Στα πλαίσια ολοκλήρωσης της διαβούλευσης του νέου νόμου – πλαισίου για τα πανεπιστήμια, η κα Κεραμέως φιλοξενήθηκε και έδωσε συνέντευξη στο ραδιοφωνικό σταθμό του ΣΚΑΙ την 20/6/2022, στον δημοσιογράφο κο. Τσίμα. Παίρνοντας αφορμή από κάποια επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στη συνέντευξη σχετικά με το νομοσχέδιο, θέλω με μια σειρά δύο άρθρων να θίξω ορισμένα σημεία που αφορούν τη γενικότερη ρητορική περί της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της «ανάγκης» για αλλαγές σε αυτή.

άρθρο Ειδικού Συνεργάτη*

Στο πρώτο και τρέχον άρθρο, ασχολούμαι με το μοντέλο διοίκησης, το οποίο θεωρώ και σημαντικότερο, αφού όλες οι άλλες αλλαγές θα κληθούν να εφαρμοστούν κάτω από αυτό. Αναφέρεται λοιπόν στο σημείο [15:27] πως

«Οι παραδόσεις είναι σημαντικές σε συγκεκριμένους τομείς κι όταν βλέπουμε μια τάση προς όφελος της πανεπιστημιακής κοινότητας, θα ήταν μεγάλο λάθος να μην αγωνιστούμε παρά τις αντιδράσεις».

Η συζήτηση στο σημείο αυτό αφορούσε την «παράδοση» της εκλογής των προσώπων που στελεχώνουν τα διοικητικά όργανα με δημοκρατικό τρόπο από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας (που μπορεί να περιλαμβάνει μέλη ΔΕΠ, διδακτικό, διοικητικό προσωπικό αλλά και τους φοιτητές).

Ποιες είναι και πως προήλθαν οι ακαδημαϊκές «παραδόσεις»;

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην προέλευση αυτής της «παράδοσης» της εκλογής των πρυτανικών αρχών από την ακαδημαϊκή κοινότητα, και με υποψηφίους που προέρχονται αποκλειστικά από αυτή, για να κατανοήσουμε καλύτερα το λόγο για τον οποίον εκφράζονται οι αντιδράσεις. Τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη ακολουθούν την παράδοση του “collegium” από τις μεσαιωνικές ρίζες τους κάπου πίσω στο 14ο αιώνα: μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα δασκάλων και μελετητών, αναγνωρισμένη από τις αρχές (τότε, την πολιτική ή εκκλησιαστική εξουσία) που λειτουργεί χωρίς επιρροές από αυτές. Η παράδοση αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα, και από αυτή αντλούν τις ρίζες τους οι έννοιες της ακαδημαϊκής ελευθερίας (συνταγματικά κατοχυρωμένη στην Ελλάδα και αλλού), του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων (δηλαδή της ανάδειξης προσώπων στα διοικητικά του όργανα αποκλειστικά από τους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας), της αποκλειστικής ευθύνης του προγράμματος σπουδών από τους διδάσκοντες, αλλά και της κρίσης των επιστημονικών δημοσιεύσεων από ομότιμους (peer review). Οι παραδόσεις αυτές ισχυροποιήθηκαν τον 19ο αιώνα από τον Humboldt, αποτέλεσαν το μοντέλο των πανεπιστημίων σε όλη την Ευρώπη, και συνεχίζουν να αποτελούν τις αξίες που υπηρετούν και υπερασπίζονται οι ακαδημαϊκοί μέχρι και σήμερα. Πιο πρόσφατα, οι αξίες αυτές, που συμπεριλαμβάνουν ως αναπόσπαστο στοιχείο το αυτοδιοίκητο, ενσωματώθηκαν στις προτάσεις της UNESCO για τις αξίες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της ακαδημαϊκής ζωής (ακαδημαϊκή ελευθερία, ιδρυματική αυτονομία, κοινωνική ευθύνη, ισότιμη πρόσβαση, λογοδοσία). Η απαρέγκλιτη προσήλωση στις αξίες αυτές θεωρείται απαραίτητη για τη λειτουργία και την επίτευξη του σκοπού των Πανεπιστημίων ως θεσμό για το όφελος της κοινωνίας.

