To τελευταίο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη τιτλοφορείται «Ενήλικες στο Δωμάτιο» (1) με αφορμή την ρήση της Christine Lagarde, Γενικής Διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία είχε παρατηρήσει εκνευρισμένη ότι για να λυθεί το δράμα χρειάζονται «ενήλικες στο δωμάτιο». Ο Γ.Β. συμφωνεί ότι υπήρχε μια έλλειψη ώριμων ενηλίκων στα δωμάτια των θεσμών όπου εκτυλίχθηκε το «ελληνικό δράμα», αλλά θα αναζητήσει έναν ορισμό της ωριμότητας εναλλακτικό από αυτόν που προσπαθούν να επιβάλουν οι ισχυροί σφετεριστές των αξιών του Διαφωτισμού ως μια ανάγκη προσαρμογής των αδύναμων στη μονοτροπία της TINA (There Is No Alternative= Δεν Υπάρχει Εναλλακτική). Ο Γ.Β., ακολουθώντας με τον τρόπο του τη διάσημη διατύπωση του Εμμανουήλ Καντ «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία ο ίδιος ευθύνεται», θα συνδέσει την ωριμότητα με τη δημοκρατία και τις παραμέτρους της, όπως η αυτονομία, η λαϊκή κυριαρχία και ο ορθολογικός διάλογος στο όνομα ενός κοινού συλλογικού οράματος.

Ο διανοητικός κόπος του βιβλίου, που αντικατοπτρίζει τον μόχθο της διαπραγμάτευσης, έγκειται σε μια προσπάθεια να συμβάλει η ελληνική περίπτωση με όλη την τραγικότητά της σε μια κοινή διερώτηση για το νόημα του ευρωπαϊκού οράματος σήμερα, πώς μπορούμε να το ξαναψηλαφήσουμε και, κυρίως, πώς μπορούμε να το κάνουμε και πάλι καθολικό, για όλους τους λαούς της Ευρώπης, τόσο τους προηγμένους όσο και τους υστερημένους. Το όραμα αυτό περιλαμβάνει οπωσδήποτε την πρόοδο και την καινοτομία, βασικές αξίες του αριστεροφιλελεύθερου Γιάνη Βαρουφάκη. Φαίνεται, όμως, ότι στην εποχή μας της άνωθεν επιβεβλημένης νεοφιλελεύθερης συναίνεσης είναι εξίσου κρίσιμο να περιλαμβάνει και την αντίσταση, την οποία ο Γ.Β. διατυπώνει μέσα από το πρόταγμα της «δημιουργικής ανυπακοής» (constructive disobedience).

Διαβάζοντας το βιβλίο του Γ.Β., αποφάσισα να πάρω τον τίτλο απολύτως κυριολεκτικά και να διερωτηθώ μελετώντας το σε τι με κάνει πιο ώριμο πολίτη, πιο «ενήλικα». Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα πλουσιότατο βιβλίο που παρέχει μια πληθώρα υλικού από πολλές κρίσιμες συναντήσεις στον αναγνώστη, και προκαλεί, αντιστοίχως, μία πλημμύρα σκέψεων και συναισθημάτων· στο παρόν σημείωμα, πάντως, θα επικεντρώσω αποκλειστικά στους προβληματισμούς σχετικά με την κεντρική αυτή διερώτηση, ήτοι αν έγινα πιο «ενήλικας» διαβάζοντάς το.

Α) Η ομολογημένη στοχοθεσία: Ο Γιάνης Βαρουφάκης ως τραγωδός μιας «συνωμοσίας χωρίς συνωμότες»

Ο συγγραφέας καταθέτει ένα έργο υβριδικό, που συνδυάζει ετερογενείς σκοπούς, απευθύνεται σε διαφορετικές διαθέσεις του αναγνώστη και κατά μία έννοια ανήκει σε πολλαπλά γραμματειακά είδη (genres). Στον πρόλογο, ο ίδιος ο Γ.Β. παραθέτει πέντε διαφορετικές εκδοχές για το πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί το πόνημά του, όπου θεωρεί ως λιγότερο σημαντικές τις τρεις πρώτες και κλιμακωτά ως περισσότερο καίρια την τέταρτη και ως βαθύτερο λόγο την πέμπτη.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή ο Γ.Β. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας outsider ακαδημαϊκός που έγινε για λίγο ένας insider υπουργός, μόνο και μόνο για να ξανακερδίσει σε βαθύτερο επίπεδο τη θέση του outsider ως whistle-blower (μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος η ελληνική απόδοση), ο οποίος θα αποκαλύψει στο ευρύ κοινό αυτά που διαμείβονται κεκλεισμένων των θυρών χωρίς πρακτικά. Το βιβλίο περιέχει όντως ηχογραφημένες συνομιλίες από τα Eurogroup, αλλά και από συναντήσεις με άλλους ηγέτες και πολιτικούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως και το περιεχόμενο ηλεκτρονικών μηνυμάτων (emails) και μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (sms). Αυτοχαρακτηριζόμενος ως whistle-blower ο Γ.Β. φαίνεται να θέλει να ενταχθεί στη σειρά των σύγχρονων ηρώων της εποχής μας, όπως ο Julian Assange και η Chelsea Manning των Wikileaks ή ο Edward Snowden, που μας εισάγουν σε έναν νέο γνωσιολογικό μεσσιανισμό, όπου προϋπόθεση της όποιας αλλαγής είναι καταρχήν η αποκάλυψη της αληθούς πληροφορίας στον λαό, πολύ πιο βαθιά από το φιλτράρισμα των συστημικών fake news και των δευτερογενών ιδεολογικών εξωραϊσμών.

Ήταν βέβαια αναμενόμενο ότι η συγκεκριμένη πρακτική του Γ.Β. θα ξυπνούσε όλες τις φοβίες των δεξιών για τον εκπρόσωπο της χώρας που εξευτελίζει την εικόνα της διεθνώς με το να φανερώνει το περιεχόμενο των μυστικών συνομιλιών. Ενώ και από Συριζαίους πρώην συντρόφους εξαπολύθηκε η κατηγορία ότι με τον τρόπο αυτό καλλιεργείται η «κατινιά» και η «πολιτική της κλειδαρότρυπας». Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρήσουμε εδώ ότι στην εποχή μας, αυτή του ψηφιακού Πανοπτικού, η μάχη για την πληροφορία είναι ένα κατ’ εξοχήν πεδίο πολιτικού αγώνα. Στην άνωθεν επί-βλεψη (surveillance) έρχεται να απαντήσει ως κάτωθεν υπονόμευση η sousveillance. Ο τελευταίος όρος έχει εισαχθεί από τον Καναδό εφευρέτη Steve Mann και προκύπτει από τη γαλλική λέξη «sous», δηλαδή «κάτω»/ «υπό», κατά αντίστιξη με την πρόθεση «sur», δηλαδή «επί». Ενώ η surveillance είναι η επίβλεψη όλων μας από το Πανοπτικόν λ.χ. των μυστικών υπηρεσιών που μπορεί να έχουν πρόσβαση στην ιδιωτική αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και τη δράση μας στο Διαδίκτυο, όπως αποκάλυψε ο Edward Snowden, η sousveillance είναι η αντίστροφη χρήση νέων τεχνολογιών, όπως οι δυνατότητες που παρέχουν τα κινητά τηλέφωνα, ώστε όλοι να παρακολουθούμε από τα κάτω τους εξουσιαστές και να μπορούμε να τους εκθέσουμε. Πρόκειται για μια από τις μορφές πολιτικής αντίστασης που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιγράφουν κατοπτρικά τις πρακτικές της εξουσίας, ωστόσο δρουν ταυτόχρονα και υπονομευτικά. Η υπονόμευση μάλιστα έγκειται στο ότι αρκεί και μόνο η απειλή της «υπό-βλεψης».

Ο Michel Foucault είχε παρατηρήσει ότι το Πανοπτικόν της εξουσίας λειτουργεί ακόμη και με την απλή υπαινικτική απειλή της πανταχού παρουσίας του. Κατά κατοπτρική αντιστοιχία και στην υπό-βλεψη (sous-veillance) αρκεί η απλή απειλή της για να καταστήσει την εξουσία πιο επισφαλή. Πρόκειται βεβαίως για μια ανοικτή τρέχουσα συζήτηση για το αν είναι σκόπιμος αυτός ο ψηφιακός ανταρτοπόλεμος που ουσιαστικά στρέφει μορφές επιτήρησης εναντίον της εξουσίας, συχνά αντλώντας τις από αυτήν, όπως αντίστοιχα οι παλιοί αντάρτες στηρίζονταν στο πλιάτσικο από την εξουσία για τον οπλισμό τους. Προφανώς, όμως, οι σύντροφοι που έχουν μείνει στην ηθικολογία της καταγγελίας της «πολιτικής της κλειδαρότρυπας» απέχουν πολύ από τις σχετικές συζητήσεις.

Είναι καίριο εν προκειμένω ότι ειδικά οι συζητήσεις στο Eurogroup δεν έχουν πρακτικά, οπότε οι ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται σε πλήρη άγνοια για το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν στα θεμελιώδη της ζωής τους. Πολύ περισσότερο ακόμη είναι δυνατόν οι ισχυροί ενός παρόμοιου άτυπου θεσμού να αφήνουν να διαρρεύσουν παντελώς ψευδείς ειδήσεις (fake news) άνωθεν εκπορευόμενες στα μήντια για να εξουθενώσουν ηθικά τους αδύναμους. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο το πώς έπεσε ο Γ.Β. θύμα παρόμοιων συκοφαντήσεων και το πώς η ηχογράφηση των συνομιλιών ήταν κατ’ αρχήν και ένα στοιχειώδες μέσο αυτοπροστασίας απέναντι στην συκοφάντηση. Πολύ περισσότερο, όμως, στο βιβλίο του Γ.Β. η «υπουργική» sous-veillance αποτελεί ένα οιονεί προμηθεϊκό εγχείρημα να κλαπεί το «δώρο» της πληροφορίας από την εξουσία και να δοθεί ως «όπλο» στην καθολικότητα του λαού, όπως το «θείο» πυρ οπλίζει αλλά και συνιστά την ανθρώπινη κοινότητα.   

Ο Γ.Β. παρουσιάζει ως δεύτερο ενδεχόμενο το να διαβαστεί το έργο του ως «kiss-and-tell memoir», θα λέγαμε ως απομνημονεύματα «μαρτυριάρικα» στα οποία παρελαύνουν ισχυρές προσωπικότητες, όπως οι Angela Merkel, Mario Draghi, Wolfgang Schäuble, Christine Lagarde, George Osborne, Barack Obama κ.ά. Όντως ο Paul Mason σε παρουσίασή του στον Guardian (2) χαρακτήρισε το βιβλίο ως ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά απομνημονεύματα όλων των εποχών, που «μπορούν να σταθούν δίπλα σε αυτά του Alan Clark για την ειλικρίνειά τους, σε αυτά του Denis Healey για την επίθεσή του σε πρώην συμμάχους, και στη βιογραφία του Robert Caro για τον Lyndon Johnson ως ένα εγχειρίδιο εξερεύνησης των κινδύνων της πολιτικής εξουσίας».

