Ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης εναντίον του κατηγορουμένου, καθώς τον παραπέμπει σε δίκη για ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αλλά και για παράνομους πυροβολισμούς εξουδετέρωσης. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος αστυνομικός πυροβόλησε με το υπηρεσιακό του όπλο δύο φορές από απόσταση 10-15 μέτρων: μία από τις βολίδες πέτυχε το αυτοκίνητο από το πίσω μέρος, διαπέρασε τον υαλοπίνακα, πλήττοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του 16χρονου ο οποίος έχασε τις αισθήσεις του και τον έλεγχο του αυτοκινήτου, με συνέπεια αυτό να προσκρούσει διαδοχικά στα σκαλοπάτια παρακείμενου ξενοδοχείου και εξωτερικού τοίχου, όπου ακινητοποιήθηκε. Το ανήλικο θύμα υπέκυψε στα τραύματά του έπειτα από νοσηλεία οκτώ ημερών, ενώ από τις τοξικολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν προέκυψε ότι είχε κάνει χρήση ναρκωτικών χαπιών.
«Αν ήθελε πραγματικά απλώς να εκφοβίσει τον 16χρονο θα μπορούσε να πυροβολήσει μία ή και περισσότερες φορές στον αέρα», ανέφερε ο εισαγγελέας αποδημώντας το επιχείρημα του 35χρονου αστυνομικού ότι βρισκόταν σε άμυνα κι ότι προέβη στον πυροβολισμό για εκφοβισμό, λόγω των επικίνδυνων ελιγμών που πραγματοποιούσε ο 16χρονος θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του.
«Πυροβόλησε προκειμένου να αναγκάσει τον 16χρονο να σταματήσει την πορεία του οχήματός του και να τερματίσει με τον τρόπο αυτό την καταδίωξη» ανέφερε, ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Ίσως και εμφορούμενος από αισθήματα οργής και εκδικητικότητας για τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε ο ανήλικος και την άρνησή του μέχρι τότε να συμμορφωθεί στα σήματα στάσης σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση που έχει λάβει και λαμβάνει για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών (εκπαίδευση ως αστυνομικός επί τέσσερις μήνες, εκπαίδευση στη χρήση όπλου άπαξ ετησίως)».
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία περί άσκοπων πυροβολισμών εξουδετέρωσης, στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται ότι ο πυροβολισμός «στη συγκεκριμένη περίπτωση απαγορευόταν, καθώς στρεφόταν εναντίον ανηλίκου, όπως γνώριζε ο κατηγορούμενος, χωρίς μάλιστα να αποτελεί μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου, αφού, αφενός ο 16χρονος επιχειρούσε πλέον μόνο να διαφύγει και δεν επιτίθετο στους αστυνομικούς, αφετέρου θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να πυροβολήσει προς εκφοβισμό στοχεύοντας ψηλά». Τεκμηριώνοντας την πρότασή του περί παράνομων πυροβολισμών εξουδετέρωσης, ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι «δεν επρόκειτο για απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, ούτε για διάσωση ομήρων, όπως προβλέπεται από τον νόμο».
«Η παραπομπή του αστυνομικού είναι η αρχή της δικαίωσής μας» είπε ο πατέρας του 16χρονου Κώστα, ο Παύλος Φραγκούλης, στο GRTimes. «Έχουν καταστραφεί τα πάντα. Δεν έχουμε καν ζωή μετά τον χαμό του Κώστα μας. Έμεινε πίσω η γυναίκα του, το κοριτσάκι του που ψάχνει τον μπαμπά της. Η οικογένειά μου δεν μπορεί να συνέλθει από αυτή την τραγωδία. Ναι η παραπομπή του αστυνομικού είναι η αρχή της δικαίωσής μας. Ο Κώστας δολοφονήθηκε και η ψυχή του για να ηρεμήσει θέλει να ακουστεί η αλήθεια και να αποδοθεί Δικαιοσύνη».