Θα πρέπει να διαφωνήσουμε λοιπόν με τον όρο «παραδόσεις», αφού η χρήση του όρου παραπέμπει στα έθιμα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και υποβιβάζει τις ακαδημαϊκές διαδικασίες σε απλά συνήθεια απογυμνωμένες από το νόημά τους, όπως έχουν απογυμνωθεί από νόημα το ψήσιμο του αρνιού το Πάσχα, τα δημοτικά τραγούδια, οι εθνικές ενδυμασίες, ο βακαλάος-σκορδαλιά την 25η Μαρτίου. Οι ακαδημαϊκές διαδικασίες δεν είναι παραδόσεις, αλλά ένα αξιακό σύστημα το οποίο έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης και τον οποίο ζούμε και επιβεβαιώνουμε μέσα από την καθημερινή πρακτική.

Αυτό το αξιακό σύστημα που αναφέραμε, είναι αυτό στο οποίο οφείλουμε την ανάδειξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, ως μέσο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που βιώνουμε συνεχώς από το μεσαίωνα και μέχρι σήμερα. Μπορούμε να πούμε πως αντιπροσωπεύει το DNA της ακαδημαϊκής κοινότητας, και αποτελεί το εξελικτικό μας πλεονέκτημα, αφού είναι ο τρόπος οργάνωσης που εν τέλει διαμορφώθηκε και επέτρεψε στο Πανεπιστήμιο να λειτουργήσει επιτυχημένα και διασφαλίζοντας την απαραίτητη, για την έρευνα και διδασκαλία, σταθερότητα, κάτω από ποικιλόμορφες συνθήκες και προκλήσεις (οικονομικές κρίσεις, παγκόσμιους πολέμους, δικτατορίες κ.α.).

Είναι ο τρόπος διοίκησης των πανεπιστημίων ως γίνεται σήμερα τέλειος; Φυσικά και όχι. Ποιο πλάσμα και ποιο νοητικό κατασκεύασμα του ανθρώπου εξελίχθηκε ως «τέλειο»; Η φύση και η ιστορία αδιαφορούν για την τελειότητα – ευνοούν μόνο για την ανθεκτικότητα σαν αποτέλεσμα της ικανότητας αυτοβελτίωσης. Ο διάσημος N.N. Taleb μάλιστα ορίζει την επιθυμητή ιδιότητα των συστημάτων ως αντι-ευθραυστότητα: την ικανότητα να ωφελούνται και να αναπτύσσονται όχι παρά, αλλά εξαιτίας της τυχαιότητας και των κρίσεων, απορροφώντας από αυτά μαθήματα και βελτιώνοντας τον εαυτό τους. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει και το ακαδημαϊκό αξιακό σύστημα – να βελτιώνει συνεχώς το Πανεπιστήμιο μέσα από την ελευθερία της κριτικής σκέψης, της έκφρασης, και της ανεξαρτησίας από εξωγενή συμφέροντα.

Πώς πλήττεται το ακαδημαϊκό – αξιακό σύστημα από το νέο νομοσχέδιο Κεραμέως

Αναφέρω ενδεικτικά μόνο δύο από τους τρόπους αυτούς, αφού είναι πολλοί μέσα στο νομοσχέδιο:

Αρχικά, έχουμε την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης των ατόμων που καταλαμβάνουν διοικητικές θέσεις (πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες), περιορίζοντας την έννοια του αυτοδιοίκητου και τοποθετώντας άτομα εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας σε θέσεις λήψης κρίσιμων αποφάσεων (εξωτερικά μέλη συμβουλίου, εκτελεστικός διευθυντής).

Στη συνέχεια, το αξιακό σύστημα πλήττεται με τη συνεκτίμηση βιομηχανικών πατεντών, ή τη συμμετοχή ως μέτοχο σε εταιρικά σχήματα spin-off σαν κριτήρια για την εκλογή καθηγητών. Οι μεν βιομηχανικές πατέντες καταργούν την αρχή της κρίσης από ομότιμους, αφού οι πατέντες δεν αξιολογούνται από καθηγητές ή ερευνητές, αλλά από απόφοιτους πανεπιστημίων με σαφώς κατώτερα προσόντα (π.χ. για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Κατοχύρωσης Πατεντών, EPO, απαιτείται μόνο να είναι κανείς κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος). Οι δε συμμετοχές σε εταιρικά σχήματα, δεν έχουν καμία σχέση με το επάγγελμα που συνδέει το collegium (αφού αφορούν εμπορικές / ιδιωτικές δραστηριότητες), πολλώ δε μάλλον όταν οι συμμετοχές αυτές ορίζεται πως μπορεί να είναι απλά ως μέτοχοι (ήτοι, έχουν συνεισφέρει κάποιο κεφάλαιο).

