Στην εποχή του κορωνοϊού, πολλοί μνημονεύουν αυτές τις δυο ιστορικές περιόδους, που έχουν επανέλθει στο προσκήνιο με διάφορους τρόπους, κι έτσι ανέσυρα κι εγώ απ’ τη λήθη τα δυο εκείνα όνειρα. Μην τρομάζετε. Δεν σκοπεύω να προβώ σε κάποια αποτυχημένη ιστορική αναλογία, όπως έκανε ο πρώην Υπουργός Υγείας και νυν Υπουργός Ανάπτυξης κι Επενδύσεων, Άδωνης Γεωργιάδης, και να καταρρακώσω κι άλλο το ήδη πεσμένο ηθικό μας. Ούτε πρόκειται να ισχυριστώ, ως άλλος επίδοξος απατεώνας Βελόπουλος, ότι έχω κάποια προφητική ικανότητα, σε μια προσπάθεια να σας πουλήσω ό,τι άχρηστο μπορεί να έχω στην αποθήκη ως θεραπευτικό σκεύασμα. Πιθανότατα είχα επηρεαστεί από κλασικά διαβάσματα (την ιστορία του Θουκυδίδη που διδασκόμασταν στο σχολείο και την Πανούκλα του Καμύ) κι έτσι ξεπήδησαν αυτά τα δυο όνειρα από το ασυνείδητο.

Αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας είναι ότι αργότερα εντόπισα ένα κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στα δυο όνειρα: την αγωνία για την ταφή ή την ατίμωση των νεκρών, όπως και το ενδεχόμενο της ανθρωποφαγίας, στη ζωή και στο θάνατο. Στο πρώτο όνειρο περπατούσα σε άδειους χωμάτινους δρόμους όταν είδα από μακρυά εστίες φωτιάς και ανθρώπους να ψήνουν σε αυτοσχέδιες σχάρες. Το μυαλό μου βασάνιζε ένα και μόνο ερώτημα: Τι μπορεί να ψήνουν αφού δεν υπάρχουν πια τρόφιμα και κυρίως κρέας στην αγορά; Συνειδητοποίησα με τρόμο ότι έψηναν άλλους ανθρώπους, ζωντανούς ή νεκρούς, όπως μας έμαθε ο Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας ότι έκαναν -μεταξύ άλλων βασανιστηρίων- οι κονκισταδόρες στο Νέο Κόσμο. Στο δεύτερο όνειρο, πάλι σε χωμάτινους δρόμους, ήμουν μικρό παιδί και παρατηρούσα απλώς κάρα να πηγαινοέρχονται με βαριά φορτία καλυμμένα με ρετάλια, όταν συνειδητοποίησα ότι οι καρότσες δεν κουβαλούσαν εμπορεύματα αλλά νεκρούς. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιθανόν να είχα επηρεαστεί κι από τις μαρτυρίες του παππού μου και άλλων επιζώντων της ναζιστικής κατοχής και των στρατοπέδων εξόντωσης.

Το κοινό γνώρισμα των δυο ονείρων δεν ήταν τόσο η ανησυχία για την απειλή της πείνας ή της ασθένειας, ακόμα και για τον επικείμενο θάνατο. Ήταν η αγωνία για τη μαζική ταφή, για τη μη αναγνωρισιμότητα των νεκρών, που έφτανε μέχρι και το ακραίο ενδεχόμενο της κατανάλωσής τους ελλείψει άλλης τροφής. Η ανθρωποφαγία κι ο κανιβαλισμός έχουν πολλά πρόσωπα και δεν ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα του ψυχιάτρου και κατά συρροή δολοφόνου Χάνιμπαλ Λέκτερ ούτε στη σφαίρα της τελετουργίας φυλών της Ασίας και της Αφρικής. Ανθρωποφαγία είναι η μετακύληση του βάρους ευθύνης για ένα μεγάλο κακό σε εξιλαστήρια θύματα και αποδιοπομπαίους τράγους. Εξιλαστήριο θύμα μπορεί να είναι μια κοινωνική ομάδα, μια μειονότητα ή και ολόκληρη η κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο. Φορέας ανθρωποφαγίας μπορεί να είναι ο λεγόμενος «όχλος», μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας μόνιμα έτοιμη, stand by, να παραδώσει το βασίλειο και το πνεύμα της για μια εύκολη εξήγηση του κακού που την βρήκε – φταίνε οι απολίτιστοι Κινέζοι που τρώνε νυχτερίδες, φταίνε οι άπλυτοι λαθρομετανάστες κλπ. Φορέας ανθρωποφαγίας όμως συνήθως είναι κι ο ίδιος ο «ηγεμών» που χρησιμοποιεί το θυμικό του όχλου ως ασπίδα, με σκοπό την διατήρησή του στην εξουσία.

