Σε διάσκεψη που οργάνωσαν από κοινού το Συμβούλιο της Ευρώπης , το Υπουργείο Εξωτερικών και το Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων, συμμετείχε στο Ναύπλιο ο Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας Δημήτρης Αβραμόπουλος.

Στο περιθώριο της διάσκεψης, συναντήθηκε με τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης Θόρντγιορν Γιάγκλαντ (Thordjorn Jagland), με τον οποίον συζήτησε τις τελευταίες εξελίξεις στο μεταναστευτικό καθώς και θέματα ασφαλείας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του Επιτρόπου, στην ομιλία του ο Δ. Αβραμόπουλος, μεταξύ άλλων, εξέφρασε την ανησυχία του επειδή «τα φαντάσματα του εθνικισμού, του λαϊκισμού, της διαίρεσης έχουν επιστρέψει στην Ευρώπη, φέρνοντας μαζί τους μίσος και φανατισμό” και “η ευρωπαϊκή ιδέα κινδυνεύει να δολοφονηθεί εκ των έσω».

Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό- προσφυγικό πρόβλημα ο Δ. Αβραμόπουλος επισήμανε ότι «η μεταναστευτική πρόκληση είναι ο καταλύτης που είτε θα διαλύσει ή θα αναπτύξει μια ακόμη πιο ισχυρή Ευρωπαϊκή ενότητα. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την αντίδρασή μας.

Διαφορετικές εθνικές προσεγγίσεις έχουν πυροδοτήσει την πρακτική επιλογής ασύλου και την παράτυπη μετανάστευση, ενώ έχουμε δει στη συνεχιζόμενη κρίση ότι οι κανόνες του Δουβλίνου έχουν επιβαρύνει με πάρα πολλές ευθύνες λίγα κράτη μέλη.. Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία, εκείνοι που χρειάζονται προστασία πρέπει να συνεχίσουν να τη λαμβάνουν.

Το άσυλο είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα. Είμαστε σταθερά δεσμευμένοι στην προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών. Οι πολιτικές μας στηρίζονται στις αρχές της μη διάκρισης, της αναλογικότητας, της μη επαναπροώθησης, της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στη βέλτιστη προστασία των συμφερόντων των παιδιών.

Η αρχή της μη επαναπροώθησης, δεν είναι μόνο μια ηθική υποχρέωση, αλλά είναι και νομική, στην οποία η ΕΕ και τα κράτη μέλη έχουν δεσμευθεί. Ωστόσο, η εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης δεν σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι αυτόματα αποκτούν το δικαίωμα να εισέρχονται και να παραμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους.