Του Boštjan Videmšek (DELO)
Οι στρατιωτικές μονάδες του «Ισλαμικού Κράτους» επιτίθονταν υποστηριζόμενες από βαρύ πυροβολικό. Οι Κούρδοι απαντούσαν με ριπές από αυτόματες καραμπίνες και μερικές φορές με αυτοσχέδιες ρουκέτες.
Κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες παρακολουθούσαν επίσης τη δράση στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το έκαναν κυρίως υπό την ασφάλεια τεθωρακισμένων οχημάτων, κάτι που φαινόταν καλή ιδέα δεδομένου ότι δεν υπήρχαν και πολλοί από δαύτους στην γύρω περιοχή. Η διάθεσή τους μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «επιφυλακτική απάθεια». Καθώς η μάχη μεγάλωσε σε έκταση και αγριότητα, εμφανίστηκαν περίπου εκατό Κούρδοι πρόσφυγες που παρατάχθηκαν κατά μήκος του συρματοπλέγματος που χωρίζει τις δύο χώρες. Ήταν προφανές ότι έλπιζαν ότι οι Τούρκοι ίσως τους άφηναν να περάσουν. Είχαν βρεθεί μεταξύ διασταυρούμενων πυρών.
Άλλη μία εικόνα να σε στοιχειώνει σε αυτή την απελπισμένη μάχη, άλλη μία υπενθύμιση της αγριότητας του συριακού εμφυλίου. Παρακολουθούσα αυτό το αξιοθρήνητο χάος και ήξερα ότι κάθε προσπάθεια για την εύρεση λύσης και παροχή ασφάλειας στον άμαχο πληθυσμό ήταν καταδικασμένη.
Μια σύντομη ανάπαυλα
Μαζί με δεκατέσσερις συγγενείς ο Omar Issa, 67 ετών, έφτασε στην Τουρκία πριν από μία εβδομάδα. Οι συνθήκες διαβίωσής του είναι θλιβερές. Κατάγεται από την πόλη Karacha κοντά στα σύνορα και έχει στήσει μια σκηνή σε ένα χωράφι που το διασχίζει ένα λασπώδες ρυάκι.
Οι σκηνές, που προσφέρουν ελάχιστη προστασία, στεγάζουν τώρα τουλάχιστον 18 οικογένειες. Σε απόσταση μικρότερη από ένα χιλιόμετρο στα δυτικά μαίνεται η ασταμάτητη μάχη μεταξύ των Κούρδων και της ISIS. Αγνοώντας τις εκρήξεις, τα παιδία έπαιζαν γύρω από το ρυάκι. Μια γυναίκα είχε πάει μέχρι το πλυντήριο ενώ ο ηλικιωμένος άντρας (σχεδόν όλοι όσοι μπορούσαν να πολεμήσουν έμειναν πίσω στη Συρία) καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα καπνίζοντας και πίνοντας τσάι. Δεν φαινόταν να υπάρχει τέλος στις πολιτικές συζητήσεις.
«Αμέσως μόλις σχηματίστηκε το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα έρχονταν για εμάς, τους Κούρδους», μου λέει ο Issa, «για αυτούς αξίζουμε λιγότερο από τα ζώα! Έπρεπε να τρέξουμε, το καταλαβαίνεις; Έχουν ήδη καταλάβει όλα τα χωριά της περιοχής. Μπορείς να φανταστείς τον τρόμο μας; Μαζέψαμε όσα μπορούσαμε και ήρθαμε οδικώς εδώ, στα σύνορα. Μας πήρε δύο ολόκληρες ημέρες για να τα περάσουμε. Τώρα νιώθουμε ασφαλείς εδώ αλλά οι συνθήκες διαβίωσης είναι φρικτές. Απλά φρικτές. Κάνει κρύο και έχει υγρασία και ο χειμώνας πλησιάζει γοργά, όλοι μας τον νιώθουμε».
