του Διονύση Περδίκη, μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξιστικής Σκέψης «Γ. Κορδάτος» και της Συντονιστικής Επιτροπής της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος
Το άρθρο1 καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα για το τι σημαίνουν όλα αυτά για όσους ενδιαφέρονται για μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα μας, μετά και από τη δραματική μεν, διδακτική δε, εμπειρία της ήττας του εργατικού και λαϊκού κινήματος στους «αντιμνημονιακούς» αγώνες των προηγούμενων χρόνων.
Λόγω περιορισμών στο μέγεθος του κειμένου, το άρθρο παραπέμπει σε προηγούμενη αρθρογραφία και πλήθος πηγών, κυρίως ξενόγλωσσων, πολλών από αυτές μεταφρασμένων και συγκεντρωμένων κυρίως εδώ.
Η σύγχρονη μαρξιστική θεωρία για τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό του 21ου αιώνα.
Ο Κ. Λαπαβίτσας είναι ένας από τους λίγους διεθνώς αναγνωρισμένους Έλληνες επιστήμονες της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και διακρίνεται για την προσπάθειά του να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα του καπιταλισμού και να διατυπώσει πολιτικές προτάσεις διεξόδου από τη γενική κρίση που μας περιβάλλει, χωρίς να περιορίζεται δογματικά από το «γράμμα» της κλασσικής μαρξιστικής (και λενινιστικής) θεωρίας. Το έργο του έχει δεχθεί σκληρή κριτική, έως και πολεμική, από όσους υπερασπίζονται το «γράμμα» αυτό, όπως κάνει ο γνωστός μαρξιστής μπλόγκερ Michael Roberts στην κριτική του συλλογικού τόμου που εξέδωσε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Δίκτυο για την Κοινωνική και Οικονομική Πολιτική (European Research Network on Social and Economic Policy, EReNSEP) με επικεφαλής τον Κ. Λαπαβίτσα υπό τον τίτλο Η Κατάσταση του Καπιταλισμού.
Ο κριτικός αυτός διάλογος των δύο ρευμάτων μπορεί να φαντάζει ως διαμάχη για το φύλο των αγγέλων στο ευρύ κοινό, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την πολιτική στρατηγική της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα και των συνεργατών του, εκκινώντας από τη σημασία των παραγωγικών επενδύσεων – έναντι της λεγόμενης «χρηματιστικοποίησης» – για την αύξηση της παραγωγικότητας και των ρυθμών ανάπτυξης, τείνει προς προτάσεις που προσεγγίζουν έναν ριζοσπαστικό κεϋνσιανισμό, με το κράτος να αναλαμβάνει να ενισχύσει τις επενδύσεις αυτές. Οι επικριτές τους επικεντρώνουν στον ρόλο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, έναν βασικό νόμο της κλασσικής μαρξιστικής θεωρίας, για να ισχυριστούν ότι η πολιτική αυτή είναι ουτοπική, καθώς καμία τέτοια παραγωγική επένδυση δεν μπορεί να συμβεί σε επαρκή βαθμό, αν δεν προσφέρει ικανοποιητική κερδοφορία στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Έτσι, αντιπροτείνουν πιο ριζοσπαστικές ή επαναστατικές πολιτικές, οι οποίες προϋποθέτουν ή οδηγούν στην αλλαγή της τάξης στην εξουσία. Αντίθετα, η άποψη του EReNSEP αμφισβητεί τόσο τον μαρξικό αυτόν νόμο, όσο και το πόσο σημαντικός είναι για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι διαφορές των δύο απόψεων επεκτείνονται στη συνέχεια και για το κατά πόσο οι διάφορες πολιτικές προτάσεις μπορούν να υλοποιηθούν εντός της ΕΕ ή απαιτούν απλά έξοδο από την Ευρωζώνη.
Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι οι δύο απόψεις τείνουν να συγκλίνουν όσον αφορά σε πλευρές της κριτικής τους προς την κλασσική λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα ως προς την υποτίμηση της ιμπεριαλιστικής εθνικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, της υπανάπτυξης των εξαρτημένων χωρών και νεοαποικιών (Marini (2021), Dussel (1990)) και της υπερεκμετάλλευσης («διπλής ή τριπλής εκμετάλλευσης» κατά τον Λένιν2) της εργασίας στις χώρες αυτές, έναντι της συγκέντρωσης μιας «εργατικής αριστοκρατίας» στις ιμπεριαλιστικές χώρες3. Αυτό συμβαίνει παρόλο που οι Carchedi & Roberts (2021), ακολουθώντας έναν κλασσικό εκπρόσωπο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του 20ού αιώνα, τον Henryk Grossman,4 αποδέχονται ότι η ιμπεριαλιστική στρατηγική των χωρών του ανεπτυγμένου καπιταλισμού αποτελεί αναγκαστική προσπάθεια αντιστάθμισης της εσωτερικής τους, δομικής, κρίσης λόγω της ως άνω ιστορικής πτώσης της εγχώριας κερδοφορίας, σε αντίθεση μάλλον με το EReNSEP, που αποδίδει την κρίση αυτή περισσότερο στη «χρηματιστικοποίηση» και σε πολιτικές επιλογές.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο του στο ThePressProject, ο Κ. Λαπαβίτσας αρχικά ασκεί κριτική σε πλευρές της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό από τη σκοπιά της σύγχρονης πραγματικότητας, αναδεικνύοντας διαφορές, όπως:
- της σημερινής «χρηματιστικοποίησης» έναντι του χρηματιστικού κεφαλαίου της λενινιστικής εποχής και θεωρίας, ως σύμφυσης του τραπεζικού και του βιομηχανικού υπό όρους κυριαρχίας του τραπεζικού,5
- του μεγέθους και της σύνθεσης των εξαγωγών κεφαλαίου (προς ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες, δανειακές ή άμεσα παραγωγικές κ.λπ)6,
- ή του ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας της διεθνοποιημένης παραγωγής, έναντι της δημιουργίας αποικιών και εδαφικών αυτοκρατοριών της λενινιστικής εποχής.7
Πέρα από τη σημασία των διαφορών αυτών, αν εστιάσουμε στις διεθνείς σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης (δεν διαφεύγουν της προσοχής ούτε του Κ. Λαπαβίτσα)8 η ουσία του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού παραμένει η διαλεκτική σχέση μεταξύ της πολιτικής εθνικής καταπίεσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης των ιμπεριαλιστικών χωρών επί των εξαρτημένων. Η καταπίεση αποσκοπεί σε τελική ανάλυση στην εκμετάλλευση, ενώ οι κρατικοί ή ιδιωτικοί μηχανισμοί που την ασκούν χρηματοδοτούνται από το πλεόνασμα που συσσωρεύει στις ιμπεριαλιστικές χώρες η εκμετάλλευση αυτή. Πρόκειται δηλαδή για μια αλληλοτροφοδοτούμενη και συστηματικά αναπαραγόμενη, διεθνή, κοινωνική σχέση, η οποία διαμεσολαβείται από την κρατική συγκρότηση και τις ανταγωνιστικές διακρατικές σχέσεις ανισότιμης ισχύος ή «ηγεμονίας» των μεν επί των δε.
