλλοίωτο από την οικογένειά μου, η οποία για κάθε παιδί αποτελεί και εξουσιαστικό θεσμό. Πλέον θεωρώ, όπως είπα προηγουμένως, ότι η παράδοση θέλει κριτική ματιά, έχει πολλά κακώς κείμενα, από τα έμφυλα ζητήματα, μέχρι τον ρατσισμό, τις εθνικιστικές κορώνες, την κακοποίηση ανθρώπων και ζώων· αλλά νομίζω πως αν η φιλτραριστεί δημιουργικά, έχει να δώσει μέχρι και ριζοσπαστικά στοιχεία. Υπάρχουν παραμύθια και μύθοι, με φεμινιστικό πρόσημο ή αμιγώς αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα. Όλα αυτά μπορούν να συντελέσουν σε μια σύγχρονη ριζοσπαστικοποίηση, να συμβάλλουν σε έναν λαϊκό αγώνα. Από την άλλη, είναι και πολιτικός ο λόγος, γιατί να αφήνουμε τη λαϊκή παράδοση στους φασίστες; Είναι ένας τρόπος να μιλήσεις με τον κόσμο, να έρθεις πιο κοντά στους ανθρώπους που ούτως ή άλλως, η παράδοση είναι κτήμα τους, γιατί να αφήσουμε το μονοπώλιο στους δεξιούς;

Ανέφερες και τις δισκογραφικές εταιρείες, και η μουσική έχει αντίστοιχα ζητήματα, δεν είναι λίγες οι φορές που η metal μουσική και ειδικά η black metal, έχει κατηγορηθεί για προώθηση της υπεροχής της λευκής φυλής, φασιστικές και νεό-ναζιστικές αντιλήψεις, έτσι δεν είναι;

Προφανώς και υπάρχουν τέτοια ζητήματα, από καταβολής του είδους. Ίσως η πιο εμβληματική περίπτωση είναι ο Βαργκ Βίκερνες των Burzum, τρομερός μουσικός αλλά δηλωμένος ναζί που δολοφόνησε τον Euronymous και ήθελε να βάλει βόμβα σε κατάληψη αναρχικών. Το black metal έχει μεγάλο θέμα με τους φασίστες, αλλά έχουν γίνει πρόσφατα κινήσεις προς την αντίθετη μεριά και αν μη τι άλλο είναι θετικό το ότι είναι πλέον πολύ πιο δύσκολο σε φασιστικά ή ναζιστικά συγκροτήματα να παίξουν ζωντανά.

Για να επιστρέψουμε πίσω στη συγγραφή και στα βιβλία, εσύ νιώθεις καθόλου ως ένας σύγχρονος παραμυθάς;

Οι παραμυθάδες έχουν έντονο και το προφορικό στοιχείο, κάτι που εγώ δεν το κατέχω καθόλου. Έπειτα ο «παραμυθάς» θαρρώ ότι νιώθει ως δίαυλος της γενικότερης παράδοσης του τόπου, κάτι που δεν νομίζω ότι ισχύει για μένα. Μπορώ να πω ότι γράφω φτιαχτούς μύθους για τον τόπο μου, μύθους που επικοινωνούν με την εποχή μας και προσπαθούν να επαναμαγεύσουν το τοπίο.

Έχεις κάποια ή κάποιες ιστορίες από αυτές που έχεις γράψει που να τις αγαπάς περισσότερο;

Από τις «Παγανιστικές Δοξασίες» θα έλεγα το «Μολόγα δάσκαλε», που αποτελεί και φόρο τιμής στον παππού μου, η «Παναγιά η Κουκουβάγια», το διήγημα με τίτλο «Αργιθέα». Από τις «Γυναίκες που επιστρέφουν», η αγαπημένη μου είναι «Οι γυναίκες που πετάν με αλκυόνες», επειδή είναι εκείνη που έχει και μια νότα αισιοδοξίας.

Θα μου πεις, επιτέλους, τι μυστικό είχε αυτός ο δάσκαλος;

Κανείς δεν ξέρει ακόμη, ούτε καν εγώ! Είναι πάντως στα σχέδια μου προσεχώς ένα βιβλίο που θα αποκαλύπτει το μυστικό αυτό.