Συνεπώς αφαιρείται η δυνατότητα της ακαδημαϊκής κοινότητας να αποφασίζει με τα δικά της κριτήρια ποιους θα εκλέξει από τους κόλπους της για να την αντιπροσωπεύσει, αλλά και ποιους θα εντάξει στους κόλπους της, αφού και για τις δύο περιπτώσεις επιβάλλονται κριτήρια τα οποία είναι ξένα προς την κοινότητα και τους σκοπούς της.

Τι προτείνεται ως αντικατάσταση των «παραδόσεων» στο αυτοδιοίκητο;

Το υπουργείο φιλοδοξεί να διαγράψει το εξελικτικό πλεονέκτημα που έχει προκύψει από την καθιέρωση του αξιακού συστήματος των Πανεπιστημίων, και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο μοντέλο, κυρίως ως προς τη διοίκηση, το οποίο στην πραγματικότητα έχει δοκιμαστεί για πολύ λίγα συγκριτικά χρόνια στην ακαδημαϊκή ζωή, αφού ξεκίνησε να εφαρμόζεται στην Ευρώπη μόνο περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το μοντέλο αυτό δεν είναι άλλο, παρά αυτό που αντιμετωπίζει όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας με βάση κάποιο οικονομικό πλαίσιο. Θα το συναντήσουμε με πολλά ονόματα, όλα κάτω από την ιδεολογική ομπρέλα του «νεοφιλελευθερισμού»: New Public Management, Managerialism, Επιχειρηματικό (Entrepreneurial) Πανεπιστήμιο, κ.α.

Κάτω από αυτή την ομπρέλα, το Πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε Επιχείρηση που προσφέρει «εκπαιδευτικές και ερευνητικές υπηρεσίες», συχνά έναντι αντιτίμου, αντιμετωπίζοντας τους φοιτητές ως «καταναλωτές» των υπηρεσιών αυτών, το ίδιο αλλά και άλλα ιδρύματα σε ανταγωνιζόμενους «πάροχους» υπηρεσιών, τους καθηγητές από δημόσιους λειτουργούς σε «υπαλλήλους» που έχουν χρέος ως προς το καλό του ιδρύματος, όχι προς την κοινωνία. Φυσικά για την παρακολούθηση και το συντονισμό του Πανεπιστημίου – Επιχείρηση, απαιτείται η κατάλληλη γραφειοκρατική και διοικητική δομή που προφανώς πρέπει να έχει αυξημένες εξουσίες σε σχέση με τους υπαλλήλους, και σαφώς διογκωμένο μέγεθος για να μπορεί να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, καταλήγοντας να καταναλώνει υπέρμετρους πόρους σε σχέση με την αξία που τελικά παράγει.

Το προτεινόμενο πλαίσιο για την τριτοβάθμια δεν πρόκειται για «καινοτομία», όσο κι αν παρουσιάζεται ως τέτοια. Το μοντέλο διοίκησης εφαρμόζεται εδώ και 30 περίπου χρόνια σταδιακά σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, (καθώς παραδέχεται και η ίδια η υπουργός, στο σημείο της συνέντευξης [13:32]), αρχής γενόμενης από τη Μ. Βρετανία στη δεκαετία του 1990 και από τη δεκαετία του 2000 και έπειτα, σταδιακά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Στην ίδια μας τη χώρα, επιχειρήθηκε η επιβολή μιας παραλλαγής του μοντέλου με το γνωστό νόμο Διαμαντοπούλου (4009/2011). Ο ΟΟΣΑ σε έκθεσή του για την Ελλάδα και την εκπαίδευση, προτάσσει λεπτομερώς όλα όσα βλέπουμε σήμερα με το τρέχον νομοσχέδιο ή άλλα που πέρασαν πρόσφατα (ασφάλεια στα campus, αλλαγή μοντέλου διοίκησης, χρηματοδότηση βάσει μετρικών και επιδόσεων – ΕΘΑΑΕ, μείωση εισακτέων, συγχωνεύσεις τμημάτων, μείωση της εξάρτησης από την κρατική χρηματοδότηση) ήδη από το 2011 και αυτός.