Ο Κ. Λαπαβίτσας από τη μια δείχνει να αντιλαμβάνεται σωστά τη διαδικασία αυτή όπως την περιγράφει στην υποπαράγραφο «Παγκοσμιοποίηση και χρηματιστικοποίηση»7. Ωστόσο, πως είναι δυνατό μια παραγωγή οργανωμένη σε διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας (δυστυχώς ο Κ. Λαπαβίτσας δεν αναφέρεται στον επιστημονικό αυτόν όρο) κατά μήκος των επιμέρους «κρίκων» τους, ανάμεσα στους οποίους επικρατούν ανισότιμες σχέσεις ισχύος, με τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κρατών να τις ελέγχουν ποικιλοτρόπως (τεχνολογική υπεροχή, χρηματοπιστωτική ισχύς, νομισματικό μονοπώλιο κ.α.) να μην οδηγεί σε σχέσεις εθνικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης και σε διαφοροποιήσεις τόσο εντός του διεθνούς κεφαλαίου, όσο και εντός της διεθνούς εργασίας;
Αναφερόμαστε σε έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας (βλ. Wise & Martin (2016), Wise & Niell (2021) και Xie & Liang (2017)), σύμφωνα με τον οποίο
- στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες συγκεντρώνονται περισσότερο οι δραστηριότητες που είναι πιο σημαντικές για την υπερίσχυση στον διεθνή ανταγωνισμό και για την εξαγωγή (μονοπωλιακών) υπερκερδών (χρηματοπιστωτικές, παραγωγή και μονοπωλιακή κατοχύρωση τεχνολογικών καινοτομιών, σχεδιασμός των εμπορευμάτων και της παραγωγικής διαδικασίας και έλεγχος αυτής, έστω και εκ του μακρόθεν, μονοπωλιακή εμπορική αξιοποίηση, κατοχύρωση φυσικών – ενεργειακών, ορυκτών κ.α. – πόρων, καθορισμός διεθνών προτύπων και εμπορικών κανόνων, επιβολή δια της πολιτικο-στρατιωτικής βίας της διεθνούς κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης, χειραγώγηση των εργαζόμενων τάξεων διεθνώς ως υποκείμενα τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης μέσω π.χ. της διαφήμισης, του μάρκετινγκ και του «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου κ.λπ.), οι οποίες, αν και σε μεγάλο βαθμό μη παραγωγικές, απαιτούν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ικανό για δημιουργική και επιτελική, επιστημονική ή και καλλιτεχνική, εργασίαπου απαιτεί υψηλότερη αμοιβή και κατανάλωση,
- ενώ στις εξαρτημένες χώρες και νεοαποικίες συγκεντρώνονται περισσότερο οι δραστηριότητες της καθ’ αυτό παραγωγής εμπορευμάτων (εξόρυξης, αγροτικής καλλιέργειας, βιομηχανικής μεταποίησης ή συναρμολόγησης κ.λπ.), και επομένως και (υπερ)αξίας, στις οποίες κυριαρχεί η εκτελεστική, σε μεγάλο βαθμό χειρωνακτική και επαναλαμβανόμενη, εργασία που είναι πιο αδύναμη στην ταξική πάλη λόγω της σχετικής της υπεραφθονίας και, επομένως, ευάλωτη στην υπερεκμετάλλευσή της (Higginbottom(2012), Smith (2016), Smith (2019), Marini (2021), Higginbottom (2023)).
Η αδυναμία του άρθρου του Κ. Λαπαβίτσα να μεταβεί από τη συζήτηση για την «ηγεμονία» υπό την οπτική της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό στην αποκάλυψη των σχέσεων διεθνούς εκμετάλλευσης και καταπίεσης και των διαφοροποιημένων επιπτώσεών τους για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της κάθε χώρας αποτελεί την πρώτη κραυγαλέα αντίφασή του. Η επίκληση των αποτελεσμάτων δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού για την αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις3, άλλωστε, δεν αναιρεί καθόλου τη διατήρηση και αύξηση και των διεθνών ανισοτήτων, τόσο ως προς την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων, όσο και ως προς τις δυνατότητες ανάπτυξης μιας χώρας σύμφωνα με τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης, τεχνολογίας και, γενικότερα, πολιτισμού.
«Μεγάλες και μικρές δυνάμεις» ή ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες, ίσως και – κάποιες από αυτές – σοσιαλιστικές;
Η ως άνω αδυναμία, στο επίπεδο θα λέγαμε της πολιτικής οικονομίας της σύγχρονης, ιμπεριαλιστικά διεθνοποιημένης, καπιταλιστικής παραγωγής, έχει και τις πολιτικές της συνέπειες, όταν η συζήτηση εισχωρεί στα περί ηγεμονίας στις διακρατικές σχέσεις και στο κοινωνικο-ταξικό περιεχόμενο της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ο Κ. Λαπαβίτσας επιλέγει στο άρθρο του να αναφέρεται στις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα ως «Μεγάλες Δυνάμεις»1 ενώ προκαλεί εντύπωση ότι η μόνη σχετική αναφορά στις ευρωπαϊκές «Μεγάλες Δυνάμεις» και στην ΕΕ αφορά τη γεωπολιτική τους «υποταγή» στις ΗΠΑ, παρόλο που αλλού αναφέρεται στον ηγεμονικό ρόλο και των ευρωπαϊκών, «πολυεθνικών», μονοπωλίων στη διεθνή οικονομία9. Όταν η συζήτηση έρχεται στην Ρωσία και στην Κίνα, ο χαρακτηρισμός «Μεγάλες Δυνάμεις» προκύπτει από την ανερχόμενη οικονομική δυναμική της Κίνας και από τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, από πλευρές δηλ. μάλλον διαφορετικές από αυτές στις οποίες ο ίδιος ο αρθρογράφος επικέντρωσε κατά την περιγραφή του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού (κυριαρχία επί της διεθνοποιημένης παραγωγής και της «χρηματιστικοποίησης»). Παρατηρείται, δηλαδή, μια (σχετική;) αποσύνδεση μεταξύ των «μεγάλων πολυεθνικών που κυβερνούν τον παγκόσμιο καπιταλισμό» και των κρατών που ανταγωνίζονται για την ηγεμονία, ή μια – κατά τη γνώμη του γράφοντος αντιδιαλεκτική – αποσύνδεση της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι ο Λένιν χρησιμοποιούσε κυρίως τον όρο «Μεγάλες Δυνάμεις», και πολύ σπανιότερα τον όρο «ιμπεριαλιστικές/ά χώρες/κράτη ή (μεγάλες) δυνάμεις)». Ωστόσο, εδώ πρέπει να συνυπολογιστούν τα εξής:
- έγραφε σε μια εποχή που ο ιμπεριαλισμός αφορούσε την εκμετάλλευση κυρίως προ-καπιταλιστικών αποικιών, και πολύ λιγότερο τυπικά ανεξάρτητων καπιταλιστικών κρατών, από ιμπεριαλιστικά κράτη που ήταν τότε σχεδόν τα μόνα με ανεπτυγμένο καπιταλισμό,
- αναφερόταν ρητά στον ανταγωνισμό «μιας χούφτας» «Μεγάλων Δυνάμεων» που μοιράζουν και ξαναμοιράζουν το σύνολο του κόσμου ανάλογα με τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ τους, ως κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, και επομένως και ως κύριο προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας «Μεγάλη Δύναμη»,
- αναφερόταν, επίσης ρητά, στον παρασιτισμό (του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων) των «Μεγάλων Δυνάμεων» και τη «διπλή και τριπλή εκμετάλλευση» της εργασίας στις εξαρτημένες χώρες και αποικίες.
Με άλλα λόγια, η λενινιστική θεωρία αποδίδει στις «Μεγάλες Δυνάμεις» τη δυνατότητα εθνικής καταπίεσης και οικονομικής εκμετάλλευσης τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του κόσμου και δεν αφορά, επομένως, επιμέρους πλευρές όπως το μέγεθος της χώρας ή του πληθυσμού της, τη στρατιωτική της ισχύ ή το παραγωγικό της δυναμικό, όπως π.χ. αυτό μετριέται από το συνολικό ΑΕΠ. Αυτό είναι, όμως, και το περιεχόμενο που έδωσε η κυρίαρχη εκδοχή της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας κατά τον 20ό αιώνα στον όρο «ιμπεριαλιστικές/ά χώρες/κράτη», και τον οποίο μπορούμε τώρα να ορίσουμε πιο συγκεκριμένα ως:
Ιμπεριαλιστικές χώρες (και κράτη) είναι αυτές (αυτά) των οποίων το εθνικό συνολικό κεφάλαιο μπορεί και αναπαράγεται προνομιακά (με μεγαλύτερη σταθερότητα, αντλώντας μονοπωλιακά υπερκέρδη) έναντι των διεθνών ανταγωνιστών του, με συστηματικό τρόπο, αξιοποιώντας και την πολιτικο-στρατιωτική του ισχύ, ή και ηγεμονία, γι’ αυτόν τον σκοπό, η οποία αναπαράγεται έτσι και αυτή.