Ποιος φταίει για την πιθανή εξάπλωση της επιδημίας στην Ελλάδα; Ο ανεύθυνος λαός στις παραλίες, οι ανεύθυνοι εκδρομείς που προτιμούν να νοσήσουν ή και να πεθάνουν στα χωριά τους, οι επαναπατρισμένοι, όλοι αυτοί ως ενιαία κοινωνικά σύνολα. Μπορεί να έχουν μερίδιο ευθυνης κι αυτοί ή κάποιοι απ’ αυτούς. Αλλά πχ την κύρια ευθύνη για αρκετά από τα πρώτα κρούσματα στους κύκλους των πιστών φέρει η Ιερά Σύνοδος, που δεν σταμάτησε εγκαίρως τη θεία μετάληψη τις Κυριακές. Την κύρια ευθύνη για τον έγκαιρο και με μέτρα προφύλαξης επαναπατρισμό Ελλήνων πολιτών φέρει η κυβέρνηση κι όχι οι εγκλωβισμένοι στο αεροδρόμιο του Λονδίνου που εγκαταλείφθηκαν από τις ιδιωτικές αεροπορικές εταιρίες, ίσως χωρίς καν να αποζημιωθούν. Είναι εύκολο να τα βάζει κανείς με μια απρόσωπη μάζα ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή με την ανώριμη ελληνική κοινωνία συλλήβδην, που δεν πέρασε δαφωτισμό και επιθυμεί ακόμα να φροντίζει τις γιαγιάδες και τους παππούδες της. Είναι εύκολο να είσαι ελιτιστής μπουρζουά, το μόνο που χρειάζεται είναι να μην σε νοιάζουν οι άλλοι και να είσαι καλά με αυτό, όπως μας ψιθύρισε πρόσφατα στ’ αυτί ο Εντουάρ Λουί.

Είναι εύκολο, αν έμεινες στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης να ρίχνεις την ευθύνη σε αυτούς που έφυγαν και αν έφυγες να ρίχνεις την ευθύνη σε αυτούς που έμειναν. Πιο δύσκολα αντιλαμβάνεσαι την πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα την απλή αρχή της ελεύθερης βούλησης, ειδωμένης και βιωμένης όμως όπως είναι: μέσα σε συγκεκριμένα όρια που θέτουν οι δομικές συνθήκες της εκάστοτε ιστορικής περιόδου. Η οικονομική κρίση και η χρόνια ανεργία στην Ελλάδα δίνει ένα συγκεκριμένο σετ επιλογών, μεταξύ των οποίων και η συνέχιση των σπουδών ή η μετανάστευση. Όλες οι επιλογές είναι εύλογες κι επιφέρουν συγκεκριμένες συνέπειες για τη ζωή του καθενός και της καθεμιάς αλλά και την μελλοντική πορεία μιας κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, στις συνέπειες δεν συγκαταλέγεται η απώλεια πατρίδας, η απώλεια υπηκοότητας. Δεν υπογράψαμε κάποια συμφωνία όπου παραιτούμαστε από το δικαίωμά μας να επιστρέψουμε στην χώρα που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που φύγαμε για λιγότερα ή περισσότερα χρόνια δεν παραδώσαμε εθελούσια την υπηκοότητά μας ή τους οικογενειακούς και συντροφικούς μας δεσμούς. Οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών ροκανίζουν τους δεσμούς αυτούς λίγο-λίγο, με τις μνημονιακές συμφωνίες που υπέγραψαν και τις οικονομικές πολιτικές που οι τελευταίες συνεπάγονται, με προεξέχον το τρέχον σχέδιο ιδιωτικοποίησης της υγείας και της παιδείας.

