
Για το «Θα κάψω το Παρίσι» του Bruno Jasienski (μτφρ.- επίμετρο Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδόσεις Έρμα).
Θα ρίξω LSD/ στη λίμνη του Μαραθώνα/ μπας και τη βρούνε επιτέλους/ οι ξενέρωτοι προλετάριοι/ Μαμά!// Μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας/ θα σας φάνε ζωντανούς/ Κανίβαλοι, κανίβαλοι θα γίνουνε –Τζίμης Πανούσης «Για τη γιορτή της Μητέρας»
Στην εισαγωγή του έργου του Ναρκωτικά και μέθη ο Ερνστ Γιούνγκερ σημειώνει, μεταξύ άλλων, για να δείξει την ένταση της επιθυμίας που δεν είναι πάντα σύστοιχη με την αναγκαία δόση για την απόλαυση: «Αν αληθεύει ότι ένας Ρωμαίος κοιλιόδουλος σαν τον Βιτέλλιο καταβρόχθιζε τρία γεύματα καθ’ εκάστη και έπαιρνε εμετικά για να ξεφορτωθεί τα περιττά, καταλαβαίνουμε ότι υπέφερε από το γεγονός ότι η κοιλιά χορταίνει αλλά το μάτι δε χορταίνει ποτέ – έστω και με πρωτόγονο τρόπο» (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Ίνδικτος).
Το Θα κάψω το Παρίσι ξεκινά με 400 ανήσυχα ζευγάρι μάτια να μη τολμούν να κοιτάξουν τον εργοδηγό που θα μπορούσε να οδηγήσει τους κατόχους τους, βιομηχανικούς εργάτες, σε απόλυση. Την ίδια στιγμή, αμέσως μετά το σχόλασμα, τα ίδια μάτια θα αντικρίσουν το άλλο πρόσωπο του μεσοπολεμικού Παρισιού: τους χορούς, την χλιδή των αστών, την φαντασμαγορία του εμπορεύματος. Σε αντίθεση με τον Ρωμαίο του Γιούνγκερ, ο εργάτης του Παρισιού πάσχει όχι γιατί δεν μπορεί να υπερβάλλει την απόλαυση, αλλά γιατί ζει σε ένα συνεχές τήζερ. Του δείχνουν, βλέπει με όλα του τα μάτια, αυτό που δεν μπορεί να αποκτήσει.
O Πιερ είναι ο κάτοχος ενός από αυτά τα ζευγάρια μάτια. Η Ζανέτ είναι το κορίτσι του. Η Ζανέτ θέλει ένα καινούριο ζευγάρι γοβάκια για να πάει στον χορό. Ο Πιερ απολύεται. Η Ζανέτ εγκαταλείπει τον Πιερ. Ο Πιερ μένει άστεγος. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό που θυμίζει τζαζ -αυτή που απολαμβάνουν οι αστοί στα κλαμπ- ο Γιασένσκι εικονογραφεί την καταβύθιση του Πιερ στην απελπισία και προσφέρει ένα καλειδοσκόπιο του νυχτερινού Παρισιού από τη σκοπιά του ηττημένου. Στο θολωμένο μυαλό του Πιερ όλοι εξισώνονται, και όλες γίνονται Ζανέτ που εκπορνεύονται: η κίνηση της επιθυμίας ως εμπορεύματος εξισώνει τα υποκείμενα στην πτώση τους.
Κι ύστερα αρχίζει το δράμα. Η στιγμή που ο Πιερ θα αρχίσει να ανακάμπτει, βρίσκοντας μια δουλειά στο υδραγωγείο της πόλης, θα είναι και η στιγμή της εξέγερσης. Μετά τη χρυσή ευκαιρία που μια τυχαία συνάντηση με έναν παλιό γνώριμο που δουλεύει στο Ινστιτούτο Παστέρ προσφέρει, ο Πιερ θα κλέψει τον βάκιλο της πανούκλας και θα ποτίσει με αυτόν όλη την πόλη. Όμοιος με χιλιαστή επαναστάτη του Μεσαίωνα, ο Πιερ θα ανοίξει το δρόμο προς την κόλαση για όλους όσοι αδυνατούν να συλλάβουν την ολοκληρωτική τους εμπλοκή στο παιχνίδι του εμπορεύματος, γινόμενος, στο βαθμό που οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε αυτόματα, λουδίτης ανθρώπων.
