του Σαράντη Δημητριάδη
ομότιμου καθηγητή Γεωλογίας ΑΠΘ
αναδημοσίευση από το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων
Με τη σκέψη αυτή και ως συνέχεια στο άρθρο του Παρατηρητηρίου με τίτλο: Η Στρατονίκη που βουλιάζει, ο υφυπουργός Οικονόμου και τα αναμενόμενα πορίσματα, διατυπώνω στη συνέχεια την άποψή μου επί του θέματος, επί των πιθανών δηλαδή αιτίων που προκαλούν τα φαινόμενα των καθιζήσεων, ξεκινώντας πρώτα από κάτι άλλο, σχετικό πάντως: ένα από τα επιχειρήματα του υφυπουργού ΠΕΝ κ. Οικονόμου κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης για το θέμα στη Βουλή στις 12 Νοεμβρίου (εδώ).
Είπε ο κ. Οικονόμου πως οι νέες γεωτρήσεις που αδειοδοτήθηκαν θα γίνουν σε περιοχή παρακείμενη αλλά όχι ακριβώς κάτω από τη Στρατονίκη, άρα πως δήθεν οι μετά βεβαιότητας σχεδόν αναμενόμενες μελλοντικές εξορύξεις στο χώρο που θα διερευνηθεί με αυτές δεν θα επηρεάσουν τον οικισμό. Η δήλωση αυτή του κ. Οικονόμου δεν είναι και τόσο καθησυχαστική στην πραγματικότητα. Γιατί εκείνο που θα διερευνηθεί με τις νέες αυτές γεωτρήσεις είναι προφανώς η συνέχιση του σημερινού, ήδη κάτω από το ΒΑ τμήμα του οικισμού της Στρατονίκης, μετώπου εξόρυξης προς την δια των νέων γεωτρήσεων υπό διερεύνηση περιοχή, και αυτό προφανώς θα γίνει κατά την κατεύθυνση της λεγόμενης «στοάς Κ. Μητσοτάκη» (εδώ), θα επεκταθεί δηλαδή ούτως ή άλλως το εξορυκτικό μέτωπο και κάτω από το υπόλοιπο μέρος του οικισμού. Επί πλέον, είναι χαρακτηριστικό πως από το σύνολο των νέων γεωτρήσεων, όλες εκείνες που δεν προγραμματίστηκε να διεισδύσουν κατακόρυφα αλλά υπό γωνία, έχουν διεύθυνση κλίσης προς βορράν, προς τη διεύθυνση δηλαδή της Στρατονίκης (βλέπε πίνακα δεδομένων των γεωτρήσεων αυτών στη σχετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων της Ελληνικός Χρυσός), πράγμα που επίσης αποκαλύπτει την πρόθεση μιας άνευ διακένου συνέχισης των εξορύξεων τόσο κάτω όσο και προς τα ΝΔ της Στρατονίκης.
Να σημειώσουμε όμως και κάτι άλλο: η υπόγεια χρήση εκρηκτικών δεν έχει τις όποιες δυσμενείς/αποσταθεροποιητικές επιδράσεις της μόνο και αποκλειστικά στους κατά την κατακόρυφο πάνω από τα σημεία εκρήξεων βραχώδεις υπεδαφικούς και τους εδαφικούς επιφανειακούς σχηματισμούς. Τα ελαστικά κύματα των εκρήξεων ξεκινούν να διαδίδονται σφαιρικά και κατά ομογενή τρόπο στις περιβάλλουσες βραχόμαζες, οπότε σε πρώτη προσέγγιση και κανονικά αναμένεται η χρονικά πρώτη και με τη μεγαλύτερη ένταση επίδρασή τους στους ακριβώς πάνω από της εστίες των εκρήξεων επιφανειακούς σχηματισμούς. Είναι όμως δυνατόν υπό κατάλληλες συνθήκες και λόγω διαφόρων παραγόντων (παρουσία επιφανειών ασυνέχειας, φυσική ανισοτροπία των πετρολογικών σχηματισμών μέσω των οποίων διαδίδονται τα κύματα ή και λιθολογικές εναλλαγές τους, τυχόν παρεμβαλλόμενοι υδροφόροι ορίζοντες ή πετρώματα πορώδη κορεσμένα σε νερό) να προκληθεί ιδιαίτερος καναλισμός, διευκόλυνση δηλαδή διάδοσης των κυμάτων προς κατεύθυνση/σεις άλλη/ες από την κατακόρυφο και άρα χρονικά πρώτη και με μεγαλύτερη ένταση επίδρασή τους σε επιφανειακούς σχηματισμούς μακράν των πάνω ακριβώς από την εστία των εκρήξεων θέσεων.
Ας έρθουμε όμως στο κύριο ερώτημα: Ποιες είναι οι πιθανές αιτίες και ποιοι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων εκδηλώνονται οι παρατηρούμενες καθιζήσεις στη Στρατονίκη. Με δεδομένες τις συνεχείς εκρήξεις και τις εξορυκτικές εργασίες κάτω από τον οικισμό.
