των Ζαμίλε Καμπά και Γρηγόρη Τσαρδανίδη, μελών του Πανελλαδικού Συμβουλίου της Αναμέτρησης

Υπάρχει τελικά εναλλακτική;

Τα θετικά αποτελέσματα κάποιων σχημάτων και συμμαχιών που εγγράφονται στον χώρο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις δημοτικές εκλογές (παρότι χάθηκαν σοβαρές εκπροσωπήσεις σε περιφερειακό επίπεδο),  οι νίκες του ΚΚΕ σε κάποιους δήμους καθώς και της κεντροαριστεράς στους κεντρικούς δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έδωσαν μία ανάσα σε μέρος όσων ασφυκτιούν με την πολιτική της ΝΔ και μία ελπίδα ότι η παρέμβαση μας μπορεί να φέρνει έστω και μερικές νίκες και αποτυπώσεις. Έγινε φανερό ότι μπορεί η Νέα Δημοκρατία να έχει συγκροτήσει γύρω της ένα ισχυρό κοινωνικό μπλοκ αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που κέρδισε εμφατικά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του καλοκαιριού. Ένας ακόμα λόγος είναι ότι οι αντίπαλες πολιτικές προτάσεις στις εκλογές αυτές ήταν εξαιρετικά αδύναμες. Έλειπε και εξακολουθεί να λείπει μία δυνατή εναλλακτική φωνή ικανή να εκπροσωπήσει τις ανάγκες των “από κάτω”. Η έλλειψη αυτή, σε συνδυασμό με την απώλεια εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του, την απογοήτευση από προηγούμενες πολιτικές εκπροσωπήσεις και την γενικότερη έλλειψη προοπτικής έχει οδηγήσει μεγάλο κομμάτι των καταπιεζόμενων τάξεων στην αποχή. Από την άλλη  το φοιτητικό κίνημα και άλλες σποραδικότερες αλλά μαζικές κινητοποιήσεις, όπως για το έγκλημα των Τεμπων, αποτελούν σημάδια κάποιας κοινωνικής κίνησης. Συμπερασματικά τίθεται το ερώτημα μήπως αντί να κλαίμε τη μοίρα μας και να επαναλαμβάνουμε πόσο κακός είναι ο Μητσοτάκης ή να φωνάζουμε “τι ψηφίσατε ρε” να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι δυνατό και προωθητικό σε κεντρικό επίπεδο, π.χ. στις επόμενες ευρωεκλογές;

Τι σημαίνει όμως δυνατό και προωθητικό για όσους και όσες από εμάς ενδιαφερόμαστε για την κοινωνική χειραφέτηση και εγγραφόμαστε σε αυτό που μπορούμε να προσδιορίσουμε ως ριζοσπαστική αριστερά; (Απαραίτητη δυστυχώς διασαφήνιση: όχι εκείνη που χρησιμοποιεί τον όρο ενώ ψηφίζει και εφαρμόζει Μνημόνια). Από την μεριά της Αναμέτρησης κατατέθηκε στις 9/12/2023 μια πρόταση για το πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο εκλογικό κατέβασμα, περιγράφοντας συγκεκριμένο περιεχόμενο και μεθοδολογία. Αυτή η πρόταση παρουσιάστηκε σε εκδηλώσεις και συζητήθηκε σε ανοιχτές συνελεύσεις. Ερχόμαστε τώρα με τα χρονικά περιθώρια δυστυχώς να είναι πλέον στενά να κάνουμε τις τελικές συζητήσεις για το πως θα μπορούσε να υπάρχει ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο της ριζοσπαστικής αριστεράς σε αυτές τις ευρωεκλογές. Ένα ψηφοδέλτιο που έχει όμως πολιτικό και κοινωνικό νόημα, που είναι δηλαδή χρήσιμο για τους “από κάτω”.