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από την άλλη διάλεξε να αποκαλέσει το βιβλίο «νέο Βίπερ» του Γιάνη Βαρουφάκη. Δεν θα ήταν περιττό μέσα στην απαξίωση που συνοδεύει το όνομα του Γιάνη Βαρουφάκη στον ελληνικό συστημικό λόγο (σε ενδιαφέρουσα αντίθεση με παρουσιάσεις στον αγγλόφωνο χώρο) να ειπωθεί ότι το περιεχόμενο των αποκαλύψεων είναι αποκλειστικά πολιτικής σημασίας και δεν αφορά σε μικροκουτσομπολιό. Η ίδια η λογική του Γ.Β. είναι σχεδόν α πριόρι αντισυνωμοσιολογική και επιχειρεί να αναδείξει τα εκάστοτε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά διακυβεύματα και κίνητρα. Βεβαίως, η γλαφυρότητα των περιγραφών του Γ.Β. και η σκιαγράφηση πορτρέτων των βασικών ηρώων προσφέρει ηδονή στον αναγνώστη από τον «ηδυσμένο λόγο» του οικονομολόγου τραγωδού. Το σημαντικό εν προκειμένω είναι ο πλουραλισμός των ψυχολογικών προσωπογραφιών. Ο Γ.Β. δεν παρουσιάζει με επίπεδη γκρίνια ένα σύνολο ανθρώπων που είτε τον αδίκησαν, είτε δεν κατάλαβαν το σωστό. Αντιθέτως, αναδεικνύει τις μεγάλες διαφορές στα σημεία εκκίνησής τους, όχι μόνο πολιτικά-οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά, προτού φτάσουν τελικά σε έναν μονότροπο συντονισμό στις ίδιες καταστροφικές πρακτικές. Λ.χ. έχει ενδιαφέρον ότι ο Schäuble παρουσιάζεται σε στιγμές εκπληκτικής ειλικρίνειας, όταν λ.χ. ομολογεί τις διαφορές του από τη Merkel ή εκφράζει τη δυσφορία του προς αυτήν, ή όταν παραδέχεται ότι ήρε την υποστήριξή του από τον Σαμαρά.

Γενικότερα ο Schäuble παρά ορισμένα συνήθη τακτικά παίγνια στο Eurogroup παρουσιάζεται στο ύψος μιας αλήθειας και ειλικρίνειας που του προσπορίζει η επίγνωση της ισχύος του, κάτι που τον ξεχωρίζει από τη γλοιώδη υποκρισία των λιγότερο ισχυρών. Αν υπάρχει ένας δυισμός που διατρέχει το βιβλίο του Γιάνη δεν είναι αυτός ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς, δίκαιους και άδικους, αλλά αυτός ανάμεσα στους συναρπαστικούς και τους μπανάλ ήρωες του δράματος, με τον Schäuble να είναι ασφαλώς ένας από τους πλέον ενδιαφέροντες. Ορισμένες περιγραφές του Γ.Β. σχεδόν τίθενται «επέκεινα του καλού και του κακού» κατά έναν αναπάντεχο νιτσεϊσμό, όπου ο οικονομολόγος θεωρητής της ανθρώπινης τραγικωμωδίας ακολουθεί την ασκητική της οδυνηρής διαπραγμάτευσης όχι μόνο για το «δίκιο», αλλά και για τη βιωματική εμβύθιση στην αλήθεια πίσω από το πέπλο της συστημικής ιδεολογίας και σε παρόμοιες περιπτώσεις οι διάλογοι με τους κομβικούς ήρωες, όπως ο Schäuble, αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες όχι μόνο οικονομολογικής, πολιτικής, αλλά και ανθρωπολογικής ενατένισης, στην οποία ο Γ.Β. επιθυμεί να καταστήσει κοινωνό τον αναγνώστη, σαν για να του αποκαλύψει ένα κρυφό τοπίο.

Έτσι λ.χ. πίσω από την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των «φιλελλήνων» Γάλλων και των «ανθελλήνων» Γερμανών, βλέπουμε ότι μετά την εργαλειοποίηση των Ελλήνων από τον γαλλικό παράγοντα προκειμένου να αποκομίσει ίδια οφέλη, το παιχνίδι παίχτηκε περισσότερο μεταξύ του οιονεί χαρακτηριολογικού συντηρητισμού της Merkel και του πουρισμού του Schäuble. Η πλουραλιστική αναλυτική προσέγγιση επεκτείνεται και στη θεώρηση της παιγνιώδους και ορθολογικά καλοπροαίρετης Lagarde που εκπροσωπεί τη διαφορετική νοοτροπία και προτεραιότητες του Δ.Ν.Τ., των καταστατικά διπρόσωπων Γάλλων, όπως ο Ηollande και ο Sapin, ενός συγκαταβατικού Obama να παραγγέλλει συναίνεση μακρόθεν, ενώ η τυπική βαρουφάκεια ανωτερίλα φαίνεται κατ’ εξοχήν στην ενσυναίσθηση που επιδεικνύει για τον Mario Draghi. Στα καθ’ ημάς οι πλέον απολαυστικές σελίδες αφορούν στην τριάδα Τσίπρα, Παππά και Δραγασάκη.

Ένας προπετής στην εύκολη επαναστατικότητα και αυθάδης στη σπασμωδική κυκλοθυμία του Παππάς πλαισιώνει έναν κλιμακωτά σύννου Τσίπρα με ανθρώπινη ζεστασιά και αρχικά γνήσια λαϊκή αγωνιστικότητα που μόνο σταδιακά εξαφανίζεται από την προτεραιότητα της εγχώριας μικροπολιτικής. Το δίδυμο αυτό της οξείας ταχύτητας του Παππά και της εμφρόντιδος βραδύτητας του Τσίπρα συμπληρώνουν οι αινιγματικές σιωπές και οι υπαινικτικές αλλά βαρύνουσες και κυοφορούσες ανατροπές παρεμβάσεις του Δραγασάκη. Και βεβαίως ο βαρουφάκειος προμηθεϊκός μεσσιανισμός έχει τον δικό του ιδιαίτερο Ιούδα Ισκαριώτη που ακούει στο όνομα Γιώργος Χουλιαράκης.

Η γλαφυρότητα των προσωπογραφιών και η ηδονή που αυτή προσπορίζει στον αναγνώστη ενίοτε τον αποπροσανατολίζουν από το βασικό αίτημα του βιβλίου που είναι η πολιτική ενηλικίωση, όμως το τελευταίο ποτέ δεν χάνεται. Για χάρη του ο Γ.Β. απορρίπτει και έναν τρίτο «πειρασμό» που θα ήταν να θεωρηθεί το έργο του ως μια οιονεί «λαϊκιστική» εξιστόρηση ενός χρεωκοπημένου έθνους Δαυίδ που αντιστέκεται στους Γολιάθ της Ευρώπης, όπου τον θα παρέσερνε η Μούσα του έπους. Αυτό που κάνει τον Γ.Β. να ανθίσταται σε μια παρόμοια «εθνολαϊκιστική» αφήγηση είναι η μέριμνά του να έχουν νόημα όσα γράφει για το διεθνές αγγλόφωνο κοινό.

Το ελληνικό δράμα είναι μόνο μέρος μιας ιστορίας που έχει παρόν και μέλλον. Το παρόν είναι ότι η αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έκοψε τη φόρα σε κινήματα όπως το Podemos, σύμφωνα ακριβώς με την πολιτική στόχευση του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, με την κατάδειξη της απώλειας της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας εντός της Ε.Ε. να πυροδοτεί το Brexit και τις μεταφασιστικές τάσεις της Νέας Δεξιάς και της «Διεθνούς των εθνικιστών» παντού στην Ευρώπη. Ο Γ.Β. υπενθυμίζει ότι πριν από τα κάτωθεν fake news της εναλλακτικής Δεξιάς (alt-right) είχαμε τα άνωθεν fake news του ίδιου του υποτιθέμενου φιλελεύθερου κατεστημένου που προσπάθησε να εξοντώσει με τη συκοφάντησή του το εγχείρημα μιας ευρωπαϊστικής ελληνικής κυβέρνησης.

Ο Γ.Β. επιχειρεί, λοιπόν, να απαγκιστρώσει τα ιδεώδη της νεωτερικότητας, όπως ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, από τους εξουσιαστές που τα σφετερίζονται για να χωρίζουν τον κόσμο σε φίλους και εχθρούς στο όνομα μιας ψευδούς ιδεολογίας, προκειμένου να τα αποδώσει και πάλι στους συντακτικούς λαούς, ακριβώς με το να δείχνει επιμόνως πώς οι περίτεχνοι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταστεί μηχανισμοί καθολικής κλοπής της νεωτερικής δημοκρατίας. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να περάσουμε, αλλά να «ξαναπεράσουμε» Διαφωτισμό, συνολικά ως Ευρώπη, και αυτή η νέα δευτέρωση του Διαφωτισμού δεν μπορεί παρά να είναι αντιστασιακή ως προς την εξουσία που υποκλέπτει τη νεωτερική δημοκρατία και να σημάνει μια γενικευμένη «δημιουργική ανυπακοή» στα κελεύσματά της. Ο Slavoj Žižek συνηθίζει να λέει ότι ορισμένες φορές μια θρησκεία μπορεί να σωθεί μόνο από την αίρεσή της, και αυτή η αίρεση σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι ο αντιστασιακός Διαφωτισμός μιας δημιουργικής ανυπακοής που υπονομεύει στο όνομα των αξιών της νεωτερικότητας τους μεταδημοκρατικούς θεσμούς της Ε.Ε.

Αυτή η τέταρτη εκδοχή του έργου ως μιας λεπτομερούς ανατόμησης της ευρωπαϊκής μεταδημοκρατίας εκβάλλει εντέλει σε μια καθολικότερη τραγική θεώρηση της ζωής όπου ήρωες δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά τα δίκτυα εξουσίας. Ο Γ.Β. βρίσκει σε κλασικές τραγωδίες, όπως ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή ή και ο Macbeth του Shakespeare μια πρώιμη πλην αρχετυπική διαπραγμάτευση της επιτελεστικότητας της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Ο τραγικός ήρωας αγνοώντας την καθολικότητα της κοσμικής τάξης επιμένει σε μια πρόθεση συνεπή και αδάμαστη (ενίοτε καλή, όπως στον Οιδίποδα), η οποία, όμως, λειτουργεί επιτελεστικά για να τον βυθίζει στην εκπλήρωση κακών προφητειών που προσπαθεί να αποτρέψει. Μια επίκαιρη τραγική Μούσα θα μας ενέπνεε να μιλήσουμε για την επιτελεστικότητα του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου κάθε πρόβλεψη, ακόμη και έκφραση συναισθήματος, ή απόπειρα επικοινωνίας της αλήθειας στον λαό δρα επιτελεστικά για την αυτοεκπλήρωση της.