Σήμερα, υπάρχει, πλέον, πληθώρα στοιχείων και μαρξιστικών μελετών που επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού (λίγο πολύ οι G7 και οι συν αυτώ χώρες) στη διεθνή οικονομία, με ηγεμονικό τον ρόλο των ΗΠΑ ανάμεσά τους. Η κυριαρχία αυτή είναι προφανής όταν εξετάζεται όχι το συνολικό ΑΕΠ, αλλά το κατά κεφαλήν, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1. Με αυτό το κριτήριο, λοιπόν, η Κίνα και η Ρωσία κατατάσσονται κάπου κοντά στον μέσο παγκόσμιο όρο, και …κάτω ακόμη και από την Ελλάδα! Αντίθετα, η εξέταση του συνολικού ΑΕΠ αντί για το κατά κεφαλήν είναι παραπλανητική, διότι δεν αποδίδει τις διαφορές στην παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα των χωρών, αλλά σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει πληθυσμιακές διαφορές. Υπάρχει μια αδικία, δηλαδή, στο να εκλαμβάνεται ως ανάδειξη κάποιας (ιμπεριαλιστικής;) «Μεγάλης Δύναμης», και ως πολεμική απειλή, η έξοδος εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως στην περίπτωση της Κίνας, από την ακραία φτώχεια και ενώ παραμένουν σε σχετική φτώχεια με βάση τα παγκόσμια δεδομένα και σίγουρα ως προς τη σύγκριση με τις πραγματικά ιμπεριαλιστικές χώρες!
Επιπλέον, μαρξιστικές μελέτες της διεθνούς οικονομίας (Διαγράμματα 9 και 10 στο Carchedi & Roberts (2021) Feng (2018), Ricci (2021a) και Ricci (2021b), Hickel, Dorninger, Wieland (2022)) συγκλίνουν στο συμπέρασμα για σημαντικές μεταφορές υπεραξίας που παράγεται στις αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του συνόλου των χωρών των BRICS+, προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες, προσφέροντας και μια ποσοτική εκτίμηση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ επιβεβαιώνουν τις διαφορές τόσο στους μισθούς (Cope (2019)), όσο και στον βαθμό εκμετάλλευσης (ποσοστό υπεραξίας) (Carchedi & Roberts (2021), Διάγραμμα 18) της εργασίας μεταξύ των δύο αυτών ομάδων χωρών. Ειδικότερα για την Κίνα, σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν μελέτες για τη διανομή των κερδών στη διεθνή οικονομία (Starrs (2013), Starrs (2014)), όπως και για την συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό (Carchedi & Roberts (2021), Διάγραμμα 11), χωρίς να διαφαίνεται καμία ιδιαίτερη τάση αντιστροφής της πραγματικότητας αυτής, παρόλη τη σχετική αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων από χώρες των BRICS+, ιδιαίτερα της Κίνας. Επιπλέον, είναι γνωστή η μελέτη που αποτυπώνει το δίκτυο του παγκόσμιου επιχειρηματικού ελέγχου και αναδεικνύει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών στον πυρήνα του.
Οπότε η εμφάνιση και μόνο «παραγωγικών και χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων με διεθνή προσανατολισμό» σε χώρες όπως των BRICS+ οι οποίες (τολμούν (!) να) «ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά», όπως αναφέρει ο Κ. Λαπαβίτσας10, απλά δείχνει ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός αφορά την παραγωγή και διανομή της υπεραξίας στη διεθνή αγορά και ότι ασκείται και εις βάρος σχετικά ανεπτυγμένων χωρών με ποικίλους βαθμούς πολιτικής ισχύος και ανεξαρτησίας, χωρίς, όμως, να μεταβάλλεται ποιοτικά η εικόνα του ποιος επωφελείται τα μέγιστα και ηγεμονεύει διεθνώς.
Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, ούτε η Κίνα (παρ. 9 στο Carchedi & Roberts (2021), Cheng & Baolin (2021)), ούτε η Ρωσία (Stansfield (2019), Desai, Freeman, Kagarlitsky (2016), Buzgalin, Kolganov & Barashkova (2016)), ούτε κάποια χώρα από τις υπόλοιπες των BRICS+, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως ιμπεριαλιστικές χώρες ή «Μεγάλες Δυνάμεις» με τη λενινιστική έννοια. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «περιφερειακές δυνάμεις».
Την εικόνα συμπληρώνει ο ίδιος ο Κ. Λαπαβίτσας στο άρθρο του, αναφερόμενος στην πολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ και των συμμάχων της στους διάφορους διεθνούς οργανισμούς και στη στρατιωτική τους υπεροπλία11 (βλ. και την πρόσφατη έρευνα της Τριηπειρωτικής – Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών για πλειάδα συγκεντρωμένων σχετικών εμπειρικών στοιχείων, χωρίς να υιοθετεί απαραίτητα κανείς το θεωρητικό πλαίσιο ή όλα τα συμπεράσματά της).
Η δεύτερη μεγάλη αντίφαση της αντίληψης του Κ. Λαπαβίτσα αφορά, επομένως, τη διάσταση μεταξύ της φιλολογίας περί «ανταγωνισμού Μεγάλων Δυνάμεων για την ηγεμονία» και της πραγματικής κατάστασης των σχέσεων τόσο της οικονομικής εκμετάλλευσης όσο και της πολιτικής, εθνικής καταπίεσης, στον σημερινό κόσμο, μια κατάσταση που – κατά τα άλλα – συνάγεται λογικά από την ίδια τη θεώρηση του αρθρογράφου για τον σύγχρονο καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό όπως είδαμε παραπάνω. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κ. Λαπαβίτσας στο άρθρο του εκτιμά ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ δεν απειλείται μεσοπρόθεσμα!12
Επομένως, γιατί γίνεται συζήτηση στο άρθρο για (πολεμικό) ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεμονία και όχι για πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία και υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας;
Η Ρωσία είναι μια χώρα που μόλις πριν λίγες δεκαετίες επέστρεψε με τραγικό για τον ρωσικό λαό τρόπο στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όταν και βίωσε ταπεινωτικές καταστάσεις με την εσωτερική της πολιτική να καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική διπλωματία. Ως μια χώρα πλούσια σε φυσικούς (ενεργειακούς και όχι μόνο) πόρους, αλλά και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, αποτελεί στόχο ιμπεριαλιστικής υποταγής και εκμετάλλευσης. Αντιμετωπίζει δημοσίως ομολογημένα σχέδια δήθεν «αποαποικιοποίησής» της, στην πράξη διαμελισμού της, περικυκλώνεται από εχθρικά κράτη που εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, ενώ υποδαυλίζονται και αποσχιστικά κινήματα σε περιφερειακές της επαρχίες.
Η Κίνα είναι μια χώρα που βίωσε αιώνες αποικιοκρατίας, ξένης κατοχής και εθνικής ταπείνωσης. Σήμερα, χαρακτηρίζεται ως «ανερχόμενη οικονομική δύναμη»1 χωρίς, όμως, να έχει στοιχειοθετηθεί από καμία εμπειρική μελέτη ότι το κατάφερε αυτό ασκώντας ιμπεριαλιστική, εθνική καταπίεση και εκμετάλλευση άλλων λαών ή εθνών, αντί για χάρις στην σκληρή εργασία των ίδιων των Κινέζων. Αντιμετωπίζει, επίσης, εχθρικές στρατιωτικές συμμαχίες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ (π.χ. AUKUS), ενώ οι ιμπεριαλιστικές χώρες υποδαυλίζουν την απόσχιση της Ταϊβάν, παρόλη τη διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας της Κίνας επί αυτής.
Τίποτα αντίστοιχο δε συμβαίνει από την Ρωσία και την Κίνα εις βάρος των ΗΠΑ ή των χωρών της ΕΕ, ή της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, του Καναδά κ.λπ. Καμία αντίστοιχη στρατιωτική συμμαχία δεν συγκροτείται από τις χώρες αυτές με ανάλογα επιθετικούς στόχους.
