Υποστήριξε πως είναι άλλη η στρατηγική σχέση που εγκαινίασε το ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 με το Ισραήλ κι άλλο η γενοκτονία στη Γάζα. «Ποια ήταν η στήριξη; Το ότι απείχαμε ή στηρίζαμε με το ζόρι ψηφίσματα στη Γενική Συνέλευση ΟΗΕ; Ότι πηγαίναμε απρόθυμοι στις διασκέψεις για την ειρήνη; Ποια ήταν η δική μας ενεργητική πρωτοβουλία; Ότι όταν μιλούσε όλος ο πλανήτης για την καταστροφή και τον θάνατο στη Γάζα, η κυβέρνησή μας οργάνωνε εκδήλωση στον ΟΗΕ για τις… θάλασσες; Κι, αλήθεια, τι καταφέραμε με αυτή τη στάση; Πιο δεξιά κι από τον Τραμπ. Εκθέσατε τη χώρα και την ιστορία του ελληνικού λαού», υπογράμμισε ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Παράλληλα, επέκρινε τους Ευρωπαίους ηγέτες για «σιωπηλό φόντο, ντεκόρ στον Αμερικανό Πρόεδρο που σχολιάζει κατά το δοκούν όποιον θέλει κι όπως θέλει, επιλέγοντας ποιον θα υμνήσει και ποιον θα αγνοήσει», μια εικόνα, που, όπως είπε, είναι «το σύμπτωμα ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία, ενός κόσμου όπου τα μεγάλα ευρωπαϊκά κεκτημένα -η ειρήνη, η φιλελεύθερη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος, η προστασία του περιβάλλοντος- παύουν να είναι δεδομένα». Ταυτόχρονα ο κ. Ανδρουλάκης επισήμανε τον κίνδυνο από έναν νέο κύμα αυταρχισμού και αναθεωρητισμού που ομνύει στην ισχύ, αλλά φέρνει απομόνωση.
Εκτίμησε ως σημαντικό αλλά μετέωρο βήμα προς την ειρήνευση στη Γάζα και μείζονος σημασίας ότι επιστρέφουν οι Ισραηλινοί όμηροι της Χαμάς και απελευθερώνονται Παλαιστίνιοι κρατούμενοι ωστόσο θεώρησε εύθραυστη αυτή τη λύση και τόνισε πώς «καμία συμφωνία δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα, αν δεν ανοίγει τον δρόμο για τη λύση των δύο κρατών, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ».
Ο Νίκος Ανδρουλάκης άσκησε αυστηρή κριτική για την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση απέναντι στη Τουρκία. Αρχικά μίλησε για προσβολή όπως προετοιμάστηκε η «μη συνάντηση» με τον κ. Ερντογάν, ιδίως σε συνδυασμό με την εμπρηστική ομιλία του στον ΟΗΕ όπου «επιδείξατε επικίνδυνο ερασιτεχνισμό, που έπληξε τη διεθνή εικόνα της χώρας».
«Εμείς», συνέχισε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, «θέλουμε τον διάλογο. Με κανόνες, δεσμευτικότητα. Και κυρίως χωρίς αυταπάτες». Επιπλέον ο κ. Ανδρουλάκης χαρακτήρισε τη Διακήρυξη των Αθηνών, κείμενο καλών προθέσεων εξαπολύοντας παράλληλα πυκνά πυρά για τους χειρισμούς σχετικά την πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής σύνδεσης με τη Κύπρο, όπου «δεν υπάρχει κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα παράδοσης του έργου, ενώ φαίνεται πως έχει βραχυκυκλώσει πλήρως η υλοποίησή του, μετά τις παράνομες αντιδράσεις της Τουρκίας».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δήλωσε κατηγορηματικά ότι είναι αντίθετος με τη συμμετοχή της Τουρκίας στην αμυντικό σχεδιασμό της ΕΕ κι απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό ανέφερε ότι μπερδεύει τα εσωκομματική του αντιπολίτευση με την αξιωματική αντιπολίτευση επικαλούμενος τη δημόσια αντιπαράθεση των κ. Γεραπετρίτη και Δένδια σχετικά με τη δυνατότητα βέτο για τα προγράμματα Safe και Rearm.
Σχετικά με την άρση του casus belli που προτάσσει η κυβέρνηση, ο κ. Ανδρουλάκης τόνισε μεν ότι είναι αναγκαία και για δεκαετίες είναι πάγια εθνική διεκδίκηση και πρότεινε «ένα νέο Ελσίνκι, όπως τότε το 1999 που μέσα από μια ολοκληρωμένη στρατηγική πετύχαμε να ενταχθεί η Κύπρος στην ΕΕ με άλυτο το Κυπριακό. Μια νέα σχέση της ΕΕ με την Τουρκία. Στο πλαίσιο αναβάθμισης της τελωνειακής σύνδεσης, με αυτοματοποιημένες κυρώσεις. Με βήματα προόδου που θα οδηγήσουν, επιτέλους, στο τέλος των αναθεωρητικών διεκδικήσεων. Με μια πραγματική διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Και παράλληλα με απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο και τη δρομολόγηση της λύσης του Κυπριακού, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, απέναντι στη διχοτόμηση».
Ο κ. Ανδρουλάκης καταλήγοντας τόνισε: «Οραματιζόμαστε μια Ελλάδα ισχυρή, εξωστρεφή. Με νέα στρατηγική στις νέες συνθήκες. Φάρο ειρήνης και σταθερότητας. Μια χώρα που θα προασπίζει το διεθνές δίκαιο παντού. Απέναντι στο δίκαιο του ισχυρού και τα συναλλακτικά παζάρια. Μια Ελλάδα στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Μια Ελλάδα οδηγό των Βαλκανίων, με σεβασμό στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, στα δικαιώματα των μειονοτήτων και τις διεθνείς συνθήκες. Μια Ελλάδα με αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια. Το κάναμε στο παρελθόν και θα το κάνουμε ξανά. Με πίστη στις δυνατότητες του τόπου μας. Με εφόδιο τις αρχές μας και την ταυτότητά μας. Τον σύγχρονο ρεαλιστικό πατριωτισμό. Για το πραγματικό εθνικό συμφέρον».