της Μάχης Μαργαρίτη, δημοσιογράφος
Στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα σκιαγραφείται μια εικόνα «έκρηξης της παραβατικότητας των ανηλίκων». Παράλληλα ακούγονται συζητήσεις και κυβερνητικοί σχεδιασμοί για περαιτέρω αυστηροποίηση του πλαισίου ποινών σε ανήλικους για παραβατικές συμπεριφορές. Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης βάζει το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις και προτείνει έναν άλλο δρόμο, μακριά από το κυρίαρχο αφήγημα.
Ο ίδιος είναι διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, και ήταν κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση με θέμα «Έγιναν οι νέοι μας βίαιοι; Μύθοι και πραγματικότητα» που διοργάνωσαν στην ΕΣΗΕΑ οι Παρεμβάσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
«Το πρώτο που θέλω να πω είναι πως κανένα παιδί δεν είναι χαμένη περίπτωση, και κανένα παιδί δεν αξίζει να παραιτηθούμε από τις προσπάθειές μας να το ξαναπάρουμε μέσα στο κοινωνικό σώμα».
Τα ποσοτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν έκρηξη παραβατικότητας των ανηλίκων – Γιατί γίνεται με τέτοιον τρόπο η δημόσια συζήτηση;
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στη δημόσια συζήτηση, τόσο την επικοινωνιακή κάλυψη όσο και τον κυβερνητικό σχεδιασμό, υπάρχει η προκείμενη ότι «ζούμε μια έκρηξη περιστατικών ανήλικης παραβατικότητας και βίας». Όμως «αν δει κανείς τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για την τελευταία δεκαετία, θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα ανάμεσα στις 27 χώρες είναι στις 9 από τις χαμηλότερες θέσεις όσον αφορά την ανήλικη παραβατικότητα ανά 100.000 κατοίκους», λέει ο κ. Νικολαΐδης. Υπήρξε, προσθέτει, όντως μια αύξηση ποσοτική, εξηγήσιμη, που συντελέστηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, το 2010-11-12-13. «Από το 2014 και μετά υπάρχει μια σταθεροποίηση του αριθμού και αμέσως μετά υπάρχει μια βαθμιαία πτώση, η οποία γίνεται πολύ μεγάλη στα χρόνια της πανδημίας και της καραντίνας το 2020-21, όπως όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα στον δημόσιο χώρο, γιατί δεν υπήρχε δημόσιος χώρος και χώρος για καταγγελίες. Από το 2022 και μετά υπάρχει μια βαθμιαία διόρθωση, η οποία φτάνει περίπου στα επίπεδα προ της καραντίνας».
Ένας άλλος δείκτης που ο ίδιος θεωρεί σημαντικό είναι οι έρευνες τις οποίες περιοδικά από το 1998 διεξάγει το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις οποίες τα παιδιά μιλούν για τις εμπειρίες τους. «Από αυτές προκύπτει η ίδια εικόνα σχετικά με την αύξηση εντός της περιόδου των μνημονίων και την πορεία που ακολούθησε. Το νέο κομμάτι που σταθερά αυξάνεται ποσοστικά είναι ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, αλλά αυτό δεν αναπαριστά μια πραγματική αύξηση εγκληματικότητας, μάλλον απεικονίζει μια αλλαγή των μέσων με τα οποία προκαλούμε οδύνη στον διπλανό μας».
