του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Η οδός Μεσολογγίου έχει μετατραπεί, αυτές τις μέρες, σε χώρο, όπου ο αγώνας για τη διατήρηση της μνήμης συναντά την πάλη απέναντι στην υποβάθμιση της της περιοχής των Εξαρχείων και την παράδοσή της στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Η «Πρωτοβουλία αναρχικών ενάντια στις κρατικές δολοφονίες» έχει ξεκινήσει την αναστήλωση του μνημείου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οργανώνοντας παράλληλα μια βδομάδα εκδηλώσεων. Την πρωτοβουλία, στην οποία συμμετέχουν φίλοι και σύντροφοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, συνδράμει μια κολλεκτίβα ηχοληπτών για την υποστήριξη των εκδηλώσεων και ένας συνεταιρισμός οικοδόμων για τις εργασίες που γίνονται στο σημείο. Παράλληλα με την αναστήλωση του μνημείου, έχουν στηθεί σκαλωσιές για τη δημιουργία ενός μεγάλου γκράφιτι, που απεικονίζει τον δολογονημένο Αλέξανδρο.

Μέλος της πρωτοβουλίας μας εξηγεί πως: «Η επιλογή της αναστήλωσης του μνημείου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου αποτελεί μια επιλογή υπεράσπισης της ιστορικής μνήμης και ταυτόχρονα μια προσπάθεια να διαμορφωθεί μια πολιτική κουλτούρα που αναγνωρίζει ότι αγώνας χωρίς μνήμη είναι αγώνας χωρίς προοπτική. Όπως έχουμε ξαναπεί : “Τα μνημεία των δικών μας νεκρών, είναι τα δικά μας σύμβολα που κωδικοποιούν ιστορικές περιόδους αμετανόητου αγώνα, επαναστατικές θυσίες, ανθρώπινες ελπίδες, απογοητεύσεις και οράματα. Νίκες και ήττες ενός κόσμου που μπαίνει κάτω από την σημαία του αγώνα για να κερδίσει πίσω την ζωή του. Η φροντίδα τους, η προστασία τους, η ανάδειξη τους είναι πολιτικό καθήκον περιφρούρησης της ιστορίας μας. Είναι όμως και κάτι πολύ παραπάνω, η διεκδίκηση εδαφικής – υλικής ύπαρξης τους είναι πόλεμος υπέρ της μνήμης και της ταυτότητας μας. Πόλεμος κατά της αλλοτρίωσης, του εκφυλισμού, της παραίτησης, όλα τους χαρακτηριστικά της μνήμης που δημιουργεί η εξουσία».

Ο ίδιος συμπληρώνει πως «τη συγκεκριμένη περίοδο ο πεζόδρομος της Μεσολογγίου βρίσκεται στο στόχαστρο του κατασκευαστικού και τουριστικού κεφαλαίου με την ανέγερση πολυτελών διαμερισμάτων να απειλούν τόσο τον αγωνιστικό χαρακτήρα της περιοχής όσο και την ίδια την ύπαρξη του μνημείου. Το σημείο που χωροταξικά συμπύκνωσε την αφετηρία της εξέγερσης του Δεκέμβρη, της πρώτης εξέγερσης που συνδυάστηκε με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης στο ευρωπαϊκό έδαφος, απειλείτε ανοιχτά από τις αδηφάγες ορέξεις του κεφαλαίου. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σε κάποιο κενό αποτελεί κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που αφού επέβαλε στην περιοχή των Εξαρχείων διαρκή αστυνομική κατοχή και βίαιη καταστολή προσπαθεί να τα μετατρέψει σε μια εναλλακτική τουριστική ζώνη διασκέδασης – κατανάλωσης ξεριζώνοντας οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Αυτή την στιγμή στα Εξάρχεια εκτός από την βια της αστυνομίας συγκεντρώνονται ευρύτερα επενδυτικά σχέδια (Μετρό στην Πλατεία Εξαρχείων, ανάπλαση Λόφου Στρέφη κλπ) που πέραν όλων των οικονομικών παραγόντων αποτελούν και την τελική ολομέτωπη επίθεση στην αγωνιστική ιστορία της συγκεκριμένης γειτονίας».