Μένοντας στη διοίκηση, το μοντέλο αυτό του Πανεπιστημίου – Επιχείρηση προϋποθέτει την αντικατάσταση των εκλεγμένων διοικήσεων με διορισμένες διοικήσεις και διοικητικές ιεραρχίες. Εφόσον το πανεπιστήμιο πλέον είναι οικονομική οντότητα, πρέπει να μπορεί είτε να αυξάνει τα εισοδήματά του, είτε να περικόπτει τις δαπάνες του, για να προσαρμόζεται στο περιβάλλον λειτουργίας του, και να μπορεί να ανταγωνίζεται άλλες οικονομικές οντότητες. Οι δημοκρατικές διαδικασίες κατά την εκλογή και τη λήψη αποφάσεων θεωρούνται «βαρίδι» καθώς απαιτούν χρόνο, συζήτηση και συναίνεση για να ληφθούν τέτοιας φύσεως αποφάσεις. Απαιτείται μια διοίκηση που φυσικά δε θα λογοδοτεί στους «υπαλλήλους», ικανοποιεί συμφέροντα και απαιτήσεις τρίτων που επιθυμούν «υπηρεσίες» από το πανεπιστήμιο, και είναι ικανή για τη λήψη ταχέων και δύσκολων αποφάσεων.

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προωθείται συνήθως με εύηχες λέξεις όπως «μεταρρύθμιση», «καινοτομία», «αναβάθμιση», «εκσυγχρονισμός», «αριστεία», «βελτίωση» κ.α. Η χρήση αυτών των λέξεων δεν είναι τυχαία. Με την χρήση τους, υπονοείται για τους αντιτιθέμενους ότι δεν επιθυμούν την αναβάθμιση, είναι κατά της καινοτομίας, ενάντια στον εκσυγχρονισμό, δηλαδή οπισθοδρομικοί άνθρωποι με αμφισβητήσιμη ευφυία (ποιος λογικός άνθρωπος είναι ενάντια σε όλα αυτά τα καλά;). Και σαν να μη φτάνει αυτό, δεν ελλείπουν και οι περιπτώσεις που η απαξίωση δεν περιορίζεται σε όσα υπονοούνται, αλλά γίνεται και πιο σαφής, για παράδειγμα χαρακτηρίζονται οι αντιτιθέμενοι ως έχοντες «αγκυλώσεις», «ιδεοληψίες», «φοβικά σύνδρομα», τα οποία και θα πρέπει να ξεπεράσουν. Η οικειοποίηση των λέξεων, δηλαδή η απογύμνωσή τους από κάθε ιστορικό πλαίσιο και ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας τους λειτουργεί για τον νεοφιλελευθερισμό ως στρατηγικό όπλο. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται τόσο για να υποσκάπτεται το κύρος όσων διαφωνούν, όσο και για να υποκρύπτεται και να μπορεί να «περάσει» το μοντέλο με τη λιγότερη δυνατή αντίσταση, εμφανίζοντας παραπλανητικά ως κοινή λογική, αυτό που οι πολίτες πολλών χωρών γνωρίζουν ήδη πολύ καλά, ως καταστροφικό παράδειγμα για την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών.

Ποιοι δε θέλουν τη Δημοκρατία στα Πανεπιστήμια;

Όπως έχουμε διαπιστώσει και στη γενικότερη λειτουργία της δημοκρατίας μας, είναι πράγματι δύσκολο με τον δημοκρατικό τρόπο διοίκησης να λαμβάνονται δυσάρεστες αποφάσεις όπως η απόλυση προσωπικού, η μείωση κονδυλίων, η επιβολή ή αύξηση διδάκτρων και τελών. Οι δημοκρατικές διαδικασίες απαιτούν συζήτηση και ανάλυση, άρα και έκθεση των ευθυνών για την ανάγκη λήψης τέτοιων αποφάσεων, που συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αποτυχιών της διοίκησης και σπανιότερα λόγω απρόβλεπτων ή ραγδαία μεταβαλλόμενων συνθηκών. Η δημοκρατία επίσης συνήθως δε συμβαδίζει με το να λαμβάνονται αποφάσεις γρήγορα, εν κρυπτώ, ή και χωρίς φόβο για αντιδράσεις ή επιπτώσεις στο πρόσωπο που τις έλαβε («ακαταδίωκτο», να μια λέξη που μάθαμε πρόσφατα).