Η συνθήκη αυτή καθιστά δυσχερέστατη την έκφραση της αλήθειας από τον πολιτικό. Αλλά και σε ένα ευρύτερο επίπεδο συντελεί στη δημιουργία δικτύων εξουσίας, βασισμένα στον φόβο, όπου ένας αρχικός φόβος στρέφει σε ένα αρχικό ψέμα, αλλά στη συνέχεια ο περαιτέρω φόβος για τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει η αποκάλυψη της αλήθειας, οδηγεί σε περαιτέρω βύθιση στο ψέμα. Η οικοδόμηση επί του ψέματος μπορεί βραχυπρόθεσμα να λειτουργήσει επιτελεστικά με αυτοτροφοδοτούμενα ψεύδη, όμως η ολοένα και μεγαλύτερη βύθιση σε αυτά δεν μπορεί παρά να εγκυμονεί μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή για το μέλλον. Λ.χ. η προσπάθεια να σωθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες στις οποίες ήταν χρεωμένη η Ελλάδα με χρήματα των ευρωπαϊκών λαών εκκινεί μια λογική ψευδαίσθησης ότι η Ελλάδα δεν είναι χρεωκοπημένη αλλά μπορεί να σώζεται διηνεκώς με μία έξη extend & pretend.

Η λογική, όμως, αυτή βυθίζει τη χώρα σε ένα όλο και μεγαλύτερο τέλμα. Αυτό είναι ένα μόνο από τα αλληλοσυνδεόμενα παραδείγματα, όπου ο Γ.Β. στοχάζεται τη φαύλη επιτελεστικότητα του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και τα όλο και πιο απροσωποποιημένα δίκτυα εξουσίας που τη διαιωνίζουν. Η ματιά του Γ.Β. είναι αναλυτική καταδεικνύοντας έναν πλουραλισμό διαφορετικών θεσμών, κρατών και των εκπροσώπων τους. Δείχνει τις διαφορές μεταξύ τους σε επίπεδο τόσο ψυχολογίας όσο και συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, όμως, δείχνει τον φαύλο συντονισμό τους, προκειμένου να επιβάλουν την εξουσία τους επί των αδυνάμων, διαιωνίζοντας ένα ψεύδος που στο μέλλον, όμως, θα στραφεί και εναντίον των ισχυρών καθιστώντας και αυτούς τραγικούς ήρωες.

Ως κεντρώος αριστεροφιλελεύθερος, ο Γ.Β. υιοθετεί μεν από τον φιλελεύθερο λόγο τη δέσμευση στην αντι-συνωμοσιολογία και την αντίθεση σε έναν εθνολαϊκιστικό λόγο που θα διέκρινε μεταξύ καλού λαού και κακών ελίτ. (Ο λαός δεν είναι οπωσδήποτε καλός για τον Γ.Β. στην εμπειρική του διάσταση. Καλός είναι ως ο φορέας μιας αμφισβήτησης της εξουσίας των ελίτ που θα σώσει και τις ίδιες τις ελίτ από το μη βιώσιμο ψεύδος τους). Ταυτοχρόνως, όμως, περιγράφει ως αριστερός δίκτυα εξουσίας που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ένα είδος συνωμοσίας χωρίς συνειδητούς και ηθικά κακούς συνωμότες, αλλά μάλλον με τραγικούς ήρωες που ηδονιζόμενοι από την πρόσκαιρη εξουσία τους ή ορρωδώντας προ άμεσων φόβων συντελούν σε ένα δίχτυ ψέματος που στο τέλος θα παρασύρει τους πάντες. Με αυτήν την έννοια είναι που «ενηλικίωση» σημαίνει κατ’ αρχήν τον τερματισμό του επιτελεστικώς αυτοαναπαραγόμενου ψέματος.


Β) Περί της διαφοράς του διαπραγματευτή από τον ικέτη. Και περί του πόσα σχέδια πρέπει να έχει έτοιμα ένας διαπραγματευτής. Κριτικός διάλογος.

           
Η ενηλικίωση σηματοδοτείται από το πέρασμα από τη θέση του ικέτη σε αυτή του διαπραγματευτή. Ο ικέτης είναι αυτός που έχει προαποφασίσει στο πλαίσιο της τρέχουσας ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) ότι η εναλλακτική του Grexit είναι απολύτως αδύνατη, λόγω του (όντως) μεγάλου κόστους της για την Ελλάδα. Όταν, όμως, προσέρχεσαι σε μία διαπραγμάτευση έχοντας εκ των προτέρων αποκλείσει την εναλλακτική, τότε δεν είσαι διαπραγματευτής, αλλά ικέτης που έχει προσυμφωνήσει με τους δανειστές την υποχώρηση και απλώς τους εκλιπαρεί να φανούν επιεικείς μαζί του και να μην του επιβάλουν όρους που θα τον καταστρέψουν.

Το πολύ ενδιαφέρον στις δεξιές κριτικές εναντίον του Βαρουφάκη είναι ότι φτάνει να ποινικοποιείται ο,τιδήποτε άλλο είναι κάτι παραπάνω από ικεσία. Για ένα μεγάλο δυστυχώς μέρος του δεξιού και φιλελεύθερου συστημικού λόγου φαίνεται ότι για να μην είσαι παράνομος πρέπει να παραμείνεις στο στάδιο της ικεσίας και να μην τολμήσεις καν να σχεδιάσεις ή να διανοηθείς την εναλλακτική. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι η δεξιά και φιλελεύθερη κριτική λίγο πολύ ποινικοποιεί την ίδια τη διαπραγμάτευση, και, θα προσθέταμε, στο πλαίσιο της προβληματικής που μας απασχολεί, ποινικοποιεί την ίδια την «ενηλικίωση». Νόμιμος και μη προδότης κατ’ αυτούς τους υποτίθεται λάτρεις του Διαφωτισμού είναι μόνο αυτός που μένει στην ανώριμη και νηπιακή στάση του ικέτη.

Το περαιτέρω ερώτημα που τίθεται αν συνυπολογίσουμε ορισμένες εξ αριστερών κριτικές στον Βαρουφάκη είναι πόσα σχέδια πρέπει να έχει ετοιμάσει ένας διαπραγματευτής. Η απάντηση του Γ.Β. στο βιβλίο φαίνεται να είναι ότι ένας διαπραγματευτής οφείλει να έχει προετοιμάσει τουλάχιστον τρία:

1) Το πρώτο είναι η πρότασή του προς τους εταίρους, η οποία οφείλει να είναι μετριοπαθής και ευρωπαϊστική, ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μια βάση κοινής συνεννόησης. Η προετοιμασία αυτή πρέπει να έχει δύο σκέλη: α) Ποια είναι η δική μας πρωτότυπη πρόταση, που θα μπορούσε να ρίξει νέο φως στη σταδιακή επίλυση της κρίσης. β) Ποιες είναι ακριβώς οι κόκκινες γραμμές μας πέραν των οποίων δεν έχει νόημα να επιμείνουμε σε μια λύση εντός της Ευρωζώνης γιατί η λύση αυτή θα είναι μάλλον χειρότερη από το Grexit. Στη διατύπωση αυτών των κόκκινων γραμμών ο Γ.Β. επέμεινε περισσότερο στην έννοια της αναδιάρθρωσης του χρέους, αλλά και στο είδος αυτής της αναδιάρθρωσης, ώστε να καταστεί το χρέος βιώσιμο και να μην αποτρέπεται οριστικά η ανάκαμψη της χώρας και οι επενδύσεις σε αυτήν. Σε άλλα θέματα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, ήταν πολύ πιο διαλλακτικός, ορίζοντας κριτήρια για αυτές, ώστε να μην πρόκειται απλώς για ένα ξεπούλημα πεταμένο στον κουβά χωρίς πάτο, αλλά να είναι δυνητικά ακόμη και επωφελείς, τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει στο βιβλίο.

2) Το δεύτερο είναι το λεγόμενο plan B. Το plan B δεν αφορά καταρχήν στο Grexit, αλλά αντιθέτως στη διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης. Το plan B είναι τι θα κάνει ο διαπραγματευτής εφόσον φανεί ότι οι εταίροι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιαδήποτε διαπραγμάτευση παρά μόνο να ταπεινώσουν παραδειγματικά τον αριστερό διαπραγματευτή στη λογική του ότι αν δεν μπορείς να γίνεις ένα λαμπρό παράδειγμα, μπορείς όμως να χρησιμεύσεις ως μία φριχτή προειδοποίηση για τους άλλους. Το plan B σχετίζεται εξάλλου με το γεγονός ότι οι δανειστές θα χρησιμοποιήσουν ως κύριο όπλο τους την άρση της ρευστότητας, ώστε να κλείσουν οι τράπεζες.

Το κατά Βαρουφάκη plan B επικεντρώνει σε δύο κυρίως ζητήματα. Το ένα είναι το «σύστημα παράλληλων πληρωμών», που θα μας επέτρεπε ακριβώς να αντέξουμε έναν ορισμένο χρόνο για να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση ακόμη και με τις τράπεζες κλειστές (εξηγείται αναλυτικά σε ομώνυμο υποκεφάλαιο του τέταρτου κεφαλαίου του βιβλίου). Το δεύτερο είναι το κούρεμα των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επίσης εξηγείται λεπτομερώς στο ίδιο κεφάλαιο. Ο Βαρουφάκης επιμένει κυρίως στη νομική διάσταση ότι «οποιοδήποτε κούρεμα θα εξέθετε τον Mario Draghi και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε νομικές προκλήσεις από την Bundesbank και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, υπονομεύοντας την αξιοπιστία του συνολικού προγράμματος αγοράς χρέους και προκαλώντας μία ρήξη με την Angela Merkel, η οποία δεν θα ήθελε να στραφεί ενάντια στην Bundesbank και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ταυτοχρόνως.

Αυτό, όμως, θα έπληττε τη δυνατότητα του Draghi να κάνει, όπως είχε επαγγελθεί, «ο,τιδήποτε χρειαστεί» για να σώσει το Ευρώ και η νομική διαμάχη θα έπληττε το λεγόμενο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης», προκαλώντας πανικό στις αγορές σχετικά με τη δυνατότητα σωτηρίας του Ευρώ. Το εξαιρετικό αυτό μέτρο σκόπευε να είναι ένα αντίμετρο για την απειλή κλεισίματος των τραπεζών από τους δανειστές, έτσι ώστε να μην πνιγεί η διαπραγμάτευση εν τη γενέσει της. Όμως, το plan B (σε ενδεχόμενη αντίθεση με ομώνυμες προτάσεις άλλων) αφορούσε κατά τον Βαρουφάκη αποκλειστικά και μόνο στη διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης και τη δυνατότητα να αναγκαστούν τρόπον τινά, ή, μάλλον να προτιμήσουν οι εταίροι μία αμοιβαία επωφελή λύση παρά τη συνέχιση της ασφυξίας της Ελλάδας. Το plan B αφορούσε περισσότερο στο ποια όπλα μπορεί να βρει ένας αντικειμενικά αδύναμος διαπραγματευτής, όπως η Ελλάδα, έναντι διαπραγματευτών αντικειμενικά πολύ ισχυρών, ιδίως καθώς οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν το κλείσιμο των αγορών.

