Το αποτέλεσμα και η συζήτηση βρίσκει περισσότερο ικανοποιημένη την αντιπολίτευση, παρά την κυβέρνηση που προκάλεσε την ψηφοφορία. Κι αυτό γιατί, αν προσδοκούσε κάτι η κυβέρνηση από αυτήν τη διαδικασία, δεν μπορεί να ήταν η ψήφος των βουλευτών της, αλλά το να κερδίσει τις εντυπώσεις ως προς τον πραγματικό της στόχο πλησιάζοντας τον πολυπόθητο αριθμό των 180 βουλευτών για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Το τελικό της “όφελος” ήταν η συσπείρωση, μόνον σε επίπεδο ψήφου, των 154 βουλευτών που διέθετε πριν την έναρξη της συζήτησης, συν έναν ακόμη που επανήλθε στο “μαντρί”, τον Νικήτα Κακλαμάνη, η επάνοδος του οποίου έτσι κι αλλιώς αναμενόταν μετά την αποτυχία του ως “αντάρτης” στις δημοτικές εκλογές. Θα ήταν δίκαιο για την κυβέρνηση να προσθέσουμε και δυο ακόμα μελλοντικούς της εταίρους, αν κρίνουμε από την πολιτική τους διαδρομή, τον κ. Ψαριανό και την κ. Μάρκου που ψήφισαν ΠΑΡΩΝ. Σύνολο 157, πολύ μακριά από τα 3/5 της Βουλής. Κάτι, που θα πρέπει να κάνει την κυβέρνηση να αναθεωρήσει το στόχο της ή να ανακαλύψει πιο έξυπνα (ή μήπως πιο επικίνδυνα;) πολιτικά τεχνάσματα για να τον πλησιάσει μέσα στον λίγο χρόνο που της απομένει.
Δεν είναι όμως μόνον το αποτέλεσμα που δεν πρέπει να ικανοποιεί την κυβέρνηση. Η “εμπιστοσύνη” που απέσπασε από τους βουλευτές της ήταν μόνον στην ψήφο. Αντιθέτως, η επεισοδιακή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ τη δεύτερη μέρα της συζήτησης, αλλά και τα φίλια πυρά αμφισβήτησης του δίδυμου Σαμαρά – Βενιζέλου και της πολιτικής τους, με τις ανόητες και απολιτίκ προτάσεις για συγκρότηση κυβέρνησης “ειδικού σκοπού” ή “εθνικής συνεννόησης”, έδειξαν ότι η πολυπόθητη συσπείρωση του κυβερνητικού στρατοπέδου είναι άπιαστο όνειρο.
Ο Σαμαράς, σαν να μην έχει καταλάβει τίποτα στα δύο χρόνια της δικής του διακυβέρνησής, κινήθηκε στην τοποθέτησή του σε τρεις άξονες, χωρίς να έχει καταλάβει ότι ο κόσμος τους αντιμετωπίζει πλέον σαν το γνωστό ανέκδοτο με το βοσκό και το λύκο.
Αρχικά, παρουσίασε μια εικονική πραγματικότητα για μια χώρα που σίγουρα δεν είναι η Ελλάδα του σήμερα. Θα του συστήναμε να πάει μια βόλτα σε ένα κατάστημα της ΔΕΗ, για να διαπιστώσει την απελπισία των ανθρώπων της χώρας του, να προσπαθούν, παρακαλώντας ή βρίζοντας, να εξασφαλίσουν το δεύτερο πολυτιμότερο αγαθό επιβίωσης μετά το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα. Συνέχισε με τη γνωστή κινδυνολογία της απόλυτης καταστροφής στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, με αρκετή δόση της θεωρίας των δύο άκρων (ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει παρέα με τους τρομοκράτες!) και τελείωσε με μια σειρά υποσχέσεων για παροχές, που αποτελούν το ένα δέκατο των παροχών που υποσχόταν για τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής του προεκλογικά.
Δεν παρέλειψε, βεβαίως, να ευχαριστήσει όλους όσοι τον “βοήθησαν να σώσει τη χώρα” με άμεσες και έμμεσες αναφορές στον πιο αδύναμο κρίκο της συγκυβέρνησης, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και το κόμμα του.
Η βαρετή τοποθέτησή του, όμως, απέκτησε ενδιαφέρον όταν αποφάσισε να ανταποδώσει ένα μέρος της υποχρέωσής του προς τους (κατά τον προκάτοχό του στην ηγεσία της ΝΔ Κ. Καραμανλή) “νταβατζήδες”, εκδηλώνοντας την αμέριστη συμπαράστασή του προς τον εμβληματικό και πρωτοπόρο υπάλληλό τους, Γιάννη Πρετεντέρη, για το εμπάργκο του ΣΥΡΙΖΑ στην εκπομπή του. Ήταν αναμφίβολα η πλέον ενδιαφέρουσα αποστροφή της ομιλίας του πρωθυπουργού και από τις λίγες με πραγματική πολιτική σημασία…
Η επόμενη μέρα της ψήφου εμπιστοσύνης δεν θα διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από την προηγούμενη της κατάθεσης για την κυβέρνηση. Μόνο χειρότερη μπορεί να είναι και το έχουν ήδη κατανοήσει τόσο ο Σαμαράς όσο και ο Βενιζέλος, όπως φάνηκε και από τον έκδηλο εκνευρισμό τους, ιδιαιτέρως στην αντιπαράθεσή τους με τον Αλέξη Τσίπρα, που εμφανίστηκε πολύ ψύχραιμος.
Μπροστά τους βρίσκονται δυο πολύ πιο δύσκολα εμπόδια: Η κατάθεση του προϋπολογισμού στο τέλος του Νοεμβρίου και η εκλογή του Προέδρου. Το δεύτερο δε, μπορεί να σημαίνει και τέλος εποχής για τους ίδιους.