του Δημήτρη Τσίρκα
Οι περισσότερες γυναίκες που ξέρω έχουν να διηγηθούν μία ή περισσότερες κακοποιητικές εμπειρίες που ξεκινούν από παρενόχληση και φτάνουν μέχρι τον βιασμό. Η πλειονότητα αυτών λαμβάνουν χώρα στο σημείο όπου η ιεραρχία (κοινωνική, οικογενειακή, επαγγελματική, ταξική) συναντά τους έμφυλους ρόλους και τα στερεότυπα.
Το πρόβλημα είναι ότι τέτοιες τοξικές πρακτικές, παρότι τυπικά καταδικαστέες ή και παράνομες συνεχίζουν ν’ αναπαράγονται γιατί σπάνια αντιμετωπίζονται. Τις περισσότερες φορές δεν καταγγέλλονται καν διότι το σύστημα είναι έτσι δομημένο ώστε να προστατεύει τους θύτες και να ενοχοποιεί τα θύματα.
Το δείχνει άλλωστε και η περίπτωση της Σ. Μπεκατώρου, ο άνθρωπος που κατήγγειλε ως βιαστή της είναι ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας, ισχυρός παράγοντας του χώρου για τρεις και πλέον δεκαετίες και στέλεχος του κυβερνητικού κόμματος. Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί στις επίσημες ανακοινώσεις τους, η Ομοσπονδία και ο πρόεδρος της ενοχλήθηκαν περισσότερο από την καταγγελία της αθλήτριας, παρά από το έγκλημα που κατήγγειλε.
Μέχρι και η (γυναίκα) ΓΓ της Ομοσπονδίας σε μια κατάπτυστη ανάρτησή της στοχοποίησε έμμεσα τη Μπεκατώρου, υποστηρίζοντας ότι αυτή στην ηλικία των 22 ετών ήταν ήδη απόφοιτη της Φιλοσοφικής, εργαζόμενη και έγκυος, υπονοώντας ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η Μπεκατώρου τα ήθελε και τα έπαθε γιατί οι επιλογές της δεν συμβάδιζαν με τους έμφυλους ρόλους τους οποίους εκείνη πρόθυμα υιοθέτησε.
Αυτή η κουλτούρα μπορεί να σπάσει μόνο από εξωτερική πίεση, με ό,τι δηλαδή βλέπουμε να γίνεται τώρα, όπου οι γυναίκες τολμούν και μιλούν ανοικτά για όσα υπέστησαν και οι θύτες αντιμετωπίζουν το φάσμα της κοινωνικής κατακραυγής και απαξίωσης.
Είναι όμως δικαιοσύνη η διαπόμπευση; Πράγματι, το δημόσιο ντρόπιασμα είναι ένα αμβλύ μέσο, που ενδημεί κυρίως σε προνεωτερικές κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν ανεπτυγμένοι και αυτόνομοι θεσμοί δικαιοσύνης με καθολικούς κανόνες και τυποποιημένες διαδικασίες. Εκεί οι κοινωνικές νόρμες επιβάλλονται (και) μέσα από τον δημόσιο εξευτελισμό όσων τις παραβαίνουν.
Ωστόσο, αυτοί οι περιβόητοι θεσμοί για τους οποίους επαίρονται οι κοινωνίες μας, απογοητεύουν συστηματικά τις γυναίκες. Η σεξιστική καταπίεση και τα εγκλήματα σε βάρος τους σπάνια φτάνουν στα δικαστήρια και τις λίγες φορές που φτάνουν, ακόμα πιο σπάνια καταδικάζονται.
Έτσι, οι γυναίκες μαθαίνουν να υπομένουν στωικά την αδικία και τη βία δίχως να έχουν πολλά περιθώρια αντίδρασης. Και όσο πιο χαμηλά βρίσκονται στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία, τόσο μεγαλύτερη η αδικία.
Η οργή όμως συσσωρεύεται και υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που οι καταπιεσμένες δεν αντέχουν άλλο και εξεγείρονται. Αλλά η εξέγερση είναι επίσης ένα αμβλύ μέσο, μια χαοτική και καρναβαλική αντίδραση που λίγο χώρο αφήνει για due process και due diligence, για αυστηρές δηλαδή και αποστασιοποιημένες, αποδεικτικές διαδικασίες.