Η παραπάνω λογική δεν υποτιμά καθόλου την κρατική – οικονομική, πολιτική, στρατιωτική – ισχύ της Ρωσίας και της Κίνας ή και άλλων χωρών των BRICS+. Πρόκειται για χώρες με μεγάλη έκταση και μεγάλο πληθυσμό. Ακόμη και με μια παραγωγικότητα κοντά στον παγκόσμιο μέσο όρο, αυτό οδηγεί σε αντίστοιχα μεγάλο συνολικό ΑΕΠ λόγω βιομηχανικής ανάπτυξης, ανάλογο όγκο εμπορικών συναλλαγών13 και δυνατότητα στρατιωτικών εξοπλισμών. Όλα αυτά, όμως, ισχύουν για οποιοδήποτε κράτος του ίδιου μεγέθους, δημοκρατικό ή μη, ιμπεριαλιστικό/ηγεμονικό ή μη, καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό…
Δεν είναι σαφές γιατί η ανάπτυξη και ισχυροποίηση χωρών, π.χ. με αποικιακό παρελθόν όπως η Κίνα, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια αρνητική ιστορική εξέλιξη που συμβάλλει σε πολεμικούς ανταγωνισμούς, στον βαθμό που αυτό δεν επιτυγχάνεται εις βάρος άλλων λαών και χωρών. Φαντάζει ως αν η πάλη για εθνική ανεξαρτησία, για μια ανάπτυξη όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη από τις ιμπεριαλιστικές χώρες και αντίστοιχα ισότιμες διεθνείς σχέσεις14, να είναι αποδεκτή μόνο όταν αφορά λαούς που δεν έχουν καταφέρει την εθνική τους ολοκλήρωση (Παλαιστίνιοι, Κούρδοι) ή μικρές και ανίσχυρες χώρες (π.χ. Κούβα). Αντίθετα, όταν αναδεικνύονται χώρες που μπορούν να αμφισβητήσουν έμπρακτα την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία, ειδικά στον βαθμό που συνεργάζονται και συνασπίζονται, τότε αυτό αποτελεί αιτία παγκοσμίου πολέμου με την ευθύνη να βαραίνει όχι μόνο τα ιμπεριαλιστικά κράτη, αλλά και τα μέχρι και πρόσφατα θύματά τους!
Εν τέλει η ορολογία περί «μικρών» και «μεγάλων» καπιταλιστικών ή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θυμίζει τις αστικές θεωρίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης που βασίζονται στην κατανομή του εισοδήματος και συνήθως συνοψίζονται σε πυραμιδικά σχήματα, συγκαλύπτοντας τις ταξικές σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, δυστυχώς, όταν ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες χώρες συγχέονται στη βάση κάποιου μεγέθους της συνολικής κρατικής ή παραγωγικής τους ισχύος, αντί η έμφαση να δίνεται στις μεταξύ τους διεθνείς σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης!
Επιπλέον, ο Κ. Λαπαβίτσας δεν βλέπει καμία «ιδεολογική» διαφορά μεταξύ των κατ’ αυτόν «Μεγάλων Δυνάμεων». Όμως, δεν μπορεί να μην παρατηρεί κανείς τη διαφορετική πολιτική και διπλωματική στρατηγική των ιμπεριαλιστικών χωρών και των «ανταγωνιστών» τους, όπως και τη ρητορική που τη συνοδεύει, π.χ. περί εθνικής ανεξαρτησίας και «πολυπολικότητας», το τι στάση κρατούν οι μεν και οι δε στα περισσότερα ζητήματα που αφορούν το διεθνές δίκαιο (έναντι της «διεθνούς τάξης με κανόνες» των ιμπεριαλιστών), όπως στο (διαχρονικά…) επίκαιρο ζήτημα της μαρτυρικής Παλαιστίνης (βλ. την Εικόνα 2), το εμπάργκο στην Κούβα ή οι οικονομικές κυρώσεις γενικότερα. Οι διαφορές αυτές εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό με βάση τον σχετικό συσχετισμό ισχύος μεταξύ των δύο μπλοκ χωρών. Οι ιμπεριαλιστικές μπορούν και επιδιώκουν με βίαια μέσα τους στόχους τους ανά τον κόσμο, ενώ οι «ανταγωνιστές» τους αναγκάζονται να χρησιμοποιούν κυρίως διπλωματικά μέσα και να επιδιώκουν ευρύτερες και πιο ισότιμες συμμαχίες στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Εικόνα 2. Χώρες που αναγνωρίζουν (πράσινο) το παλαιστινιακό κράτος (μαύρο) και που δεν το αναγνωρίζουν (γκρι). Πηγή: Wikipedia. Παρατηρήστε ότι οι χώρες που δεν αναγνωρίζουν την Παλαιστίνη ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα με τις χώρες πολύ υψηλού, κατά κεφαλή, ΑΕΠ στην Εικόνα 1.
Αλλά αν η κυρίαρχη ιδεολογία σχετίζεται με τη διαφορετική ταξική φύση του κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, ο Κ. Λαπαβίτσας θεωρεί δεδομένο ότι όλες οι κατ’ αυτόν «Μεγάλες Δυνάμεις» δεν εκφράζουν τίποτα άλλο παρά έναν «καπιταλισμό ‘κατακόκκινο στα νύχια και στα δόντια’»16. Το αυτό δηλαδή ισχύει και για τη Λ.Δ. της Κίνας σύμφωνα με τον αρθρογράφο. Είναι γνωστό ότι η θέση για τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της Κίνας είναι πλειοψηφική εντός της Αριστεράς στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης (και της Ελλάδας), αν και υπάρχουν και σημαντικές αντίθετες απόψεις, όπως αυτές του Ιταλού ιστορικού και φιλοσόφου Domenico Losurdo, του Samir Amin, ακόμη και του …M. Roberts που θεωρεί ότι πρόκειται για μια κοινωνία παγιδευμένη στη μετάβαση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Οι επικρατούσες απόψεις μάλλον διαφέρουν, όμως, ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα των αναπτυσσόμενων χωρών, και ειδικά αυτών που βρίσκονται σε διαπάλη με τον ιμπεριαλισμό (π.χ. βλ. την άποψη του Φιντέλ Κάστρο).
Οι αντίθετες αυτές απόψεις επισημαίνουν όλες τις δομικές διαφορές της Λ.Δ. της Κίνας (αλλά και χωρών όπως οι Λ.Δ. του Βιετνάμ και της Β. Κορέας ή η Κούβα) από τις καπιταλιστικές χώρες (στην έκταση του κρατικού τομέα, στον έλεγχο των στρατηγικών τομέων από το κράτος, στον ρόλο του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού υπό τον έλεγχο κομμουνιστικών κομμάτων, αντί της κερδοσκοπίας μιας χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας, ως προς την αναπτυξιακή πορεία της εθνικής οικονομίας, στους θεσμούς εργατικού ελέγχου και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, στα αποτελέσματα όλων αυτών των στοιχείων για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων – στην Κίνα οφείλεται το σύνολο σχεδόν της όποιας μείωσης στις διεθνείς ανισότητες…, και για την αποφυγή οποιασδήποτε οικονομικής κρίσης εδώ και δεκαετίες). Εξηγούν τις διαφορές αυτές στη βάση της κυριαρχίας της κοινωνικής ιδιοκτησίας (με τη μορφή της κρατικής) των μέσων παραγωγής, παρόλη την ταυτόχρονη, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, καθώς τις αντιμετωπίζουν ως υποταγμένες στις σοσιαλιστικές.
Μάλιστα, ο M. Roberts επισημαίνει ότι η σπουδή να χαρακτηριστούν χώρες όπως οι Λ.Δ. της Κίνας ή του Βιετνάμ ως καπιταλιστικές εμφανίζει έναν καπιταλισμό ακμαιότατο, ο οποίος δεν ταλανίζεται ποτέ από κρίσεις και βγάζει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια μέσα σε 2-3 δεκαετίες… Έτσι, επιστρέφουμε στο σημείο εκκίνησης του άρθρου αυτού, όπου επισημάνθηκε η άρνηση του Κ. Λαπαβίτσα και των συνεργατών του να αποδεχθούν την ύπαρξη δομικής κρίσης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που να οφείλεται στην πτώση της κερδοφορίας τους και όχι κυρίως στη «χρηματιστικοποίηση» και τις σχετικές πολιτικές επιλογές.
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι οι εμφανώς διαφορετικές ταξικές σχέσεις στις χώρες αυτές (σε μικρότερο βαθμό, και στη Ρωσία, όπου επίσης η κρατική ιδιοκτησία και έλεγχος της οικονομίας παίζουν ακόμη πολύ σημαντικό ρόλο, ειδικά στην περίπτωση της τρέχουσας «πολεμικής οικονομίας») δεν έχουν καμία σχέση με σοσιαλισμό. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η διαπάλη για μια εθνικά όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη ανάπτυξη και για αντίστοιχα ισότιμες διεθνείς σχέσεις ενάντια στην ιμπεριαλιστική επικυριαρχία συνδέεται οργανικά με οποιαδήποτε προοπτική σοσιαλιστικού μέλλοντος για την ανθρωπότητα. Κανένα σοσιαλιστικό μέλλον δεν μπορεί να ευοδωθεί σε ένα περιβάλλον ιμπεριαλιστικής εθνικής καταπίεσης, εκμετάλλευσης και εξαρτημένης υπανάπτυξης, τόσο στις χώρες που τις υπομένουν, όσο και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις που καταφέρνουν με αυτόν τον τρόπο να εξομαλύνουν τις εσωτερικές τους ταξικές συγκρούσεις, «εξάγοντας» την κρίση τους στο εξωτερικό.