«Στα Εξάρχεια, το gentrification έχει μεθοδευτεί καλά σχεδιασμένα εδώ και χρόνια, με στόχο την καταστολή»

Η Μαρία Μπουσδέκη, αρχιτέκτόνισσα μηχανικός, MSc Περιβάλλον και Ανάπτυξη, αναφέρει στο TPP, ότι «το gentrification είναι μια διαδικασία ανάπλασης μιας περιοχής, κυρίως για την ενίσχυση της εικόνας της πόλης, με βάση την οικονομική της ανάπτυξης. Αυτό, στην ουσία, ξεκίνησε από τον Οσμάν στην Κωνσταντινούλη, στη Τουρκία. Ωστόσο, εγκαθιδρίθηκε στη πολεοδομία επί Θάτσερ και συνάδει με μια ευρυτερη πολιτική νεοφιλελευθερισμού και καταστολής, η οποία εδαφικοποιείται στον χώρο, ο οποίος διαμορφώνεται με βάση τις κοινωνικές σχέσεις -ιδίως τις οικονομικές- και την κίνηση του κεφαλαίου. Σε μια περίοδο που μιλάμε για παγκόσμιο κεφάλαιο και δημιουργούνται παγκόσμιες πόλεις, οι οποίες γίνονται τα οικονομικά κέντρα. Έτσι, πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε για να ικανοποιήσει την εικόνα, που θα έπρεπε να έχει μια πόλη, η οποία είναι οικονομικό κέντρο».

Η ίδια επισημαίνει πως «δεν χρησιμοποιείται ο-επικρατέστερος- ελληνικός όρος “εξευγενισμός” αλλά ο αγγλικός όρος gentrification, ο οποίος είναι πιο ακριβής, καθώς υποδηλώνει τον εκτοπισμό ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, κομμάτι που, κατά τη διεθνή βιβλιογραφία, είναι αναπόσπαστο και αποτελεί την ουσία της διαδικασίας. Εν ολίγοις, η ελληνική απόδοση του όρου συγχέει το φαινόμενο με την αστική ανάπλαση κάτι που δεν περιγράφει το φαινόμενο με τρόπο που να καλύπτει κάθε κοινωνική του έκφραση και λειτουργία». Εξηγεί ότι «πόλεις που μπορεί να ήταν κέντρα των ανθρώπων της τάξης μας, ξαφνικά ισοπεδώνονται και σχεδιάζονται εκ νέου σε λευκό χαρτί. Όταν μιλάμε για εκτοπισμό, αυτό σημαίνει καταστολή με όποιο τρόπο, είτε βίαιο, είτε ήπιο. Οπότε από τη Θάτσερ και μετά μιλάμε για μια διαδικασία, της οποίας προηγείται μια περίοδος συνολικής υποβάθμισης, από την κρατική μέριμνα και τη μή ενίσχυση των υποδομών μιας συγκεκριμένης περιοχής, μέχρι στοχευμένης γκετοποίησης και παρονομιμοποίησης πληθυσμών -τόσο στη πραγματικότητα, όσο στο δημόσιο λόγο- ώστε το κράτος να εμφανίζεται ως εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας, ώστε να αποκτήσει τη κοινωνική νομιμοποίηση να ισοπεδόσει τα πάντα, διεξάγοντας παράλληλα επιχειρήσεις σκούπα, κατασταλτικές διαδικασίες κλπ. Αυτό στη συνέχεια καλύπτεται από διαδικασίες ανάπλασης, οι οποίες δεν είναι μόνο κρατικές, αλλά ιδιωτικοποιούνται, περνώντας στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Αθήνας, όπου σε καμία περίπτωση δεν είναι παγκόσμια πόλη, καθώς δεν παίζει κάποιο ρόλο στην ανακατάταξη του παγκοσμίου κεφαλαίου, το gentrification εξυπηρετεί τη διαχείρηση πληθυσμών για τη βέλτιστη κίνηση του κεφαλαίου, καθώς τα πάντα στον καπιταλισμό, όπως και ο χώρος, διαμορφώνονται με βάση το κεφάλαιο».

Στα Εξάρχεια, το gentrification έχει μεθοδευτεί καλά σχεδιασμένα εδώ και χρόνια, με στόχο την καταστολή. Πρόκειται για μια περιοχή με μεγάλη πολιτική ιστορία, όχο μόνο για τους αναρχικούς που έδιναν έναν τόνο, αλλά για ευρύτερα κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος, ενώ αποτέλεσε σημείο αναφοράς -λόγω Χημείου και Πολυτεχνείου- για ταξικά, κοινωνικά, φοιτητικά και άλλα κινήματα. Έτσι, τα Εξάρχεια έχουν σηματοδοτήσει ως τόπος, ένα σημείο συνάντησης ανθρώπων, καθώς ήταν μια απελευθερωμένη γειτονιά, με πολλούς πανεπιστημιακούς χώρους, καταλήψεις, κοινωνικά στέκια, κινηματικές οργανώσεις κλπ, με αποτέλεσμα να δημιουργεί γεγονότα. Αν και υπήρξαν προηγούμενες προσπάθειες ανάπλασης, το 2008 είναι ένα σημείο τομής, καθώς τα Εξάρχεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο, σε μια διαδικασία ευθείας σύγκρουσης με τους κυριαρχους, η οποία πολιτικοποίησε πολύ κόσμο, με τη διαχείρηση του χώρου στην περιοχή να μπαίνει να τίθεται από το κράτος στην ευρύτερη λογική της αντιεξέγερσης».