Μια τέτοια εξέγερση είναι και το metoo, οι δεκάδες γυναίκες που μοιράζονται δημόσια τις τραυματικές εμπειρίες σεξιστικής καταπίεσης που έχουν βιώσει. Είναι μια κραυγή για δικαιοσύνη, αλλά και ένα αίτημα να σπάσει επιτέλους η κουλτούρα της βίας και της αδικίας.
Μπορούμε φυσικά να συζητάμε όσο θέλουμε για τα προβλήματα και τα όρια του metoo, ότι αφορά κυρίως γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης τάξης, που διαθέτουν υψηλό οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, αλλά προσπερνά ως επί το πλείστον τις γυναίκες των κατώτερων τάξεων. Ή ότι μπορεί μαζί με τα ξερά να κάψει και χλωρά, ανθρώπους δηλαδή που κατηγορήθηκαν άδικα.
Αλλά θα ήμασταν υποκριτές αν δεν εστιάζαμε στο βασικό – ότι αποτελεί μια αντίδραση στη συστηματική και βαθιά ριζωμένη αδικία που υφίστανται οι γυναίκες. Όποιος ενοχλείται περισσότερο από την αντίδραση, παρά από την αδικία, τότε μάλλον δεν τον πολυνοιάζει η αδικία. Το τεκμήριο της αθωότητας είναι πολύτιμο αλλά πρέπει να συνοδεύεται και από την αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, όχι να λειτουργεί ως άλλοθι για την απουσία της.
Οι κοινωνίες μας είναι κοινωνίες της ενοχής, οι κανόνες και οι νόρμες δηλαδή έχουν εσωτερικευτεί από τα άτομα τα οποία αυτοπειθαρχούν και αισθάνονται ενοχή όταν δεν τις ακολουθούν. Τα δικαστήρια συνεπικουρούν αυτή τη διαδικασία, τιμωρώντας όσους η ενοχή δεν απέτρεψε από το να παραβιάσουν τους κανόνες.
Αυτό ως γενική αρχή γιατί ορισμένες φορές δεν λειτουργεί έτσι, όπως για παράδειγμα στις έμφυλες σχέσεις. Εδώ αναπαράγεται μια κουλτούρα που άτυπα δικαιολογεί τη σεξιστική καταπίεση και βία σε βάρος των γυναικών οι οποίες δεν έχουν πουθενά να στραφούν για να βρουν το δίκιο τους. Το άμεσο περιβάλλον κάνει τα στραβά μάτια και η Δικαιοσύνη αδιαφορεί.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η δημοσιοποίηση και η διαπόμπευση είναι ίσως η μόνη διέξοδος. Αν οι θύτες δεν φοβούνται ούτε τη Δικαιοσύνη, ούτε τον έλεγχο και την αποδοκιμασία από τον περίγυρό τους, θα φοβηθούν τη δημόσια απαξίωση και τον συμβολικό τους θάνατο στην αγορά. Αν ο σεβασμός προς τις γυναίκες και τα δικαιώματά τους δεν μπορεί να γίνει ατομική επιταγή για τον καθένα, θα επιβληθεί μέσω του δημόσιου ντροπιάσματος. Μέχρι ν’ αλλάξουν οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές ώστε ο σεβασμός να γίνει ο κανόνας.
Όσο λοιπόν θα υπάρχουν εργοδότες που θεωρούν δικαίωμά τους να παρενοχλούν σεξουαλικά τις υφιστάμενές τους, γιατροί που δεν διστάζουν να βάλουν χέρι στις ασθενείς τους, καθηγητές που απαιτούν σεξ από τις φοιτήτριές τους για να περάσουν τα μαθήματα ή απλώς περαστικοί που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το φλερτ από τη σεξιστική καφρίλα και δεκάδες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς την παραμικρή συνέπεια, τόσο θα υπάρχει η ανάγκη αυτές οι συμπεριφορές (και οι φορείς τους) να γνωστοποιούνται και να αποδοκιμάζονται δημόσια. Αν δεν μας αρέσει η δεύτερη, ας φροντίσουμε να εξαλείψουμε τις πρώτες.