Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο της Λαμπρινής Θωμά* που υπήρξε η αφορμή της απάντησης που ακολουθεί:

 

Πρόσφατα, η κυρία Λαμπρινή Θωμά (3/4/2021) δημοσιοποίησε ένα κείμενο στην ιστοσελίδα σας (thepressproject.gr) με τίτλο Υπενθυμίζοντας στο ΚΚΕ τί υπήρξε ΚΚΕ.

Το κύριο επιχείρημα του κειμένου δίνεται από το παρακάτω απόσπασμα:

«Η λαϊκή συμμετοχή, το «Εμείς» του Μακρυγιάννη, απουσιάζει πλήρως από τη σημερινή ανάλυση του ΚΚΕ. Ο λαός έρχεται δεύτερος, ή απουσιάζει τελείως. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι ναύτες (οι πρόγονοι της εποποιίας της ΟΕΝΟ), της γης οι κολασμένοι, που έχυσαν αίμα, που οι χήρες τους περίμεναν τον Καποδίστρια για να του δώσουν τα παιδιά τους, τα νήπια χωρίς πατέρα, υποδεχόμενές τον ως πατέρα του γένους, οι ήρωες μας, από το Νικηταρά ως τον Καραϊσκάκη, όλοι αυτοί που μόνο αστική τάξη δεν τους λες…»

            Πρόκειται για τοποθέτηση που παραποιεί εμφανώς τις θέσεις του Κόμματος μας. για Για να το καταλάβει κανείς αρκεί να ανατρέξει κανείς στο πρόσφατο συλλογικό τόμο 1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, που εκδόθηκε με επιμέλεια του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Εκεί σημειώνεται ότι σε αντίθεση με ορισμένες αστικές μερίδες που ταλαντεύονταν απέναντι στην Επανάσταση:

«Από την άλλη πλευρά, οι λαϊκές δυνάμεις (αγρότες και κτηνοτρόφοι, εργάτες γης και ολιγάριθμη εργατική τάξη των πόλεων) αποτελούσαν το πιο γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια  ενός επαναστατικού σχεδίου. Η θέση τους στην παραγωγή  δεν τους παρείχε προνόμια που θα απειλούνταν από την επανάσταση. Ωστόσο, αυτό το αντικειμενικό γεγονός (το ίδιο αντικειμενικό και πριν έναν αιώνα) δεν έφτανε για να πυροδοτήσει τις επαναστατικές τους διαθέσεις. Όμως, τις παραμονές της επανάστασης οι ναυτικοί συσσωρεύονταν άνεργοι στα νησιά, το ίδιο συνέβαινε με όσους επηρεάζονταν από την κρίση της ναυτιλίας και του εμπορίου και την καταστροφή της βιοτεχνίας, ενώ οι φτωχοί αγρότες αντιμετώπιζαν την κακή σοδειά του 1820 και τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας. Σε αυτές τις συνθήκες, οι επαναστατικές διακηρύξεις της αστικής Φιλικής Εταιρείας (Φ.Ε.) έδωσαν διέξοδο στις ανάγκες των λαϊκών δυνάμεων, που αδυνατούσαν να διαμορφώσουν αυτόνομη στρατηγική.»[1]

«Σε κάθε περίπτωση ήταν εκείνοι οι «κσιπόλιτι και παρακιντέδες» – και ιδιαίτερα η φτωχή αγροτιά – που επάνδρωσαν τον κύριο όγκο των επαναστατικών ένοπλων δυνάμεων, προσφέροντας με «ζήλον και αφιλοκέρδειαν» ότι μπορούσε ο καθένας στην υπόθεση της Επανάστασης (….).» [2]

            Αν και η κυρία Λαμπρινή Θωμά γνωρίζει το συγκεκριμένο συλλογικό τόμο (αφού ο συντάκτης της παρούσας επιστολής κλήθηκε να τον παρουσιάσει στη διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή που συμπαρουσιάζει με τον κύριο Δημήτρη Κουλαλή), επέλεξε να αγνοήσει το περιεχόμενο του. Φυσικά ο οποιοσδήποτε δεν είναι αναγκασμένος να διαβάσει τις συλλογικές επεξεργασίες του ΚΚΕ για την Επανάσταση του 1821. Θα ήταν όμως δεοντολογικά σωστό να το πράξει η κυρία Θωμά, στο βαθμό που αρθρογραφεί για το συγκεκριμένο θέμα. Το ότι αναφέρθηκε στη Διακήρυξη της ΚΕ δεν δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Γιατί, ακόμα και επικεντρώνοντας κανείς στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση (η οποία ως πιο σύντομη δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από την ίδια πληρότητα που υπάρχει σε μια ολοκληρωμένη επεξεργασία), αντιλαμβάνεται με ευκολία ότι το ΚΚΕ σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζει τη συμμετοχή των φτωχών λαϊκών μαζών στην Επανάσταση, αφού σε αυτή σημειώνεται σε ανάλογο πνεύμα:

«Αντίθετα, την ίδια περίοδο, οι φτωχοί αγρότες και η περιορισμένη αριθμητικά εργατική τάξη βίωναν τις συνέπειες της κρίσης στο εμπόριο και στη ναυτιλία και της καταστροφής της βιοτεχνίας και έγιναν θερμοί αποδέκτες των επαναστατικών κελευσμάτων της Φιλικής Εταιρείας.

            (…) Η φτωχή αγροτιά και η μικρή ακόμη εργατική τάξη, που στελέχωσαν με ανιδιοτέλεια τις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις, ρίχτηκαν με ηρωισμό στα πεδία των μαχών και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους στην Επανάσταση, κατάφεραν να αποτινάξουν το καθεστώς του ραγιά. Δεν πέτυχαν όμως και την κοινωνική τους απελευθέρωση. Η ελευθερία που επικαλούνταν οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις αφορούσε μόνο την απελευθέρωση από τις σχέσεις φυσικού καταναγκασμού και το διάπλατο άνοιγμα του δρόμου για την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

            Οι πολιτικά ανώριμες ακόμα λαϊκές δυνάμεις άργησαν να αντιληφθούν ότι η αστική εξουσία ήταν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης και όχι της προδοσίας της. Παρ’ όλα αυτά, το σπάσιμο του φόβου τους, ο ξεσηκωμός τους (κόντρα στις παραινέσεις ή και τις απειλές των ισχυρών, των «συνετών» κ.λπ.), η ανιδιοτέλειά τους στον αγώνα, η αντοχή τους στις δυσκολίες, γενικότερα η ισχύς του επαναστατημένου λαού: Όλα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τις σύγχρονες μάχες που έχει μπροστά του ο λαός μας.»

            Μάλιστα, η κυρία Θωμά ισχυρίζεται ότι η ανάλυση του ΚΚΕ ταυτίζεται με την προσέγγιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ή με τις θέσεις της Επιτροπής «Ελλάδα 2021»:

«Μέσα στα πολλά σοκ που συνόδεψαν τους εορτασμούς και τις αναφορές στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21, ήταν ίσως πιο γερό σοκ από όλα – φαντάζομαι όχι μόνο για μένα – η σχετική διακήρυξη του ΚΚΕ. Γιατί, από Γιάννες και Κατερίνες και Μητσοτάκηδες περιμένεις τα πάντα. Το ΚΚΕ να αναθεωρεί όμως τη στάση του ίδιου του ΚΚΕ απέναντι στην Επανάσταση του ΄21, ε, μάλλον όχι.»

Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα ακόμα απόσπασμά της Διακήρυξης και αφήνουμε στο αναγνωστικό σας κοινό να συμπεράνει αν οι θέσεις του ΚΚΕ μπορούν σε κάτι να θυμίσουν «Γιάννες, Κατερίνες και Μητσοτάκηδες»:

«Στη σημερινή εποχή, η σοσιαλιστική επανάσταση για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας είναι η μοναδική προοδευτική απάντηση απέναντι στο γερασμένο καπιταλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό σήμερα προέχει η ολόπλευρη προετοιμασία της πρωτοπορίας, όλων των αγωνιστικών ριζοσπαστικών δυνάμεων για την αντεπίθεση. Προέχει η συστράτευση όλων των κοινωνικών – ταξικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον από την ανατροπή της αστικής εξουσίας, η αντιμετώπιση όλων των ταλαντεύσεων.

            Ηγετική δύναμη της επανάστασης θα είναι ο κοινωνικός φορέας του καινούριου, η εργατική τάξη, που με την επαναστατική της πάλη θα εμπνεύσει και θα συσπειρώσει και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση της εργατικής, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφής κοινωνικής καταπίεσης και ανισοτιμίας, για την αποδέσμευση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση.»