Είναι αντιθέτως πιο δύσκολο, αλλά μάλλον πιο χρήσιμο για το σύνολο της κοινωνίας, να μιλήσει κανείς επώνυμα για τον ανύπαρκτο σχεδιασμό μιας κυβερνητικής υπηρεσίας, εν προκειμένω της Μονάδας Διαχείρισης Κρίσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, από όπου παίρνουν εντολές οι Πρεσβείες και τα Προξενεία. Είναι πιο δύσκολο να καταγγείλει κανείς ανοιχτά τη συνειδητή πολιτική επιλογή του πρωθυπουργού να αποσιωπήσει στο διάγγελμά του στις 19 Μάρτη το γεγονός ότι κλείνει de facto τα σύνορα ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, ώστε να αποφύγει να ασχοληθεί περαιτέρω με το πρόβλημα του επαναπατρισμού κάποιων εκατοντάδων Ελλήνων που εξέφρασαν την επιθυμία να επιστρέψουν (από τους χιλιάδες που βρίσκονται στο εξωτερικό και προτίμησαν να παραμείνουν εκεί). Είναι πιο δύσκολο να τα βάλεις με την υποκρισία και το θράσος του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας με ονοματεπώνυμο «βαρύ» σαν το δίκτυο και το βιογραφικό του. Βιογραφικά στημένα πάνω σε σπουδές στο εξωτερικό και κομματικές θέσεις που περιμένουν στο εσωτερικό. Έτσι ξέρω κι εγώ να είμαι υπεύθυνος πολίτης, υπάκουο γαλάζιο παιδί, ένας πρώτης τάξεως κομφορμιστής που κουνάει το δάχτυλο στον εκάστοτε αναγκεμένο (ομοεθνή η αλλοεθνή μετανάστη, φοιτητή).

Έχω μόνο ένα μήνυμα για την παρούσα κυβέρνηση, που πιστεύω ότι εκφράζει κι άλλους/ες: Όταν ζητήσουν ξανά την ψήφο των διακεκριμένων επιστημόνων του εξωτερικού ή των ταλαιπωρημένων παιδιών της κρίσης, όταν μας ξαναμιλήσουν για την ανάγκη να αναστρέψουμε το brain drain (διαλύοντας ταυτόχρονα ανεξάρτητους θεσμούς όπως ο ΕΛΙΔΕΚ), να θυμούνται ποιος μας γύρισε την πλάτη, ποιος μας άφησε εκτός των τειχών την πιο κρίσιμη στιγμή. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι όσοι το επιθυμούμε βαθιά, θα παραιτηθούμε της προσπάθειάς μας να επιστρέψουμε προσωρινά ή μόνιμα. Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία κι αυτήν δεν θα την παραδώσουμε ποτέ ούτε μπορούν να μας την αρπάξουν. Ούτε θα εγκαταλείψουμε τους γονείς μας. Πατεράδες και μανάδες έχουμε και δεν χρειαζόμαστε άλλους. Δεν χρειαζόμαστε έναν ηγεμόνα-πατέρα να μας υπενθυμίζει από τις τηλεοράσεις να μείνουμε σπίτι, σε ένα παιχνίδι επιτήρησης και τιμωρίας. Οι κοινωνίες δεν ωριμάζουν μέσα από την αυταρχική διαπαιδαγώγηση και την ανθρωποφαγία, αλλά μέσα από την ισότιμη αλληλεπίδραση, την από κοινού λήψη αποφάσεων και την αλληλεγγύη. Χρειαζόμαστε γιατρούς, μάσκες, προληπτικά τεστς, μονάδες εντατικής θεραπείας, σχολεία, πανεπιστήμια, πάρκα. Όσοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι για όλ’ αυτά και τα παραδίδουν βορά σε ιδιωτικά συμφέροντα, για την κερδοφορία των λίγων σε βάρος των πολλών, ας μην τολμήσουν τουλάχιστον να μας ξανακουνήσουν το δάχτυλο. Πληρώνουμε τους λογαριασμούς και τους φόρους μας και δεν τους χρωστάμε απολύτως τίποτα.

 

Κλεονίκη Αλεξοπούλου

*Μεταδιδακτορική ερευνήτρια οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, Γερμανία