Η επίθεση του Χωμενίδη ήταν φυσικά αήθης, σε απόλυτη σύμπνοια δηλαδή με το εκσυγχρονιστικό πνεύμα του μαχόμενου αμοραλισμού που «εκμονδέρνισε» την άλλοτε Ψωροκώσταινα, καθιστώντας την το χρεωμένο και χρεωκοπημένο προτεκτοράτο των ημερών μας. Μια χώρα επαίτη, μια κοινωνία δουλοπαροίκων δίχως αύριο, οι οποίοι έχουν απωλέσει κάθε έννοια κυριαρχικού δικαιώματος επί της κινητής και ακίνητης (κοινωνικής) τους περιουσίας. Η αήθεια του εν λόγω κειμένου προκύπτει από τον ύπουλο τρόπο με τον οποίο υποσκάπτεται ο αντίπαλος, στον οποίο αποδίδονται εντέχνως και δολίως εντελώς άλλα από εκείνα που έγραψε. Επιπλέον, το κείμενό του βρίθει υποτιμητικών, εξόχως προσβλητικών και ανυπόστατων χαρακτηρισμών, που πιδιώκουν να πλήξουν ηθικά τον παρωχημένο «ηθικολόγο».
Η επίθεση ξεκινά αποδίδοντάς μου πρόθεση συκοφαντίας της Νατάσας Θεοδωρίδου και της κόρης της, την οποία δεν αναφέρω πουθενά. Ως λογοτέχνης σκιαγράφησα, με αφορμή ένα θρυλούμενο περιστατικό το οποίο αντιπαρήλθα, το πορτρέτο ενός καινοφανούς ανθρωπολογικού τύπου, προκειμένου να περιγράψω την ανθρωπολογική και πολιτιστική μεταβολή που συντελέστηκε στην πατρίδα μας τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια. Την μετάβαση από τον λαϊκό πολιτισμό στον πολιτισμό του σκυλάδικου. Η υπεσχημένη «Αλλαγή!» συντελέστηκε κι υπήρξε κολοσσιαία. Και δεν αφορά μόνο τη μουσική, αλλά αυτό που σηματοδοτεί ο όρος πολιτισμός, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους και πεθαίνουν τον θάνατό τους. Κι ο Έλληνας του σκυλάδικου από το ’80 και δώθε, ζει και πεθαίνει αχόρταγος· με μοναδικό του όνειρο τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής του ευχέρειας και το διαρκές κέρδος των εντυπώσεων. Με εμπεδωμένη την αντίληψη ότι το χρήμα επιτρέπει τα πάντα και πως τα πάντα επιτρέπονται προκειμένου να βάλει χέρι στο χρήμα. Το κομματικό, τραπεζικό, δάνειο χρήμα που μας χρεωκόπησε. Πετώντας στα σκουπίδια κάθε έννοια αξιομισθίας, ιεράρχησης ποιοτήτων και ικανοτήτων.
Η σκιαγράφηση του σκυλόβιου με τις χρυσές πιστωτικές, το τζιπ που κοστίζει όσο ένα ρετιρέ στο κέντρο και τη σύζυγο με τις τριάντα δύο πλαστικές, του λειτουργικά και κοινωνικά αναλφάβητου που τα σπάει στα μπουζούκια επιδεικνύοντας το χρήμα και την πλαστική γυναίκα-κτήμα του, η εικονολογική εν ολίγοις αποτύπωση του ανθρωπότυπου που στιγματίζει με την παρουσία του μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ήταν ανέκαθεν το καθαυτό ψωμοτύρι της λογοτεχνίας· η πρώτη ύλη του μυθοπλάστη. Απλώς αν ήμουν ο Μπαλζάκ, θα το έκανα πολύ καλύτερα. Η κουτοπονηριά του Χωμενίδη, ο οποίος πίσω από τη σχηματική σκιαγράφηση του ανθρωπολογικού τύπου διαβλέπει μομφή