1) Από τα γεωλογικά δεδομένα της περιοχής, όπως εξάλλου περιγράφονται και στις περιβαλλοντικές και τεχνικές εκθέσεις της ίδιας της Ελληνικός Χρυσός, γνωρίζουμε ότι τα πετρώματα της ευρύτερης περί και υπό την Στρατονίκη περιοχής είναι έως κάποιο σημαντικό βάθος από την επιφάνεια έντονα αποσαθρωμένα, ενώ πιο βαθύτερα πολλαπλώς ρηγματωμένα και κατακερματισμένα. Σε περιπτώσεις σαν κι’ αυτές το πιθανότερο αποτέλεσμα στην πέραν του άμεσου περιβάλλοντος των υπόγειων εκρήξεων βραχόμαζα θα είναι διάσπαρτες εντός της μάζας τους και ανα έκρηξη μικρομετακινήσεις/μικροολισθήσεις, κλίμακας πιθανόν δεκάτων χιλιοστού έως χιλιοστών χωρίς να αποκλείονται και μεγαλύτερης. Αυτές, αθροιζόμενες χωρικά και χρονικά και συντελούντων επίσης της βαρύτητας αφενός και του επικλινούς της γήινης επιφάνειας της περιοχής, κάτι που διευκολύνει τις πλευρικές διαφυγές, αφετέρου, έχουν ως πιθανή αθροιστική εκδήλωσή τους στην επιφάνεια τη δημιουργία εμφανών εδαφικών βαθύνσεων (sink holes) και κατολισθητικών ερπυσμών. Κατά τις καθημερινές εκρήξεις τα φαινόμενα καθίζησης στην επιφάνεια είναι ανεπαίσθητα, αθροιζόμενα όμως με την πάροδο του χρόνου αποκτούν σημαντικότητα και γίνονται εμφανή και επικίνδυνα.
2) Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ακόμα και το εξής: Από τα ελαστικά κύματα (τις δονήσεις) που εκπορεύονται από τα σημεία των εκρήξεων, μέρος τους μόνο μπορεί να φτάσει χωρίς μερική ή ολική απόσβεση ως την επιφάνεια. Μέρος μόνο δηλαδή της απελευθερούμενης στα σημεία των εκρήξεων ελαστικής ενέργειας θα διέλθει αμείωτα μέσα από το πλησιέστερα στην επιφάνεια έντονα αποσαθρωμένο και κατακερματισμένο, μερικών δεκάδων μέτρων πάχους και συχνά επίσης κορεσμένο σε νερό, ανώτερο βραχώδες τμήμα και το παχύ εδαφικό του επικάλυμμα. Σ’ αυτό, το πλησιέστερο προς την επιφάνεια τμήμα, η απομείωση της ελαστικής ενέργειας των εκρήξεων μετατρέπεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό σε πλαστικού τύπου ασεισμικές και μόνιμες παραμορφώσεις του μη συμπαγούς, χαλαρού υποεδαφικού και εδαφικού καλύμματος όπου εδράζονται τα κτίσματα της Στρατονίκης. Και οι πλαστικού τύπου μόνιμες αυτές παραμορφώσεις συντείνουν σε σημαντικό βαθμό στην εμφάνιση των επιφανειακών βαθύνσεων και των κατολισθητικών ερπυσμών. Αυτές δε ειδικότερα, οι συνεχείς και αθροιζόμενες, υποχωρητικές (προς το βάθος και πλευρικά) πλαστικού τύπου παραμορφώσεις διαφεύγουν την ανίχνευση με δονησιόμετρα και δεν είναι υποχρεωτικά συγχρονισμένες με τις εκρήξεις.
3) Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επιτείνει κατά πολύ τα παραπάνω φαινόμενα των βαθύνσεων και καθιζήσεων στην επιφάνεια είναι και η συρρίκνωση του υπεδάφιου όγκου εξαιτίας της αφαίρεσης σημαντικών ποσοτήτων νερού που εμπεριέχονται στους περιβάλλοντες τις στοές και τα μέτωπα εξόρυξης γεωλογικούς σχηματισμούς. Τα νερά αυτά που κατακλύζουν τους όποιους νέους κενούς χώρους δημιουργούνται με τη διάνοιξη των στοών και την προώθηση των μετώπων εξόρυξης, αντλούνται και απομακρύνονται για να είναι δυνατή η πραγματοποίηση των εξορυκτικών εργασιών. Τα νερά όμως αυτά πριν την άντληση και απομάκρυνσή τους συνεισέφεραν στον ολικό και μέχρι την επιφάνεια υπεδαφικό όγκο και στην εξισορρόπηση των τάσεων. Η αφαίρεσή τους κατά συνέπεια απομειώνει τον όγκο αυτόν και αποσταθεροποιεί (προκαλεί μια προς τα κάτω υποχώρηση) των πάνω από το πεδίο των εξορύξεων σχηματισμών.
Από τα τρία παραπάνω συνάγεται το σχεδόν προφανές: πως διάφοροι μηχανισμοί μπορεί να συνδυάζονται και να συντελούν στην εμφάνιση των παρατηρούμενων επικίνδυνων φαινομένων (καθιζήσεων) στη Στρατονίκη. Όλοι όμως αυτοί οι μηχανισμοί έχουν ως πιθανότερη και δύσκολο να αμφισβητηθεί γενεσιουργό αιτία τις εκρήξεις και τις εξορυκτικές εργασίες στο υπέδαφος του οικισμού.