            Βέβαια, η κυρία Θωμά επιχειρεί να καλύψει τις όποιες διαστρεβλώσεις με την παράθεση αποσπασμάτων παλαιότερων θέσεων του ΚΚΕ για την Επανάσταση του 1821, επισημαίνοντας τις διαφοροποιήσεις τους σε σχέση με τη σημερινή εκτίμηση περί αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης.

Η κυρία Θωμά και όποιος άλλος ανακαλύπτει ότι το ΚΚΕ, βασισμένο στην ιστορική έρευνα, διορθώνει παλιότερες μονομέρειες ή ανεπάρκειες επεξεργασιών του, παραβιάζει ανοικτές πόρτες. Και αυτό διότι στον προαναφερόμενο συλλογικό τόμο υπάρχει σχετικό κείμενο που αφιερώνεται ακριβώς σε αλλαγή κομβικών ζητημάτων στις ιστοριογραφικές επεξεργασίες του Κόμματος μας.[3] Αντίστοιχο άρθρο δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη. Το ίδιο  επισημαίνεται και στο κείμενο της Διακήρυξης, όπου αναφέρεται:

«Το Κόμμα μας, από την ίδρυσή του, καταπιάστηκε επανειλημμένα με την Ιστορία του 1821, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής στη διαμόρφωση της στρατηγικής του. Βέβαια, αυτές οι προσεγγίσεις δεν στερούνταν αδυναμιών, που αντανακλούσαν κάθε φορά το ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο ωριμότητας του ίδιου του Κόμματος.»

            Με βάση τα προηγούμενα, η σημαντικότερη διαφοροποίηση σε σχέση με παλιότερες επεξεργασίες έγκειται στο ότι το ΚΚΕ, σε ένα διάστημα της υπερεκατοντάχρονης ιστορίας του (και όχι στο σύνολό της, όπως υπονοεί η κυρία Θωμά), αν και αναγνώριζε την ηγεμονία της αστικής τάξης στην επανάσταση, θεωρούσε ότι η Επανάσταση δεν οδήγησε στη συγκρότηση ενός σύγχρονου αστικού έθνους-κράτους, αλλά μέσα από τη συμφιλίωση της αστικής τάξης με τις παραδοσιακές κοινωνικές δυνάμεις (και κυρίως με τους κοτζαμπάσηδες) στη δημιουργία ενός αστοτσιφλικάδικου καθεστώτος.

            Όμως, η συντάκτρια του άρθρου ούτε στέκεται, ούτε προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη διαφοροποίηση. Και φυσικά δεν αναφέρει όλα τα δεδομένα, στα οποία στηρίζεται η σημερινή τοποθέτηση του ΚΚΕ, τα οποία εν συντομία είναι τα ακόλουθα: α) η εκτίμηση της αστοποίησης μερίδας των παραδοσιακών κοινωνικών δυνάμεων και ειδικότερα των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων, που επέκτειναν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στο εμπόριο, στη ναυτιλία κ.ά., ενώ παράλληλα κατεύθυναν την αγροτική παραγωγή τους στο εξωτερικό εμπόριο β) ο αστικός χαρακτήρας των επαναστατικών συνταγμάτων (που η κυρία Θωμά τα θεωρεί γενικά και αόριστα δημοκρατικά) που φανερώνεται κυρίως στην αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξιθρησκίας κλπ., γ) το γεγονός ότι στους «εμφυλίους» πολέμους της Επανάστασης επικράτησε η πιο ριζοσπαστική μερίδα της αστικής τάξης, την οποία εξέφραζαν οι καραβοκυραίοι, οι αστοί διανοούμενοι, τα νέα αστικά στρώματα (γιατροί, δικηγόροι κλπ.), αλλά και οι πιο αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες και η οποία απαιτούσε και πέτυχε τη συγκρότηση ενός σύγχρονου για την εποχή του ανεξάρτητου και συγκεντρωτικού αστικού έθνους κράτους, πολύ νωρίτερα μάλιστα από ότι αυτό συνέβη όχι μόνο στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, αλλά ακόμα και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.

            Αντί των προηγούμενων, η κυρία Θωμά, η οποία με το «Εμείς» του Μακρυγιάννη καταλαβαίνει ότι η επανάσταση ήταν λαϊκή εθνικοαπελευθερωτική δεν αναφέρει παλιότερες κομματικές επεξεργασίες που τη διαψεύδουν, ενώ σε αυτές που αναφέρει αποκόβει τα κομμάτια τους, που αφορούν τον εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της Επανάστασης, από αυτά που αφορούν τον αστικό χαρακτήρα της (τα οποία και δεν αναφέρει).