Στη χώρα μας έχουμε διαπιστώσει τα αποτελέσματα μιας στροφής προς τη μείωση της δημοκρατίας – νομοθετήσεις εξπρές, τροπολογίες νυκτός, κατεπείγοντα, υπερεξουσίες, γιγάντια νομοσχέδια που δε διαβάζονται, θέσπιση ιδιαίτερων ασυλιών σε διάφορες επιτροπές και μη-πολιτικά πρόσωπα κα νομικές οντότητες. Κάτι αντίστοιχο κρίνεται πλέον και ως επιθυμητό για τις διοικήσεις των πανεπιστημίων – όπως τα προηγούμενα χρησιμοποιήθηκαν για την νομοθέτηση αποφάσεων με αμφιλεγόμενο όφελος της κοινωνίας, έτσι και στο πανεπιστήμιο, πρέπει να μπορούν να ληφθούν αποφάσεις με αμφιλεγόμενο όφελος προς την ακαδημαϊκή κοινότητα (είπαμε, πια είναι υπάλληλοι), και το σημαντικότερο, με ατιμωρησία.

Μπορούμε να φανταστούμε εύκολα, πως είναι πιο δύσκολο να ληφθεί από μια δημοκρατικά εκλεγμένη διοίκηση μια απόφαση για την αποδοχή χορηγίας, συνεργασίας σε βιομηχανικό διδακτορικό, ή παραχώρησης χώρου και υπηρεσιών σε μία εταιρεία με αμφιλεγόμενη δράση στη χώρα μας (π.χ. που έχει χρηματίσει πολιτικούς, ή καταστρέφει το περιβάλλον, ή καταπατά το εργατικό δίκαιο). Επίσης μπορούμε να φανταστούμε εύκολα πως είναι πιο δύσκολο μια τέτοια διοίκηση να αποφασίσει να κατανείμει άνισα διαθέσιμους πόρους ανάμεσα στις ακαδημαϊκές μονάδες, αγνοώντας το βασικό δικαίωμα όλων να έχουν τουλάχιστον κάποιο μερίδιο ώστε να μπορούν να επιτελέσουν τις βασικές τους λειτουργίες. Όπως και το να διαγράφονται φοιτητές, να συνάπτονται συμβάσεις και συμφωνίες με ιδιώτες (βλ. ΣΔΙΤ) με ετεροβαρείς όρους, κ.ο.κ.

Αυτά γίνονται παραδεκτά και από όσους συνομολογούν υπέρ του νέου μοντέλου διοίκησης και απαντάται έτσι εύκολα και το ερώτημα «ποιοι είναι αυτοί που δε θέλουν τη δημοκρατία στα πανεπιστήμια»: Μα είναι απλό! Όσοι θέλουν να μπορούν εύκολα να παίρνουν άβολες (για τους άλλους) αποφάσεις.

Είναι επιτυχημένο το μοντέλο διοίκησης με συμβούλια;

Θα ήταν όμως τόσο κακό ένα τέτοιο νέο μοντέλο; Στο κάτω κάτω, γιατί να μη δοκιμαστεί μια αλλαγή; Και οι ξένοι έχουν αυτό το μοντέλο, δε λέει κανείς τα πανεπιστήμιά τους κακά.

Αρχικά να πούμε ότι στον ακαδημαϊκό κόσμο, οποιοσδήποτε προτείνει κάτι νέο, φέρει ακέραιο και το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του. Με δεδομένα, τεκμήρια, ορθό λόγο, επιχειρήματα. Στην περίπτωση του νομοσχεδίου, και ειδικά για το νέο τρόπο διοίκησης, είναι εντυπωσιακό ότι δεν έχει παρατεθεί ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο στο δημόσιο λόγο που να καταδεικνύει πρώτον ότι υπάρχει πράγματι ανάγκη αλλαγής, και δεύτερον ότι ο προτεινόμενος τρόπος είναι ο καλύτερος μεταξύ εναλλακτικών που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, και σε σχέση πάντοτε και με το ισχύον σύστημα. Παρατέθηκαν πολλές όμορφες λέξεις διαστρέφοντας τον ορθό λόγο (τις είδαμε ανωτέρω και θα πούμε κι άλλα σε άλλο άρθρο). Παρατέθηκε το γεγονός ότι εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες (και το παιχνίδι της «μπλε φάλαινας» παίζεται σε πολλές χώρες και σκοτώνονται παιδιά, είναι αυτό επιχείρημα να το βάλουμε στα σχολεία;). Αναφέρθηκε ότι είναι η «τάση προς την οποία πηγαίνει όλη η Ευρώπη». Προτάχθηκε το άγχος να μη μείνουμε πίσω. Ωστόσο, επιχείρημα με δεδομένα και στοιχεία δεν έχει παρατεθεί κανένα.