3) Το plan X αφορά αντιθέτως στην περίπτωση που συμβεί τελικά το Grexit, πώς θα προετοιμαστούν οι επόμενες μέρες, μήνες, χρόνια. Είναι πολύ σημαντικό εδώ να τονιστεί η διάκριση ανάμεσα στο plan B και το plan X. Το plan B αφορά στα δυνατά όπλα για μια διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης και όχι στο ίδιο το Grexit, ενώ το plan X αφορά στο Grexit. Επικριτές του Βαρουφάκη, και δη εξ αριστερών, συγχέουν τα δύο. Η λογική του Βαρουφάκη είναι ότι ο διαπραγματευτής οφείλει να έχει σχεδιάσει το plan X, γιατί μόνο αν έχεις σκεφτεί την εναλλακτική είσαι διαπραγματευτής και όχι ικέτης. Όμως το Grexit δεν εργαλειοποιείται ως όπλο στη διαπραγμάτευση. Το, ας πούμε, «όπλο» στη διαπραγμάτευση είναι το plan B, το οποίο ακριβώς γίνεται για να βρεθεί ευρωπαϊκή λύση και να αποφευχθεί το plan X. Ο Βαρουφάκης επιμένει σε αυτήν την τουλάχιστον τριμερή διάκριση, απέναντι σε πιο απλές θεωρήσεις που στέκονται μόνο στη διττή διάκριση ευρωπαϊκής προοπτικής και Grexit (ή τις δεξιές οπτικές που θεωρούν ο,τιδήποτε άλλο πέραν της ευρωπαϊκής προοπτικής αξιοκατάκριτο έως, -υποτίθεται-, ποινικά κολάσιμο). Ο λόγος είναι ότι η μάχη που θα δινόταν έπρεπε να είναι ευρωπαϊστική σε χαρακτήρα και να μη δηλωθεί ότι το Grexit αποτελεί σκοπό της Ελλάδας. Το Grexit έπρεπε να είναι μόνο κάτι στο οποίο θα αναγκαζόταν με τη βία να φτάσει η Ελλάδα. Για το plan X είχε εργαστεί μία ομάδα με τη βοήθεια και του σημαντικού Αμερικανού οικονομολόγου James Galbraith. Παρόλο, όμως, που το σχέδιο Χ όντως υπήρχε, ο Γ.Β. το αντιμετωπίζει περισσότερο ως ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης (contingency plan), σαν τα σχέδια που ακόμη και ένας φιλειρηνικός Υπουργός Εθνικής Άμυνας οφείλει να έχει για περίπτωση ξένης εισβολής, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι επιθυμεί τον πόλεμο. Κατά παρόμοιο τρόπο, θα λέγαμε ότι το να κατηγορείται ένας Υπουργός Οικονομικών ότι επειδή είχε ετοιμάσει το σχέδιο έκτακτης ανάγκης επιθυμούσε το Grexit είναι σαν να λες ότι ένας ογκολόγος αγαπά τον καρκίνο.

Είναι σημαντικό να έχουμε αυτήν την (τουλάχιστον) τριμερή διάκριση κατά νου, ώστε να καταλάβουμε τι είναι η κατά Βαρουφάκη διαπραγμάτευση. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε για χάρη κριτικού διαλόγου με τον βιβλίο, τον οποίο πιστεύουμε ότι ένας υπερασπιστής του Διαφωτισμού, όπως ο Γιάνης Βαρουφάκης, θα επιθυμούσε να δούμε ορισμένα σημεία κριτικής που μπορούν να εγερθούν, επικεντρώνοντας στο ερώτημα που μας αφορά κυρίως, ήτοι στο αν το βιβλίο του Γ.Β. βοηθά τον ελληνικό και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς στη δημοκρατική τους ενηλικίωση. Θα επιθυμούσα εδώ να θέσω τρία σημεία κριτικής, αλλά επίσης και να υπερασπιστώ στη συνέχεια το βιβλίο του Γ.Β. έναντι άλλων σημείων κριτικής που του γίνονται κατά τη γνώμη μου άδικα τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών.

Τα τρία σημεία της δικής μου κριτικής για χάρη διαλόγου με το βιβλίο είναι τα ακόλουθα:

Α) Υπάρχει ακόμη και στο βιβλίο μία κατά τη γνώμη μου υπερβάλλουσα αισιοδοξία για την πιθανή επιτυχία του plan B, που περιελάμβανε, όπως είπαμε, το σύστημα παράλληλων πληρωμών και το κούρεμα των ομολόγων της Ε.Κ.Τ. Το 2015 είχαμε δει μια παρόμοια αισιοδοξία στη διαπραγματευτική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., που φαίνεται να θεωρούσε ότι είχαν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες λόγους να φτάσουν σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία γιατί αλλιώς θα έχαναν και αυτοί. Στο βιβλίο η αισιοδοξία είναι συγκριτικά κάπως πιο μετριασμένη, αναγνωρίζεται δηλαδή το ενδεχόμενο της έκβασης του Grexit. Παραμένει, ωστόσο, μια γενική αίσθηση ότι υπήρχε μια βιασύνη στην απόφαση του Τσίπρα να συνθηκολογήσει και ότι αν δεν υποχωρούσε και άφηνε το plan B να λειτουργήσει, θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει σε μία καλή συμφωνία που να καθιστούσε το χρέος βιώσιμο. Ποια θα ήταν μια στάση «ενήλικα» απέναντι στην ενδεχόμενη επιτυχία ή αποτυχία του plan B; Μάλλον θα ήταν να πει «δεν ξέρουμε». Η υποχώρηση της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν μας επέτρεψε να διαπιστώσουμε την εφαρμογή του plan B, οπότε δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να μάθουμε αν θα λειτουργούσε ή όχι. Ο Γιάνης Βαρουφάκης αναγνωρίζει στο βιβλίο το ενδεχόμενο αποτυχίας, όμως η όλη λογική του είναι στην κατεύθυνση της αισιοδοξίας ότι θα λειτουργούσε.

Εδώ τίθενται τουλάχιστον δύο ερωτήματα: Το πρώτο αφορά στο κατά πόσον η αισιοδοξία αυτή είναι τακτική ή οφείλεται στην πραγματική στάθμιση των ενδεχομένων από τον διαπραγματευτή. Θα παρατηρούσα ότι αν πρόκειται για πραγματική στάθμιση, τότε κατά τη γνώμη μου, η αισιοδοξία είναι υπερβολική, καθώς η αντίσταση της Ελλάδας με κινήσεις μάλιστα, όπως το κούρεμα των ομολόγων της Ε.Κ.Τ., που οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα εξελάμβαναν ως επιθετικές, θα δημιουργούσε μία ακόμη μεγαλύτερη συσπείρωσή τους εναντίον του αδύναμου σθεναρά διαπραγματευόμενου, που θα καθιστούσε πιθανή την παράκαμψη των νομικών σκοπέλων και την εσωτερική αντίφαση μεταξύ των γερμανικών θεσμών αφενός και αφετέρου της πρόθεσης του Draghi να σώσει το Ευρώ μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης. Η πρόσφατη ιστορία της Ε.Ε. έχει δείξει μια μεγάλη νομική «ευλυγισία», για να μη το θέσω πιο άκομψα, όπως επίσης και ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις των ισχυρών υπερβαίνονται αρκετά ευχερώς όταν το διακύβευμα είναι να καμφθεί η αντίσταση ενός αδύναμου. Θεωρώ, λοιπόν, ότι μια «ενήλικη» στάση θα ήταν μάλλον η αποφυγή μιας παρόμοιας αισιοδοξίας. Ναι, ο Γ.Β. έκανε, κατά τη γνώμη μου, το χρέος του με πολύ καλό τρόπο δεδομένης της τεράστιας δυσκολίας στις αντικειμενικές συνθήκες, έχοντας ετοιμάσει το plan B. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να είμαστε και αισιόδοξοι για την επιτυχή έκβασή του, καθώς όπως ο Γ.Β. αλλού τονίζει, οι πολιτικές σκοπιμότητες των Ευρωπαίων ηγετών υπερείχαν των αυστηρά οικονομικών. Θα περίμενα έναν Γ.Β. να μιλάει περισσότερο στη λογική «το plan B είναι ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να προετοιμάσουμε στις δεδομένες συνθήκες, αλλά ή έκβασή του είναι άγνωστη», οπότε μία στάση ωριμότητας απέναντι στον «ενήλικα» λαό θα ήταν να τον αφήσουμε στην εκκρεμότητα αυτού του άγνωστου. Πολλές φορές είναι ακριβώς το άγνωστο που μας ωριμάζει και μας καθιστά ενήλικες και όχι η αισιοδοξία. Συναφώς, αν η αισιοδοξία ήταν τακτική, τίθεται ένα παρόμοιο ερώτημα αν μπορούμε να βάλουμε μια τακτική προτεραιότητα πάνω από την πρωταρχική δέσμευση του ίδιου του Γ.Β. να πει την αλήθεια όχι μόνο στην εξουσία, αλλά και στον λαό. Θεωρώ ότι εν προκειμένω μία αληθής παραδοχή του αγνώστου είναι σημαντικότερη από μια τακτική αισιοδοξία, αλλά στο ερώτημα αυτό θα επανέλθω. Να σημειώσω πάντως ότι ένα σημείο που με προβληματίζει είναι ότι μια κατηγορία εναντίον των Συριζαίων συντρόφων για δειλία γίνεται ακριβώς στο όνομα ενός plan B, η έκβαση του οποίου είναι αβέβαιη. Πρέπει βεβαίως να πούμε προς τιμήν του Γιάνη Βαρουφάκη ότι μιλάει με αυστηρά πολιτικούς όρους και δεν χρησιμοποιεί καθόλου δημαγωγικές κατηγορίες όπως «προδοσία» κ.τ.ό., τουλάχιστον όχι με μια λαϊκιστική εκδοχή τους. Παραμένει, όμως, στο βιβλίο μια εντύπωση ότι οι σύντροφοι δείλιασαν, κιότεψαν, δεν τόλμησαν να αντέξουν μία, δύο, λίγες, έστω εβδομάδες διαπραγμάτευσης ακόμη. Προσωπικά, λυπάμαι, όπως και ο Γ.Β., που δεν είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την έκβαση του plan B, λόγω της συνθηκολόγησης, όμως από την άλλη θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός να κατηγορήσω την κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για δειλία στο όνομα ενός plan B, που δεν είμαι σίγουρος ότι θα κατάφερνε να μετατρέψει τις εσωτερικές αντιφάσεις των διαφορετικών ευρωπαϊκών θεσμών σε μια κοινή θέλησή τους να διαπραγματευτούν με γνώμονα το κοινό όφελος.

Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά στο ότι ο διαπραγματευτής οφείλει να έχει κάνει πριν να ενεργοποιήσει το plan B μία ιεράρχηση. Τι είναι περισσότερο κακό; Το Grexit ή η συνθηκολόγηση σε μία λύση που δεν καθιστά βιώσιμο το χρέος; Στο βιβλίο ο Γ.Β. φαίνεται να θεωρεί το Grexit φριχτό, αλλά συγκριτικά ως λιγότερο κακό από την υποχώρηση, εξ ου και θεωρεί σκόπιμη την ενεργοποίηση του plan B. Ο Γ.Β. θεωρεί μάλιστα ότι αυτή η ενεργοποίηση δεν θα σήμαινε «μπλόφα», ούτε «chicken game», όπως είχε κατηγορηθεί, εφόσον ο διαπραγματευτής θα ήταν εξαρχής ειλικρινής στην πρόθεσή του να προχωρήσει σε αυτήν, καθώς θα έχει κάνει μία σαφή ιεράρχηση του τι είναι το περισσότερο και τι το λιγότερο κακό. Εδώ, αν και μου αρέσει η εξήγηση του Γ.Β. γιατί η τακτική του δεν ήταν μπλόφα ούτε chicken game, θα επιθυμούσα, πάντα στη λογική του να βοηθηθούμε στη δημοκρατική μας ωρίμαση, μια ακόμη μεγαλύτερη εξήγηση της ιεράρχησης γιατί το Grexit θεωρείται ως συγκριτικά το λιγότερο κακό και η υποχώρηση ως το συγκριτικά μεγαλύτερο. (Σημειωτέον πάντως ότι ο αναγνώστης αξίζει να αναζητήσει το ενδιαφέρον  υλικό που υπάρχει στα παραρτήματα στο τέλος του βιβλίου). Επίσης, διερωτώμαι αν τότε το 2015 ήταν αυτή η ιεράρχηση τόσο έκδηλη προς τον λαό ή αν καλυπτόταν πίσω από το πέπλο της επιτελεστικής αισιοδοξίας. Ως προς το τελευταίο, πάντως, η ευθύνη δεν βαρύνει, κατά τη γνώμη μου, τόσο τον ίδιο τον Γ.Β., που είχε μιλήσει για ρήξη, είχε αναφερθεί με τσωρτσιλιανή αντιδημαγωγία σε «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα» για τους ψηφοφόρους, όσο ένα ορισμένο «χαλασμένο τηλέφωνο» μεταξύ Βαρουφάκη και Τσίπρα που συχνά μετέτρεπε μία ελάχιστη τακτική αισιοδοξία του πρώτου σε πλήρη δημαγωγική διακήρυξη του δεύτερου.

Β) Ένα δεύτερο σημείο κριτικής θα ήταν ότι πιστεύω ότι εφόσον το βιβλίο στρέφεται ακριβώς γύρω από την «ενηλικίωση», ο ελληνικός λαός θα βοηθείτο αν μάθαινε με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια το περιεχόμενο του plan X, όσο και ποιες θα ήταν οι πρακτικές συνέπειες ενός Grexit. Ναι, είναι κατ’ αρχήν άξιο επαίνου και όχι ποινικής δίωξης (όπως θα επιθυμούσαν οι δεξιοί επικριτές) το γεγονός ότι ο Γ.Β. είχε ετοιμάσει αυτό το σχέδιο με τη βοήθεια κορυφαίων οικονομολόγων. Όμως, η όλη στάση του Γ.Β. είναι σαν να δείχνει ότι το plan X ήταν κάτι που αναγκάστηκε να κάνει, χωρίς να είναι πραγματικά του γούστου του, όπως λ.χ. ακόμη και ένας πασιφιστής ηγέτης είναι αναγκασμένος να έχει ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που του κηρύξουν πόλεμο. Έχει διατυπωθεί σχετικά η αντίστροφη εξ αριστερών κατηγορία ότι ο Γ.Β. απαξιεί με αυτόν τον τρόπο τόσο πολύ το ενδεχόμενο του Grexit, ώστε εντέλει στερεί de facto (αν και όχι εκ προθέσεως), την εναλλακτική στη διαπραγμάτευση που ο ίδιος υποστηρίζει ότι οφείλει να υπάρχει. Οι αναφορές στο plan X και τις συνέπειες του Grexit είναι του στυλ «read and weep» («διάβασε και κλάψε»).

Μήπως, όμως, έτσι ο Γ.Β. συμμετέχει ο ίδιος στην περί το Grexit αποκαλυπτική εσχατολογία συμβάλλοντας άθελά του στην ΤΙΝΑ, που λέει ότι προσπαθεί να αποφύγει. Θεωρώ την εξ αριστερών αυτή κριτική λίγο άδικη, γιατί υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους το Grexit δεν θα μπορούσε παρά να είναι όντως τραγικό. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γ.Β. είναι τελείως άλλο το να μην έχεις μπει ποτέ στο Ευρώ και άλλο το να βγεις αφού έχεις μπει. Σύμφωνα με τη γνωστή παρομοίωση η Ευρωζώνη είναι ένα Hotel California, από το οποίο αν βγεις, θα πρέπει να περιμένεις μία τύπωση της νέας δραχμής στο μέλλον, αφού θα έχεις ήδη εξωθηθεί σε έξοδο. Ο πληθωρισμός θα έκανε σε αυτή την περίπτωση το μελλοντικό νόμισμα ας πούμε μη αναγνωρίσιμο σε σχέση με την προ Ευρώ κατάσταση. Ενώ αυτές οι παρατηρήσεις του Γ.Β. είναι εύλογες, θα επιθυμούσα σε ένα βιβλίο που αποσκοπεί στη δημοκρατική ωρίμαση να αναπτυχθεί εκτενέστατα το περιεχόμενο του plan X, αλλά και οι συνέπειές του για μια ενδεχόμενη μετά Grexit κατάσταση. Μεταξύ άλλων και για να δικαιολογηθεί γιατί το Grexit θεωρείται ως συγκριτικά λιγότερο κακό από τη συνθηκολόγηση (αν είναι όντως αυτή η θέση του Γ.Β.), οπότε και γιατί η διαπραγμάτευση που πρότεινε ο Γ.Β. με το plan B δεν ήταν μπλόφα ούτε «chicken game». Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι είναι αδύνατη η ωρίμαση του ελληνικού λαού αν δεν κοιτάξει κατάματα την (αληθινή ή υποτιθέμενη) «καρδιά του σκότους» («heart of darkness» κατά την έκφραση του Conrad) του Grexit, και ιδίως ένα βιβλίο που αποτιμά εκ των υστέρων τις εναλλακτικές οφείλει να εντείνει αυτήν την ενατένιση.

Γ) Θα ήθελα, τέλος, να σημειώσω ότι αν η τακτική του Γ.Β. ήταν να «λούσουμε τους δανειστές με μετριοπάθεια, ενώ τους δείχνουμε ταυτόχρονα την ακλόνητη αποφασιστικότητά μας και θέλησή μας να ενεργοποιήσουμε την αναχαιτιστική μας στρατηγική αν προσπαθήσουν να μας συντρίψουν» (κεφ. 4), τότε θα έπρεπε η σημειολογία της εμφάνισης του Γιάνη Βαρουφάκη να υπακούει στην ίδια στρατηγική. Να σημειώσω εδώ ότι είμαι από αυτούς που διασκεδάζουν με το σοκ που προκαλούν στον δεξιό και συντηρητικό χώρο τα διάσημα «πουκάμισα Βαρουφάκη» και ο όλος αντικομφορμισμός του ύφους του. Ταυτοχρόνως, όμως, διερωτώμαι ότι αν όντως η τακτική της διαπραγμάτευσης ήταν μια «επίθεση μετριοπάθειας», δεν θα ήταν η σημειολογία της εμφάνισης ο προφανής και πιο εύκολος χώρος για να αρχίσει αυτή από εκεί; Θα μπορούσε βέβαια με την απουσία γραβάτας να δηλωθεί σημειολογικά η διαφορά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από το ancient régime. Η εμφάνιση, όμως, Βαρουφάκη ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Δεν ήταν ούτε η μίνιμαλ δήλωση της διαφοράς με ένα κομψό κοστούμι χωρίς γραβάτα, όπως στην περίπτωση του Τσίπρα, ούτε η ταπεινή εμφάνιση «λέτσου», που βλέπουμε σε άλλους Συριζαίους συντρόφους, σαν για να αισθητοποιήσει τον ευτελισμό της χώρας εν μέσω μνημονιακής δυστοπίας.

Η εμφάνιση Βαρουφάκη με τα ακριβά και καλόγουστα (κατά τη γνώμη μου) outfits ήταν περισσότερο ο αντικομφορμισμός του πλούσιου, που είναι αντισυμβατικός γιατί μπορεί, γιατί το στηρίζει με μια πληθώρα χαρακτηριστικών, όπως το κοινωνικό επίπεδο και η μόρφωση. Κάτι τέτοιο σαφώς διαφεύγει από τη στρατηγική της μετριοπάθειας, που υποτίθεται ότι είχε η διαπραγμάτευσή μας, καθώς η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι μόνο, αλλά και να φαίνεται μετριοπαθής. Νομίζω ότι στο θέμα της εμφάνισης διακυβεύεται ένα δίλημμα που δεν είναι άνευ ουσίας. Η αντισυμβατική εμφάνιση Βαρουφάκη είχε το καλό ότι έστρεψε τα φώτα πάνω στο ελληνικό ζήτημα και έτσι συνέτεινε στη δημοσιοποίησή του. Κατά μία έννοια η ανατροπή είναι σκόπιμο να φαίνεται. Βέβαια, εφόσον η προσπάθεια του δεξιού και φιλελεύθερου καθεστώτος είναι (σε όλες τις συναφείς περιπτώσεις και όχι μόνο στην προκείμενη) να στοχοποιηθεί ο αντιφρονών στην ΤΙΝΑ ως «γραφικός» και «αναξιόπιστος», ο Βαρουφάκης κατέστη ακόμη πιο έκθετος στη συνήθη εξουσιαστική ταμπελοποίηση με τις ενδυματολογικές επιλογές του. Κατά μία έννοια αυτό θα μου άρεσε, αν επρόκειτο για έναν μεταμοντέρνο «πανηγυρισμό και υπονόμευση», όπου ο δεχόμενος μια ταμπέλα από τον κυρίαρχο λόγο, εν προκειμένω αυτή του «γραφικού», αντί να την απορρίψει μετά βδελυγμίας, την υιοθετεί παιγνιωδώς στη σημειολογία του, προκειμένου να τροποποιήσει εκ των ένδον το σημαίνον αυτό, υπονομεύοντας εντέλει την κυρίαρχη διάκριση. (Λ.χ. ο ντυμένος εκκεντρικά που έχει, όμως, άριστη τεχνική κατάρτιση και λογικά δομημένη επιχειρηματολογία υποβαθμίζει εντέλει την καθεστωτική διάκριση μεταξύ αξιόπιστου και αναξιόπιστου). Αν και θα ήμουν γενικά υπέρ μιας παρόμοιας μεταδομιστικής επιτελεστικότητας, θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να είχε πρυτανεύσει η συνέπεια προς την αρχή της μετριοπάθειας.

