Αντιμέτωποι με την Ιστορία
του Θάνου Καμήλαλη
Η οικονομική κρίση έθεσε επί μία δεκαετία σχεδόν, στην ελληνική κοινωνία και στους θεσμούς της ένα αμείλικτο ερώτημα. Ένα από τα πολλά. Πώς τοποθετείσαι απέναντι στον φασισμό. Υπήρχε μία εποχή που μάλλον πολλοί πίστευαν ότι η απάντηση θα ήταν εύκολη. Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν.
Αποδείχθηκε λοιπόν ότι στις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί ένα ναζιστικό μόρφωμα που δεν κάνει και πολλές προσπάθειες να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα, να αποκτήσει σημαντικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα, την ίδια ώρα μάλιστα που τα τάγματα εφόδου του προβαίνουν σε σωρεία εγκλημάτων, υπό την στήριξη, μέσω της ανοχής ή και της ψήφου, μερίδας πολιτών και «θεσμικών παραγόντων».
Αποδείχθηκε, ότι υπάρχουν οι κατάλληλοι εκπρόσωποι του πολιτικού και μηντιακού κόσμου, πρόθυμοι να κάνουν τη δική τους βρόμικη δουλειά, δίπλα στις εγκληματικές δουλειές των φασιστών, ώστε να σταθούν αρωγοί στην ανέλιξή τους. Επινόησαν «ρεπορτάζ» για την προστασία των ηλικιωμένων στα ATM. Παρουσίαζαν θετικά τα «συσσίτια μόνο για Έλληνες». Έκλειναν τα μάτια στη στρατιωτική δομή των συγκεντρώσεων, στα ρατσιστικά πογκρόμ, στις επιθέσεις εναντίον των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, των Αιγύπτιων αλιεργατών, την ώρα που αντιμετώπιζαν τους φασίστες ως κάτι «εναλλακτικό». Οι δικογραφίες μαζεύονταν και οι νεοναζί έμπαιναν στη Βουλή, μετρώντας και 600.000 ψήφους.
Καθώς δηλαδή η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα κλωνιζόταν, πολλοί «επιφανείς δημοκράτες» επέλεγαν τη συμμαχία με τον διάβολο. Πόσο δεδομένο ήταν τότε ότι θα φτάσουμε ως εδώ;
Τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Θα πρέπει μονίμως να θυμόμαστε τι ζήσαμε για να φτάσουμε ως εδώ, στην αγωνία ή και ανυπομονησία για την Τετάρτη. Υπήρχε μία εποχή που συζητούσαμε όχι για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, όχι για το αν η Στέγη του ιδρύματος Ωνάση έκανε καλά που ανέβασε αντιφασιστικό μήνυμα, όχι για ένα άρθρο του Αντώνη Σαμαρά ενόψει μίας ιστορικής δίκης.
Υπήρξε μία εποχή που νιώθαμε αγωνία για την άνοδο των νεοναζί, οργή για τις συγκεντρώσεις και την προκλητική ατιμωρησία, το χάιδεμά τους από τις εξουσίες. Που νιώσαμε ντροπή για την είσοδό τους στη Βουλή, το ανέβασμα κοντά σε διψήφια ποσοστά. Και οργή για το δημοκρατικό σκάνδαλο των συνομιλιών τους με το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ή τα σχέδια για «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που έσκαγαν ως κεραυνός εν… «δημοκρατική αιθρία». Μέρες που η δολοφονία του Παύλου Φύσσα μας έδειξε χωρίς περιστροφές το πρόσωπο του τέρατος. Μία δολοφονία που είναι από τα γεγονότα που πολλοί και πολλές θυμόμαστε ακριβώς που ήμασταν και τι κάναμε όταν μάθαμε τα νέα. Τίποτα δεν ήταν δεδομένο τότε, τίποτα δεν έλεγε ότι θα φτάσουμε εδώ.
Υπήρχε μία εποχή που παράλληλα μαθαίναμε για τα συγκλονιστικά στοιχεία της δίκη των νεοναζί, την κάθετη οργάνωσή τους, τις συνομιλίες τους, τον τρόπο δράσης τους και παράλληλα βλέπαμε τα εκλογικά τους ποσοστά σταθερά. Βλέπαμε (και βλέπουμε ακόμα) τα περισσότερα ΜΜΕ να μην νοιάζονται, να μην καλύπτουν τη δίκη.
