Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον Αναστάσιο Πανταζή, τον Μάρκο Ευγενικό, τη Θωμά Μαρία και τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο (σσ: ο Δημήτρης Αγριογιάννης δεν ήταν παρών, και το δικαστήριο διέταξε τη βίαιη προσαγωγή του).
Σε απόσταση αναπνοής, τόση που η πρόεδρος Μαρία Λεπενιώτη θορυβήθηκε για τυχόν επεισόδιο, ο μάρτυρας πλησίασε το εδώλιο δείχνοντας με το δάχτυλο τους κατηγορουμένους.
Ο Δημήτρης Γκαβέλας, συνήγορος του Πανταζή, στήριξε την ένστασή του στο ότι δεν προηγήθηκε – από τον μάρτυρα – λεπτομερής περιγραφή των δραστών, προτού προβεί στην αναγνώριση.
«Όχι να ρωτάει ο κύριος εισαγγελέας Εφετών, “ποιον αναγνωρίζεις με το μούσι”, περίμενα προηγουμένως να ρωτήσει ποιος είναι ποιος», είπε επιτιθέμενος και στον αναπληρωτή εισαγγελέα Στέλιο Κωσταρέλλο.
Εκτίμησε, δε, ο συνήγορος ότι ο μάρτυρας είχε «έτοιμες» τις απαντήσεις. Τις ενστάσεις στήριξε με παρέμβασή του και ο συνήγορος του Ηλία Κασιδιάρη, Μιχάλης Παπαδέλλης, σημειώνοντας ότι ούτε στην προδικασία – κατά την αναγνώριση – δεν τηρήθηκαν τα απαιτούμενα.
Το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα, ενώ προηγουμένως και η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου πρότεινε να απορριφθούν, «οι κατηγορούμενοι είναι ήδη γνωστοί», είπε μεταξύ άλλων.
«Είχε αίματα παντού»
«Τα μάτια του έγιναν άσπρα, μόνο το λευκό φαινόταν, είχε αίματα παντού, στο κεφάλι, τα ρούχα … Τον είχαμε βάλει στο χωλ, κατάχαμα και περιμέναμε το ασθενοφόρο». Ο Μοχάμεντ Αμπού Χαμάντ περιέγραψε την κατάσταση του θύματος του ξυλοδαρμού, και συγκατοίκου του, Αμπουζίντ Εμπάρακ τα «πέντε – δέκα λεπτά» που τον τρομοκράτησαν, το βράδυ της επίθεσης. «Ήταν άσχημη μέρα» είπε σε μια αποστροφή του λόγου του.
Αναλυτικά, είπε τα εξής:
«Είμαι στην Ελλάδα από το 1997, έφθασα δυο μήνες αφού ήλθαν τα αδέλφια μου, Αχμέτ και Σάαντ. Ήμουν ψαράς στα καΐκια δύο χρόνια, δούλεψα σε ένα εργοστάσιο με πορτοκάλια, κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα, δούλευα στην Ιχθυόσκαλα από το 2000. Εχουμε μαγαζί στο Πέραμα, από το 2006» είπε δίνοντας το στίγμα του ο μάρτυρας.
«Ήταν τρεις το ξημέρωμα, κοιμόμασταν στο σπίτι ο Αχμέντ, ο Σαάντ, σε ένα δωμάτιο, εγώ και δύο ανίψια μου σε άλλο δωμάτιο. Άκουσα χτυπήματα, κουνιόταν το σπίτι σαν να γινόταν σεισμός… Ηταν χτυπήματα με ξύλα, στην πόρτα και τα παράθυρα. (…) Κατάλαβα ότι η Χρυσή Αυγή ήλθε να μας σκοτώσει».
Στο άκουσμα της τελευταίας πρότασης, μέλη του ακροατηρίου γέλασαν δυνατά, προκαλώντας την αντίδραση της προέδρου που απείλησε με αποβολή όποιου γελάει από την αίθουσα, ακόμη και του ακροατηρίου συνολικά. Λίγο αργότερα, η ίδια κάλεσε κάποιον που γέλασε κατά την αναγνώριση, να αποχωρήσει οικειοθελώς, όπερ και εγένετο.
«Είχα ακούσει ότι υπάρχει η Χρυσή Αυγή που χτυπάει ξένους στην Ομόνοια, στην Καλλιθέα» εξήγησε ο μάρτυς, και συνέχισε την περιγραφή: «Άνοιξα το παράθυρο μου και άρχισα να φωνάζω, είδα δέκα άτομα περίπου με μαύρες μπλούζες, με γράμματα μπροστά, μεγάλα γράμματα, “χρυσά”. Δεν διαβάζω ελληνικά».
Πρόεδρος: Όλοι φοράγανε τις μπλούζες αυτές;
Μάρτυς: Όλοι περίπου.
Πρόεδρος: Πώς ήταν αυτοί;
Μάρτυς: Όλοι νεαροί, περίπου 20-25 χρονών, ένας μόνο ήταν πιο μεγάλος, κι ένας λίγο παχουλός, τα μαλλιά του ανοιχτόχρωμα. Κοντά μαλλιά είχαν. Την πρώτη φορά φοβήθηκα, και έκλεισα γρήγορα το παράθυρο. Όταν βγήκε η γειτονιά, άρχισα να πετάω πράγματα από το παράθυρο, τότε σαν να είδα μια κοπέλα.
Πρόεδρος: Πήγατε στο δωμάτιο του αδερφού σας;
Μάρτυς: Όχι, έκλεισα το παράθυρο και έμεινα εκεί. Μετά είδα ότι το χωλ γέμισε με καπνό, δεν βγήκα, φοβήθηκα τη δύσπνοια. Είδαμε τον πυροσβεστήρα στο χωλ, τον πέταξαν μέσα στο σπίτι από το σπασμένο τζάμι της πόρτας.
(…)
Πρόεδρος: Πόση ώρα κράτησε αυτό μέσα στο σπίτι;
Μάρτυς: Πέντε – δέκα λεπτά.
Πρόεδρος: Τα αδέλφια σας, τι έκαναν;
Μάρτυς: Δεν έβλεπα, ήταν στο άλλο δωμάτιο, τους άκουγα να φωνάζουν να μην ανοίξουμε παράθυρα και πόρτες. Ήταν άσχημη μέρα.
Πρόεδρος: Αυτοί που ήταν έξω, τι λέγανε;
Μάρτυς: Φωνάζανε, αλλά δεν συγκράτησα κάτι, ήμουν σε κακή κατάσταση. Φώναζαν όλοι μαζί.