Ανοίγει ο δρόμος για την ακύρωση των ρυθμίσεων για τα τραπεζικά στελέχη για τα οποία εκκρεμούν κατηγορίες κακουργηματικής απιστίας αλλά και την αποκλειστικά κατ’ έγκληση δίωξη τους -δύο ρυθμίσεις που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών», δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έκριναν αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα οι οποίες έδιναν ασυλία σε τραπεζικά στελέχη.

Και στις δύο περιπτώσεις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας καλεί τους αρμόδιους εισαγγελείς να εξετάσουν την ουσία των υποθέσεων, δηλαδή να διερευνήσουν και να υποβάλουν προτάσεις για ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες των κατηγορούμενων.

Το υφιστάμενο πλαίσιο πριν από την τροπολογία του υπουργού Δικαιοσύνης (Νοέμβριος), Τσιάρα, προέβλεπε αυτεπάγγελτη δίωξη των κατηγορούμενων για απιστία στελεχών κάτι που μετατράπηκε σε έγκληση (η οποία πρέπει να γίνεται από τις διοικήσεις των τραπεζών). Επιπλέον με νέα ΠΝΠ τον Απρίλιο εν μέσω κορονοϊού η κυβέρνηση έδωσε στις διοικήσεις των τραπεζών το πρόσχημα να κλείσουν «παλιούς λογαριασμούς».

«Η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 β’ ΠΚ τόσο αυτοτελώς κρινόμενη όσο και σε συνδυασμό με το τεσσαρακοστό έκτο άρθρο της ΠΝΠ… είναι αντισυνταγματική (ως παραβιάζουσα τις αρχές της ισότητας, ως περιορίζουσα αδικαιολόγητα το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, αλλά και ως υποκρύπτουσα συγκαλυμμένη αμνηστία) και για τον λόγο αυτό ανεφάρμοστη», με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφει από μόνη της η μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας το αξιόποινο έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων, αναφέρει χαρακτηριστικά το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (2165/2020, που εκδόθηκε στις 17/7).

Άξιο σημασίας είναι και το δεύτερο βούλευμα που δημοσιεύει η «Εφ.Συν», όπου πρόκειται για μία υπόθεση που αφορούσε μεν αρχικά κακουργηματική δίωξη για απιστία σε βάρος τραπεζικών στελεχών αλλά στη συνέχεια οι δικαστές διαπίστωσαν και ενδείξεις ποινικών ευθυνών της ανώνυμης εταιρείας που είχε αναλάβει την ειδική εκκαθάριση της τράπεζας μετά τον διαχωρισμό της σε «καλή» και «κακή».

Πέρα από το κομμάτι της αντισυνταγματικότητα, είναι σημαντικό ότι το επιχείρημα της «διασφάλισης της απρόσκοπτης, άνευ ποινικών εκκρεμοτήτων οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα ως ουσιώδους πυλώνα του εθνικού οικονομικού συστήματος» στην ουσία πέφτει στο κενό καθώς το βούλευμα αναφέρει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί (το παραπάνω) «λόγος εγκείμενος στο κοινωνικό ή εθνικό συμφέρον, καθώς σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική οι τράπεζες και οι αυτές εν γένει επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν αποτελούν συνιστώσα της εθνικής οικονομίας πιο σημαντική από τις μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, ή από τις ναυτιλιακές, ή τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών με χιλιάδες εργαζόμενους, ή από τις ευμεγέθεις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ)».

Διαβάστε περισσότερα στο ρεπορταζ της «Εφ.Συν»

Πράξεις… αθωωτικού περιεχομένου για τους τραπεζίτες από την κυβέρνηση

Tον περασμένο Νοέμβριο, η κυβέρνηση ψήφισε -στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα- την αποκλειστικά κατ’ έγκληση δίωξη τραπεζικών στελεχών, γεγονός που σημαίνει πως γίνεται αδύνατη η αυτεπάγγελτη εισαγγελική ποινική δίωξη για το αδίκημα της απιστίας.

Με το άρθρο 5 του νομοσχεδίου προβλέπεται πως η διάταξη του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα για την απιστία τροποποιείται, ώστε με νέο εδάφιο να ξεκαθαρίζεται πως «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση», καταφέρνοτας ουσιαστικά να παραβιάσει ωμά το άρθρο 4 του Συντάγματος, για την αρχή της ισότητας και της ισονομίας.

Όπως ισχυρίστηκε τότε ο υπουργός Τσιάρας, ο ίδιος και η κυβέρνηση και ο ίδιος «προβληματίστηκαν» για τη συγκεκριμένη απόφαση, αλλά την δέχτηκαν για να προχωρήσει «η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας» και της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια, ώστε να δοθεί το «φιλί της ζωής» σε όσες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Στην πράξη, η κυβέρνηση εξαίρεσε αποκλειστικά τους τραπεζίτες από αυτεπάγγελτες εισαγγελικές διώξεις, ενώ ακόμα και η πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, Άννα Ζαΐρη, εξέφρασε τη βούληση των εισαγγελέων να επανέλθει το αυτεπάγγελτο στο κακούργημα της απιστίας.

Το ξέπλυμα τραπεζιτών εν μέσω κορονοϊού

Η ΝΔ«προβληματίστηκε» για να δώσει την ασυλία στους τραπεζίτες

Στη συνέχεια, με την ΠΝΠ της 11ης Μαρτίου, η κυβέρνηση αποφάσισε την προσωρινή αναστολή λειτουργίας δικαστηρίων και εισαγγελιών. Όπως ανέφερε η απόφαση, «Προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορονοϊού COVID-19 μπορεί να επιβληθεί το μέτρο της προσωρινής, μερικής ή ολικής, αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας…». Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε πως κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη για τα ζητήματα αναστολής ή παρέκτασης δικονομικών προθεσμιών, αναστολής ή παράτασης παραγραφών, αναστολής διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και διενέργειας πλειστηριασμών, παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς και για όλα τα λοιπά ζητήματα που αφορούν το καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας. Η ΠΝΠ κυρώθηκε με τον νόμο 4682/2020.

Τέλος, έχοντας νομοθετήσει όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση ήρθε με τη νέα ΠΝΠ και το άρθρο 46 με τίτλο «Προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών», και αποφάσισε:

Πράξεις… αθωωτικού περιεχομένου για τους τραπεζίτες από την κυβέρνηση

Η αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται στις κοινές αποφάσεις των υπουργών Εθνικής Αμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκαν κατόπιν εξουσιοδότησης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 55), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α’ 76), δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, που είχαν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση.

Αποτέλεσμα, η μη παράταση των προθεσμιών για έγκληση σε βάρος των τραπεζικών στελεχών, ακόμα και για τα αυτά που είχαν σχηματιστεί ποινικές δικογραφίες για κακουργήματα, να πάνε στο αρχείο, δίνοντας έτσι και τη «δικαιολογία» στις διοικήσεις των τραπεζών που ούτως ή άλλως είχαν αποφύγει να προσφύγουν στη δικαιοσύνη εναντίον στελεχών τους.