Για παράδειγμα στο Ριζοσπάστη της 25ης Μαρτίου 1921 (ο οποίος δεν παρατίθεται, αν και είναι η πρώτη επέτειος, κατά την οποία ο Ριζοσπάστης αποτελούσε όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, μετέπειτα ΚΚΕ) σημειωνόταν αναφορικά με την Επανάσταση:

«Ότι η επανάστασις του 1821 ήτο μία επανάστασις, εις ην εσήκωσε το Έθνος, η συμφεροντολογία των μικροαστών και των εμπόρων της εποχής, οίτινες έχοντας εις τας χείρας την οικονομικήν ζωήν της χώρας – των Τούρκων φεουδαρχών μη ασχολούμενων με την εμπορικήν κίνησιν – είχαν συμφέρον να αποκτήσουν και την πολιτικήν εξουσίαν είναι αναμφισβήτητον και χιλιοειπωμένον ήδη. Ως επίσης αναντίρρητον είναι ότι προς επιτυχίαν της επαναστάσεως ταύτης, η αστική τάξις εξεμεταλλεύθη την διαφοράν της θρησκείας του υπόδουλου ως προς τον κατακτητήν, την παράδοσιν περί αναστάσεως του Βυζαντίου, το μίσος του αγρότου κολλίγου και υποτελούς κατά του αγά.»[4]

            Ενώ, στο άρθρο του Ριζοσπάστη του 1924, στο οποίο παραπέμπει, παραλείπει για ευνόητους λόγους την αρχή του, όπου σημειώνεται:

«Η αστική τάξις θα εορτάση σήμερον την «Εθνικήν» της εορτή. Η σημερινή ημέρα συμβολίζει το απελευθερωτικόν κίνημα του 21. Η επανάστασις εκείνη προοδευτική δια την εποχήν της από απόψεως ιστορικής ανάγκης ήτο καθαρώς κίνημα αστικόν.»[5]

            Φυσικά, ο προσδιορισμός του αστικού χαρακτήρα της Επανάστασης δεν αμφισβητεί τη λαϊκή συμμετοχή, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα που παραθέτει η κυρία Θωμά (και όπως συμβαίνει και στην τωρινή Διακήρυξη):

«Οι αστοί έδωσαν το χρήμα, ο λαός έδωσε το αίμα.. ο λαός ο οποίος έδωσε το αίμα του δια την επιτυχίαν της Επανάστασης εγκαταλείφθη από την πρώτην ημέραν, ούτε οι αστοί ούτε οι κοτζαμπάσηδες σκέφτηκαν ποτέ τα λαϊκά συμφέροντα»

            Μόνο που ο συντάκτης του άρθρου πριν από 97 χρόνια, όπως και οι σημερινοί συντάκτες της Διακήρυξης, γνώριζε πολύ καλά ότι η ταξική σύνθεση των ένοπλων δυνάμεων μιας επανάστασης δεν προσδιορίζει και τον ταξικό της χαρακτήρα. Αντίθετα, σε όλες τις αστικές επαναστάσεις της εποχής, οι αστοί αποτελούσαν μια συντριπτικά μειοψηφούσα κοινωνική δύναμη, η οποία όμως αποτελούσε το φορέα των νέων σχέσεων παραγωγής και της νέας καπιταλιστικής εξουσίας και η οποία όφειλε να συμπαρασύρει τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες στα επαναστατικά της σχέδια, αν ήθελε να νικήσει τη φεουδαρχική εξουσία. Έτσι και αλλιώς, και οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες θα είχαν και αυτοί όφελος από την ανατροπή της φεουδαρχίας.

Εξάλλου, αν η ταξική σύνθεση των ενόπλων δυνάμεων έδινε και τον ταξικό χαρακτήρα μιας πολεμικής αναμέτρησης, τότε και η ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως και η συμμετοχή του ελληνικού στρατού στην επέμβαση στη σοβιετική Ρωσία και στην Κορέα, θα έπρεπε να θεωρούνται λαϊκοί πόλεμοι.