Τι πράγματι γνωρίζουμε για το προτεινόμενο μοντέλο και τα «οφέλη» που βλέπει η Υπουργός για την πανεπιστημιακή κοινότητα; Πρωτού ξεκινήσουμε, να επαναλάβουμε πως ήδη γνωρίζουμε ότι το προηγούμενο μοντέλο κατάφερε να δουλέψει καλά, μέσα από την εξέλιξή του για εκατοντάδες χρόνια, διατηρώντας τη σταθερότητα που χρειάζεται η έρευνα και η διδασκαλία, ώστε να μπορεί όχι απλά να προσαρμόζει τα πανεπιστήμια στις συνθήκες ενός ραγδαία εξελισσόμενου κόσμου, αλλά να διαμορφώνει ανεπηρέαστα τις εξελίξεις που χρειάζονται για την πρόοδο.

Γνωρίζουμε επίσης ότι το μοντέλο του New Public Management και του νεοφιλελευθερισμού γενικότερα έχει καταλήξει σε καταστροφικές αποτυχίες σε άλλα πεδία (π.χ. την ενέργεια, το νερό, την υγεία, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες). Ζούμε τα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής καταστροφής του 2008 και την απειλή για το κλίμα και την επιβίωσή μας σαν είδος ως αποτέλεσμα των ιδεολογιών της ανεξέλεγκτης και ελεύθερης αγοράς. Σε εθνικό επίπεδο, γνωρίζουμε πολύ καλά ποια είναι η αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών που δουλεύουν κάτω από αυστηρές ιεραρχίες, διορισμένες διοικήσεις (π.χ. στα νοσοκομεία), εκεί που ο υπάλληλος δεν ενδιαφέρεται γιατί δεν έχει καμία συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Στον αντίποδα, το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, τεκμηριωμένα συνεχίζει να προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες ανάλογα και με τη χρηματοδότηση που λαμβάνει. Οι απόφοιτοί μας είναι περιζήτητοι σε όλες τις χώρες του εξωτερικού, το brain drain υπάρχει γιατί το σύστημά μας καλλιεργεί brains που έχουν όλα τα προσόντα για να φύγουν στο εξωτερικό και να πετύχουν.

Μα πιο συγκεκριμένα για τα πανεπιστήμια, τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν τα όποια οφέλη ενός μανατζεριαλιστικού τρόπου διοίκησης, ελλείπουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη διεθνή βιβλιογραφία δύσκολα εντοπίζονται συγκριτικές μελέτες για την βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης ή της έρευνας ως αποτελέσματα των νέων μοντέλων διοίκησης ή λειτουργίας. Πως άλλωστε θα γινόταν αυτό, αφού τα αποτελέσματα είναι συνάρτηση πληθώρας παραγόντων (π.χ. χρηματοδότηση, κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες) αλλά και το μοντέλο διοίκησης είναι ένα μόνο σκέλος στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοφιλελευθεροποίησης του πανεπιστημίου (π.χ. αντιμετώπιση των φοιτητών ως καταναλωτές εκπαιδευτικών υπηρεσιών, προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών σε μετρικές και εξωγενείς παράγοντες, λειτουργία των τμημάτων ως ανταγωνιστικές οικονομικές μονάδες, μετάβαση εξουσιών σε τρίτους κ.α.).

Αντίθετα, υπάρχει πληθώρα μελετών που με ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας κάτω από το οποίο εντάσσεται η μανατζεροποίηση των πανεπιστημίων στην Ευρώπη, με έμφαση στην ποσοτική καταγραφή δεικτών απόδοσης, την ανταλλαγή του μόνιμου προσωπικού με συμβασιουχους και την πίεση για εξεύρεση χρηματοδότησης πέρα από την κρατική, έχει σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα. Οι ακαδημαϊκοί εγκαταλείπουν τα πανεπιστήμια με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Όσοι παραμένουν βιώνουν σημαντική απώλεια στην ευχαρίστηση της εργασίας τους. Οι φοιτητές βυθίζονται στο χρέος και το άγχος της σύντομης αποφοίτησης, ενώ οι μεταπτυχιακοί φοιτητές βιώνουν προβλήματα ψυχικής υγείας που σχετίζονται με την εργασία τους όλο και συχνότερα. Παράγονται απόφοιτοι που χρειάζονται συνεχή επανεκπαίδευση γιατί τα αντικείμενα σπουδών προσανατολίζονται σε ότι πρόσκαιρα φαίνεται να προσφέρει προοπτικές απασχόλησης ή είναι δημοφιλές, συνεπώς δεν εμβαθύνουν και προσφέρουν αποσπασματική και κατακερματισμένη γνώση.

