του Θάνου Καμήλαλη

Ο Πρωθυπουργός λοιπόν, ανακοίνωσε αυτό που αναμενόταν, από την προηγούμενη εβδομάδα κιόλας. Απαγόρευση της «άσκοπης» κυκλοφορίας, με εξαιρέσεις για εργασία, πρόσβαση σε φαρμακείο, σούπερ μάρκετ, τράπεζα, στήριξη μέλους ευπαθούς ομάδας, αλλά και μία βόλτα με κατοικία ή σωματική άσκηση (πάλι καλά). Μολονότι για πολλούς και πολλές δεν αλλάζει τίποτα, η ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένου εγγράφου και η συνεχής κρατική παρουσία στην όποια μετακίνηση σκοπό έχει να την αποθαρρύνει.

Δεν είναι απλό πράγμα αυτό που συμβαίνει. Μία μέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ο Πρωθυπουργός ανακοινώνει περιορισμούς σε ελευθερίες των πολιτών είναι μια μαύρη μέρα, ανεξαρτήτως των περιστάσεων. Δεν γίνεται αλλιώς. Άσχετα αν δεν μιλάμε για χούντα, για κράτος καταστολής κ.α. Αλλά η μέρα είναι μαύρη. Τι μπορείς να πεις όταν το σκέφτεσαι αυτό αλλά παράλληλα δεν μπορείς να κατακρίνεις την απόφαση; Γιατι δεν διαφωνώ, ακούω τους ειδικούς και τους επιστήμονες που βάζουν ψηλά την ανάγκη της κοινωνικής απομόνωσης για τον περιορισμό της επιδημίας. Από την άλλη πλευρά όμως, κινούμαστε στα τυφλά, σε μία κατάσταση πρωτόγνωρη, σε μια δυστοπία.

Οι επιπτώσεις ενός γενικευμένου lockdown, ενός εγκλεισμού, με λίγες εξαιρέσεις και συνεχή έλεγχο, υπό μόνιμο φόβο και ανασφάλεια με απασχολούν εδώ και μέρες. Είναι μια κατάσταση πρωτόγνωρη, οι οποία παρουσιάζεται ως κάτι αναγκαίο και σε ένα mainstream επίπεδο ως ένα απλό, αυστηρότατο μέτρο, αλλά δεν νομίζω ότι έχει εκτιμηθεί σχετικά με το κόστος και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Υπάρχει πολύς κόσμος που θα υποφέρει, ήδη υποφέρει. Οι μουσικές στα μπαλκόνια και τα βιντεάκια στο Instagram που μας λένε πόσο ωραία περνάει αυτός ο κόσμος στο σπίτι δεν δίνουν την πραγματική εικόνα. Υπάρχει άγχος, φόβος, ανασφάλεια, για τα πάντα. Το να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου ως πιθανό κρούσμα, σημαίνει ότι αντιμετωπίζεις και τους γύρω σου έτσι. Σημαίνει ότι φοβάσαι, η αναρωτιέσαι, για το αν μια κίνησή σου, ένα κάλεσμα για μια συνάντηση, μπορεί να πειράξει αγαπημένα σου πρόσωπα. Που σου λείπουν, όπως μπορεί να σου λείπει η δουλειά σου, το χόμπι σου, όλα. Ή, το αντίθετο, ο εγκλεισμός σε μια κακοποιητική σχέση, με βία κι αδυναμία να απομακρυνθείς από τον δυνάστη σου.

Παράλληλα, η οικονομική κρίση που έρχεται δεν κρύβεται πια. Ίσως να ερχόταν πριν, αλλά τώρα είναι εδώ. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας φοβούνται και για την αυριανή, αλλα και για τη μέρα μετά την πανδημία. Πόσοι δεν κοιμούνται καλά τα βράδια, βυθισμένοι στις σκέψεις τους; Πόσοι νιώθουν ότι κατευθείαν μπήκαν μέσα σε μία φυλακή και δεν ξέρουν καν πότε θα βγουν; Δεν είναι ανεπίκαιρη αυτή η κουβέντα, αυτό το ενδιαφέρον, συμβαίνει τώρα που «μιλάμε», αύριο, δίπλα μας. Τα κρούσματα δεν είναι μόνο μέσα στα νοσοκομεία.

Κάπου εδώ όμως, το θέμα της ατομικής ευθύνης τελειώνει, ξεφτίζει. Και της συλλογικής. Θα βγούμε τραυματισμένοι από όλο αυτό. Αλλά θα βγούμε. Κάνουμε μία ύψιστη θυσία, αποδεχόμαστε αναστολή δημοκρατικών ελευθεριών, χωρίς αντιδράσεις, γιατί καταλαβαίνουμε τις περιστάσεις και τον κίνδυνο. Το καταλάβαμε εδώ και μέρες. Τα χυδαία σας «ρεπορτάζ» με τα άδεια παγκάκια και τις πλατείες με λιγοστό κόσμο, που δήθεν «εξόργισαν το Μαξίμου», τα υψωμένα σας δάχτυλα, το «μαζί θα τους σκοτώσουμε» τελειώνει εδώ.