Υπάρχει και ένα θέμα γενικότερο από την εμφάνιση. Η ίδια η λογική των απομνημονευμάτων του Γ.Β. είναι ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος διαλέγεται με τις ελίτ έχοντας εμπιστοσύνη στην περίφημη διαλεκτική του δεινότητα και προσπαθεί να τις πείσει ότι είναι και για το δικό τους συμφέρον, που χρειάζεται να προβούν σε μια βιώσιμη συμφωνία. Η μεταιχμιακή θέση του Γ.Β. μεταξύ των insiders και των outsiders αντιστοιχεί και σε μία μεθοριακή θέση μεταξύ των ελίτ και του λαού, όντας εντέλει σύμβουλος και των δύο. Αυτό είναι και που ονομάσαμε «προμηθεϊκό» ρόλο, δηλαδή αφενός τη διάχυση της αποκάλυψης της πληροφορίας στον λαό, αλλά αφετέρου και τη διαμεσολάβηση των λαϊκών αιτημάτων στις ελίτ (βλ. λ.χ. στο βιβλίο την ιστορία του άστεγου Λάμπρου, τον οποίο ο Γ.Β. θέτει ως προτεραιότητά του να εκπροσωπήσει). Στα απομνημονεύματα του Γ.Β. αυτή η θέση είναι οιονεί προσωποπαγής, δηλαδή παρουσιάζεται σαν να είναι μόνο ο Γιάνης Βαρουφάκης αυτός που μπορεί να την παίξει. Δεν κρύβονται, λ.χ., αλλά μάλλον πανηγυρίζονται οι επαφές του με ανθρώπους σε κομβικές θέσεις στο εξωτερικό και δη στην επέκεινα του Ατλαντικού υπερδύναμη, τονίζεται η διαφορά του από άλλους συντρόφους ως προς το ότι δεν είναι μέλος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ούτε και του γενικότερου πολιτικού συστήματος, προτιμώνται ως συνεργάτες μάλλον οι «μετανοημένοι» θεσμών όπως το Δ.Ν.Τ. ή η «τρόικα», που έχουν βιώσει εκ των ένδον την καταστροφικότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών παρά άγουροι εκ του ασφαλούς αριστεριστές που είναι πιο πιθανό να κάνουν την «κωλοτούμπα» λόγω φόβου έναντι του αγνώστου.

Όλα αυτά κατατείνουν στη συνθήκη μεθοριακής εξαίρεσης του Γ.Β. σε σημείο μερικές φορές να αναρωτιέται αν η υβριδικότητα του έργου περιλαμβάνει στοιχεία όχι μόνο από τα πολιτικά απομνημονεύματα, αλλά και από το νουάρ μυθιστόρημα (λ.χ. η συνάντηση με τον Larry Summers σε μπαρ στην Ουάσινγκτον, με τη βροχή να πέφτει αφειδώς έξω γίνεται με περιγραφική δεινότητα που θα ζήλευε κάθε νουάρ μυθιστοριογράφος), όπου ένας ντετέκτιβ προσπαθεί να μάθει την αλήθεια, ενώ οι πράξεις του την επηρεάζουν, ή ακόμη και από αφηγήσεις με υπερήρωες που διεκδικούν μία συνοριακή ζωή μεταξύ της ελίτ στην οποία ανήκουν και των αδυνάμων τους οποίους ακριβώς ως μετέχοντες στην ελίτ θα εκπροσωπήσουν. Αν και όλα αυτά καθιστούν το βιβλίο του Γ.Β. ένα εξαιρετικά συναρπαστικό ανάγνωσμα, το ερώτημα που τίθεται από την εξ αριστερών κριτική είναι αν ακριβώς ένας ορισμένος προσωποπαγής χαρακτήρας της διαπραγμάτευσης του 2015, ο οποίος μάλιστα εντείνεται από την επιλογή η εξιστόρησή της να λάβει τη μορφή απομνημονευμάτων και δη υβριδικών με στοιχεία από άλλα λογοτεχνικά genres, μήπως λοιπόν αυτός ο προσωποπαγής χαρακτήρας είναι ακριβώς «μέρος του προβλήματος», καθώς παρουσιάζεται ως η ενδεχομενική ατομική δυνατότητα ενός συγκεκριμένου διαπραγματευτή και όχι ως μια σειρά από αντικειμενικά διλήμματα που θέτει ενώπιον του συλλογικού υποκειμένου του λαού η Ιστορία. Βεβαίως πρέπει να πούμε προς τιμήν του Γ.Β. ότι στα πρόσφατα βιβλία του ο λαός αποτελεί οργανικό μέρος του δράματος με την ένταξη πολλών ιστοριών απλών ανθρώπων στην αφήγηση και την προσπάθεια να ακουστεί η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή στα συστημικά μήντια. Κάτι που θα περίμενε κανείς να γίνει ακόμη περισσότερο θα ήταν η κατάδειξη του ελληνικού αλλά και άλλων ευρωπαϊκών λαών ως συλλογικών υποκειμένων στο δράμα που εξιστορείται.

Όπως επίσης και μια μεγαλύτερη αυτοκριτική για τον προσωποπαγή χαρακτήρα που απέκτησε η διαπραγμάτευση του 2015 με τον χαρακτήρα του κύριου διαπραγματευτή ως μεθοριακού «προμηθεϊκού» υπερήρωα μεταξύ ελίτ και λαού, η οποία μέσα από ορισμένες επικοινωνιακές επιλογές (θυμάται λ.χ. κανείς τη φωτογράφιση στο Paris Match) αποπροσανατόλισε ενίοτε από τα καθαυτό πολιτικά διακυβεύματα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, υπάρχει στο έργο του Γ.Β. αρκετή αυτοκριτική, λ.χ. για τον Φεβρουάριο 2015 ή για την εμπιστοσύνη στον Τσίπρα. Συνήθως, όμως, αυτή η αυτοκριτική δεν φτάνει στο επίπεδο να αμφισβητήσει την προσωποκεντρική δομή της αφήγησης για χάρη ενός συλλογικότερου υποκειμένου.
 

Γ) Εξιλαστήριο Κέντρο: Εκ δεξιών και αριστερών κριτικές. Και περί δημοκρατικής «ενηλικίωσης».

 
Παρά τα τρία αυτά σημεία κριτικού διαλόγου νιώθω ταυτοχρόνως την έντονη ανάγκη να υπερασπιστώ τον Γ.Β. έναντι της κατά τη γνώμη μου άδικης κριτικής που δέχεται με σφοδρότητα όχι μόνο εκ δεξιών, αλλά και εξ αριστερών, υπογραμμίζοντας τα σημεία εκείνα του βιβλίου που δίνονται όντως απαντήσεις σε πολλές από τις συνήθεις επικρίσεις. Θα επιθυμούσα να το κάνω αυτό γιατί θεωρώ την αδικία που γίνεται από τα μήντια στον Γ.Β. τόσο μεγάλη, ώστε δεν αρκεί η ανάγνωση του βιβλίου, αλλά είναι απαραίτητη και η διάχυση των διευκρινίσεων αυτών στο μηντιακό τοπίο.

Μπορεί κατ’ αρχήν να παρατηρηθεί ότι η ίδια η επιλογή του Γ.Β. να θέσει εαυτόν εντός ενός κεντροαριστερού αφηγήματος αφενός τον καθιστά διεκδικητή μιας συμφιλιωτικής καθολικότητας, όπου ελίτ και λαοί μπορούν υποτίθεται να βρουν τη βιώσιμη λύση, αφετέρου, όμως, τον καθιστά και ιδεώδη αποδιοπομπαίο τράγο, όταν τελικά δεν δοθεί στη λύση αυτή μια ευκαιρία. Με αυτήν την έννοια θα ονόμαζα το παροντικό στίγμα του Γιάνη Βαρουφάκη ως «εξιλαστήριο κέντρο», καθώς αυτός που διεκδικεί για τον εαυτό του τη μεθόριο θέση του κεντρώου καθίσταται από όλους το εξιλαστήριο θύμα για όλα το κακό που υφέρπει στο πολιτικό σώμα.

Ας δούμε μερικές τελείως διαφορετικές μεταξύ τους συνήθεις κατηγορίες και σημαντικές διευκρινίσεις που μπορεί να αντλήσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σχετικά με αυτές. Αυτό που κατ’ αρχήν βλέπουμε στα συστημικά μήντια είναι η απευθείας διάθεση για ποινικοποίηση ακόμη και του σχεδιασμού ή της απλής σκέψης ενός Grexit (μέσω του σχεδίου Χ) ή διαπραγματευτικών όπλων για να προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε διεκδικώντας μια λύση εντός Ευρωζώνης (σχέδιο Β). Η ποινικοποίηση απλώς και της διατύπωσης μιας εναλλακτικής έχει ένα συγκεκριμένο όνομα: λέγεται «ολοκληρωτισμός». Δυστυχώς, ο Νεοέλληνας φιλελεύθερος σήμερα είναι αυτός που θεωρεί ότι το καθεστώς Συριζανέλ είναι μια νέα εθνολαϊκιστική χούντα που προσπαθεί να φιμώσει την αντίθετη άποψη, ενώ ο ίδιος θεωρεί ως αυτονόητη την παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο όποιου τολμά να διανοηθεί μια εναλλακτική στη μονοτροπία της ΤΙΝΑ. Το χειρότερο με τους Νεοέλληνες φιλελεύθερους είναι ότι, εκτός όλων των άλλων, δεν είναι και φιλελεύθεροι.

Η κατηγορία μάλιστα για «εθνική προδοσία» όποιου δεν στοιχίζεται στο κυρίαρχο μνημονιακό παράδειγμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας «δεξιός σταλινισμός», καθώς συνδυάζει την συνωμοσιολογία των κομμουνιστικών καθεστώτων για τους ξένους πράκτορες, με τον τυπικά δεξιό πανικό απέναντι στην αριστερή απειλή. Αυτό, όμως, που προτείνουν το δεξιό- φιλελεύθερο κατεστημένο στην ουσία είναι η ποινικοποίηση της ενηλικίωσης, η ποινικοποίηση της ωρίμασης. Οι αυτόκλητοι υπερασπιστές των αξιών του Διαφωτισμού θέλουν έναν λαό εσαεί καθηλωμένο στο στάδιο του ικέτη που εκλιπαρεί την επιείκεια, και μόλις κάποιος απλώς τολμήσει να διατυπώσει τι θα μπορούσε να είναι η διαπραγμάτευση σε αντιδιαστολή προς την ικεσία, σπεύδουν να τον ποινικοποιήσουν ως έσχατο προδότη. Δεν συνειδητοποιούν ότι η πολύ χαρακτηριστική φράση που φέρεται να είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης «διαπραγματεύσου όσο σκληρά θέλεις, αλλά ποτέ μη διανοηθείς τη ρήξη» περιέχει μια κραυγαλέα αντίφαση: Είναι αδύνατο να αρχίσεις τη διαπραγμάτευση αν δεν έχεις προηγουμένως διανοηθεί τη ρήξη, έστω ως ενδεχόμενο, αν και όχι βέβαια ως a priori σκοπό. Παρομοίως, με απωθεί η τάση των μήντια, αλλά δυστυχώς και μερίδας του λαού να φορτώνει τα capital controls στον Γιάνη Βαρουφάκη· δεν συνειδητοποιούν ότι τα capital controls δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης διαπραγμάτευσης, είναι το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει η Ελλάδα για να αρχίσει μια υποψία διαπραγμάτευσης, που αμέσως ανεκόπη. Τα capital controls λόγω της διακοπής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν ακριβώς το ισχυρό όπλο των δανειστών για να μην ανακύψει ποτέ ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης.