Στην πραγματικότητα είναι εδώ που αρχίζει το μυθιστόρημα του Γιασένσκι. Εδώ είναι που μπαίνει σε κίνηση το νατουραλιστικό πείραμα της διαχείρισης της πανούκλας. Αν μέχρι την «τρομοκρατική» ενέργεια του Πιερ ο κόσμος χωριζόταν σε αυτούς που έχουν και σε αυτούς που δεν έχουν, μετά την έναρξη του κακού αναδύονται οι διαχωριστικές γραμμές, η πόλη διαφοροποιείται. Γάλλοι εθνικόφρονες, Αγγλοσάξωνες καπιταλιστές, ορθόδοξοι Εβραίοι, Ρώσοι εμιγκρέδες, Ρώσοι κομμουνιστές και Κινέζοι κομμουνιστές βρίσκονται όλοι αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της εξαφάνισης. Ο Γιασένσκι δεν θα τσιγκουνευτεί τον αριθμό των σελίδων για να δείξει τον ιδιαίτερο τρόπο αφανισμού που αντιστοιχεί στην κάθε ιδεολογική και εντέλει καταπιεστική ομάδα.
Θα πρέπει να φανταστούμε το σοκ που προκάλεσε το μυθιστόρημα όταν τον Σεπτέμβρη του 1928 άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στην L’ Hummanite, για να εκδοθεί έναν χρόνο αργότερα ως βιβλίο. Η εικονοκλαστική πρόζα και το μήνυμα αφανισμού του Παρισιού (και της εξουσίας που κατεικοεδρεύει σ’ αυτό) πάρθηκε όντως στα σοβαρά από τη γαλλική κυβέρνηση που προχώρησε στην απέλαση του Πολωνού φουτουριστή, ένθερμου αγκιτάτορα των κομμουνιστικών ιδεών (η μοίρα του Γιασένσκι υπήρξε ωστόσο τραγική, καταλήγοντας ένα από τα πάμπολλα θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων -η πορεία του Πολωνού στην λογοτεχνία και την πολιτική περιγράφεται με πληρότητα στο κατατοπιστικό επίμετρο της έκδοσης).
Ο Γιασένσκι δεν θα χαριστεί σε καμιά εξουσιαστική μορφή. Αστοί και κομμουνιστές θα δειχθούν με τα ίδια (σχεδόν) μελανά χρώματα όταν θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διαχείρισης της πρωτόγνωρης επιδημίας. Οι μηχανορραφίες που θα επέτρεπαν την πιθανή σωτηρία δεν θα είναι προφανώς οι ίδιες, με τους αστούς να επιδεικνύουν αντικειμενικά μεγαλύτερο αμοραλισμό, αλλά και οι κομμουνιστές δεν θα υστερήσουν σε διαχειριστική ανεπάρκεια. Βασική παράμετρος που διατρέχει οριζόντια τις ανεξαρτητοποιημένες επικράτειες της πόλης είναι η βαθιά καχυποψία έναντι των άλλων, η οποία και αναδιπλασιάζεται στους κόλπους των ίδιων των επικρατειών. Ο υπαρκτός τρόπος οργάνωσης δεν είναι αρκετός, μας λέει ο Γιασένσκι. Η ουτοπική ελπίδα στο έργο του Γιασένσκι θα έρθει από αλλού.
Πράγματι, μόλις η πανούκλα έχει ολοκληρώσει το έργο της, είναι που σπάνε τις πόρτες των φυλακών οι έγκλειστοι σε αυτές. Έχουμε προειδοποιηθεί από το πρώτο ήδη μέρος του έργου ότι οι φυλακές είναι γεμάτες πολιτικούς κρατουμένους, αγωνιστές εργάτες που προκαλούσαν ταραχές στους δρόμους. Σ’ αυτούς περνάει τώρα ο έλεγχος της πόλης. Μην έχοντας πρόσβαση στο δίκτυο της υδροδότησης, κανονικοί παρίες της κυκλοφορίας των δημόσιων αγαθών, γλίτωσαν την πανούκλα, και ως από μηχανή θεοί του κόσμου αρχίζουν την ανοικοδόμηση της πόλης.