 

Υπάρχει κάποιο εσκεμμένο «ηθικό δίδαγμα» στις ιστορίες σου, πέραν από εκείνα που ίσως αντιλαμβάνεται ο εκάστοτε αναγνώστης;

Όχι. Τουλάχιστον, συνειδητά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν θέλω να φέρουν τα γραπτά μου κάποιου είδους διδακτισμό. Όπως κι ο Τόλκιν, μισώ τη συνειδητή αλληγορία και ελπίζω ότι στα γραπτά μου δεν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο ηθικό δίδαγμα που να φαίνεται ότι θέλω να περάσω. Από εκεί και πέρα ο κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει διάφορα πράγματα, αυτό αποτελεί άλλωστε και τη μαγεία του βιβλίου, υπάρχουν όσα αντίτυπα όσα και αναγνώστες.

Και αυτό ίσως αποτελεί και μια διαφορά με τον κλασικό ρόλο του «παραμυθά» που λέγαμε προηγουμένως, ο οποίος τοποθετούσε και παιδαγωγικό χαρακτήρα στις ιστορίες του

Ο διδακτικός ρόλος ήταν βασικός στα παραδοσιακά παραμύθια, ειδικά από τη στιγμή που το κοινό τους άρχισαν να είναι κυρίως τα παιδιά, σίγουρα αποτελούσαν ένα μέσο διαπαιδαγώγησης και εμφύσησης ηθικών αξιών, φόβων και ιδεολογιών.

Οι πιο σύγχρονές ιστορίες φαντασίας, δεν είναι τόσο διδακτικές και φοβικές όπως ήταν τα παραμύθια, αλλά νομίζω πως προτρέπουν περισσότερο σε μια εξερεύνηση του κόσμου και του εαυτού μας. Ένα άνοιγμα, δηλαδή, σε νέους κόσμους, είτε πραγματικούς, είτε φανταστικούς, σωστά;

Σωστά, υπάρχει μεγαλύτερη τόλμη και είναι πλέον πλήθος οι συγγραφείς που θέλουν να δαμάσουν το άγνωστο, να χαρτογραφήσουν νέους κόσμους σε αυτό, κάτι θεμιτό και ίσως αναγκαίο, με μια μικρή όμως υποσημείωση: η τάση για εξερεύνηση και εξημέρωση του χάους χρειάζεται κριτική ματιά, γιατί δεν είναι δύσκολο να οδηγήσει σε περίεργες νοοτροπίες και λογικές – ας μην ξεχνάμε ότι οι ευρωπαϊκές εξερευνήσεις οδήγησαν στην αποικιοκρατία. Κι ενώ από τη μια, ζηλεύω πάρα πολύ τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που είχαν τόσο άδειο μέρος στο χάρτη να εξερευνήσουν, που ένιωθαν τη γοητεία του αγνώστου και του ανοιχτού ορίζοντα (κάτι που δυστυχώς πλέον δεν υφίσταται σε έναν πλανήτη εξολοκλήρου χαρτογραφημένο), από την άλλη σκέφτομαι ότι κανένα μέρος που ανακαλύπτει κανείς δεν είναι άδειο: υπάρχουν εκεί κάτοικοι, ανθρώπινοι και μη, και η αλληλεπίδραση με αυτούς μπορεί εμπεριέχει συνήθως άνισες σχέσεις εξουσίας – είδαμε τι κάναμε εμείς ως Ευρωπαίοι στις εκτάσεις του Νέου Κόσμου. Ακόμα και σήμερα υπάρχει μια διάχυτη τάση ανωτερότητας όσον αφορά τις σχέσεις του δυτικού κόσμου μ’ αυτές, ενώ παράλληλα συνεχίζουμε να έχουμε αυτό το καταπληκτικό επίπεδο ζωής ως Δύση το οποίο βασίζεται στην παραγωγική (και όχι μόνο) εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου. Δυστυχώς, η αποικιοκρατία δεν έχει εκλείψει, πόσο μάλλον οι νοοτροπίες που οδηγούν σε αυτή. Γι’ αυτό και θέλει προσοχή η λογοτεχνική αποτύπωση της εξερεύνησης νέων κόσμων.