Θα ήθελα εδώ να κάνω μία διευκρίνιση, ίσως σε αντίθεση με το νόημα του βιβλίου. Προσωπικά δεν θεωρώ την ικεσία ως πολιτικά ανορθολογική στάση. Υπάρχουν περιπτώσεις δυσμενών συσχετισμών, όπου η ικεσία μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι η πλέον ορθολογική στάση. Για αυτό και δεν θα ήμουν εκ των προτέρων καταδικαστικός ενός ικέτη, χαρακτηρίζοντάς τον λ.χ. ως «προδότη». Εδώ, όμως, θέλω να πω κάτι άλλο: Ολόκληρη η προεκλογική τάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. γενικά και του Βαρουφάκη ειδικά ήταν η διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης, αυτό δηλαδή που δεν είχε κάνει ο Αντώνης Σαμαράς. Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν αυτός που κατ’ εξοχήν τίμησε την εντολή του ελληνικού λαού, και τα capital controls, είναι κατά τη γνώμη μου, απλώς το πρώτο τίμημα αυτής της δημοκρατικής εντολής. (Με την περαιτέρω διευκρίνιση ασφαλώς ότι δυστυχώς αυτή η λαϊκή εντολή συσκοτίστηκε από δημαγωγικές επαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα, όπως το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, το οποίο, όμως, ο Βαρουφάκης είχε καταγγείλει εγκαίρως, εργαλειοποιούμενος μάλιστα ως προς αυτό από τον Σαμαρά που εντόπισε την ενδοαριστερή αντίφαση). Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι είναι εντελώς άλλο ερώτημα αν η διαπραγμάτευση (συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του ενδεχομένου σχεδίου Β) περιέχει και καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και εντελώς άλλο το αν ο Βαρουφάκης τίμησε την εντολή του ελληνικού λαού κάνοντας το καθήκον του να προετοιμάσει τη διαπραγμάτευση. Είναι για μένα σαφές ότι η απάντηση στο δεύτερο είναι καταφατική: Η λαϊκή εντολή τιμήθηκε γιατί η διαπραγμάτευση προετοιμάστηκε με τα κατάλληλα σχέδια, τα οποία μάλιστα ανταποκρίνονταν ακριβώς στην προεκλογική επαγγελία της «διαπραγμάτευσης εντός της Ευρωζώνης» (δυστυχώς, με κάποια έλλειψη εγκράτειας του Τσίπρα στην καθ’ έξη δημαγωγία). Στο βιβλίο ο Γ.Β. υπενθυμίζει στον αναγνώστη τις ακριβείς του διατυπώσεις που τον απομάκρυναν από τη συριζαϊκή ευφορία, δείχνοντας και τα τιμήματα που θα είχε η διαπραγμάτευση ως περιλαμβάνουσα το ενδεχόμενο ρήξης.

Πέρα από τις παραπάνω πιο ακραίες κατηγορίες του δεξιού/ φιλελεύθερου κατεστημένου υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που εγείρονται πάντως ούτως ή άλλως. Λ.χ. γιατί να παρασυρθεί ο Βαρουφάκης σε μια τάση συγκρουσιακής συναρπαγής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., έστω κι αν πιο συγκρατημένα από τον Τσίπρα; Εντάξει, μίλησε για «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα», έκανε λόγο για ενδεχόμενη «ρήξη», αλλά γιατί να μη βγει να πει όλην την αλήθεια στον λαό, προετοιμάζοντάς τον; Το ερώτημα αυτό είναι πολύ κρίσιμο δεδομένης της έμφασης του βιβλίου στην πολιτική «ενηλικίωση». Εδώ παρά την προηγούμενη κριτική μου, θα πρότεινα να αναγνωριστεί όντως στον Γιάνη Βαρουφάκη ένα σημαντικότατο ελαφρυντικό. Ο σημερινός χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός λειτουργεί με αυτοεκπληρούμενες προφητείες σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν προαναγγελθεί εξαρχής το ενδεχόμενο ρήξης με όλη την ενάργεια των καταστροφικών συνεπειών του, αυτή η αναγγελία θα έχει επιτελεστικά το αποτέλεσμα όντως να ενεργοποιηθεί αυτή η ρήξη, λ.χ. μέσω ενός bank run και ενός καταστροφικού κλίματος στις επενδύσεις που μπορεί να προκαλούσε το Grexit ακόμη και ως ατύχημα. Δυστυχώς, ένας σύγχρονος Υπουργός Οικονομικών είναι τρόπον τινά υποχρεωμένος σε μία αυτοσυγκράτηση στις διατυπώσεις του, ώστε να μη λέει ρητά όλα τα πιθανά ενδεχόμενα μιας πολιτικής, εφόσον η ρητή αυτή διατύπωση μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πρόκειται για ένα γενικότερο φαινόμενο της διεστραμμένης επιτελεστικότητας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που έχει μελετηθεί γενικότερα και δεν μπορεί να χρεωθεί ειδικά στον Υπουργό μιας αδύναμης αριστερής κυβέρνησης. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο Γ.Β. ισορρόπησε αρκετά καλά μεταξύ δύο καθηκόντων σε ένταση: αφενός να «μιλήσει την αλήθεια» στον λαό, όπως ήταν η δέσμευσή του, και αφετέρου να μην προκαλέσει μια αρνητική αυτοεκπληρούμενη προφητεία, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ατυχήματα.

Το ερώτημα αυτό σχετίζεται και με έναν ευρύτερο εξ αριστερών (κυρίως) προβληματισμό. Εφόσον είχαμε όλοι δει, όπως και ο Γ.Β. παραδέχεται στο βιβλίο του, πώς φέρθηκαν οι κυρίαρχοι Ευρωπαίοι ηγέτες στην περίπτωση της Κύπρου και της Ιρλανδίας γιατί να έχουμε έστω και την ελάχιστη αισιοδοξία για μια «διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης»; Γιατί καν να την επιχειρήσουμε, χάνοντας ίσως πολύτιμο χρόνο; Μήπως θα ήταν καλύτερο, χρησιμοποιώντας το ξυράφι του Ockham να την αφαιρέσουμε και να μείνουμε πιο οικονομικά με τα δύο μόνο ενδεχόμενα αφενός της «ικεσίας εντός του Ευρώ», και αφετέρου του Grexit; Σε αυτήν την περίπτωση, λένε οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, θα μπορούσαμε να είχαμε χρησιμοποιήσει τον χαμένο στις διαπραγματεύσεις χρόνο για να προετοιμαστεί ακόμη καλύτερα ο λαός για το Grexit, ή, εν πάση περιπτώσει για να έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μεταξύ δύο πιο καθαρών λύσεων. Θεωρώ κατ’ αρχήν πολιτικά θεμιτή αυτή τη διερώτηση, η οποία μάλιστα έχει την αρετή ότι επικεντρώνει στην ανάγκη οι πολιτικοί να οξύνουν την ωρίμαση του λαού αντί να την αμβλύνουν με εφησυχασμούς. Οι παρόμοιοι επικριτές, άλλωστε, φαίνεται ότι προσάπτουν στον Βαρουφάκη αυτό που βλέπουν ως μια ψευδαίσθηση του κεντροαριστερού του αφηγήματος, που συνεχίζει τρόπον τινά να πιστεύει στη συμφιλίωση μέσω διαλόγου, στην ορθολογικότητα των ανθρώπων που επιδιώκουν το συμφέρον τους, ενώ οι πιο επικριτικοί προσάπτουν στον Βαρουφάκη την αυτοπεποίθηση του στη δική του διαλεκτική δεινότητα και πειθώ, μια αυτοπεποίθηση σε ατομικά χαρίσματα που μπορεί να είναι κακός σύμβουλος για ένα πολιτικό.

Αυτό που θα ήθελα να αντιτείνω σε μία παρόμοια επίκριση είναι ότι πιστεύω προσωπικά ότι για λόγους κλιμακωτής ωρίμασης του πολιτικού σώματος ήταν αναγκαίο να περάσουμε από τη φάση της «διαπραγμάτευσης εντός της Ευρωζώνης», που επεχείρησε ο Βαρουφάκης. Προηγουμένως, είχαμε ζήσει την άνευ καμίας δημόσιας διαβούλευσης προσχώρηση στα Μνημόνια επί Γιώργου Παπανδρέου και την επαγγελία αναδιαπραγμάτευσης από τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος κατάπιε τη γλώσσα του και δεν ξαναπρόφερε τη λέξη από όταν εξελέγη πρωθυπουργός. Δεν είχαμε δει εμπειρικά σε πραγματικές συνθήκες τι σημαίνει η διαπραγμάτευση. Θα ήταν κατά τη γνώμη μου πολιτικά πρόωρο να προηγηθεί το Grexit, χωρίς να έχει συμβεί ποτέ η διαπραγμάτευση. Μάλιστα, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α εξελέγη ακριβώς επειδή το αφήγημά του επικέντρωνε στη «διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης». Αν ο ελληνικός λαός ήθελε κατ’ ευθείαν το Grexit θα μπορούσε να είχε εκλέξει άλλα κόμματα με μεγαλύτερη ιδεολογική συνέπεια.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να αντιταχθεί ότι θα μπορούσαμε ακριβώς να πηγαίναμε σε διαπραγμάτευση κραδαίνοντας ως απευθείας εναλλακτική το Grexit, αντί της απέχθειας για το Grexit που χαρακτηρίζει τον λόγο του Βαρουφάκη. Θα απαντούσα εδώ ότι ήταν ακριβώς καίριο να διαλαληθεί σε όλους τους λαούς της Ευρώπης ότι η διάθεση του ελληνικού λαού είναι φιλοευρωπαϊκή και ότι πρόκειται για έναν αγώνα που γίνεται εν ονόματι όλης της Ευρώπης. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πολύτιμο κλειδί της στάσης Βαρουφάκη. Δυστυχώς, το Grexit δεν είχε κανέναν διεθνικό ορίζοντα στην παρούσα χρονική στιγμή. Θα μας ενέτασσε σε μια λογική αγέρωχου απομονωτισμού. Ήταν καίριο να δηλωθεί με κάθε τρόπο ότι το Grexit δεν είναι αυτοσκοπός για την Αριστερά, αλλά μόνο κάτι στο οποίο θα αναγκαζόταν με τη βία να συρθεί επειδή αυτή διεκδικούσε απλώς μια ενδο-ευρωπαϊκή βιωσιμότητα. Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν και η άποψη σημαντικών στοχαστών και όχι μόνο του κεντροαριστερού Slavoj Žižek, που η λογική του της «συμβαντικότητας χωρίς συμβάν» ευθυγραμμίζεται σχεδόν πλήρως με τη διαπραγματευτική γραμμή Βαρουφάκη, αλλά ακόμη και του κομμουνιστή Alain Badiou. Θυμίζω ότι τον Ιούλιο του 2015 ο Badiou είχε γράψει (3) ότι η ευθύνη της αριστερής κυβέρνησης για μια αυθεντικώς καινούργια πολιτική απόφαση, που θα κινητοποιούσε όλους όσους είχαν συναρπαγεί από το κατεπείγον της πολιτικής πράξης, δεν θα σήμαινε επ’ ουδενί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως, το δίλημμα «περάστε τα ορισμένα μέτρα ή, αλλιώς, Grexit» είναι το δίλημμα που θέτει ο ολοκληρωτικός υπάρχων κόσμος.