Παγκόσμιος πόλεμος για την ηγεμονία αντί για αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία με νικηφόρα προοπτική από τη μια· άγριος καπιταλισμός αντί για ισχυρές ιστορικές ενδείξεις υπεροχής της κρατικής ιδιοκτησίας των στρατηγικών μέσων παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού σοσιαλιστικού χαρακτήρα από την άλλη· συνολικά το άρθρο του Κ. Λαπαβίτσα αποπνέει μια παραλυτική απαισιοδοξία και έναν φόβο. Ας συγκρίνει ο αναγνώστης με την εισήγηση του Βιτζάι Πρασάντ, Ινδού ιστορικού, δημοσιογράφου και διευθυντή της Τριηπειρωτικής – Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, στην Παγκόσμια Συνάθροιση για μια Εναλλακτική Κοινωνική Ατζέντα στη Βενεζουέλα, όπως μας τη μεταφέρει το ρεπορτάζ του Π. Παπαδομανωλάκη στο ThePressProject, για να γίνουν αντιληπτές οι διαφορές στη στρατηγική ματιά, στις πολιτικές της συνεπαγωγές (βλ. και παρακάτω συγκεκριμένα για την Ελλάδα), αλλά και στην (επαναστατική!) αισιοδοξία και μαχητικότητα που αυτή αποπνέει!
Συμπερασματικά, ο σπονδυλωτά κλιμακούμενος Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας δεν σχετίζεται με κανέναν «ανταγωνισμό Μεγάλων Δυνάμεων για την παγκόσμια ηγεμονία» στο πρότυπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου της εποχής του Λένιν17. Η παγκόσμια ηγεμονία είναι ο ρεαλιστικός στρατηγικός σκοπός μόνο του ιμπεριαλιστικού μπλοκ και αφορά την αναπαραγωγή και περαιτέρω επέκταση και εμβάθυνση της κατάστασης που διαμορφώθηκε μετά την ανατροπή των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη και ονομάστηκε «ιμπεριαλιστική Νέα Τάξη». Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πόλεμοι ανά τον κόσμο δεν σταμάτησαν ούτε για μια μέρα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν μετά τις ανατροπές του 1990 και σε καμία περίπτωση δεν περίμεναν την ενίσχυση της Κίνας και της Ρωσίας για να γενικευθούν. Π.χ. η επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή δεν προκλήθηκε από την «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» της Ρωσίας, αλλά το αντίθετο, την προκάλεσε όταν το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο με την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ με ότι αυτό θα σήμαινε για τη Ρωσία (εθνική – ναζιστικού τύπου – καταπίεση των ρωσικών/ρωσόφωνων πληθυσμών της, δυνατότητα εγκατάστασης πυρηνικών όπλων σε πολύ μικρή απόσταση από τη Μόσχα κ.λπ.)… Οι «ανταγωνιστές» των ιμπεριαλιστικών χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν ή και να διεκδικήσουν μια εναλλακτική παγκόσμια ηγεμονία, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, παρά μόνο να αμυνθούν έναντι της ηγεμονίας των ιμπεριαλιστικών χωρών, να υπερασπιστούν και να διευρύνουν την εθνική τους ανεξαρτησία και να διεκδικήσουν έναν κόσμο όσο το δυνατόν πιο ισότιμων διεθνών σχέσεων, ακόμη και αν δεχτούμε ότι είναι όλοι «άγριοι καπιταλιστές» με ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες.
Για μια εναλλακτική στρατηγική εξουσίας στη χώρα μας
Ο Κ. Λαπαβίτσας δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί στο άρθρο του με προτάσεις πολιτικής για τη χώρα μας ή για την ΕΕ στη βάση της ανάλυσής του18. Ωστόσο, έχει αναφερθεί εκτενώς τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν, στα πλαίσια της προεκλογικής περιόδου για τις επερχόμενες Ευρωεκλογές. Εν προκειμένω, τόσο αυτός19, όσο και ο πολιτικός σχηματισμός με τον οποίο συμπορεύεται τα τελευταία χρόνια (ΛΑΕ), αναφέρονται συχνά – και σωστά – στη σημασία της πάλης για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας.
Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι αν ο ελληνικός λαός βίωσε τα δραματικά γεγονότα της «μνημονιακής» περιόδου και ιδιαίτερα του εξαμήνου της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ με την ΕΕ, το ΔΝΤ και τους δανειστές, του σχετικού δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 και της ανατροπής του αποτελέσματός του από τη διάσημη, πλέον, «κωλοτούμπα» της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αν όλα αυτά (οικονομική ασφυξία της χώρας και κλειστές τράπεζες, προπαγάνδα, παρεμβάσεις, απειλές και εκβιασμοί δανειστών, αξιωματούχων της ΕΕ, παραγόντων της αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ κ.α.) έγιναν προκειμένου να μην εφαρμοστεί μια έστω πιο ήπια εκδοχή μνημονίου, όπως είχε καταλήξει το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του τότε ΣΥΡΙΖΑ μετά από έξι μήνες διαπραγματευτικών υποχωρήσεων, τι έχει αλλάξει σήμερα, όταν προτείνονται προγράμματα λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικά και συνοδεύονται από διακηρύξεις «ρήξης» με την ΕΕ, η οποία, μάλιστα, «δεν μετασχηματίζεται», όπως συμφωνεί, πλέον, η συμμαχία ΜΕΡΑ25, ΛΑΕ και συνεργαζόμενοι για τις Ευρωεκλογές;
Μια τέτοια ρήξη με την ΕΕ, όπως και με το ΝΑΤΟ, δεν συνιστά αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική του ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό; Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στο παρόν άρθρο, αλλά σε μεγάλο βαθμό και στο άρθρο του Κ. Λαπαβίτσα, δεν συνιστούν τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, μέσα από τους οποίους οι ιμπεριαλιστικές χώρες σε συνεργασία με την ντόπια ((φιλο)μονοπωλιακή, φιλοϊμπεριαλιστική) ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τον ελληνικό λαό; Ο αγώνας αυτός για εθνική ανεξαρτησία δεν συνιστά ταυτόχρονα αγώνα για την εθνική, αλλά και την κοινωνική (από την ως άνω ολιγαρχία), απελευθέρωση του ελληνικού λαού;
Αν όλα αυτά ισχύουν, η ριζοσπαστική ή/και κομμουνιστική Αριστερά οφείλει να διαμορφώσει μια στρατηγική εξουσίας που να πείθει τον ελληνικό λαό ότι μια τέτοια εναλλακτική πορεία ρήξης με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την ντόπια ολιγαρχία είναι ρεαλιστική, ότι μπορεί να καταλήξει με τον ελληνικό λαό νικητή, να ζει καλύτερα και με ασφάλεια, με θυσίες, βέβαια, που αναμένονται για έναν τέτοιο αγώνα, αλλά και με αξιοπρέπεια. Πως σχετίζεται άραγε ο σημερινός «ανταγωνισμός για την παγκόσμια ηγεμονία» με τη διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής;
Η μία άποψη στην ριζοσπαστική και κομμουνιστική Αριστερά (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) λέει ότι «όταν στη λάσπη παλεύουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια», και προτείνει – σωστά – αντιπολεμικές και αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές με ορίζοντα την απεμπλοκή της Ελλάδας από ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και επεμβάσεις, το κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων και την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, κρατώντας, όμως, γενικά «ίσες αποστάσεις», ακόμη και όταν αναγνωρίζει άνισες ευθύνες των εμπλεκόμενων πλευρών στον πόλεμο. Έτσι, αν και βρίθει επαναστατικών βερμπαλισμών για την «αντικαπιταλιστική ανατροπή» ή σοσιαλιστική επανάσταση που θα τα κάνει όλα αυτά πράξη, αδυνατεί να παράξει συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση που να πείθει και να κινητοποιεί τον ελληνικό λαό σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Στο παρόν άρθρο καταθέτουμε την άποψη ότι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, στον οποίο πρωταγωνιστούν, πλέον, μεγάλα και ισχυρά κράτη όπως η Λ.Δ. της Κίνας και η Ρωσία, παράγει ήδη αποτελέσματα υπέρ τόσο της ανεξαρτησίας αυτής, όσο και – έστω και έμμεσα – της ισχυροποίησης του σοσιαλισμού ανά τον κόσμο. Αυτή είναι η σύγχρονη εμπειρία των λαών όχι μόνο της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά και της Κούβας, της Βενεζουέλας, της Συρίας, της Β. Κορέας, του Ιράν ή της Παλαιστίνης για να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα. Οι χώρες και οι λαοί αυτοί που βρίσκονται εδώ και δεκαετίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε υπαρξιακό αγώνα ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κράτη, σε άμυνα ενάντια σε παράνομες και καταστροφικές οικονομικές κυρώσεις, «πολύχρωμες επαναστάσεις» ή και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους από τη δολοφονική μηχανή του ΝΑΤΟ και τις νεοναζιστικές ή τρομοκρατικές εμπροσθοφυλακές του, βρίσκουν επιτέλους οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στηρίγματα χάρις κυρίως στην Κίνα και στην Ρωσία (φυσικά, και μεταξύ τους, όπως στην περίπτωση των G77 + Κίνα…).