Πέρασα αρκετή ώρα συζητώντας με αυτόν τον παραδοσιακό ηλικιωμένο Κούρδο, που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες καλλιεργούσε ελιές και πρόσεχε το κοπάδι του. Κάπου στο ενδιάμεσο, ο κύριος Issa μού αποκάλυψε ότι δύο από τους γιους του έμειναν πίσω για να πολεμήσουν. Ανησυχούσε ότι το Kobani ήταν έτοιμο να πέσει. Κατά την άποψή του, αυτή θα ήταν μεγάλη καταστροφή για τους Κούρδους και πολλούς άλλους ακόμα. «Υπό το καθεστώς του Bashar al Assad ήμασταν ασφαλείς αλλά δεν είχαμε την ελευθερία μας», συλλογίστηκε, «ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για εμάς. Και τώρα… Ε, λοιπόν, τώρα είμαστε ελεύθεροι αλλά τρέμουμε για τη ζωή μας».
Οι πρόσφυγες αυτοί είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τη βοήθεια που μπορούν να τους προσφέρουν οι συγγενείς τους, που ζούσαν στην Τούρκικη πλευρά: «Μας βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό και είμαστε ευγνώμονες σε αυτούς» λέει ένας από τους πρόσφυγες, «αλλά είναι προφανές ότι δεν θα αντέξουμε για πολύ ακόμα. Αφήσαμε τα πάντα πίσω. Τώρα βρισκόμαστε απόλυτα στο έλεος της διεθνούς κοινότητας. Φυσικά από υποσχέσεις ακούμε πολλές αλλά τώρα χρειαζόμαστε απελπισμένα πραγματική βοήθεια».
Το ανθρώπινο κόστος
Η πλειοψηφία των Κούρδων που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα είναι τώρα πρόσφυγες στην κοντινή πόλη Suruc. Κάθε μέρα που περνάει εκεί η κατάσταση γίνεται όλο και πιο ασταθής. Οι άνθρωποι στους δρόμους έχουν εμφανώς εξαντληθεί. Κάποιοι είναι εξοργισμένοι με τη δύσκολη θέση τους. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα οι αγαπημένοι τους σφαγιάζονται και είναι ανίκανοι να βοηθήσουν. Ωστόσο ορισμένοι παραδέχονται ότι η απόφαση της Τουρκίας να κλείσει τα σύνορα ήταν ένα μικρό θαύμα. Άλλωστε εδώ και δεκατέσσερις ημέρες ο πληθυσμός στη βρόμικη και ταλαιπωρημένη Suruc έχει υπερδιπλασιαστεί. Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι οι Κούρδοι πρόσφυγες. Όλα τα διαθέσιμα καταλύματα είναι υπερπλήρη και πολλοί έχουν αναγκαστεί να κοιμούνται σε πάρκα και σκοτεινές υπόγειες διαβάσεις. Αρκετοί έχουν στήσει αυτοσχέδιες σκηνές στα γύρω χωράφια. Όλοι τους έχουν αφεθεί χωρίς βοήθεια και ζουν μόνο με όσα οι κάτοικοι της πόλης μπορούν να τους προσφέρουν. Όταν έφτασα εκεί, μόνο ένα ελάχιστο μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας είχε φτάσει στο Suruc. Η πόλη είναι εμφανώς έτοιμη να καταρεύσει και οι κάτοικοι της βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
«Ο πατέρας φοβόταν για εμάς, τις γυναίκες»
Η Naima Khail, 19 ετών, μου συστήθηκε ως Κούρδισα από το Kobani. Λαχταρούσε την ασφάλεια και τη σταθερότητα που της παρείχε το σχολείο της αλλά και μια μικρή συλλογή από βιβλία που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω. Συνοδευόμενη από τη μητέρα, τον πατέρα και πέντε αδελφές έφυγε από το Kobani πριν 8 ημέρες. Οι στρατιώτες της ISΙS είχαν σφίξει τον κλοιό γύρω από την πόλη μέχρι που ο πατέρας τους αποφάσισε ότι δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να μείνουν άλλο εκεί. Ο πατέρας της ήξερε τι είχε συμβεί σε αυτούς που είχαν πέσει στα χέρια των σουνιτών εξτρεμιστών σε άλλα μέρη.