Έκτοτε, «παρατηρούμε ένα ευρύ, σταδιακό φάσμα τροποποιήσεων στο χώρο των Εξαρχείων, διαδικασία που περιλαμβάνει τη τρομερή αύξηση μαγαζιών διασκέδασης, η οποία συνεπάγεται αφαίρεση δημοσίου χώρου. Περιλαμβάνει ακόμα το φαινόμενο μαζικής μετατροπής κατοικιών σε Airbnb, δημιουργώντας έναν πόλο για τους τουρίστες, άρα και αύξηση του τουριστικού κεφαλαίου, καθώς και φυγή κατοίκων που εν δυνάμει θα αγωνίζονταν ενάντι στις παραπάνω διαδικασίες, λόγω αύξησης των ενοικίων. Ακόμα, έχουμε μια διαδικασία γκετοποίησης, με την μεταφορά της πιάτσας της Αθήνας στην περιοχή των Εξαρχείων και πέριξ. Επίσης, περιλαμβάνει τη μετατροπή σε μουσείο του κάτω Πολυτεχνείου, το οποίο ήταν ένα επίκεντρο αγώνων, ώστε να μην υπάρχει πλεόν εκεί ακαδημαϊκή δραστηριότητα και να μετατραπεί σε έναν με λουκέτο κλειστό χώρο, με παρουσία πανεπιστημιακής αστυνομίας. Άλλωστε είναι στρατηγική, πια, οι πανεπιστημιακοί χώροι να φτιάχνονται σε απόσταση από τα αστικά κέντρα ώστε να μην δημιουργούνται αντιστάσεις στον αστικό ιστό. Ο Λόφος του Στρέφη από ένα ζωντανό κύτταρο, για ένα κόσμο που επιθυμεί μια ανάσα ελευθερίας, με δωρεάν θέα την πόλη, παραδίδεται στην PRODEA, ταυτόχρονα με την κατασκευή μετρό στην πλατεία Εξαρχείων, η οποία έχει βρει στεναρή αντίσταση. Τέλος, τα παραπάνω συνδυάζονται με την εκκένωση καταλήψεων, τόσο από αυτή τη κυβέρνηση, όσο και από την προηγούμενη».

Καταλήγει πως «τα Εξάρχεια από σημείο συνάντησης και ζύμωσης μέσα από τους δημοσίους, απελευθερωμένους και ακαδημαϊκούς χώρους, που ενδεχομένως σε μια δεδομένη στιγμή θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κατάσταση αντιπαράθεσης με τις κυρίαρχες επιταγές, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν συνδεδεμένος με τους αγώνες του παρελθόντος, με τη θέα και μόνο των μνημείων του Καλτεζά στη Στουρνάρη και του Γρηγορόπουλου στη Μεσολογγίου να συμβάλλουν στη διαμόρφωση συνειδήσεων, έχουν διαμορφωθεί οι όροι -14 χρόνια μετά- να χαθεί η προηγούμενη ζωντάνια, με την ιδεολογική απονοηματοδότηση του δημοσίου χώρου, την εγκατάσταση μαφιών, τις παρελάσεις της Ομάδας ΔΡΑΣΗ κα. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα οργανωμένο σχέδιο που κινείται σε διάφορα πεδία και αυτό ονομάζεται  gentrification. Μιας και μιλάμε για την αναστήλωση του μνημείου, έχει σημασία να υπάρχει κόσμος που αγωνίζεται στη γειτονιά, να διατηρεί τη συλλογική μνήμη ζωντανή και να βάζει αναχώματα. Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε, όπως είχε πει ο Τσιγαρίδας, που έφυγε σαν σήμερα το 2019».

*Update: Στα πλαίσια της «Εβδομάδας εκδηλώσεων για την αναστήλωση του μνημείου του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου» έχει καλεστεί σήμερα, Σάββατο 11/6 στις 19.00, παρουσίαση του αναστηλωμένου μνημείου και της ολοκληρωμένης τοιχογραφίας στη μνήμη του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, και στις 19.30 πολιτική εκδήλωση τιμής και μνήμης στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Όμως, λόγω πιθανότητας βροχών και έντονων καιρικών φαινομένων, ενδέχεται η εκδήλωση να αναβληθεί για αύριο, Κυριακή 12/6 και ώρα 19.00. Οριστική ενημέρωση θα δημοσιευθεί (ΕΔΩ)σήμερα στις 18.00, ώστε να γνωρίζουν έγκαιρα όσες συντρόφισσες και σύντροφοι επιθυμούν να προσέλθουν.