στο πλαστικό χρήμα που διευκόλυνε τις συναλλαγές μας και ρατσισμό (!) προς τους θιασώτες του μπότοξ, είναι εκτός από κακεντρεχής, και κωμική. Η πρόσφατη πρεμούρα, ειρήσθω εν παρόδω, των λογής κυβερνώντων μας να διεξάγουμε όλοι και με το στανιό όλες μας τις δοσοληψίες με κάρτες, δεν απορρέει από μια έγνοια διευκόλυνσης του πολίτη, αλλά ληστρικής φορολόγησης του κάθε ευρώ. Τα δικά τους χρήματα ξέρουν πολύ καλά να τα ανταλλάσσουν σε κουτιά από pampers και μαύρες βαλίτσες. Αλλά όλα αυτά για τον Χωμενίδη παραγράφονται προφανώς ως παρωνυχίδες. Όσο για τις πλαστικές εγχειρήσεις, αποτελούν το πλέον χειροπιαστό σύμβολο (με την πιο ισχυρή λογοτεχνική σημασία του όρου) της νεόπλουτης ματαιοδοξίας, του κενού περιτυλίγματος, της θλιβερής ανικανότητας του ανθρώπου να πενθήσει τον απολεσμένο χρόνο. Η ψεύτικη όψη είναι το κατεξοχήν σύμβολο του ψεύδους. Αυτό που έξοχα υπογραμμίζει μετά τον Άμλετ, και ο Ισαάκ Μπάσεβις Σινγκερ : «There is only one step from false teeth to a false brain»[1].
Ο συγκεκριμένος ανθρωπότυπος του φτηνού καψουροτράγουδου που μετέτρεψε τον πένθιμο ερωτικό νταλκά σε πορνογραφία και το τραγούδι του έρωτα σε θλιβερή καταγγελία της απάτης, της προδοσίας και της εκδίκησης ως μοναδικές δυνατότητες του σχετίζεσθαι, ενσάρκωσε και εξακολουθεί να ενσαρκώνει στον τόπο μας αυτό που η Χάνα Άρεντ ονόμασε ρηχότητα (ή κοινοτοπία) του κακού. Τον κατεστραμμένο και καταστροφικό κομματάνθρωπο της μεταπολίτευσης. Από τον ληστρικό συνδικαλιστή και τον διαπλεκόμενο καναλάρχη, τον κοινό απολιτικό καταχραστή, μέχρι την πρόεδρο της επιτροπής Ολυμπιακών και τώρα του αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία, η οποία αφού έριξε την οριστική ταφόπλακα σε μια οριακή οικονομία, φιλοδοξεί να θάψει ζωντανή και την ιστορική μας μνήμη και συνείδηση.
Ο Χωμενίδης τα έχει προλάβει όλα αυτά και τα έχει (ατεκμηρίωτα) απορρίψει ως τον βαρετό απαισιόδοξο ηθικολογικό μονόλογο του δυσκοίλιου οπισθοδρομικού. Διαρρήδην ως αποσκυβαλίδια. Με ύφος δε, ειρωνικό και πολύ μπλαζέ. Οι ηθικολόγοι, λέει, «θα σου αραδιάσουν σκάνδαλα, διακοποδάνεια, αστακομακαρονάδες με πούρα». Και ξεμπερδεύει. Γιατί ο ίδιος στα χρόνια του παπανδρεϊκού Πασόκ και όλες τις θλιβερές εν συνεχεία απομιμήσεις του με μπλε, πράσινους και εσχάτως κόκκινους κόκκους, βλέπει μονάχα αδιάκοπη, απρόσκοπτή και αειφόρο πρόοδο! Θα τον προλάβω με τη σειρά μου κι εγώ λέγοντας πως φυσικά και δεν υπάρχει ούτε αμιγές καλό, ούτε αμιγές κακό. Πως το ζήτημα είναι και πάλι ζήτημα αξιολόγησης και κρίνεται στο ζύγι. Μόνο που εκείνος μοιάζει να έχει πετάξει το δικό του μαζί με τα βαρίδια του, πολεμώντας ηρωικώς τους ανυπόφορους ηθικολόγους.