«Ο πατέρας μου φοβόταν για εμάς, τις γυναίκες» μου εξηγεί η Naima και σηκώνει άτολμα τους ώμους της, «Οι μαχητές της ISIS σίγουρα θα μας απήγαγαν και θα μας πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα. Αυτό έχει συμβεί σε πολλές κοπέλες της Συρίας και του Ιράκ! Οπότε, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Μαζέψαμε όσα μπορούσαμε και τρέξαμε για να σώσουμε τις ζωές μας. Ξέρεις, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό στο Kobani εδώ και λίγο καιρό. Υποφέραμε εκεί τα τελευταία τρία χρόνια. Χρειάστηκε να σκάψουμε το δικό μας πηγάδι αλλά ξέραμε ότι στα γύρω χωριά η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη». Η μελαμψή 19χρονη Naima μού μιλούσε σε άψογα αγγλικά. Πίσω στη Συρία αυτή και η οικογένειά της είχαν καταφέρει να επιβιώσουν επί τρία χρόνια εν μέσω πολέμου. Δεν ήταν πάντα έτσι αλλά στην πόλη της, στο Kobani, οι Κούρδοι αποφάσισαν να στηρίξουν τη συριακή επανάσταση. Κατά τους πρώτους μήνες της εξέγερσης κατά του καθεστώτος του Ασάντ, στο Kobani έγιναν κάποιες ειρηνικές διαδηλώσεις. Οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέλαβαν έναν αριθμό ατόμων αλλά για κάποιο λόγο δεν κατέστειλαν τις διαδηλώσεις με την βιαιότητα που το έκαναν στην Homs και την Da’ara. Το καλοκαίρι του 2012 έγινε μια τακτική υποχώρηση των δυνάμεων στου Άσσαντ από τα εδάφη των Κούρδων. Οι Κούρδοι πέρασαν λίγο χρόνο οργανώνοντας τοπικές αρχές και σχημάτισαν τον πολύ μικρό στρατό τους. Ανακήρυξαν την αυτόνομη κουρδική ζώνη και αποφάσισαν αν την ονομάσουν Rojave.
Για την Naima αυτό σήμαινε το τέλος της φοίτησής της. Αυτό επίσης σήμανε και το τέλος στις ελπίδες της ότι θα μπορούσε να σπουδάσει φαρμακευτική, κάτι που το ήθελε από όταν ήταν μικρό παιδί. Ο δρόμος για το Aleppo, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο που θα έπρεπε να δώσει τις εισαγωγικές εξετάσεις, έγινε αδιάβατος. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε ότι ο δρόμος έγινε ένα κομβικό σημείο συγκρούσεων ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ανταρτών, στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους μαχητές της ISIS.
Η κατάσταση έγινε ιδιαίτερα περίπλοκη και δεν υπήρχε πλέον τρόπος να παρακαμφθεί. Η ξαφνική άνοδος του σκληρού και μισότρελου στρατού της ISIS μπορεί να θεωρηθεί ως απότοκο της επί δεκαετιών εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, τα χρήματα της Σαουδικής Αραβίας και το φόβο της Τουρκίας μπροστά στην πιθανότητα της οργάνωσης των Κούρδων. Οι μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους» πρώτα κατάστειλαν αποφασιστικά τη συριακή εξέγερση κατά του Ασάντ και έπειτα διέσχισαν τα ιρακινά σύνορα για να δημιουργήσουν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «Χαλιφάτο». Έπειτα πέρασαν λίγο καιρό προκειμένου να ξεριζώσουν κάθε διαφωνούντα. Μετά την πόλη Yaezidis ήρθε η σειρά των Κούρδων. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων πάνω από 100 κουρδικά χωριά καταλήφθηκαν από τους μαχητές τους. Περισσότεροι από 130.000 Κούρδοι αναγκάστηκαν να προσφύγουν στην Τουρκία μέσω των κοντινών συνόρων. Κάθε ημέρα που περνάει το χάος εντείνεται. Η Naima Khalil είναι μόνο μία από τις αμέτρητες ψυχές που επηρεάστηκαν από αυτήν την τρέλα.