Θα πρέπει να ακούσουμε τους επιστήμονες του εξωτερικού που δηλώνουν αντίθετοι με το νέο μοντέλο διοίκησης;

Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι φωνές για επιστροφή στο προηγούμενο μοντέλο λειτουργίας πληθαίνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι 869 επιστήμονες από περισσότερες από 50 χώρες υπέγραψαν την επιστολή ενάντια στο νομοσχέδιο, έχοντας ζήσει τις προτεινόμενες αλλαγές στη χώρα τους και γνωρίζοντας τις επιδράσεις τους. Μια γρήγορη αναζήτηση με τους όρους «Neoliberal University» στην ειδική μηχανή αναζήτησης επιστημονικής βιβλιογραφίας https://scholar.google.com, αναδεικνύει εκαντοντάδες, για να μην πούμε χιλιάδες, επιστημονικά άρθρα που έχουν συγγραφεί την τελευταία δεκαετία και που καταγράφουν τις διαβρωτικές επιπτώσεις του μοντέλου αυτού. Η κουλτούρα του bullying, της σεξουαλικής παρενόχλησης, των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων, της βίας, της εργασιακής ανασφάλειας, της τιμωρίας, της ανελευθερίας, είναι άμεσα παράγωγα αυτού του μοντέλου που επηρεάζουν τις ζωές των ακαδημαϊκών και των φοιτητών, καθώς το μόνο που μετράει πλέον είναι η επίτευξη των μετρικών και των στόχων που θέτουν οι διοικήσεις.

Θα πεί κανείς, μα γιατί να πάρουμε στα σοβαρά τις ανησυχίες κάποιων ξένων επιστημόνων που κανένα ενδιαφέρον ή σχέση δεν έχουν για την ακαδημαϊκή ζωή στην Ελλάδα. Η ερώτηση είναι αφελής – ήδη το κάνουμε. Όπως είπαμε, το νομοσχέδιο δεν βασίζεται σε πρωτότυπες ιδέες της Υπουργού (ή έστω του επιτελείου της). Αποτελεί απλή αντιγραφή των πρακτικών που έχουν ήδη προωθηθεί σε άλλες χώρες, από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ. Είναι ο ίδιος οργανισμός που με την «εργαλειοθήκη Χατζηδάκη» είχε δείξει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τη χώρα μας, που προέβαινε σε λεπτομερείς συστάσεις, μέχρι και για το πως πρέπει να πωλείται και να σηματοδοτείται το ψωμί στους φούρνους και τα πρατήρια. Αν ενδιαφέρεται πραγματικά ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, τότε γιατί δε νομιμοποιούνται να ενδιαφέρονται πραγματικά και άλλοι;

Μετά από 30 χρόνια συστηματικής προσπάθειας εφαρμογής των μοντέλων του Πανεπιστημίου – Επιχείρηση, ενάντια στις αντιρρήσεις από τις διεθνείς ακαδημαϊκές κοινότητες που λοιδωρήθηκαν ως αναξιόπιστες, παρακάμφθηκαν ή και εκβιάστηκαν να τα αποδεχθούν, καθώς και εν μέσω αυξανόμενων αντιδράσεων απέναντι στις συσσωρευόμενες αποτυχίες των νέων συστημάτων, μόνο κάποιος που απέχει και βρίσκεται πάρα πολύ μακριά από την ακαδημαϊκή ζωή, και ιδιαίτερα αυτή όπως διαμορφώνεται στο εξωτερικό, μπορεί να θεωρεί ότι βλέπει ξεκάθαρα οφέλη. Κι αν τα βλέπει, πρέπει όχι μόνο να τα απαριθμήσει, αλλά να τεκμηριώσει την άποψή του απέναντι στο βάρος των συνεχώς συσσωρευόμενων αποδείξεων για το αντίθετο.