Θέλουμε υλικές νίκες στο εδώ και το τώρα

Ξεκινάμε λοιπόν από τον λόγο που θέλουμε να υπάρξει ένα τέτοιο ψηφοδέλτιο: θέλουμε να κερδίσουμε πράγματα για όλους και όλες μας. Δεν είναι στόχος μας να καταδείξουμε πόσο κακή είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε να πάνε όλα χάλια ώστε να κερδίσουμε εκλογικά και να γίνουμε εμείς κυβέρνηση. Στόχος μας είναι να είμαστε μια χρήσιμη, για τις εργαζόμενες και τους “από τα κάτω”, πολιτική αντιπολίτευση που προσπαθεί να κερδίσει υλικές νίκες εδώ και τώρα, διαμορφώνοντας παράλληλα μία προοπτική για συνολικότερη κοινωνική αλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι η πρόταση του εκλογικού κατεβάσματος δεν μπορεί να είναι ένα οιονεί κυβερνητικό πρόγραμμα αλλά μια θετική πλατφόρμα αγώνα που περιγράφει στόχους και μέσα πάλης μέσα από τα οποία αυτοί θα επιτευχθούν.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ας το δούμε με το παράδειγμα του πιεστικού στεγαστικού προβλήματος (πλειστηριασμοί, υψηλά ενοίκια). Κατά τη γνώμη μας δεν έχει νόημα το εκλογικό κατέβασμα στην δημόσια παρουσία του να προβάλλει ούτε πόσο κακή είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο θέμα αυτό, ούτε οικονομοτεχνικά σχέδια εναλλακτικής διαχείρισης. Αντίθετα πρέπει ο λόγος μας να συνδέεται με τη κοινωνική κίνηση και να θέτει άμεσους στόχους που σχετίζονται με αυτή. Έτσι είναι χρήσιμο να μιλήσουμε για πλαφόν στα ενοίκια, για όρια στο AirBnB, πάγωμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και ορισμό μέγιστης δόσης αποπληρωμής δανείου σε σχέση με το εισόδημα που θα επιτρέπει στον δανειολήπτη να ζει αξιοπρεπώς σε συνδυασμό με κούρεμα του. Αυτά τα αιτήματα πρέπει να ζητάμε να ικανοποιηθούν από την ίδια την κυβέρνηση και να υιοθετηθούν από το σύνολο του πολιτικού συστήματος εδώ και τώρα ως κοινωνική αναγκαιότητα. Δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως κατ’ αποκλειστικότητα προϊόντα της δικής μας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Έτσι λειτουργεί μια χρήσιμη πολιτική αντιπολίτευση.

Όμως αυτή η εκφορά λόγου δεν σημαίνει και πολλά χωρίς σύνδεση της με πολιτική δράση. Πρέπει να λέμε σαφώς ότι για να επιτευχθούν όλα αυτά απαιτείται οργάνωση των ενοικιαστών σε αντίστοιχους συλλόγους, συμμετοχή στο κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς με ενσώματη δράση έξω από τα σπίτια, νομικός αγώνας και αλληλοβοήθεια, ενδεχόμενα απεργία ενοικίου και σε όλα αυτά να προσπαθούμε να συμβάλλουμε στην πράξη. Αν δεν γίνουμε συστηματικά ενοχλητικές και ενοχλητικοί δεν θα κερδίσουμε τίποτα. Έτσι η εκλογική παρέμβαση δεν μένει σε κάποιες διαπιστώσεις αλλά συνδέει μαχητά αιτήματα με την ίδια την πολιτική δράση μακριά από λογικές σωτηρίας “από τα πάνω”. Αυτή η μεθοδολογία πρέπει να διέπει συνολικά ένα τέτοιο κατέβασμα σε όλα τα θέματα που θα πιάσει (εργατικά, ανισότητα, δημόσια αγαθά, κλιματική κατάρρευση, φεμινιστικά, αντιρατσιστικά, αντιπολεμικά) και να αντανακλάται στους υποψήφιους/ιες που προβάλλει, στις προτεραιότητες του πολιτικού του λόγου και στην δράση του.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αντίπαλός μας δεν είναι ούτε απλά ο ίδιος ο Μητσοτάκης ούτε κάποια ολιγομελής ολιγαρχία. Αντίπαλός μας είναι ένα αρκετά συμπαγές κοινωνικό, πολιτικό και ταξικό μπλοκ που συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον το 20% της ελληνικής κοινωνίας και που κερδίζει υλικά και συστηματικά από την κυβερνητική πολιτική. Ένα μπλοκ το οποίο περιλαμβάνει την άρχουσα τάξη της χώρας καθώς και σύμμαχα τμήματα των λοιπών κοινωνικών τάξεων, ενώ είναι σε πλήρη εναρμόνιση με τις επιδιώξεις του διεθνοποιημένου κεφαλαίου και των ισχυρών κρατών της γεωπολιτικής σφαίρας που βρισκόμαστε.

Και η ΕΕ;

Και έτσι φτάνουμε στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την θέση που πρέπει να έχει η εκλογική συνεργασία για αυτήν. Εδώ είναι σαφές ότι δεν είμαστε στο 2015 και δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική με τα συνθήματα της περιόδους εκείνης σαν να προσπαθούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να τρέξουμε ξανά το ίδιο σενάριο με άλλο τέλος. Αυτό το παράθυρο έκλεισε προς το παρόν και έτσι είναι λογικό η ρήξη με την ΕΕ να μην είναι η προμετωπίδα του εκλογικού κατεβάσματος που επιδιώκουμε. Είναι ανάγκη να βάλουμε μπροστά τις κοινωνικές αιχμές του σήμερα με βάση τη μεθοδολογία που περιγράφηκε παραπάνω.