«Είμαι θυμωμένη» λέει, «και λυπημένη. Τα παιδιά των Τούρκων συνεχίζουν να με φοβερίζουν λέγοντάς μου ότι οι ισλαμιστές έρχονται για να με δολοφονήσουν, ενώ οι μεγαλύτεροι θέλουν μόνο να με ταπεινώνουν. Τις περισσότερες ημέρες δεν έχω το κουράγιο καν να βγω από το σπίτι στο οποίο ζούμε μαζί με άλλες τρεις οικογένειες. Βρεθήκαμε εδώ όταν ένας από τους γνωστούς του πατέρα μου μας το δάνεισε για 10 ημέρες. Τα κακά νέα είναι ότι μεθαύριο θα πρέπει να φύγουμε και τότε θα βρεθούμε στο δρόμο. Απλά δεν ξέρω τι θα κάνω! Δεν υπάρχουν πια χρήματα. Οι γονείς μου έχουν ξοδέψει ήδη τα λιγοστά που πήραμε μαζί μας. Ίσως αναγκαστούμε να πάμε προς την Κωνσταντινούπολη. Για να ζήσουμε στους δρόμους. Θα ξεκινήσω να ψάχνω για δουλειά αμέσως μόλις φτάσουμε εκεί. Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο από το να επιστρέψω στο σχολείο αλλά μάλλον αυτό δεν θα συμβεί, σωστά;».
Λέγοντας αυτά, το καημένο το κορίτσι ξέσπασε σε λυγμούς.
Έπειτα, μάζεψε όσο κουράγιο και αισιοδοξία της είχαν μείνει και με ρώτησε αν είχα κανένα βιβλίο στα αγγλικά – «Οτιδήποτε, ό,τι κι αν είναι!». Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να διαβάζει. «Ο πατέρας μου», εξήγησε, «θέλει να αρπάξω οποιαδήποτε ευκαιρία για εκπαίδευση που μου προσφέρει η ζωή. Ακόμα και όταν δεν μπορούσα να πάω στο σχολείο, μελετούσα όλη την ώρα – μελετούσα στο σπίτι, πού αλλού; Διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Δεν θέλω να είμαι σαν τις περισσότερες από τις φίλες μου: οι γονείς τους βιάζονται να τις παντρέψουν για να τις εξασφαλίσουν αλλά σε αντάλλαγμα χάνουν την ελευθερία τους. Εγώ απλώς δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Ούτε για όλη την ασφάλεια του κόσμου. Στο κάτω-κάτω, η μητέρα μου Najaf πάντα ήταν ένθερμος υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών».
Αυτό το τελευταίο κομμάτι επέστρεψε στην Naima να επανακτήσει ένα μέρος από την ψυχραιμία της, ακόμα και την υπερηφάνειά της. Όπως μιλούσαμε, βρισκόμασταν ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος Κούρδων προσφύγων, που είχαν μαζευτεί για τη σούπα από φακές. Αυτό το υφάλμυρο, όπως φαινόταν, κατασκεύασμα διανεμόταν από Τούρκους εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, που το έφερναν σε τεράστιες αλουμινένιες δεξαμενές. Σε αυτήν τη σκονισμένη, κυριαρχημένη από το άγχος πόλη Suruc, η Naima μού είπε ότι ένιωθε περισσότερο παγιδευμένη από ποτέ. «Οι ντόπιοι άντρες με κοιτάζουν επίμονα και πάντα αποστρέφω το βλέμμα. Κάθε μέρα τους φοβάμαι όλο και περισσότερο, φοβάμαι τι μπορεί να μου κάνουν. Αυτός, ξέρετε… αυτός δεν είναι ο κόσμος μου. Δεν θα έπρεπε να είναι ο κόσμος μου».
Ο Mohammed Chechu, ένας Κούρδος πρόσφυγας από ένα χωριό δίπλα στην Kobani, έχασε την όρασή του πριν από περίπου 18 μήνες. Ισχυρίζεται ότι αυτό συνέβη επειδή είδε υπερβολικά πολύ τρόμο. Μαζί με την οικογένειά του έφυγε από τη Συρία για τη συνοριακή πόλη Suruc πριν από 12 ημέρες. Το χωριό του -όπως όλα τα κουρδικά χωριά στην περιοχή- καταλήφθηκε από το ISIS.
«Δεδομένου ότι δεν μπορώ να δω, σχεδόν δεν έβγαινα από το σπίτι. Μια μέρα, άκουσα φωνές στο δρόμο. Ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος. Έλεγαν ότι στα γειτονικά χωριά οι Ισλαμιστές έκοβαν λαιμούς και μάζευαν τις γυναίκες για να τις πουλήσουν ως σκλάβες. Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν ότι η τυφλότητά μου θα με έκανε βάρος για όλους. Ήμουν αποφασισμένος να μείνω σπίτι και να γίνει ό,τι ήταν να γίνει αλλά η οικογένειά μου με έπεισε να τους βοηθήσω να μαζέψουν μερικά πράγματα και να φύγουμε. Έπρεπε να αφήσουμε πίσω όλα αυτά για τα οποία δουλέψαμε τόσο σκληρά. Το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, τα ζώα μας, τη ζωή μας».