Χρυσόστομε, ποιες είναι οι αγαπημένες σου ιστορίες γενικά, τα αγαπημένα σου βιβλία;

Πλήθος ιστοριών από την ελληνική και σλαβική μυθολογία, η «Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουόρντ» από τον Λάβκραφτ το πρώτο από τα «Βιβλία του Αίματος» του Κλάιβ Μπάρκερ, οι ιστορίες του «Έλρικ του Μελνιμπονέ» από τον Μάικλ Μούρκοκ, το «Sandman» του Γκάιμαν ενώ από πιο πρόσφατη, μετά το 2000, λογοτεχνία του φανταστικού, θα έλεγα το βιβλίο «Jonathan Strange and Mr. Norell» της Σουζάνα Κλαρκ (στα ελληνικά μεταφράστηκε ως «Οι δύο μάγοι και ο βασιλιάς των κορακιών» από τις εκδόσεις Διόπτρα). Και πολλά ακόμη. Στην κορυφή βέβαια παραμένει ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» του Τόλκιν, ο οποίος μπορεί να ήταν συντηρητικός και θιασώτης της βασιλείας (κάτι που φαίνεται στα κείμενά του) αλλά ας μην ξεχνάμε πως είχε πει ότι βλέπει με ζέση την αναρχία ενώ είχε μιλήσει (σε ένα δοκίμιο που λέγεται «Περί παραμυθιών») για τη ριζοσπαστική φύση του «escapism», της υποτιθέμενης δραπέτευσης από τον ρεαλισμό της υπαρκτής κοινωνίας. Αν δεν φανταστείς την καλύτερη κοινωνία, τότε πως θα δουλέψεις προς αυτή; Πως θα ξέρεις τι θέλεις να πετύχεις, τι επιδιώξεις έχεις; Ναι, να ρίξουμε τον καπιταλισμό αλλά μετά τι; Για αυτό χρειάζονται οράματα.

Υπάρχουν και συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού που είναι πιο πολιτικοί στα κείμενά τους, όπως ο βρετανός αριστερός Τσάινα Μιέβιλ

Τον γνωρίζω τον συγγραφέα αλλά δεν έχω διαβάσει ολόκληρο έργο του. Γενικά με απωθούν οι σαφείς πολιτικές αναφορές στα βιβλία φαντασίας, ειδικά όταν γίνεται με μορφή προπαγάνδας. Οτιδήποτε είναι εμφανώς διδακτικό ή ηθικοπλαστικό μου κλωτσάει.

Νιώθω ότι υπάρχει ένα χρονικό κενό από το τελευταίο σου βιβλίο, υπάρχει κάποιο καινούριο βιβλίο στα σκαριά που θα κυκλοφορήσει προσεχώς;

Όντως έχει περάσει καιρός από τότε που εκδόθηκαν οι «Γυναίκες που επιστρέφουν», αλλά μέσα στο 2024 πρόκειται να εκδοθούν δύο βιβλία. Από τις εκδόσεις Αντίποδες θα κυκλοφορήσει ακόμα μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «De Mysteriis», τα οποία είναι εμπνευσμένα από τον ομώνυμο δίσκο των Mayhem. Για τα συγκεκριμένα κείμενα έβαλα μια πρόκληση στον εαυτό μου: τι διήγημα μπορεί να επινοήσω διαβάζοντας τους στίχους του κάθε τραγουδιού. Πραγματεύεται θέματα όπως τεχνητές παραδόσεις, οι εμμονές που μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά, τη σύγκρουση του ατόμου με την κοινωνία, κάτι που άλλωστε αποτελεί και δομικό χαρακτηριστικό του ίδιου του black metal, μια ακραία τάση για ανεξαρτησία και μάχη απέναντι στην κοινωνία. Όπως είθισται το υπερφυσικό συνεχίζει να παίζει κεντρικό ρόλο.

Και από τις εκδόσεις Ίκαρος θα κυκλοφορήσει μια μικρή νουβέλα με πιθανό τίτλο «Το Κατέβασμα του Φεγγαριού», που διαδραματίζεται στη σύγχρονη Θεσσαλία μια ιστορία τρόμου που απευθύνεται και σε εφήβους και σε ενήλικες, με πολλά στοιχεία πρόσφατης αλλά και αρχαίας τοπικής παράδοσης.