Θα μπορούσα να αναφέρω ακόμα πολλά παραδείγματα επιλεκτικής παρουσίασης παλιότερων επεξεργασιών (στα αποσπάσματα που παραθέτει) και άλλες τόσες επεξεργασίες που δεν παραθέτει, αλλά δεν επιθυμώ να κουράσω. Εξάλλου, το ουσιαστικό είναι ότι αυτή η κοπτοραπτική της κομματικής ιστοριογραφίας συνοδεύεται με διάφορες άλλες αναλύσεις, που επιχειρούν να προβληθούν ως παρελθούσες αναλύσεις του ΚΚΕ, ενώ στοχεύει να παρουσιάσει τις σημερινές αναλύσεις του ΚΚΕ ως ταυτόσημες με άλλες που καμία σχέση δεν έχουν μαζί του. Πιο συγκεκριμένα:

α) Η κυρία Θωμά ισχυρίζεται ότι το ΚΚΕ ψέγει την Επανάσταση του 1821 γιατί δεν ήταν σοσιαλιστική:

«μόνο μια ανιστορική ιδέα για το χρέος μιας «ταξικής επανάστασης» (που δεν έλαβε χώρα πουθενά αλλού την εποχή εκείνη) μπορεί να ψέξει τους ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό ζυγό αιώνων, ως προς το ότι αγωνίστηκαν να στήσουν δικό τους κράτος, αντί να το πάνε απευθείας για σοβιέτ.»

            Όμως η Διακήρυξη λέει το ακριβώς αντίθετο:

«Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, γνήσιο «τέκνο» της εποχής της. Προέκυψε ως συνέπεια των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων που οξύνθηκαν την περίοδο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αποτέλεσε μία από τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνταν εκείνη την περίοδο, έναν από τους πολλούς κρίκους των αστικών επαναστάσεων, που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. (…)

            Το αστικό συγκεντρωτικό έθνος – κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. »

            Φυσικά, η Διακήρυξη, αναφερόμενη σε αστικές επαναστάσεις εννοεί τις ταξικές επαναστάσεις που γκρέμισαν τον παλιό κόσμο της φεουδαρχίας επιβάλλοντας επαναστατικά τον καπιταλισμό σε μια περίοδο που εκτείνεται από την Αμερικανική Επανάσταση (1775) έως και τις ευρωπαϊκές αστικές επαναστάσεις της περιόδου 1848-1850. Και να πληροφορήσουμε την κυρία Θωμά ότι στη διεθνή ιστοριογραφία αυτή η περίοδος αναφέρεται ως περίοδος των αστικών επαναστάσεων, ενώ ο ιστορικός Eric Hobsbawm έδωσε αντίστοιχο τίτλο σε βιβλίο του για την περίοδο.

Επομένως, η διαφορά του ΚΚΕ από τις άλλες αντικειμενικά δοσμένες προσεγγίσεις της εποχής των αστικών επαναστάσεων έγκειται στο γεγονός ότι αναδεικνύει το ιστορικά πεπερασμένο του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι το σύγχρονο πρόταγμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να αναζητηθεί στα τότε συνθήματα των αστικών επαναστάσεων που επέβαλαν την καπιταλιστική εξουσία, αλλά στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας κοινωνικής συμμαχίας και στρατηγικής για την ανατροπή της.

Υπό αυτό το πρίσμα, η όποια σύμπτωση της ανάλυσης του ΚΚΕ με αντικειμενικές αστικές και άλλες αναλύσεις της περιόδου δεν σημαίνει και ταύτιση του σκεπτικού του μαζί τους. Όπως, οι αντιλήψεις της κυρία Θωμά περί εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης με κορυφαία τη σημασία της θρησκευτικής συνείδησης (όπως θα δούμε παρακάτω), δεν την ταυτίζουν με τον Άδωνι Γεωργιάδη.

Όμως, η κυρία Θωμά αμφισβητεί τόσο τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης («η επιμονή στο δήθεν αστικό χαρακτήρα της επανάστασης»), όσο και την ύπαρξη ακόμα αστικής τάξης («Ούτε οι εμποράντζες της εποχής συνιστούσαν αστική τάξη με την μαρξική έννοια, ούτε αυτές οδήγησαν στην επανάσταση»). Και μάλλον δεν αποδέχεται ούτε την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, παρά μόνο την ανάγκη αντικατάστασης μιας κυβέρνησης από μια άλλη:

 «Και είναι διπλά γελοία μια τέτοια κατηγορία, όταν έρχεται από εμάς που όχι σοβιέτ δεν προσπαθούμε να στήσουμε, αλλά ζούμε ως υπήκοοι του Κούλη, και δεχθήκαμε στην προηγούμενη δεκαετία τρία μνημόνια συν την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος του 2015 χωρίς να ανοίξει μύτη.. αλλά αυτά είναι για άλλη φορά.»