Μίλησα με τον κ. Mohammed Μέσα σε ένα τζαμί, όπου τουλάχιστον 300 Κούρδοι πρόσφυγες στριμώχνονταν τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Μου είπε ότι η οικογένειά του χρειάστηκε δύο ολόκληρες ημέρες για να κάνει το ταξίδι. Πέρασαν τη νύχτα στα τουρκικά σύνορα και μετά οι Τούρκοι στρατιώτες αποφάσισαν να τους αφήσουν να περάσουν.
Πολλοί από τους συγγενείς του Mohammed έμειναν πίσω στην Kobani: ξαδέρφια, ανήψια, ακόμα και πολλοί από τους φίλους του, που ποτέ πάνω στο θυμό τους δεν ύψωσαν ένα μπαστούνι, πόσο μάλλον ένα καλάσνικοφ. Αλλά ήξεραν αρκετά για να γνωρίζουν ότι η μοίρα τους ήταν στα δικά τους χέρια. Καμία βοήθεια δεν τους έχει δοθεί ακόμα και έχουν μάθει να μην την περιμένουν. Ο συνασπισμός βομβάρδιζε κυρίως διυλιστήρια – οι προτεραιότητές του ήταν απόλυτα σαφείς. Στο μεταξύ, οι Κούρδοι αφανίζονταν κατά χιλιάδες και όχι για πρώτη φορά. Με δεδομένη τη μακρά και σκληρή ιστορία αυτών των υπερήφανων αυταρκών ανθρώπων, δεν είναι να απορεί κανείς που τόσο λίγοι δείχνουν εμπιστοσύνη στη διεθνή κοινότητα. Η μεγάλη πλειονότητα λέει ότι θα προτιμούσε να πεθάνει γενναία στη μάχη. Αλλά ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι ότι σε αυτήν την κρίσιμη ιστορική στιγμή υπάρχει ελάχιστη ενότητα ανάμεσα στα 25 εκατομμύρια Κούρδους της Μέσης Ανατολής, πόσο μάλλον μια εστιασμένη πολιτική ατζέντα. Μέχρι στιγμής κανείς από τους αδελφούς τους δεν έχει έρθει να βοηθήσει τους Σύριους Κούρδους της επαρχίας Kobani. Πρέπει να δώσουν μόνοι τους τις μάχες τους.
«Είναι δύσκολο», συνέχισε ο κ. Chechu. «Το χειρότερο είναι ότι η τυφλότητά μου δεν μου επιτρέπει να φροντίσω την οικογένειά μου. Αντιθέτως, εκείνοι πρέπει να με φροντίσουν. Είμαι εντελώς άχρηστος. Όπως κι εγώ, η γυναίκα μου ήταν δασκάλα στο σχολείο μας. Αλλά από τότε που έχασα την όρασή μου, έπρεπε να τα παρατήσει και να αφοσιωθεί στις ανάγκες της οικογένειάς μας. Την περασμένη εβδομάδα, το μόνο που έκανα ήταν να κάθομαι και να ακούω τους ανθρώπους να μιλούν. Επίσης, καπνίζω πολύ και σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι. Μπορεί να είμαι τυφλός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να δω τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία γύρω μου. Πάρα πολλοί αναγκάζονται να κοιμούνται στους δρόμους. Κρυώνουμε πάρα πολύ – και δεν υπάρχει καμία βοήθεια στον ορίζοντα. Ο χειμώνας έρχεται και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Φοβάμαι ότι θα έρθει μια στιγμή που απλώς θα αποφασίσουν να μας ποδοπατούν στο έδαφος. Δεν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος για εμάς να επιστρέψουμε σύντομα στα σπίτια μας. Είμαι ευγνώμων στην Τουρκία που μας δέχτηκε, αλλά τώρα πρέπει να βοηθήσει και κάποιος άλλος!».