Επίσης, μόλις τελείωσε η μετάφραση των «Παγανιστικών δοξασιών» στα αγγλικά από τον Κωνσταντίνο Μπλίντζιο, και είμαστε σε διαδικασία αναζήτησης εκδοτικών οίκων. Τέλος σύντομα θα κυκλοφορήσουν δύο βιβλία που μετέφρασα στα ελληνικά, η συλλογή διηγημάτων του Τόμας Λιγκότι «Τεάτρο Γκροτέσκο» από τις εκδόσεις Αντίποδες και μια ανθολογία διηγημάτων της Σίρλεϊ Τζάκσον από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Όταν λες για τεχνητές κουλτούρες και παραδόσεις, τι έχεις στο μυαλό σου;

Πολλές παραδόσεις μπορούν να ξεκινήσουν από ένα άτομο ή οργάνωση, και να διαδοθούν με μανδύα γνησιότητας και παλαιότητας. Υπάρχουν πολλές εκφάνσεις του φαινομένου αυτού, από τις προσπάθειες που έκανε το ελληνικό κράτος να δημιουργήσει μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας όσον αφορά τον ελληνισμό από την αρχαιότητα ως σήμερα, μέχρι και αυτό που έκανα στις Παγανιστικές Δοξασίες, όπου δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρα τα όρια ανάμεσα σε πραγματικό και τεχνητό. Θέλησα λοιπόν να ερευνήσω κάποια τέτοια παραδείγματα και το κατά πόσο η προσπάθεια δημιουργία ενός οράματος από μια ομάδα ατόμων μπορεί να λάβει δική της ζωή και να ξεφύγει από τα χέρια τους.

Γενικά, πάντως, φαίνεται πως υπάρχει μια νέα γενιά δημιουργών που κάνουν προσπάθειες να επαναδιαπραγματευτούν την παράδοση, τεχνητή η μη, όπως φαίνεται από έργα που εκδίδονται τα τελευταία χρόνια

Μα πρόκειται για ένα σχεδόν ανεξερεύνητο τοπίο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ειδικά σε είδη όπως ο τρόμος και η φαντασία. Μόνο το υλικό που έχει αφήσει ο Νικόλαος Πολίτης αρκεί να βγουν ολόκληρες βιβλιοθήκες με τέτοια θέματα (κάτι που έκαναν ως ένα βαθμό σε κείμενα τους ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), να δημιουργηθούν νέα έργα όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά στην ποίηση, στα κόμικς, στον κινηματογράφο. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε ένας σνομπισμός για τέτοια ζητήματα, αλλά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν και νέοι δημιουργοί ανακαλύπτουν και αλληλεπιδρούν με αυτό το παρθένο έδαφος. Πρόκειται για αναξιοποίητο υλικό που μπορούμε να το οργώσουμε και να κάνουμε με αυτό πολύ όμορφα πράγματα.

Και κάπου εδώ τελείωσε η επίσημη κουβέντα μας με τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλης, έναν νέο συγγραφέα που ξεκίνησε με τόλμη και γενναιότητα να κοιτάξει κατάματα την ελληνική παράδοση και να τη διηθήσει σε σύγχρονες, ριζοσπαστικές αναγνώσεις. Όπως ακριβώς θα έπρεπε, για εμένα τουλάχιστον, να συμβαίνει γενικώς με ό,τι αποκαλείται παράδοση.

Στους επικριτές της λογοτεχνίας του φανταστικού, κρατάω τα λόγια του Χρυσόστομου που μου έδωσαν και τον τίτλο της συνέντευξης μας. Αν δεν φανταστούμε έναν καλύτερο, έναν πιο δίκαιο κόσμο, πως ακριβώς θα δουλέψουμε προς αυτόν; Πως θα τον κατακτήσουμε; αναρωτιέται ο νέος συγγραφέας, σε πείσμα εκείνων που επιμένουν φαντάζονται πιο εύκολα το τέλος του κόσμου παρά του καπιταλισμού.

Σε μια εποχή που τα οράματα τείνουν να εξαφανιστούν τόσο από την πολιτική όσο και από την τέχνη μέσα στη δίνη του καπιταλιστικού ρεαλισμού, τα γραπτά του Χρυσόστομου, παρά τη δική τους απόκοσμη σκοτεινιά, είναι ένα μικρό φως μέσα στην πηχτή νύχτα, σαν ένα ζεστό καταφύγιο στην καρδιά ενός δάσους που περιμένει τους περιπλανώμενους διαβάτες-αναγνώστες για να ξαποστάσουν και να στοχαστούν.