Από την άλλη η απειλή του “αυτό που λέτε πάει ενάντια στην ΕΕ” παραμένει και θα ειπωθεί σίγουρα στην προεκλογική συζήτηση σε οποιοδήποτε ζήτημα (πχ πλαφόν στη τιμή του ρεύματος), ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτό δεν ισχύει καν με την στενή νομική έννοια. Το τελευταίο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί η υπενθύμιση της σύγκρουσης του 2015 ως απειλής δεν σχετίζεται με την ΕΕ συγκεκριμένα αλλά με τη γενικότερη απειλή της υποβάθμισης ενός κοινωνικού σχηματισμού που τολμάει να πάει κόντρα στις πολιτικές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Μια απειλή που βιώνουν όλες οι κοινωνίες στον πλανήτη (π.χ. Λατινική Αμερική) ακόμα κι αν δεν συμμετέχουν σε οργανισμούς όπως η ΕΕ. Απειλή που πραγματώνεται μέσα από επιθετικές κινήσεις τόσο στο χρηματοοικονομικό (φυγή κεφαλαίων, επίθεση σε νόμισμα, κλείσιμο τραπεζών) όσο και στο εμπορικό πεδίο (εμπάργκο).

Κατά συνέπεια, παρότι δεν πρέπει η ρήξη ως σύνθημα να αποτελεί προμετωπίδα του κατεβάσματος, πρέπει η ρήξη ως λογική να διέπει όλο το κατέβασμα ως απόληξη της προσπάθειας ικανοποίησης των αναγκών μας. Ξέρουμε δηλαδή ότι αυτή η χειραφετική προσπάθεια που θέλουμε να κάνουμε έχει ρίσκο, μας φέρνει σε σύγκρουση με πολύ μεγάλα μεγέθη και είμαστε διατεθειμένοι και διατεθειμένες να ζήσουμε με αυτό, γιατί μόνο αν κάνουμε αυτή τη παραδοχή μπορούμε να πατήσουμε σε έδαφος να παλέψουμε. Όταν δηλαδή σου πετάξουν στον ΣΚΑΙ ως απειλή ότι αυτό που λέτε (π.χ. για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων) πάει κόντρα στις πολιτικές της ΕΕ, η απάντηση πρέπει να είναι “προκειμένου να ικανοποιηθούν οι κοινωνικές ανάγκες είμαστε πλήρως διατεθειμένοι/ες και για την σύγκρουση και την ρήξη με την ΕΕ”. Αυτή η στάση παρότι προφανώς κοστίζει εκλογικά είναι η μόνη στάση που χτίζει ένα κοινωνικό μπλοκ έτοιμο να αγωνιστεί με αποφασιστικότητα για τη ζωή του, χωρίς ωραιοποίηση των δύσκολων συνθηκών και επιπτώσεων που έχει μία επιλογή σύγκρουσης με τους κυρίαρχους. Η αριστερά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πείσει ότι η προσπάθεια για κοινωνική χειραφέτηση, παρότι απαιτεί μια δύσκολη διαδικασία σύγκρουσης και ρήξης, είναι η μόνη που δίνει την προοπτική μιας καλύτερης ζωής και κοινωνίας.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο διατυπώσεις όπως “αγωνιζόμαστε για μια άλλη Ευρωπαϊκή Ένωση” είναι προβληματικές και δεν έχουν καμμία θέση σε ένα τέτοιο κατέβασμα, καθώς εγκλωβίζουν το κοινωνικό μπλοκ που θέλουμε να σχηματίσουμε στην ίδια λογική μη σύγκρουσης που οδήγησε στην αποτυχία του 2015. Και δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να συζητήσουμε πώς μια τέτοια ευρωκεντρική αντίληψη από μεριάς ριζοσπαστικής αριστεράς ακυρώνει στην πράξη μια άλλου τύπου απαραίτητη διεθνιστική συνεργασία προς την κοινωνική απελευθέρωση σε περιφερειακό (π.χ. Βαλκάνια, Τουρκία) και διεθνές επίπεδο (π.χ. το νέο κίνημα αδεσμεύτων).

Το “πώς” έχει σημασία

Το να λέμε σωστά πράγματα, παρότι προφανώς σημαντικό, δεν αρκεί. Σημασία έχει και πώς κάνουμε τα πράγματα. Και γι’ αυτό η εκλογική αυτή συνεργασία πρέπει να κάνει τουλάχιστον βήματα σε μια νέα κατεύθυνση, σε ένα νέο “εμείς” της αριστεράς που προσπαθεί για μια διαφορετική συλλογική δημοκρατική κουλτούρα και λειτουργία. Μπορούν να γίνουν όλα με τη μία; Όχι, αλλά πρέπει να κάνουμε βήματα και να προχωράμε, αλλιώς δεν θα φτάσουμε ποτέ. Αυτή η κατεύθυνση μπορεί να αποτυπωθεί στην πράξη μεταξύ άλλων στο όνομα και στην δημόσια εκπροσώπηση.