Σε αυτήν την ατυχή εξορία, ο κ. Cechu συνοδεύεται από τρεις γιους και μία κόρη. Ο μικρότερος από τους γιους του είναι 12 ετών και πρόσφατα διαγνώστηκε ότι πάσχει από μια πολύ σοβαρή μορφή διαβήτη. «Δεν υπάρχουν φάρμακα γι' αυτόν εδώ. Και επίσης δεν έχουμε χρήματα για τη θεραπεία. Ξέρω ότι αρρώστησε εξαιτίας μου. Και λόγω του πολέμου. Είναι το στρες, ξέρετε. Το καημένο το παιδί, αυτήν δεν είναι ζωή για αυτό». Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης ο κ. Chechu προσπαθούσε γενναία να ελέγξει τα συναισθήματά του, αλλά σε αυτό το σημείο έχασε τον έλεγχο και τα δάκρυα άρχισαν να ξεχύνονται από τα σκούρα, τυφλά μάτια του.
«Θέλω να ξαναδιδάξω»
Η τελευταία φορά που ο κ. Chechu μπήξε σε τάξη ήταν πριν από δύο χρόνια, όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις προσωρινά εγκατέλειψαν τις κουρδικές περιοχές, κάτι που επέτρεψε στους Κούρδους να οργανώσουν τα δικά τους σχολεία. Ακόμα και τότε η όρασή του είχε αρχίσει να ελαττώνεται. Ο ίδιος είναι πεισμένος ότι το στρες είναι η κύρια αιτία. Είδε πάρα πολλές φρικαλεότητες, που διαπράχτηκαν τόσο από το καθεστώς όσο και από τις διάφορες ισλαμικές πολιτοφυλακές που άρχισαν να βανδαλίζουν τις πατρίδες του. Η κτηνωδία συνέχισε να μεγαλώνει, όπως και ο πόλεμος. Ο Mohammed τελικά τυφλώθηκε πριν από περίπου 1,5 χρόνο.
«Για ένα διάστημα», θυμάται, «μπορούσα να δω μόνο σκιές και στη συνέχεια ούτε καν αυτές. Ήταν ένα είδος θανάτου. Αλλά δεν έχασα τις ελπίδες μου. Ύστερα από λίγες εβδομάδες ανέκτησα λίγο από το πνεύμα μου και έπεισα τον εαυτό μου ότι θα έρθει μία ημέρα που θα ξαναδώ και θα ξαναμπώ σε μια τάξη ευτυχισμένων παιδιών που θα θέλουν να μάθουν. Αλλά μέχρι τώρα δεν ήταν να γίνει. Ξέρετε, η Συρία τώρα έχει μια γενιά παιδιών που έπρεπε να εγκαταλείψουν το σχολείο – μια ανεκπαίδευτη, τραυματισμένη γενιά. Είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να είχε συμβεί». Από τον ήσυχο, παραπονεμένο τρόπο που μιλούσε, ήταν φανερό ότι ο κ. Chechu δεν είχε ακόμα καταφέρει να συνέλθει από τις φρικαλεότητες που ο ίδιος και οι άνθρωποί του συνάντησαν. Αλλά παρά την τυφλότητά του, τα βαθιά, μαύρα μάτια του συνέχιζαν να κοιτάζουν τα δικά μου και με έκπληξη είδα ότι μερικές φορές αυτά τα φτωχά, τυφλά μάτια έλαμπαν με ελπίδα.
Σχεδόν όλη η Συρία έχει ρημάξει από τον πόλεμο και οι κεντρικοί δρόμοι που συνδέουν τα αστικά κέντρα είναι το πιο επικίνδυνο μέρος της χώρας. Αλλά πριν από μερικούς μήνες, η γυναίκα του Mohammed αποφάσισε να συγκεντρώσει τις τελευταία αποταμιεύσεις τους και να πάει τον άντρα της σε ένα διάσιμο νευρολόγο στη Δαμασκό. Έτσι μια ημέρα, απλά έβαλε μπροστά το αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για την πρωτεύουσα. Σε κάθε σημείο ελέγχου τους σταματούσαν και τους ανέκριναν και οι άγριοι άνδρες με τα οπλοπολυβόλα συχνά τους απειλούσαν. Τους σταμάτησε ο κυβερνητικός στρατός, οι μαχητές της ISIS, τα μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού της Συρίας και διάφοροι αυτόνομοι αντάρτες. Όλοι τους ήλεγχαν τμήματα της σκορπισμένης χώρας. Τελικά μετά από 36 ώρες κατάφεραν να φτάσουν στη Δαμασκό. Πέρασαν το βράδυ στο αυτοκίνητό τους στη μέση της ερήμου. «Η γυναίκα μου κατάφερε να κοιμηθεί λίγο, αλλά εγώ όχι» λέει ο Mohammed για αυτό το αγωνιώδες ταξίδι: «Ήμουν τρομοκρατημένος. Όλη την ώρα, άκουγα διάφορους θορύβους και αναρωτιόμουν τι να σημαίνουν. Ορισμένες φορές έχανα την αναπνοή μου από τον πανικό! Ωστόσο, ανυπομονούσα να δω τον ειδικό. Ήμουν αισιόδοξος ότι θα με βοηθούσε».