Ο σημερινός θηριώδης και ανθρωποφαγικός διχασμός τον οποίον ανέδειξε το δημοψήφισμα, κατέδειξε ότι τα τραύματα και οι έχθρητες της χούντας, διαψεύδοντας τον Χωμενίδη, δεν έκλεισαν ποτέ, απλώς μετατοπίστηκαν, και κακοφόρμισαν. Μπορεί τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων να εξέλιπαν, όμως δεν εξαφανίστηκαν· αντικαταστάθηκαν από την κάρτα του κόμματος. (Εκείνου του πρώτου φυράματος, τους ανθρώπους του κομματικού σωλήνα και τωρινούς κήνσορες και θλιβερούς θεράποντες τους αποκαλούσαμε κάποτε πρασινοφρουρούς.) Οι αποκλεισμένοι εν ολίγοις δεν έλειψαν, απλώς βουβάθηκαν εντελώς, καταδικασμένοι σε μια εφιαλτική απομόνωση, καθώς πίσω από το ιδεολογικό τους περιτύλιγμα τα κόμματα που εναλλάχθηκαν στην εξουσία δεν ήσαν παρά θλιβερά κακέκτυπα του «Τσοβόλα δώστα όλα», διαχειριζόμενα με την ίδια νοοτροπία κομματικής σέκτας το κρατικό χρήμα. Οι μικρομεσαίοι πήγαν όντως διακοπές. Με δάνεια, στα οποία τους έχωσαν ως τα μπούνια οι τραπεζίτες που σήμερα τους παίρνουν το σπίτι.
Η γενιά μου, η γενιά του Χωμενίδη – τα έξι χρόνια της διαφοράς μας δεν χωρίζουν γενιές – πένθησε και πενθεί. Πένθησε την αξιοκρατία, δηλαδή την δίκαιη ανταμοιβή των κόπων της που δεν γνώρισε ποτέ, την ευκαιρία να χαρεί τη δουλειά της και να δημιουργήσει χωρίς να είναι αναγκασμένη να φτύνει αίμα για την επιβίωση, πένθησε τον ίδιο της τον τόπο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όταν ακόμα και η επιβίωση φάνταζε αδύνατη. Πένθησε και πενθεί την υποθηκευμένη της πατρίδα και τη συστηματική, ανεπίστροφη καταστροφή του περιβάλλοντος. Του φυσικού και του αστικού τοπίου. Τη θυσία του κάλλους, του ήθους, της εντιμότητας, της αλήθειας στο βωμό του χρήματος. Κι ας περιγελά ο Χωμενίδης της «τον πλούτο δίχως αρετή που κατάντησε αυταξία».
Πάνω από όλα όμως η γενιά μας πένθησε και πενθεί φυσιολογικές ανθρώπινες σχέσεις, γιατί μεγάλωσε σε μια εποχή όπου οι φιλίες ήταν λυκοφιλίες, τα αφεντικά δυνάστες, οι σύντροφοι φιλοτομάρηδες, η καχυποψία και η ιδιοτέλεια το πικρό καθημερινό ποτήρι που δεν άφηνε ποτέ την ψυχή να αναπαυθεί. Κάποιοι από μας πενθούμε τη γλώσσα που οδεύει διαρκώς κακοποιούμενη, μετατρέποντας την αγλωσσία των λειτουργικώς αναλφάβητων και την μικρόνοια και την ακρισία που αυτή συνεπάγεται, σε συλλογικό εφιάλτη. Η γενιά μας είναι η πρώτη ελληνική γενιά των λειτουργικών καταθλιπτικών και των αυτοάνοσων νοσημάτων, του σακατεμένου απ’ την πορνογραφία έρωτα και της απύθμενης μοναξιάς. Η γενιά που αναγνωρίζει κάτι από το πρόσωπό της στους ήρωες του Ουελμπέκ, στην ελληνική βέβαια, βερσιόν. Δεν είναι ότι δεν έχουμε το δικό μας μερίδιο στην ευτυχία· απλώς το ξεκλέβουμε παλεύοντας με νύχια και με δόντια. Την πικρή ευτυχία του αδικημένου και τσαλακωμένου.