Όπως γράψαμε πρόσφατα και αλλού με αφορμή την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ:
«Ας αναλογιστούμε αν θα ήταν δυνατά τέτοια γεγονότα όπως η επιτυχής αντεπίθεση της Παλαιστινιακής Αντίστασης στη Γάζα και η πρόσφατη πυραυλική επίθεση του Ιράν εάν:
- η Ρωσία δεν είχε καταρρίψει τον μύθο του παντοδύναμου, ανίκητου ΝΑΤΟ και δεν είχε εξαντλήσει το πολεμικό του οπλοστάσιο με βάση την παρούσα βιομηχανική δυνατότητα των χωρών του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού,
- αν το Ιράν δεν ήταν σε θέση να παράγει μαζικά ντρόουνς και πυραύλους, με σχετικά μικρό κόστος, ικανά να υπερφορτώσουν και να εξαντλήσουν την κοστοβόρα αεράμυνα του Ισραήλ και των συμμάχων του,
- αν δεν κινούμασταν ταχέως προς έναν πολυπολικό κόσμο, αν δεν γίνονταν βήματα προς τη λεγόμενη αποδολαριοποίηση, αν δεν αναπτύσσονταν σύγχρονες τεχνολογίες, σχετικές συνεργασίες και επενδύσεις σε υποδομές από/ανάμεσα σε μια σειρά χωρών γύρω από τους BRICS+, με πρωταγωνιστικό ρόλο αυτόν της Λ. Δ. της Κίνας.
Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τη σύνδεση αυτή των οικονομικών και πολιτικο-στρατιωτικών διεθνών εξελίξεων, καθώς και του ενός μετώπου με το άλλο, προκειμένου να βγάζουμε ορθά πολιτικά συμπεράσματα και να καθορίζουμε αναλόγως τη στρατηγική μας (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται για μια εναλλακτική στρατηγική εξουσίας και όχι απλά αντιπολίτευσης, κοινοβουλευτικής ή μη…).»
Και παρακάτω:
«[…] Προκύπτει, επομένως, ακόμη πιο επείγουσα η ανάγκη για την απεμπλοκή της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, οικονομικές κυρώσεις, επεμβάσεις και πολέμους, το κλείσιμο των βάσεων του ΝΑΤΟ και την έξοδο από αυτόν, καθώς και για την αποδέσμευση από την ιμπεριαλιστική ΕΕ.
Αμφιβάλει κανείς ακόμη ότι μια τέτοια στρατηγική κατεύθυνση από τη μια αποτελεί και τη μεγαλύτερη διεθνιστική συμβολή του ελληνικού λαού στην ήττα της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, ενώ, από την άλλη, και ταυτόχρονα, η ήττα αυτή διευκολύνει την εθνική ανεξαρτησία από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αν δεν ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για αυτήν; Αν βρισκόταν μια επαναστατημένη Ελλάδα στη θέση της Παλαιστίνης, της Συρίας, ή της Κούβας, θα προτιμούσαμε έναν κόσμο με νικητές ή ηττημένους τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και την ως άνω στρατηγική τους για παγκόσμια ηγεμονία; Σε ποιο διεθνές περιβάλλον έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας ένα μεταβατικό πρόγραμμα διαγραφής του δημοσίου χρέους, εξόδου από το Ευρώ και ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ σαν αυτό που οι δυνάμεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος προέβαλαν κατά τη «μνημονιακή» περίοδο; Με ποιες διεθνείς συμμαχίες θα εξασφαλίζαμε την εθνική μας ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα στην περίπτωση εξόδου από το ΝΑΤΟ και αντιπαράθεσης με αυτό σε κάθε μια από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις;»
Από εδώ, λοιπόν, προκύπτει και η τρίτη αντίφαση του άρθρου του Κ. Λαπαβίτσα: η θεώρηση περί (επερχόμενου) πολέμου για την παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ «Μεγάλων Δυνάμεων», κοινωνικο-πολιτικά και ιδεολογικά παρόμοιων, οδηγεί, έστω και αθέλητα, στο συμπέρασμα ότι εμείς το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ψάξουμε μια γωνίτσα να κρυφτούμε (υπάρχει άραγε;). Οδηγεί, δηλαδή, σε μια αντίληψη φόβου και ηττοπάθειας απέναντι στο ενδεχόμενο της ρήξης με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, και, ως τέτοια, αντιφάσκει ευθέως με τον μεταρρυθμιστικό ριζοσπαστισμό των πολιτικών προτάσεων του Κ. Λαπαβίτσα ή της ΛΑΕ, καθώς τις στερεί από τις στρατηγικές προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Μάλιστα, η αντίφαση είναι πιο έντονη αν σκεφτεί κανείς ότι τόσο η Ρωσία (λόγω «πολεμικής οικονομίας») όσο και η Κίνα (λόγω των δομικών διαφορών της με τα καπιταλιστικά κράτη) πλησιάζουν στις πολιτικές προτάσεις του EReNSEP για ανάληψη από το κράτος, αντί από μια ντόπια ή ξένη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία, της παραγωγικής επένδυσης!
Επείγει, λοιπόν, η επεξεργασία ενός προγράμματος που να πείθει τον εργαζόμενο λαό για το ρεαλιστικό της σύγκρουσης με τον αντίπαλο που σχηματοποιούμε ως «ντόπια ολιγαρχία – ΕΕ – ΝΑΤΟ/ΗΠΑ», αξιοποιώντας τις θετικές εξελίξεις που διαγράφονται στη σταδιακή αυτή διαμόρφωση εναλλακτικών πόλων ισχύος και συμμαχιών στις διεθνείς σχέσεις. Δεν προτείνουμε να «επιλέξουμε ιμπεριαλιστή» ή να περιμένουμε να απελευθερωθούμε «απ’ έξω» με ανάθεση του αγώνα σε κάποια «Μεγάλη Δύναμη» σε ρόλο σωτήρα, ούτε να μιμηθούμε τη μια χώρα ή την άλλη ως πρότυπο (σοσιαλιστικής) κοινωνίας, αλλά την προοπτική του να αποχτήσει και ο ελληνικός λαός τη θέση που του αρμόζει στον κόσμο αυτόν, στη βάση όσο το δυνατόν πιο ισότιμων και αλληλέγγυων σχέσεων με τους λαούς της γειτονιάς μας και ευρύτερα, αντί για τον άθλιο ρόλο του προτεκτοράτου και εμπροσθοφυλακής της «ιμπεριαλιστικής πλευράς της ιστορίας» που παίζει σήμερα…
Αυτό είναι το κεντρικό στρατηγικό ζήτημα, ο «Ρουβίκωνας ποταμός» που διαχωρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και δεκαετίες και όχι οι ιδεολογικές ή άλλου τύπου διαφορές (π.χ. στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων) που προβάλλει κατά προτεραιότητα μεγάλο μέρος της Αριστεράς στην Ευρώπη και, πλέον, και στη χώρα μας. Η αδυναμία απάντησης σε αυτό το στρατηγικό ερώτημα, χωρίς θολά μισόλογα και ασάφειες που δεν πείθουν τον λαό να τολμήσει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα, αφήνει πολιτικό κενό. Το κενό αυτό απειλεί να καλύψει σε κάποιον βαθμό ο ακροδεξιός λαϊκισμός με έναν ψευτο-αντισυστημικό λόγο, χωρίς να οδηγείται φυσικά σε καμία πραγματική σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική στρατηγική. Ελπίζουμε να μην επιβεβαιωθεί ένα τέτοιο αρνητικό σενάριο στις επερχόμενες Ευρωεκλογές.