Η ελπίδα παραμένει
Όταν έφτασαν, ο νευρολόγος είδε τον Mohammed αμέσως. Εξέτασε τα μάτια του επιμελώς και προς μεγάλη έκπληξη του ασθενούς του ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει οργανικό πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρα νευρολογικής φύσης και αυτό ήταν πλέον βέβαιο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η τύφλωσή του προκλήθηκε από κάποια περίπλοκη βλάβη των νεύρων στον εγκέφαλό του. Ο ίδιος πάντως βρήκε πολύ ενθαρρυντική τη διάγνωση αφού ο νευρολόγους του είπε ότι πιθανά να ανακτήσει την όρασή του αν μπορούσε να εξασφαλίσει την κατάλληλη θεραπεία.
«Το ταξίδι της επιστροφής μπορεί να ήταν ακριβώς το ίδιο επικίνδυνο με το ταξίδι προς τη Δαμασκό» θυμάται ο Mohammed «αλλά αυτήν τη φορά όλα του φαίνονταν όμορφα και ένιωθε ευτυχισμένος! Η αναφορά και μόνο της πιθανότητας να ξαναδώ με είχε συνταράξει. Στην επιστροφή ήμουν άλλος άνθρωπος, γεμάτος ελπίδα. Ο γιατρός μού είπε ότι υπάρχει μια κλινική στην Ισπανία που ειδικεύεται στην περίπτωσή μου αλλά δεν μου είπε το όνομά της ή το πού βρίσκεται και πάνω στον ενθουσιασμό ξέχασα να ρωτήσω. Είμαι ευτυχής γιατί έχω συγγενείς στην Ισπανία που υποσχέθηκαν να με βοηθήσουν να βρω την κλινική αλλά δεν έχω ιδέα πώς θα καταφέρω να φτάσω μέχρι εκεί. Δεν έχω ούτε τα χρήματα ούτε τα απαραίτητα χαρτιά».
Ο Mohammed Chechu έστειλε τις εξετάσεις του σε έναν Παλαιστίνιο γιατρό που βρίσκεται τώρα στην Ιορδανία. Περιμένει ακόμα για την απάντηση. Ωστόσο τις τελευταίες ημέρες τα μάτια του έχουν ανακτήσει ένα μικρό μέρος της λειτουργικότητάς τους. Δεν μπορεί να δει ακόμα τίποτα αλλά μερικές φορές αισθάνεται την κίνηση μπροστά του και τώρα τελευταία πιστεύει ότι μπορεί να δει μικρές διαφοροποιήσεις στο φωτισμό. Αν βάλει την παλάμη του ακριβώς μπροστά στα μάτια του πιστεύει ότι μπορεί μερικές φορές να δει κάποια χαρακτηριστικά τους. Πάντως αν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 10 εκατοστών σίγουρα δεν μπορεί να το δεί. «Όλη την ώρα ελπίζω και προσεύχομαι. Θέλω να γίνω άνθρωπος και πάλι, κάποιος που να μπορεί να αναλάβει την φροντίδα της οικογένειάς του, της αγαπημένης του και των παιδιών του. Κατά τη γνώμη μου, μόνο κάποιος που είναι σε θέση να εξυπηρετήσεις τους άλλους μπορεί να εκτιμήσει το θαύμα του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ζητώ συγγνώμη για όλα αυτά και που έχω κάνει τους πάντες να ασχολούνται με το δικό μου πρόβλημα. Πρόκειται για μια ανείπωτη τραγωδία αλλά η αλήθεια είναι ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτήν και ο πόνος μας γίνεται όλο και χειρότερος. Σας παρακαλούμε βοηθήστε μας».