Αναλάβαμε λοιπόν την ευθύνη. Για να μην καταρρεύσει το ιδιαίτερα εύθραυστο δημόσιο σύστημα Υγείας, που καταστρέψατε με δέκα χρόνια λιτότητας και χρειάζεται οποιαδήποτε βοήθεια. Για τα νοσοκομεία μας, που έκλεινε και πανηγύριζε ο Γεωργιάδης το 2012-2014 και ήθελε να γκρεμίσει ο Παπαδημητρίου με τον Πορτοσάλτε. Για το δημόσιο συμφέρον της Υγείας, που σήμερα το αναγνώρισε, αλλά πριν ήθελε να ισοπεδώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πριν του κάτσει στη βάρδια ο κίνδυνος. Για τους γιατρούς μας και τους νοσηλευτές μας, που ψεκάζατε με χημικά όταν διαμαρτύρονταν, που δεν ακούγατε ποτέ και συνεχίζετε να μην ακούτε. Ζητούν εφόδια στη «μάχη», μέσα προστασίας, ΜΕΘ, 65 από αυτούς είναι ήδη κρούσματα. Δεν ακούσαμε τίποτα γι αυτά στο πρωθυπουργικό διάγγελμα. Βλέπουμε ελάχιστα γι αυτά στις ειδήσεις, κάπου χαμένα στα «ρεπορτάζ» για τον «ανεύθυνο λαό που δεν πειθαρχεί». Και δεν υπάρχει το επιχείρημα «γι αυτά να τα πούμε μετά». Μα τώρα είναι η κρίση και για ενίσχυση του ΕΣΥ δεν ακούμε, για επίταξη ιδιωτικών κλινικών δεν ακούμε, για περισσότερες προσλήψεις, στήριγμα στο ήδη ταλαιπωρημένο προσωπικό, δεν ακούμε. Tις μέρες που κυβέρνηση και ΜΜΕ προσπαθούν να πυροδοτήσουν τον κοινωνικό αυτοματισμό ως ασπίδα σε δυσμενές σενάριο, ο ΕΟΔΥ στέλνει επιστολή στα νοσοκομεία για το «τι μπορούν να κάνουν σε περιπτώσεις ελλείψεων σε μέσα προστασίας».

Και για να είμαστε σαφείς. Σε μεγάλο βαθμό, δεν επιβλήθηκε τίποτα, δεν μας «πειθάρχησε» κανένας μεγάλος «ηγέτης». Η εικόνα των δρόμων εδώ και μία εβδομάδα, η πραγματική εικόνα, το αποδεικνύει. Στο διάγγελμά του, ο Μητσοτάκης αναγνώρισε το ότι η «συντριπτική πλειοψηφία» των πολιτών τηρεί τα μέτρα. Αυτή η συντριπτική πλειοψηφία θα πρέπει να ζητάει απαντήσεις, ανταπόδοση, ανάληψη ευθυνών, άλλου τύπου μέτρα. Ενημερωθήκαμε για την κατάσταση, καταλάβαμε, ακούσαμε τα καλέσματα των ειδικών και σε μεγάλο βαθμό συμμορφωθήκαμε, σε σκληρά αλλά σωστά μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση, σωστά, αν και με κερκόπορτες, με ελάχιστα κρούσματα και κανέναν νεκρό. Γι αυτό, βάζουμε πλάτη. Για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, όπως το είπε συγκινημένος ο, σίγουρα μαχητής, Σωτήρης Τσιόδρας την Παρασκευή και τον επικαλέστηκε ο Πρωθυπουργός σήμερα. Τους παππούδες και γιαγιάδες που εξευτελίζατε, ως κηφήνες, ως βάρη για την οικονομία, κόβοντάς τους ξανά και ξανά τις συντάξεις τους, πρακτικά τις οικονομίες τους μιας ολόκληρης ζωής. Κι εκείνα για το «δημόσιο συμφέρον» έγιναν.

Βάζουμε πλάτη και δανείζουμε. Γιατί δανεικό είναι αυτό που συμβαίνει, πρέπει να γίνει και αυτό σαφές. Χωρίς καμία ανοχή σε έναν μοντέρνο «μαυραγοριτισμό», την εργαλειοποίηση μιας κρίσης ως ευκαιρία, είτε πολιτική, είτε κοινωνική, είτε πολιτειακή.

Eμείς μείναμε και θα συνεχίσουμε να μένουμε μέσα. Όχι βουβοί. Και θα πρέπει να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι, για όσο χρειαστεί, θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας και στους γύρω μας ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι «κανονικό», δεν είναι συνηθισμένο, δεν ήταν πάντα έτσι. Είναι αναγκαίο μεν, πρόσκαιρο δε, ένα παράλληλο σύμπαν από το οποίο θα αλλάξουμε άρδην, μόλις διασφαλιστεί η Υγεία. Το δεύτερο είναι να μην αφήσουμε κανέναν μόνο, καμία μόνη. Από τον γείτονά μας με κινητικά προβλήματα, τη γειτόνισσα που δέχεται καθημερινή βία, τον φίλο ή τη φίλη μας που περνάει δύσκολα και έχουμε μέρες να του μιλήσουμε. Το τρίτο είναι, όταν βγούμε έξω, γιατί θα βγούμε έξω, να μην ξαναπαλουκωθούμε μέσα μέχρι να γίνει σαφές ότι δεν θα είμαστε εμείς τα κρούσματα της συνεχούς κρίσης.