1 Προς χάριν της συντομίας του κυρίως κειμένου θα παραπέμπουμε σε συγκεκριμένα χωρία του άρθρου του Κ. Λαπαβίτσα στις σημειώσεις, όπως σε αυτήν την πρώτη περίπτωση, σε πλάγια γράμματα:
«Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη δύναμη, η Κίνα είναι η ανερχόμενη οικονομική δύναμη και η Ρωσία είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με πολύ ισχυρότερη οικονομία από ό,τι φανταζόταν η Δύση. Αυτές οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονται για την ηγεμονία και μπαίνουν σταδιακά σε έναν μακάβριο χορό πολέμου.»
2 Βλ. εδώ για μια συλλογή παραθεμάτων από το έργο του Λένιν που συνοψίζουν τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο με όλες τις κατάλληλες παραπομπές στις πηγές.
3 Γράφει ο Κ. Λαπαβίτσας σχετικά (προσέξτε τα εισαγωγικά στις λέξεις «εξάρτηση» και «υπανάπτυξη»):
«Οι πολυεθνικές των ΗΠΑ αποσπούσαν κέρδη από την περιφέρεια χωρίς να χρειάζονται εδαφική αυτοκρατορία. Τότε η Αριστερά παρήγε θεωρίες «εξάρτησης» και «υπανάπτυξης» που στήριξαν τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο.
[…]
Κατά πρώτο λόγο, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων επέτρεψε στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, αλλά και των συμμάχων της, να ασκήσει πρωτοφανείς πιέσεις στους δικούς τους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει «αριστοκρατία της εργασίας» σε ολόκληρη τη Δύση, η οποία υποτίθεται ότι εξαγοράζεται από πλεονάσματα που έρχονται από το εξωτερικό. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Υπάρχουν τεράστιες ανισότητες στο εισόδημα και τον πλούτο, παρακμή των εγχώριων υποδομών και της κοινωνικής πρόνοιας, μια απελπισμένη μεσαία τάξη και τεράστια στρώματα εργαζόμενης φτώχειας.»
Για τη συμφωνία του M. Roberts με την κριτική αυτή, αν και με σημαντικές διαφοροποιήσεις, βλ. Carchedi & Roberts (2021). Αντίθετα, για τη θεμελίωση της μαρξιστικής θεωρίας της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης βλ. Marini (2021) και Dussel (1990).
4 Grossmann H. (1992). The Law of Accumulation and Breakdown of the Capitalist System. Being also a Theory of Crises. Pluto Press, μετ. Δ. Περδίκης από τη σελ. 172:
«Στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, το κέρδος των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών συνίσταται στη μεταφορά κερδών από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Δεν έχει σημασία αν οι τελευταίες είναι καπιταλιστικές ή μη καπιταλιστικές. Δεν πρόκειται για την πραγματοποίηση υπεραξίας αλλά για πρόσθετη υπεραξία που αποκτάται μέσω του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά μέσω άνισης ανταλλαγής ή ανταλλαγής μη ισοδύναμων.
Η τεράστια σημασία αυτής της διαδικασίας μεταφοράς και η λειτουργία της ιμπεριαλιστικής επέκτασης εξηγούνται μόνο με βάση τη θεωρία της κατάρρευσης που αναπτύχθηκε προηγουμένως. Έχω ήδη δείξει ότι ο καπιταλισμός δεν πάσχει από υπερπαραγωγή υπεραξίας αλλά, αντίθετα, από ανεπαρκή αξιοποίηση. Αυτό παράγει μια τάση κατάρρευσης που εκφράζεται με περιοδικές κρίσεις και η οποία στην περαιτέρω πορεία της συσσώρευσης οδηγεί αναγκαστικά σε μια τελική κατάρρευση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια εισροή υπεραξίας μέσω του εξωτερικού εμπορίου θα αύξανε το ποσοστό κέρδους και θα μείωνε τη σοβαρότητα της τάσης κατάρρευσης. Σύμφωνα με την αντίληψη που έχω αναπτύξει και η οποία, πιστεύω, είναι επίσης η αντίληψη του Μαρξ, η αρχική υπεραξία διευρύνεται μέσω μεταβιβάσεων από το εξωτερικό. Σε προχωρημένα στάδια συσσώρευσης, όταν γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αξιοποιηθεί το υπερβολικά συσσωρευμένο κεφάλαιο, αυτές οι μεταφορές γίνονται ζήτημα ζωής και θανάτου για τον καπιταλισμό. Αυτό εξηγεί τη σφοδρότητα της ιμπεριαλιστικής επέκτασης στο προχωρημένο στάδιο της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επειδή είναι αδιάφορο αν οι χώρες που υφίστανται εκμετάλλευση είναι καπιταλιστικές ή μη καπιταλιστικές – και επειδή οι τελευταίες μπορούν με τη σειρά τους να εκμεταλλευτούν άλλες λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες μέσω του εξωτερικού εμπορίου – η συσσώρευση κεφαλαίου σε ένα προχωρημένο στάδιο συνεπάγεται εντατικοποιημένο ανταγωνισμό όλων των καπιταλιστικών χωρών στην παγκόσμια αγορά. Η προσπάθεια εξουδετέρωσης της τάσης διάσπασης μέσω της αυξημένης αξιοποίησης πραγματοποιείται σε βάρος άλλων καπιταλιστικών κρατών. Η συσσώρευση του κεφαλαίου παράγει μια όλο και πιο καταστροφική πάλη μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, μια συνεχή επανάσταση της τεχνολογίας, εξορθολογισμό, τεϋλοροποίηση ή φορντοποίηση της οικονομίας – όλα αυτά αποσκοπούν στη δημιουργία του είδους της τεχνολογίας και της οργάνωσης που μπορεί να διατηρήσει την ανταγωνιστική υπεροχή στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη πλευρά, η συσσώρευση εντείνει τη διολίσθηση προς τον προστατευτισμό στις οικονομικά καθυστερημένες χώρες.»
Παρατηρούμε ότι απουσιάζει τελείως η λογική της άνισης ανταλλαγής με τη στενή έννοια, της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και του μονοπωλίου από την αντίληψη του Grossmann, αλλά ωστόσο, δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμενων και σχέσεων στον ανταγωνιστικό αγώνα μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, διότι η επιπλέον υπεραξία στο διεθνές εμπόριο αποκτά χαρακτήρα «ζωής και θανάτου», εντός του πλαισίου που θέτει η ιστορική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.
5 «Τα επιχειρήματα του Λένιν και του Χίλφερντινγκ στην ουσία δεν ίσχυαν κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν βέβαια μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, τόσο αμερικανικές όσο και ευρωπαϊκές, που άπλωναν τα πλοκάμια τους σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό, η εξαγωγή δανειακών κεφαλαίων ήταν περιορισμένη, και ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα κυριαρχίας των τραπεζών επί της ιδιωτικής βιομηχανίας.
[…]
Οι διεθνοποιημένες παραγωγικές επιχειρήσεις και οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει την πιο επιθετική σύζευξη κεφαλαίων στην ιστορία. Δεν συγχωνεύονται και καμία από τις δύο μορφές δεν κυριαρχεί επί της άλλης – δεν υπάρχει σήμερα χρηματιστικό κεφάλαιο κατά τον τρόπο του Λένιν ή του Χίλφερντινγκ. Αντίθετα, οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν άμεσα τεράστια ρευστά κεφάλαια και τα διαθέτουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Microsoft ή η Pfizer αλληλοεπιδρούν συνεχώς με τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αλλά καμία τράπεζα δεν μπορεί να τους πει τι να κάνουν.»
6 «Την ίδια περίοδο, οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες έγιναν επίσης παγκόσμιες µε πρωτοφανείς τρόπους, που συνοψίζονται ως χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού. Γιγαντιαίες τράπεζες και «σκιώδεις τράπεζες», δηλαδή επενδυτικά ταμεία, κερδοσκοπικά ταμεία, και άλλα συναφή, λειτουργούν συνεχώς και σε πραγματικό χρόνο στις διεθνείς αγορές. Οι εξαγωγές κεφαλαίου είναι τεράστιες, κυρίως μεταξύ των παλαιών καπιταλιστικών χωρών, αλλά υπάρχουν επίσης σημαντικές ροές προς την περιφέρεια. Οι ροές περιλαμβάνουν κυρίως δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση κρατών, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Κρίσιμο είναι ότι πλέον υπάρχουν και σημαντικές ροές ανάμεσα στις περιφερειακές χώρες.»