Χρειάζεται δηλαδή το εκλογικό κατέβασμα να έχει ένα νέο όνομα που να σηματοδοτεί κάτι καινούργιο και να δίνει χώρο στη δημιουργία ενός όλου που δεν θα είναι μόνο άθροισμα των επιμέρους, συσπειρώνοντας πολιτικές δυνάμεις και ανένταχτους/ες αγωνιστές/στριες. Αν κάποια δύναμη όπως το Μέρα25 θέλει να υπάρχει στον υπότιτλο του κατεβάσματος για λόγους εκλογικής χρησιμότητας, παρότι δεν εντάσσεται στην λογική που περιγράφεται, αποτελεί μια εφικτή σύνθεση. Όμως το κεντρικό όνομα, ο τίτλος του ψηφοδελτίου, πρέπει να είναι κάτι νέο, αλλιώς τίποτα από τα νέα πράγματα που θέλουμε να πούμε και να κάνουμε δεν θα σηματοδοτηθεί, αλλά αντίθετα θα γίνει το εκλογικό κατέβασμα καθολικά αντιληπτό ως μια πανομοιότυπη επανάληψη προηγούμενων, όχι τρομερά επιτυχημένων, προσπαθειών.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την δημόσια εκπροσώπηση σε εκδηλώσεις, ψηφοδέλτιο, social media και ΜΜΕ. Χρειάζεται ανανέωση της δημόσιας παρουσίας με υιοθέτηση μιας λογικής συλλογικότητας, ισοτιμίας, συμπερίληψης και εναλλαγής. Δεν χρειάζεται να αποκλειστεί κάποιος ή κάποια αλλά είναι απαραίτητο να μην μονοπωλείται η δημόσια εκφορά λόγου από συγκεκριμένα, ήδη προβεβλημένα, άτομα. Πόσο μάλλον αν υπάρχει δυσκολία αυτά τα άτομα να γίνουν αντιληπτά στο δημόσιο χώρο ως εκπρόσωποι ενός συλλογικού εγχειρήματος, αλλά αντίθετα τους ζητείται συνεχώς να εκφέρουν τις προσωπικές τους απόψεις και εμπειρίες. Η δημόσια παρουσία μας πρέπει επίσης να συντονιστεί με τις πολιτικές αιχμές που θέλουμε να φέρουμε στο προσκήνιο. Η προσπάθεια για παρουσία στη δημόσια εκπροσώπηση επισφαλώς εργαζομένων, ανέργων και συνδικαλιστών, ατόμων εκτός Αττικής, ανθρώπων των πλουραλιστικών κινημάτων (οικολογικό, αντιρατσιστικό, αντιφασιστικό, φεμινιστικό, φιλειρηνικό, για τα δημόσια αγαθά), αγωνιζόμενων μεταναστών, γυναικών, νέων, ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων είναι κομβική. Όχι ως “ευγενικό” συμπλήρωμα σε ένα ψηφοδέλτιο αλλά με κεντρική παρουσία στην δημόσια εκπροσώπηση του εγχειρήματος.

Μπορεί να γίνει;

Βεβαιότητες δεν υπάρχουν. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικές δυνάμεις και αγωνιστές/στριες να συγκλίνουν στα παραπάνω. Πρέπει φυσικά να το προσπαθήσουμε αλλά δεν είναι και κάτι εύκολο. Οι δυνάμεις της δεξιάς θέλουν να μείνει ο κόσμος ως έχει. Όταν όμως θες να αλλάξεις τον κόσμο, σημαίνει ότι πρέπει να τον πας κάπου, και αυτό το κάπου είναι λογικό να σηκώνει πολλή συζήτηση. Βέβαιος όμως είναι ο τρόπος που πρέπει αυτή η συζήτηση να διεξαχθεί. Χωρίς ταμπού και εκ των προτέρων αποκλεισμούς, ανοιχτά και θαρρετά, με διάθεση να συμφωνήσουμε, να συνθέσουμε αλλά και να διαφωνήσουμε με ειλικρίνεια και καλή διάθεση εκεί που πραγματικά διαφωνούμε. Μόνο με αυτό τρόπο θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε.

Έτσι, ανεξάρτητα πώς θα καταλήξει (ή δε θα καταλήξει) η προσπάθεια για ένα εκλογικό κατέβασμα όπως το περιγράφουμε παραπάνω, είναι καθήκον μας να αναζητήσουμε πώς θα συγκροτηθεί μία κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση που θα δώσει με ορμή τις μάχες του επόμενου διαστήματος. Πώς δηλαδή, θα δημιουργηθεί εκείνος ο χώρος που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους/ες δεν αντέχουν άλλο και θέλουν να κάνουμε μαζί ένα βήμα μπροστά.