Η αριστερή ελληνική κυβέρνηση δεν έπρεπε να διαλέξει ένα σκέλος από αυτό το δίλημμα που θέτει το παλιό κατεστημένο, αλλά, αντιθέτως, να αντιτάξει εν ονόματι του δημοψηφίσματος στους Ευρωκράτες ότι είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης και του Ευρώ, αλλά, σε αντίθεση με αυτούς, φέρει επιπλέον τη λαϊκή βούληση και ένα εναλλακτικό όραμα για τη σύνολη Ευρώπη. «Αν θέλετε το Grexit, πείτε το καθαρά και προσπαθείστε, λοιπόν, να μας το επιβάλετε με τη βία», θα ήταν για τον Badiou η σωστή στάση της Ελλάδας, θυμίζοντας τη στάση του Mirabeau κατά τη Γαλλική Επανάσταση απέναντι στο βασιλιά. Ήταν αναγκαίο να δηλωθεί με κάθε τρόπο ότι η μάχη δινόταν μέσα στην Ευρώπη και στο όνομα της Ευρώπης. Αυτό δεν έχει σημασία μόνο για το παίγνιο της ενοχής (blame game), όπου ούτως ή άλλως τα συστημικά μήντια τείνουν να προσφέρουν τη νίκη στους ισχυρούς. Έχει σημασία κυρίως για το μήνυμα στους λαούς της Ευρώπης, αλλά και στη διανόησή της. Από την πλευρά, εξάλλου, της ζητούμενης ωρίμασης του ελληνικού λαού, η διαπραγμάτευση του Γ.Β. ουδέποτε στέρησε από τον ελληνικό λαό τη δυνατότητα να επιλέξει το Grexit ως αυτοσκοπό. Τον Σεπτέμβριο του 2015 υπήρχαν κόμματα που το υποστήριζαν (λ.χ. η ΛΑ.Ε., αλλά όχι μόνο), κόμματα που δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή (εξαιρώ τη στάση του Κ.Κ.Ε. που είναι πιο περίπλοκη, καθώς, βέβαια, και των ακροδεξιών μορφωμάτων).

Η διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης με ό,τι αυτή συνεπάγεται ήταν αναγκαία για τρεις τουλάχιστον λόγους: α) ήταν το μήνυμα που έπρεπε να σταλεί στους αδελφούς ευρωπαϊκούς λαούς, στο όνομα μιας κάτωθεν μελλοντικής σύσφιξης, β) ήταν η δημοκρατική εντολή του ελληνικού λαού λόγω της οποίας ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε τη δυνατότητα να πάρει εξαρχής την εξουσία, γ) ήταν ένα απαραίτητο στάδιο από το οποίο χρειαζόταν να περάσει ο ελληνικός λαός στη σταδιακή του ωρίμαση. Δεν ήταν δυνατόν αυτή η φάση να παρακαμφθεί στην κατεύθυνση ενός απευθείας Grexit. Να ειπωθεί παράλληλα ότι προετοιμασία για το Grexit είχε γίνει με αρκετά καλό τρόπο για την εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία. Στο τεχνικό οικονομολογικό κομμάτι στο plan X είχαν συμμετάσχει σημαντικοί διεθνώς οικονομολόγοι. Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε δοκιμάσει την τύχη του με τη Ρωσία και την Κίνα και η άρνηση των τελευταίων οφείλεται στο δυσμενές περιβάλλον και όχι σε διπλωματικό έλλειμμα της ελληνικής πλευράς. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης βοήθησε όσο μπορούσε με τις επαφές του στις Η.Π.Α., ενώ, κυρίως, το αφήγημά του ήταν καίριο στο να δει με καλό μάτι η αμερικανική κοινή γνώμη την ελληνική υπόθεση. Αν το Grexit τελικά συνέβαινε, η παρόμοια προεργασία των διεθνών συνειδήσεων θα ήταν μία καλή προετοιμασία για ένα φιλελληνικό κίνημα αλληλεγγύης. Ο ελληνικός λαός, τέλος, κατά τη γνώμη μου, αν και ελαφρώς αποπροσανατολισμένος από τη δημαγωγία του Τσίπρα, ή και από την ενίοτε τακτική αισιοδοξία του Βαρουφάκη, ήξερε τι του γινόταν. Δεν νομίζω ότι έπλεε σε πελάγη αισιοδοξίας ότι το Grexit δεν μπορούσε ποτέ να επισυμβεί. Τα ίδια τα capital controls, μάλιστα, τον ώθησαν σε μια βίαιη ξαφνική ωρίμαση.       

Συμπερασματικά, παρά ορισμένα σημεία κριτικής, η απάντησή μου στο αρχικό ερώτημα αν το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Ενήλικες στο Δωμάτιο» μας βοηθά να γίνουμε πιο ενήλικες στην Ευρώπη του σήμερα είναι θετική. Ο Γιάνης Βαρουφάκης με τις «μετριοπαθείς προτάσεις» του, τις οποίες, όμως στήριξε έως εσχάτων, αποκάλυψε τι σημαίνει η διαπραγμάτευση στην παρούσα ευρωπαϊκή συγκυρία και έθεσε έτσι τον ελληνικό λαό ενώπιον των επιθυμιών του. Η γνώση αυτή του τι σημαίνει η διαπραγμάτευση είναι σημαντική πολιτικώς. Αν δεν είχε συμβεί η διαπραγμάτευση, τότε υπήρχαν δύο πιθανότητες. Ή θα είχαμε μία εξαρχής υποχώρηση της Αριστεράς, οπότε ο λαός μη έχοντας μάθει ποτέ τι είναι η διαπραγμάτευση θα είχε πιθανότατα στραφεί αλλού για να το μάθει· το κενό πιθανόν να καλυπτόταν εν μέρει από την Άκρα Δεξιά, ακόμη και από την καιροφυλακτούσα Χρυσή Αυγή, ή από ένα μελλοντικό ακροδεξιό μόρφωμα που δεν μπορούμε τώρα να προβλέψουμε. Ή θα είχαμε το Grexit ως αυτοσκοπό, το οποίο, όμως, αφενός δεν ήταν η λαϊκή εντολή, και αφετέρου θα ήταν μία απομονωτιστική λογική της Ελλάδας που θα στερείτο πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ένα απομονωτιστικό Grexit δεν θα ενοχλούσε τον Schäuble, ενώ η προσπάθεια του Βαρουφάκη ήταν ένα ύστατο εγχείρημα να αξιοποιηθούν οι αντιφάσεις μεταξύ Ευρωπαίων ηγετών, όπως λ.χ. μεταξύ Merkel και Schäuble, μεταξύ Γερμανών, Γάλλων, Ιταλών, μεταξύ Γερμανίας και Η.Π.Α., μεταξύ Ε.Ε. και Δ.Ν.Τ. Ακόμη κι αν τις αντιφάσεις αυτές δεν τις  αξιοποιήσαμε στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης λύσης, ωστόσο, είναι σημαντική ακόμη και η αποκάλυψη ότι υπάρχουν, όπως σημαντική είναι και η αποκάλυψη ότι οι δανειστές προτιμούσαν τον έλεγχο και την πολιτική τους κατίσχυση παρά το να υπάρξει μια βιώσιμη λύση που θα τους επέτρεπε μακροπρόθεσμα να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Στη σημερινή εποχή, όπου η αντίσταση δυστυχώς περιορίζεται κυρίως στο γνωσιολογικό επίπεδο (βλ. λ.χ. τις αποκαλύψεις των Wikileaks που δεν έφεραν ακόμη πολιτικές αλλαγές προς το καλύτερο, παρά μόνο μια απονομιμοποίηση του καθεστωτικού ψεύδους), ακόμη και μια πληροφοριακή αποκάλυψη είναι καίρια.

Αν «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία ο ίδιος ευθύνεται», σήμερα η έξοδος αυτή οπωσδήποτε περιλαμβάνει την αντίσταση σε μια ΤΙΝΑ που μας κρατά στο στάδιο του ετερόνομου νήπιου. Οι καλύτερες στιγμές αυτού που μπορεί να αποκληθεί νεοελληνική παράδοση, όπως η επανάσταση του 1821 και η αντίσταση στο ναζισμό χαρακτηρίζονται από μία επίκληση στις αξίες της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας με μια ταυτόχρονη καταγγελία της τρέχουσας εξουσίας στην Ευρώπη. Λ.χ. η Ελληνική Επανάσταση υιοθέτησε τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης και εν συνεχεία του Ρομαντισμού ακριβώς ενάντια στην Ιερά Συμμαχία. Όπως και η Αντίσταση έγινε στο όνομα όλων των ευρωπαϊκών λαών ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς που κυριαρχούσε παντού στην ηπειρωτική Ευρώπη. Μια σύγχρονη αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ δεν μπορεί και πάλι παρά να γίνει στο όνομα μιας πανευρωπαϊκής κάτωθεν συσπείρωσης και όχι στο όνομα ενός καθαρολόγου απομονωτισμού. Δεν μπορεί παρά να εγκολπώνει τις αξίες της προόδου και της καινοτομίας. Η πρόοδος και η καινοτομία, ωστόσο, δεν μπορεί να περιορίζεται στο τεχνολογικό επίπεδο, ως μια ικανοποίηση της ακόρεστης πείνας του νεοφιλελευθερισμού για ολοένα μεγαλύτερη κινητικότητα εντός του ίδιου αδιέξοδου κόσμου. Χρειάζεται να επεκταθούν και στο πολιτικό επίπεδο, και για αυτό ο Διαφωτισμός δεν μπορεί σήμερα παρά να συνοδεύεται με «το αίμα, τα δάκρυα και τον ιδρώτα» της αντίστασης, που μόνο αυτή μπορεί να σημάνει τη γνήσια ενηλικίωση.
 


(1) Adults in the Room: My battle with Europe’s deep establishment, Random House, 2017.
(2) https://www.theguardian.com/books/2017/may/03/yanis-varoufakis-greece-greatest-political-memoir
(3) «Onze points mélancoliques sur le devenir de la situation grecque», βλ. http://www.liberation.fr/planete/2015/08/20/onze-points-melancoliques-sur-le-devenir-de-la-situation-grecque_1366579