Εντούτοις, δεν είναι θέμα γενιάς, όπως τεχνηέντως προσπαθεί να διαχωρίσει τις πλευρές ο συγγραφέας του Σοφού Παιδιού, χώνοντας μας όλους, θύτες και θύματα, αδικητές κι αδικημένους στο τρένο της αειφόρου ανάπτυξης και των στρατηγικών επενδύσεων. Οι άνθρωποι που καταστράφηκαν από τα λογής τερατώδη σκάνδαλα που με την ευκολία του αλώβητου αντιπαρέρχεται ο Χωμενίδης, οι άνθρωποι που πληρώνουν διαρκώς τα σπασμένα πληρώνοντας τρεις φορές τις τράπεζες και τα τρεις φορές υπέρ-κοστολογημένα ολυμπιακά έργα που σήμερα ρημάζουν, τις λογής μίζες των εξοπλισμών και των λογής στολισμών, το PSI και την ατελείωτη σχοινοτενή διαδοχή των μνημονίων, οι πολίτες που μεταμορφώθηκαν με το ραβδάκι της τηλεόρασης που τους τάιζε σαράντα χρόνια σκουπίδια σε πελάτες μιας δηλητηριασμένης καταναλωτικής ευωχίας, απέχουν έτη φωτός από τους ελάχιστους εκείνους κομματικοδίαιτους της γενιάς τους – της κάθε γενιάς – που τα έφαγαν όλοι μαζί και τους πάσαραν ύστερα τον λογαριασμό.
Ο καθένας μπορεί βεβαίως να βρίσκει παραδεισένια οποιαδήποτε εποχή· ιδίως όταν αποστρέφεται τον πόνο και την οδύνη του άλλου. Όταν απροσχημάτιστα ποδοπατεί και περιφρονεί κάθε ζείδωρο αίτημα ηθικής ακεραιότητας, δηλαδή ελευθερίας από τον επιβεβλημένο αμοραλισμό και τη συνενοχή στο κατά συρροήν έγκλημα του εκσυγχρονισμού. Η συστηματική ωστόσο προσπάθεια να παρουσιαστούν τα χρόνια της βαθιάς πνευματικής, πολιτικής και οικονομικής παρακμής παραδεισένια, φέρνουν αμέσως στον νου όλους εκείνους που ζούσαν ζωή χαρισάμενη επί επταετίας και αναπολούν μέχρι σήμερα τα ανοιχτά τότε παράθυρα, ενώ κοιμόντουσαν τον ύπνο τον βαθύ.
Μπορεί ο Χωμενίδης να μην έβαλε το χέρι στο δοχείο με το μέλι, όπως λέει, όλοι όμως εκείνοι οι οποίοι συναγελάστηκαν με τους κλέφτες και τους λωποδύτες της πολιτικής και του λάιφστάιλ που όλα αυτά τα χρόνια μάς καταδυναστεύουν οικονομικά και πνευματικά, όλοι όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι η κατρακύλα και η βαθιά και δυσώδης παρακμή υπήρξε ρόδινη γιατί εκείνοι τη χαρήκαν με τους φίλους τους, που τώρα παλεύουν να αποκαθάρουν, δεν έχουν το δικαίωμα να πιάνουν στο στόμα τους ανθρώπους που στάθηκαν μακριά από αυτόν τον εσμό, επιδεικνύοντας σπάνιο ηθικό ανάστημα. Γιατί οι ηθικολόγοι που με περισσή προπέτεια ξεφτιλίζει απρεπώς ο Χωμενίδης, δεν είναι άλλοι από τους παλιομοδίτες εκείνους που δεν πρόδωσαν το ήθος που πήραν από τη μάνα τους. Είναι οι πολίτες που δεν αφέθηκαν να γίνουν πελάτες, οι άνθρωποι που στήριξαν και στηρίζουν πάνω στις δικές τους πλάτες το οικοδόμημα που καταρρέει. Οι γιατροί και οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν καταδέχονται φακελάκι, οι καθηγητές που σε πείσμα των πάντων παραμένουν παιδαγωγοί, οι επιχειρηματίες που δεν κλέβουν το δημόσιο που τους κλέβει, οι δημιουργοί που επιμένουν να δημιουργούν χωρίς να πουληθούν. Τους ανθρώπους αυτού του ήθους ο αμετανόητος ανηθικολόγος κύριος Χωμενίδης δεν δικαιούται να τους πιάνει στο στόμα του.
Ο Σπύρος Γιανναράς είναι συγγραφέας.
[1] Ένα μόνο βήμα χωρίζει τα ψεύτικα δόντια από τον ψεύτικο νου.