Μια εποχή, πολύ πολύ πρόσφατη, που έθετε το ερώτημα για το αν η Χρυσή Αυγή θα γίνει μία αρρωστημένη κανονικότητα στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Επτά χρόνια ήταν στη Βουλή. Πριν από έναν χρόνο συζητούσαμε για τη νέα γενιά ψηφοφόρων στις διπλές εκλογές του 2019, που σε όλη την εφηβική – μεταφηβική τους ζωή την παρακολουθούσαν ως «κανονικό κόμμα», να εκπροσωπείται με συνέπεια στον «ναό της Δημοκρατίας».
Και τώρα εδώ, λίγες ώρες πριν. Χωρίς την εκλογική τους χρηματοδότηση, σχεδόν ολοκληρωτικά διαλυμένη, με πιθανό το τέλος της αλλά και πιθανό το ξέπλυμά της. Εκτός Βουλής, με τη διαδικασία της δίκης να έχει αποκαλύψει όλο το θρασύδειλο χαρακτήρας της. Με πισώπλατα μαχαιρώματα στελεχών της, με την ελληνική κοινωνία να ξαναθυμάται ή να μαθαίνει για τα συγκλονιστικά στοιχεία, με αναδρομές στο παρελθόν. Με φιγούρες, από τη Μάγδα Φύσσα στις κοπέλες που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας να ορθώνουν ανάστημα, περισσότερο από όσο θα μπορούσες να θαυμάσεις. Με όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν χωρίς φόβο, με τους χρυσαυγίτες πότε να γελάνε προκλητικά, πότε να πέφτουν λιπόθυμοι στη Δίκη, με δημοσιογράφους να καταθέτουν σωρεία ενοχοποιητικών στοιχείων, με δικηγόρους να εργάζονται πυρετωδώς, να μας συγκινούν και να μας εμπνέουν με τις ομιλίες τους, με την εισαγγελέα στην απέναντι πλευρά.
Η κοινωνία πλέον μιλάει, φωνάζει μαζικά, όχι όλη αλλά περισσότερη από ποτέ μάλλον. Ξέρει ότι γράφεται ιστορία αυτές τις μέρες, την κοιτάει στα μάτια και την Τετάρτη στο Εφετείο, με κάθε τρόπο, θα είναι εκεί για να τη δει να γράφεται. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι τους πήγαν αλλού, κρύφτηκαν. Η ηγετική ομάδα καμία δίωξη δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει γιατί χωρίς τη θεσμική ανοχή δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Γιατί επί δεκαετίες ήταν το μακρύ χέρι του κράτους, κρυμμένο στις σκιές περιμένοντας την ενεργοποίησή του.
Είναι λοιπόν τώρα ημέρα των θεσμών. Η μέρα που θα κριθεί το αν το ελληνικό κράτος, παρά τη συνεχόμενη αντιδραστική συντηρητικοποίησή του, θα σπάσει έστω ένα αυγό, που έθρεψε και επώασε για πολλά χρόνια. Αν θα στείλει ένα μήνυμα ότι στο μέλλον θα είναι πιο στιβαρό απέναντι στην επανάληψη της ιστορίας ή αν θα κινηθεί ξανά στον δρόμο της προκλητικής ατιμωρησίας, δηλητηριάζοντας περισσότερο την εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας των πολιτών στα όριά του. Αν θα κλείσει ένα παράθυρο ή θα πολλαπλασιάσει τις ρωγμές, ανοίγοντας πόρτες και μπαλκονόπορτες. Έστω αυτή τη στιγμή, σε αυτές τις συνθήκες, για μία φορά, αν θα σταθεί δίπλα στις μέλισσες ή θα συνεχίσει να χαϊδέυει ανέμελα τους λύκους.
Τίποτα δεν ήταν δεδομένο, ούτε η άνοδος, ούτε η περιθωριοποίηση των νεοναζί. Τίποτα δεν είναι δεδομένο σήμερα, συνολικά με την ακροδεξιά και το μίσος της. Τίποτα δεν είναι δεδομένο την Τετάρτη.
Και τίποτα δεν θα είναι δεδομένο την Πέμπτη, ανεξαρτήτως απόφασης.