7 «Οι πολυεθνικές των ΗΠΑ αποσπούσαν κέρδη από την περιφέρεια χωρίς να χρειάζονται εδαφική αυτοκρατορία. […] Αυτή η σύζευξη κεφαλαίων είναι το οικονομικό θεμέλιο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Δεν επιδιώκουν εδαφική αποκλειστικότητα, ούτε χρειάζονται τυπικές αυτοκρατορίες. Αυτό που χρειάζονται είναι, πρώτον, ένα θεσμικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει να επεκτείνουν την παγκόσμια αγορά και να κυριαρχούν πάνω της και, δεύτερον, μια ασφαλή μορφή παγκόσμιου χρήματος για την εξόφληση υποχρεώσεων και την αποθησαύριση της αξίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κράτος που μπορεί να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο σε αυτές τις απαιτήσεις είναι αυτό που θα διεκδικήσει με αξιώσεις την ηγεμονία.»
8 «Ο μαρξισμός προσφέρει την πιο πειστική απάντηση εντοπίζοντας τους υποκείμενους παράγοντες στις εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές σχέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού.»
9 «Οι παλαιές ιμπεριαλιστικές χώρες υποτάσσονται στις ΗΠΑ από γεωπολιτική άποψη.
[…] Το μονοπωλιακό βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο κυριαρχούν σήμερα στην παγκόσμια αγορά. Οι μεγάλες πολυεθνικές κυβερνούν τον παγκόσμιο καπιταλισμό, προερχόμενες κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά όλο και συχνότερα από την Κίνα και άλλα μέρη του κόσμου.»
10 «Η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων επέτρεψε την εμφάνιση περαιτέρω κέντρων καπιταλιστικής συσσώρευσης στην περιφέρεια. Εμφανίστηκαν παραγωγικά και χρηματοπιστωτικά κεφάλαια με διεθνή προσανατολισμό, κυρίως στην Κίνα, αλλά και στη Ρωσία, την Ινδία, τη Βραζιλία και αλλού. Υποστηριζόμενα από τα κράτη τους, δημιούργησαν κέντρα δυναμικής εγχώριας συσσώρευσης και άρχισαν να ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά.»
11 «Η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ απορρέει από την υπεροχή τους σε πολυμερείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΠΟΕ, καθώς και από την ικανότητά τους να καθορίζουν το νομικό και πρακτικό πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, δηλαδή τους κανόνες της λογιστικής, της χρηματοδότησης, των επενδύσεων κ.λπ. Πάνω απ’ όλα, απορρέει από την ικανότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να ελέγχει την πρόσβαση στο δολάριο ως παγκόσμιου χρήματος μέσω των συμφωνιών ανταλλαγής συναλλάγματος και άλλων μέσων. Φυσικά, το τελικό θεμέλιο είναι η παγκόσμια στρατιωτική τους ισχύς.
Η συνολική ισχύς των ΗΠΑ είναι έκδηλη. Τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα ελέγχουν τους πολύπλοκους μηχανισμούς των παγκόσμιων συναλλαγών, της εκκαθάρισης και των πληρωμών. Οι πολυεθνικές τους παράγουν και εμπορεύονται σε όλο τον κόσμο, με ορισμένους από αυτούς τους γίγαντες να κυριαρχούν στις αναδυόμενες νέες τεχνολογίες. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις περικυκλώνουν τον πλανήτη, και ένας θηριώδης στρατιωτικός προϋπολογισμός επισκιάζει τους υπόλοιπους.»
12 «Για το ορατό μέλλον, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη και η κύρια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, εγκλωβισμένες στον αγώνα για την υπεράσπιση της ηγεμονίας τους.»
13 Αναφέρει σχετικά με το βιομηχανικό κι εμπορικό προσπέρασμα των ΗΠΑ από την Κίνα ο Κ. Λαπαβίτσας:
«Από καιρό έχασαν (σημ. ΔΠ, οι ΗΠΑ) την παγκόσμια υπεροχή τους στη μεταποίηση. Πρόσφατα περιέπεσαν στη δεύτερη θέση στο παγκόσμιο εμπόριο.»
14 «Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ πηγάζει εξ ολοκλήρου από τη θεαματικά αναδιαμορφωμένη περιφέρεια. Οι ανερχόμενες δυνάμεις απαιτούν λόγο στη θεσμική ρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του παγκόσμιου χρήματος.»
15 «Σε αντίθεση με τα μεταπολεμικά χρόνια, και σε αντιστοιχία με την εποχή του Λένιν, η αναδυόμενη ηγεμονική διαμάχη δεν έχει ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά καθοδηγείται αποκλειστικά από τα καπιταλιστικά οικονομικά συμφέροντα. Αυτός είναι εν τέλει ο λόγος που καθίσταται εξαιρετικά επικίνδυνη η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου.»
16 «Οι ανταγωνιστές τους (σημ. ΔΠ, των ΗΠΑ), εξάλλου, είναι κάθε άλλο παρά φορείς μιας καλύτερης υπόσχεσης για την ανθρωπότητα. Κινούνται ξεκάθαρα από καπιταλισμό ‘κατακόκκινο στα νύχια και στα δόντια’.»
17 «Όταν η ΕΣΣΔ κατέρρευσε το 1991, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε μοναδικό παγκόσμιο ηγεμόνα. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η παλιά θεωρία του Κάουτσκι για τον «υπεριμπεριαλισμό» είχε επαληθευτεί, δηλαδή ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστών θα οδηγούσε τελικά σε μια κυρίαρχη δύναμη που θα εξουδετέρωνε μόνιμα τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς.
Η άνοδος του καπιταλισμού στην Κίνα, τη Ρωσία και αλλού στον 21ο αιώνα έβαλε τέλος σε τέτοιες φαντασιώσεις. Ο ιμπεριαλισμός και ο αγώνας για ηγεμονία σήμερα θυμίζουν την εποχή του Λένιν και του Χίλφερντινγκ, αλλά είναι επίσης βαθιά διαφορετικοί.»
18 Το άρθρο καταλήγει ως εξής:
«Καταλήγοντας, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων των μεγάλων κεφαλαίων έχει προκαλέσει μια θανάσιμη ηγεμονική διαμάχη μέσα σε πολύ σύντομο ιστορικό διάστημα. Η απειλή του παγκόσμιου πολέμου δεν πρόκειται να υποχωρήσει με πολιτικά ή ηθικά επιχειρήματα. Είναι καθήκον της Αριστεράς να διατηρήσει την ελπίδα της ειρήνης αντλώντας από τη μακρά αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική της παράδοση τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.»
Π.χ. έγραφε ο Κ. Λαπαβίτσας το 2019:
«Ο δρόμος θα είναι ανηφορικός για την ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά. Θα χρειαστεί να επιδοθεί σε μια μακρόχρονη και επίμονη μάχη επανίδρυσης της Αριστεράς ως μιας βιώσιμης και αξιόπιστης παρουσίας στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο στόχος αυτός απαιτεί καταρχήν τη διαμόρφωση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Οι προτάσεις που θα κατατεθούν θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες, δίνοντας λύσεις σε επιτακτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως η ανεργία, και έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Είναι επίσης απαραίτητη μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα του κράτους, του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η νέα προσέγγιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ξεκάθαρα αιτήματα για τη δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία. Τα αιτήματα αυτά θα αποκτήσουν καίρια σημασία καθώς η Νέα Δημοκρατία θα ξεδιπλώνει το πρόγραμμά της.
Για να γίνει πραγματικότητα ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτείται σύγκρουση με τους δανειστές και ρήξη με την ΕΕ. Είναι λοιπόν απαραίτητο η νέα ριζοσπαστική Αριστερά να σκεφτεί σοβαρά και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανησυχίες της εργατικής τάξης και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα για την Αριστερά κατά την περίοδο της κρίσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Λείπει από τη ριζοσπαστική Αριστερά μια πειστική ιδεολογική απάντηση στον διάχυτο ιδεολογικό “Ευρωπαϊσμό” και πρέπει να εντοπιστούν οι λόγοι γι’ αυτήν την αποτυχία».