Ξέρουν ότι για την επιβίωσή τους χρειάζονται χρόνο. Στέλνουν ψεύτικα μηνύματα στον έξω κόσμο ότι η πανούκλα καλά κρατεί και προετοιμάζονται. Δυναμώνουν, καλλιεργούν, οπλίζονται. Η υλική ενδυνάμωσή τους προετοιμάζει την ύψιστη αγκιτάτσια, την οργανωμένη εκπομπή ραδιοφωνικών μανιφέστων που παρεμβάλλονται στις κανονικές εκπομπές των ανά τον κόσμο ραδιοσταθμών με σκοπό την κινητοποίηση του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Συνοψίζοντας το βιβλίο στο επίμετρό της, η μεταφράστρια σημειώνει: «Σε ένα μείγμα μοντερνιστικής γραφής με ψήγματα φουτυρισμού και εξάρσεις σοσιαλιστικής ρητορικής, ο συγγραφέας οραματίζεται τη δημιουργία μιας νέας παρισινής κομμούνας πάνω στις στάχτες της μπουρζουαζίας». Θα ήταν δύσκολο να περιγράψει κανείς τα εύφλεκτα συστατικά του κοκτέιλ μολότοφ που συνιστά το Θα κάψω το Παρίσι με περισσότερο ακριβή τρόπο.
Συγγραφέας πάμπολλων μανιφέστων ο Γιασένσκι ξέρει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να κινητοποιεί. Καμια πρότασή του δεν είναι ήσυχη. Παντού πάλλεται η δυσφορία της μορφής να χωρέσει ένα προβληματικό περιεχόμενο. Η πόλη, ένοχη λόγω παρελθόντος, αλλά και η μόνη ελπίδα για την ανοικοδόμηση του μέλλοντος, θα δώσει στη φράση το μέτρο του απλώματός της. Ο Γιασένσκι κρατά από τη φουτουριστική παράδοση την έμφαση στη δύναμη της μηχανής και την κίνηση της μάζας, χωρίς να ξεχνά τον συνδετικό αρμό που προσφέρει η πόλη στις μεγα-κινήσεις αυτές. Εμφανές, θεωρώ, παράδειγμα η επανερχόμενη σαν λάιτ μοτίφ περιγραφή των παρισινών παραθύρων:
Το παράθυρο είναι πίνακας στερεωμένος επάνω στο νεκρό, πέτρινο ορθογώνιο του γκρίζου τοίχου της ημέρας. Υπάρχουν παράθυρα-νεκρές φύσεις, παράξενες, απαιτητικές συνθέσεις της έμπειρης καλλιτέχνιδας-τύχης, αποτελούμενες από τη γωνία μιας κουρτίνας, από ένα ξεχασμένο ανθοδοχείο, από το φωτεινό κιννάβαρι μια ς τομάτας που ωριμάζει στο περβάζι. Υπάρχουν παράθυρα-πορτρέτα, παράθυρα-εσωτερικοί χώροι, παράθυρα-αφελή τοπία των περιχώρων αλά «τελώνης» Ρουσσώ, ανεύρετα, ανύπαρκτα, ανεκτίμητα.
Τέτοιες ποιητικές εξάρσεις περί χώρου συναντούν ως αντίστιξη τη σκληρή ειρωνεία για τη ζωή των αστών («τους δρόμους πλημμύριζε κόσμος στολισμένος γιορτινά που ανέδυε τη χαρακτηριστική μυρωδιά γαλλικής γιορτής: φτηνό κρασί, κακό ταμπάκο και δημοκρατία») ή τις προκαταλήψεις των θρησκειών (απολαυστικό παράδειγμα η αυτοκτονία του παλαιοβιβλιωπώλη Μέντελ επειδή η κόρη του παντρεύτηκε έναν μαύρο και «γέννησε ένα μικρό νεγράκι») και δημιουργείται το κύκλωμα που κάνει το βιβλίο ηλεκτροφόρο.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά, το εμπρηστικό βιβλίο του Γιασένσκι διατηρεί αμείωτη την εύφλεκτη ουσία του. Κι αν κατά τόπους μάς κλωτσάει η σοσιαλιστική ρητορική, ο μοντερνισμός του κειμένου έρχεται να μετατρέψει αμέσως την υποψία κηρύγματος σε κήρυγμα της υποψίας: μια υποψία απέναντι σ’ ένα παρόν που μοιάζει άκαυστο αλλά αρκεί μια σπίθα τρελού για να το κάνει παρανάλωμα.