Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ, 489 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν σε εμπόλεμες χώρες και είναι αντιμέτωποι με λιμό. Όπως επισημαίνει η οργάνωση, οι συγκρούσεις επιδεινώνουν τους λιμούς παγκοσμίως, ενώ στις οκτώ χώρες που καταγράφονται τα περισσότερα περιστατικά πείνας, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις ανθρώπους δεν έχει επαρκή τροφή.
 
Οι μεγαλύτερες ανάγκες καταγράφονται στην Υεμένη, όπου το 60% του πληθυσμού, 17 εκατομμύρια, είναι αντιμέτωπο με την πείνα, ενώ ακολουθεί το Νότιο Σουδάν, με το 45% του πληθυσμού να μην διαθέτει επαρκή τροφή.
 
«Αν δεν σταματήσουν οι πόλεμοι, αυτό που χτίζουμε κάθε ημέρα θα καταστρέφεται τη νύκτα», τόνισε ο Άντρε Βόρνιτς εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος από τη Ρώμη. Χωρίς ειρήνευση «δεν έχουμε καμία πιθανότητα να σταματήσουμε την πείνα, ό,τι κι αν κάνουμε», πρόσθεσε.
 
Η εξάλειψη του λιμού και του υποσιτισμού ως το 2030 είναι ένας από τους 17 φιλόδοξους παγκόσμιους στόχους που έθεσαν οι κυβερνήσεις το 2015. Όμως το ποσοστό της πείνας αυξήθηκε το 2016 για πρώτη φορά εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, πλήττοντας 815 εκατομμύρια ανθρώπους, σε σχέση με τα 777 εκατομμύρια που ήταν το 2015, όπως επισημαίνεται. 
 
Στην έκθεση των υπηρεσιών του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, αναφέρθηκαν οι 16 χώρες, μαζί με την κοιλάδα της λίμνης Τσαντ στη δυτική Αφρική, που είναι αντιμέτωπες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο λιμού. Η Συρία και ο Λίβανος, όπου ζουν εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες, είναι τρίτες στην κατάταξη με το 33% του πληθυσμού να αντιμετωπίζει ελλείψεις τροφίμων, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ.
 
«Η κλιμάκωση των συγκρούσεων είναι ένας από τους βασικούς λόγους αύξησης του επιπέδου λιμού παγκοσμίως», τόνισε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ.
 
Σε δύο χώρες, το Αφγανιστάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, σημειώθηκε τον τελευταίο χρόνο δραματική αύξηση στον αριθμό των ανθρώπων που χρειάζονται διατροφική βοήθεια, τονίζεται στην έκθεση.