Συνεχίζει να αποτελεί «τάση» εν έτει 2022 η υιοθέτηση του μοντέλου του Πανεπιστημίου- Επιχείρηση, του new public management, της νεοφιλελεύθερης λειτουργίας με όρους της αγοράς (πείτε το όπως θέλετε, και οι τρεις οροι είναι συνώνυμοι); Όλα τα στοιχεία πλέον καταδεικνύουν ότι η τάση αντιστρέφεται, καθώς ο κόσμος της διανόησης ζητά στροφή προς μια τελείως αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που δοκιμάζεται στην Ευρώπη και δείχνει ότι έχει πολύ καταστροφικά αποτελέσματα.
Συμπέρασμα

Παρέθεσα αρκετά, και ελπίζω πειστικά, επιχειρήματα που στηρίζονται από τεκμήρια, για να καταδείξω τη λανθασμένη βάση πάνω στην οποία εδράστηκε η Υπουργός για την τοποθέτησή της περί «παραδόσεων», «τάσεων» και ανάγκης να «αγωνιστούμε παρά τις αντιδράσεις» επειδή υπάρχουν «οφέλη για την πανεπιστημιακή κοινότητα».

Όσα έγραψα θα ήθελα πραγματικά να πιστέψω ότι τα γνωρίζει και η ίδια η Υπουργός, ως αρμόδια για το σχετικό χαρτοφυλάκιο. Όμως αν τα ξέρει, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι παραπλανά το ακροατήριό της.

  • Παραπλανά αναφερόμενη σε «παραδόσεις», υποβαθμίζοντας τη σημασία του αξιακού συστήματος των πανεπιστημίων.
  • Παραπλανά λέγοντας ότι υπάρχουν «οφέλη για την πανεπιστημιακή κοινότητα», καθώς είδαμε ότι μάλλον το αντίθετο προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία.
  • Παραπλανά λέγοντας ότι υπάρχει μια «τάση» προς την κατεύθυνση της αντικατάστασης των δημοκρατικά εκλεγμένων εκπροσώπων, αφού η τάση πέρασε, και τώρα είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση πια.

Υπό το βάρος τόσων αποδείξεων, γιατί θα ήταν μεγάλο λάθος για την Υπουργό να μη συνεχίσει τον αγώνα προς την κατεύθυνση της αλλαγής του τρόπου διοίκησης;

Το νομοσχέδιο εμφανίζεται υποσχόμενο πως ανοίγει νέους ορίζοντες, όμως στην πραγματικότητα, αντιγράφει ορίζοντες που θεωρήθηκαν κάποτε ελπιδοφόροι, αλλά αποδείχθηκαν αδιέξοδοι. Μέχρι ώρας, σχεδόν 2000 Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, η πλειοψηφία των Συγκλήτων, Σύλλογοι Μελών ΔΕΠ και άλλοι φορείς, ενυπόγραφα λένε πως με την εμπειρία τους, με βάση τα όσα έχουν καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία, με όλη τη διαθέσιμη επιστημονική γνώση που έχει μελετηθεί, η αλλαγή του μοντέλου διοίκησης δεν εμπεριέχει κανένα όφελος για την Πανεπιστημιακή Κοινότητα. Η Υπουργός λέει πως θα έχει, χωρίς βεβαίως να έχει προσκομίσει κάποια απόδειξη για αυτό.

Η κατάσταση θυμίζει λίγο το ανέκδοτο με αυτόν που οδηγούσε ανάποδα στην εθνική οδό και όταν άκουσε στο ραδιόφωνο πως κάποιος οδηγεί ανάποδα, αναφώνησε «μόνο ένας είναι; Χιλιάδες είναι!».

Σε επόμενο άρθρο, θα σχολιάσω όσα αναφέρονται:

Περί συναίνεσης της ακαδημαϊκής κοινότητας με την πλειοψηφία των διατάξεων

Περί «απαίτησης» της κοινωνίας για αλλαγές στην τριτοβάθμια και της στήριξης του αφηγήματος αυτού με μεθοδευμένες δημοσκοπήσεις.

 

*Ο Συγγραφέας

Είναι μέλος ΔΕΠ σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ελλάδας, στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή επί θητεία, έχοντας πάνω από 100 επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια. Έχει διατελέσει μέλος ΔΕΠ και ερευνητής σε πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας από το 2005. Επιλέγει να μην αποκαλύψει τα πραγματικά του στοιχεία, καθώς οι προβλέψεις του νέου νομοσχεδίου σχετικά με την κατάργηση της μονιμοποίησης και την εξέλιξη τον αφήνουν σε ευάλωτη θέση, απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει πολλάκις ότι δε διστάζει να κινηθεί εκδικητικά εναντίον όσων αμφισβητούν το αφήγημά της.