Του Μανόλη Ντουντουνάκη
Στη σχετική συζήτηση στο Τόκυο ήμασταν απόντες, ενώ στην αντίστοιχη συζήτηση στην Ευρώπη, όπου πάρθηκαν οι αποφάσεις, ήμασταν απλά ακροατές χωρίς δικαίωμα λόγου. Δηλαδή, Γερμανία και ΔΝΤ εξέφρασαν τις δυο διαφορετικές απόψεις στο στρατόπεδο των δανειστών, χωρίς καμία παρέμβαση από τον αρμόδιο έλληνα υπουργό, κ. Τσακαλωτο. Αυτή δυστυχώς είναι η «εθνικά υπερήφανη» πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Ανάλογα συμβαίνουν τόσο με τις σχέσεις μας με τους δανειστές μας και εταίρους μας, όσο και με χώρες όπως τα Βαλκάνια που κάποτε βρίσκονταν κάτω από την οικονομική επιρροή της Ελλάδας. Βλέπουμε, δυστυχώς ότι η οικονομική κυριαρχία της Ελλάδας στις βαλκανικές χώρες, αποτελεί πια παρελθόν. Επίσης έχουμε φανερή οπισθοδρόμηση στην οικονομική μας διείσδυση στη Τουρκία, ενώ και στον ενεργειακό τομέα, ακολουθούμε πιστά τις εντολές των Γερμανών και των Αμερικανών. Στο εσωτερικό της χώρας η συνεχής μείωση της κατανάλωσης και της βιομηχανικής παράγωγης έχει πάρει δραματικές διαστάσεις και δεν αφήνει πια αλώβητο κανένα. Μικρομεσαίοι, αγρότες, ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά και άλλοτε κραταιές επιχειρήσεις «στενάζουν» και απειλούνται από εξαφάνιση.
Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, ήρθαν να προστεθούν, κυριολεκτικά ως ταφόπλακα, τα πρόσφατα, δυσμενή, αντιαναπτυξιακά, μέτρα της κυβέρνησης σε εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Η Ελλάδα έγινε πια, αφιλόξενη χώρα εργασίας και επένδυσης σε κάθε τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας. Παραδείγματος χάριν, στον ευάλωτο και εθνικά αναγκαίο πρωτογενή τομέα, που έχει εγκαταλειφτεί στη τύχη του και στα χέρια των μεσαζόντων, καθιερώθηκαν εξοντωτικές ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις. Αλλά και στους υπόλοιπους τομείς τα περιθώρια αξιοποίησης επενδυτικών ευκαιριών στέρεψαν και μόνο αν δημιουργηθούν συνθήκες επενδυτικού «Ελντοράντο» υπάρχει περιθώριο επένδυσης από ντόπιους ή ξένους επενδυτές. Μεγάλες, δηλαδή, επενδύσεις στην Ελλάδα με τη μικρή εσωτερική αγορά, τη περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των κάτοικων της, θα είναι της μορφής της «αξιοποίησης» του Ελληνικού, της «επένδυσης» στις Σκουριές, του ξεπουλήματος δημοσίων αγαθών όπως το νερό, της «παραχώρησης» των επαρχιακών αεροδρομίων, της ίδρυσης μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων σε περιοχές προστατευόμενες κλπ. Θα έπρεπε να έχει γίνει κατανοητό σε όλους ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, στο παρελθόν, ξένες επενδύσεις ουσιαστικά δεν έγιναν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και η θέση της χώρας στις λίστες ανταγωνιστικότητας σταθερά υποβαθμίζεται, χρόνια τώρα. Παρά τους αναπτυξιακούς νομούς, τα κεφάλαια του ΕΣΠΑ, και του πακέτου Γιουνκερ οι απλοί πολίτες αυτής της χώρας δεν έχουν να περιμένουν τίποτα που θα βελτιώσει τη ζωή τους. Τα παιδιά μας θα δουλέψουν με μισθούς πείνας και οι σημερινοί εργαζόμενοι, θα πάρουμε στα βαθιά μας γεράματα φιλοδώρημα αντί για σύνταξη. Για όλα αυτά ο «αριστερός» πρωθυπουργός μας, τι έχει να πει;
Η κατρακύλα της χώρας μπορεί να έγινε σε λίγα χρόνια, όμως η ανασύνταξη της θα πάρει παρά πολλά χρόνια. Η χώρα δεν πρέπει να γίνει «φέουδο» ξένων και ντόπιων κεφαλαιούχων, όπως επιδιώκει η άρχουσα τάξη στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Πρέπει να ξεκινήσει στηριζόμενη, κύρια, στις δικές της δυνάμεις, με κύριο μοχλό, πέρα από τις δημόσιες επενδύσεις, το μεγαλύτερο της κεφάλαιο, τη μορφωμένη νεολαία της. Έχει γίνει πια κατανοητό στη νεολαία μας ότι θέσεις εργασίας δεν υπάρχουν ούτε στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Οι Έλληνες πρέπει να ξαναβρούν το επιχειρηματικό δαιμόνιο της φυλής και οι νέοι επιστήμονες, κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών, πρέπει να γίνουν οι νέοι επιχειρηματίες. Οι νέοι μας, σήμερα, έχουν να επιλέξουν είτε τη μετανάστευση είτε τη δημιουργία από τους ίδιους καινοτόμων επιχειρήσεων στην Ελλάδα που θα βασίζονται στην αξιοποίηση γνώσεων, ιδεών και πρωτοβουλιών που αποκόμισαν κατά τις σπουδές τους . Πρέπει να διδαχτούμε από τις εμπειρίες των προηγούμενων γενιών της χώρας που βίωσαν την μετανάστευση. Μονόδρομος είναι, πια, η παραμονή των νέων στην Ελλάδα, παρά τις αντιξοότητες και ο αγώνας για μια καλύτερη ζωή για όλους μας.
*Μανόλης Ντουντουνάκης, Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό / Υπ. Διδάκτορας Πολ. Κρήτης