β) Η ανιστορική κατά την κυρία Θωμά προσέγγιση του ΚΚΕ επεκτείνεται και στην εξέταση του ρόλου της θρησκείας:

«Όσο για το ρόλο της θρησκείας, είναι κάποτε καιρός να σταματήσουμε να βλέπουμε την εποχή με τα γυαλιά της σημερινής μας ιδεολογίας, και να αναγνωρίσουμε ότι στην εποχή του (και για πολύ αργότερα), ο λαός της επανάστασης ήταν πιστός, και είχε κρατηθεί από τη θρησκεία του ως μέσο διαφοροποίησης από τον κατακτητή (φαινόμενο παγκόσμιο και πανάρχαιο).»

            Μόνο που και σε αυτό το θέμα, άλλα λέει η Διακήρυξη του ΚΚΕ:

«Ο στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός σύγχρονου αστικού έθνους – κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα και ρήξη με τους όρους της οθωμανικής κυριαρχίας. Το γεγονός αυτό προσέδωσε στην Επανάσταση και απελευθερωτικό χαρακτήρα και επέτρεψε στην αστική τάξη να προσελκύσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που βίωναν την ταξική εκμετάλλευση και τη φυλετική και θρησκευτική καταπίεση, στα επαναστατικά της σχέδια.»

            γ) Η κυρία Θωμά επιχειρεί να ταυτίσει τις αναλύσεις του ΚΚΕ με το αστικό αντιδραστικό ρεύμα της αναθεώρησης της Ιστορίας και συγκεκριμένα με τον εκπρόσωπο του Mazower:

«Επαναστατήσαμε – εμείς, ο λαός – γιατί θέλαμε ελευθερία, και όχι να λαθροβιώνουμε ως πολίτες σκλάβοι β’ κατηγορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που δεν ήταν η ονειρο-φαντασία του τουρίστα Μαζάουερ, αλλά ένας ατέλειωτος κατάλογος από καταπίεση, εξευτελισμούς και σφαγές).(…) Και αν το ΚΚΕ έχει σταματήσει να κάνει αυτή τη διάκριση, κακό του κεφαλιού του. Κυριολεκτικώς, γιατί, το μεγαλύτερο θύμα από μια τέτοια αναθεώρηση της ιστορίας θα είναι το ίδιο.»

            Μόνο που το ΚΚΕ είναι το μοναδικό Κόμμα που με συνέπεια έχει αντιστρατευθεί αυτό το αντιδραστικό ρεύμα, ενώ η κυρία Θωμά δεν μας εξηγεί επαρκώς – όπως φαίνεται και από τα προηγούμενα – από που προκύπτει η ταύτιση που υποστηρίζει.

Κλείνοντας, το ΚΚΕ είναι ανοικτό στην στοιχειοθετημένη κριτική, ακόμα και στη στοιχειοθετημένη πολεμική εναντίον των θέσεών του. Όμως, στη διαδρομή 102 χρόνων δεν έχει δεχτεί – και ούτε πρόκειται να το πράξει τώρα – τη διαστρέβλωση των θέσεων του. Με αυτή την έννοια, κάθε αρθρογράφος έχει το δικαίωμα να διαφωνεί με τις αναλύσεις του ΚΚΕ ή να παρουσιάζει τις δικές του αντίθετες απόψεις ή αναλύσεις, αλλά όχι και να χρησιμοποιεί τις αναλύσεις του ΚΚΕ όπως θέλει ή να χρησιμοποιεί παραπλανητικά την ιστορική διαδρομή του.

Σε αυτή τη βάση, σας καλούμε να δημοσιεύσετε την παρούσα επιστολή στο site σας ως δείγμα σεβασμού στην ιστορική πραγματικότητα και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.

[1]    Κώστας Σκολαρίκος, « «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821, στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), 1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020 , σελ. 268.

[2]    Αναστάσης Γκίκας, «Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην Επανάσταση του 1821. Ο χαρακτήρας της Επανάστασης.» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), ό.π., σελ. 199.

[3]    Μάκης Μαΐλης, «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), ό.π..

[4]    Ριζοσπάστης, 25 Μαρτίου 1921.

[5]    Ριζοσπάστης, 25 Μαρτίου 1924.

 

*Από την πλευρά της, η συντάκτριά μας, Λαμπρινή Θωμά δηλώνει ότι δεν θα συνεχίσει τη συζήτηση σεβόμενη την Ιστορία και το ρόλο του ΚΚΕ, όπως ακριβώς έκανε και στο κείμενό της.