Παρότι από τα στοιχεία δεν προκύπτει αύξηση της παραβατικότητας των ανήλικων, αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάζεται στη δημόσια συζήτηση. Γιατί; Ο Γιώργος Νικολαΐδης αναφέρει ότι το ερώτημα γίνεται πιο έντονο όταν βλέπει κανείς στον ευρωπαϊκό χώρο ανάλογη συζήτηση με την ίδια αφετηρία. Πριν από λίγους μήνες, ο Σουηδός πρωθυπουργός ανακοίνωσε με διάγγελμα στους πολίτες ότι το πρόβλημα της παραβατικότητας των Σουηδών ανηλίκων είναι τόσο μεγάλο ώστε θα κληθεί ο στρατός να συνδράμει το έργο της αστυνομίας. «Παρακολούθησα την είδηση τις επόμενες μέρες και κατάλαβα ότι αυτό που τελικά αποφάσιζε η κυβέρνηση είναι να αναλάβει ο σουηδικός στρατός τη φύλαξη ορισμένων εγκαταστάσεων τις οποίες φυλούσε η αστυνομία για να αυξηθούν οι αστυνομικοί που θα περιπολούν την Παρασκευή και το Σάββατο σε μπαρ και μέρη όπου κυκλοφορούν παιδιά. Το ερώτημα είναι, γιατί για μια απλή διοικητική απόφαση χρειαζόταν να εμφανιστεί ο πρωθυπουργός για να κάνει διάγγελμα. Σε αρκετές χώρες ηγεσίες των σωμάτων εφαρμογής του Νόμου (Αστυνομιών κ.λπ.) μιλούν για έκρηξη παραβατικότητας, κάνοντας τη λαθροχειρία να συγκρίνουν στατιστικές του 2023-24 με αυτές του 2020-21».
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον -με την ανάλογη χρηματοδότηση- σε προγράμματα με τη γενική θεματική «radicalization of youth-ριζοσπαστικοποίηση των νέων». Όπως λέει, «φαίνεται ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει μια μεγάλη ανησυχία για το πώς θα προχωρήσει το κοινωνικό συγκείμενο, και μέσα σε αυτό πώς θα αντιδράσει ειδικά το κομμάτι της νεολαίας, που έχει την πιο υποβαθμισμένη κοινωνική και επαγγελματική προοπτική από ό,τι ποτέ άλλοτε στην ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να φοβόμαστε ότι αυτή η νεολαία που δεν έχει τίποτα να κοιτάει στο μέλλον μπορεί και να αντιδράσει με τρόπους απρόβλεπτους. Προφανώς γι΄ αυτό, μετά τους προηγούμενους, στήνουμε έναν νέο ‘μπαμπούλα’ -τον φόβο για τα παιδιά μας τα οποία βάζουμε απέναντι».
Όπως τονίζει, υπάρχουν από τη διεθνή εμπειρία τεκμηριωμένες πολιτικές που έχουν αποτελεσματικότητα και πολιτικές που δεν έχουν αποτελεσματικότητα. «Κοινωνίες που έστησαν ένα ‘φάντασμα’ απέναντί τους -που ήταν τα παιδιά τους-, αναπαριστώντας τα ως κίνδυνο για την κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια και τον εαυτό τους τον ίδιο, και αποφάσισαν να το αντιμετωπίσουν επενδύοντας σε τεχνολογίες ασφαλείας υπό την έννοια του security και όχι του safety, σε τεχνολογίες επιτήρησης και σε ένα κλίμα γενικότερης αυστηροποίησης και καταστολής -με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ΗΠΑ-, κατάφεραν να κάνουν τα πράγματα πολύ χειρότερα».
Αν η ποσοτική αύξηση δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία, τι έχει αλλάξει;
Το «χρηματιστήριο» της διαδικτυακής βίας και εκφοβισμού
Πραγματολογικά δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι υπάρχει αύξηση των περιστατικών παραβατικότητας των ανηλίκων. Υπάρχει όμως ποιοτική μεταβολή, δηλαδή πιο σκληρά περιστατικά. Πού μπορεί να αποδοθεί αυτό; «Αν δεν καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, θα πελαγοδρούμε και θα επενδύουμε σε αποτυχημένες πολιτικές που θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα», τονίζει ο Γιώργος Νικολαΐδης.
«Οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορικής κάνουν διάφορα συμβάντα να γίνονται γνωστά και να αφορούν πολύ μεγάλες μάζες πληθυσμού ενώ παλιότερα αυτό θα περιοριζόταν σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της μικροκοινωνίας, του μικροπεριβάλλοντος ενός παιδιού. Τώρα πια επειδή όλα τα παιδιά έχουν κινητό, ένα βίντεο θα αναρτηθεί σε εφαρμογές όπως το tik tok και θα γίνει viral. Αυτό δημιουργεί ένα ‘χρηματιστήριο αξιών’, μια ανταγωνιστική πλατφόρμα, όπου τα παιδιά ανταγωνίζονται ποιο θα είναι το πιο κοινωνικά επιθυμητό και ορατό. Σε αυτόν το «ανταγωνισμό» ακόμα και η αρνητική επιθυμότητα είναι καλύτερη από τη μη ορατότητα».
Όταν κάποιος μπει σε αυτή την ανταγωνιστική λογική, αυτό θα τον οδηγήσει να κάνει όλο και πιο σκληρά πράγματα για να τραβήξει την προσοχή, ακόμα και κάτι ιδιαίτερα ειδεχθές. «Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι είναι εύκολο να δαιμονοποιούμε τα παιδιά και να λέμε πόσο κακό δρόμο πήραν -μόνο που αυτόν τον δρόμο έχουμε πάρει οι ενήλικες όλοι μαζί. Και αν θέλουμε τα παιδιά να μην πράττουν στη βάση της προσμονής της κοινωνικής ορατότητας και επιθυμητότητας, θα πρέπει πρώτα από όλα να αναθεωρήσουμε τι κάνουμε εμείς. Γιατί και εμείς αυτό κάνουμε, κοιτάζουμε ποιος θα είναι ο πιο προβεβλημένος σε αυτή την ιστορία των social media. Αν δεν αλλάξει αυτό, αν δεν υποκατασταθεί από μια αντίληψη της “πραγματικής πραγματικότητας” και όχι από αυτή την εικονική πραγματικότητα στην οποία αρκούμαστε να νομίζουμε ότι μπορούμε να ζούμε για πάντα, νομίζω ότι θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στα παιδιά αλλά και σε εμάς τους ίδιους». Αυτή είναι η πρώτη εξήγηση της ποιοτικής μεταβολής των περιστατικών. Υπάρχει και μια δεύτερη, βαθύτερη.
«Σκεφτείτε τι έχει να θυμηθεί από τη ζωή του ο σημερινός 15χρονος έφηβος»
«Ας σκεφτούμε. Ένας έφηβος το 2024, τι έχει να θυμηθεί από τη ζωή του; Οι άνθρωποι θυμόμαστε συνήθως από τότε που μιλάμε, δηλαδή από τα ενάμισι, δύο, δυόμισι χρόνια, άρα ένας έφηβος που είναι 15 χρόνων το 2024, έχει μνήμες από το 2010. Τι θυμάται; Θυμάται οικονομική καταστροφή, να ακούει ότι ‘θα χρεωκοπήσουμε’, είτε συλλογικά ως κοινωνία είτε και ατομικά. Αμέσως μετά την οικονομική κρίση ήρθε υγειονομική κρίση, άκουγε ότι ‘θα πεθάνουμε’. Αμέσως μετά, μόλις τελείωσε η υγειονομική κρίση και άρχισε η γεωπολιτική κρίση, άκουγε ότι ‘δεν ξέρουμε πού θα οδηγηθούν τα πράγματα’”. Έτσι, όπως αναφέρει ο κ. Νικολαΐδης, ένας έφηβος που μεγάλωσε αυτά τα χρόνια και ζει σήμερα στην Ελλάδα, δεν έχει να θυμηθεί καμία θετική προσμονή, καμία θετική προσδοκία. “Δεν έχει να θυμηθεί να περιμένει η ζωή να γίνει καλύτερη. Περιμένει ότι η ζωή θα γίνει χειρότερη και κοιτά να εισπράξει τον λιγότερο αρνητικό αντίκτυπο από αυτά που έρχονται».
Τα τελευταία 15 χρόνια, το μήνυμα στα παιδιά που μεγάλωναν ήταν πανομοιότυπο. «Το μήνυμα των ενήλικων στους νέους στις διαδοχικές κρίσεις ήταν ότι ο άλλος είναι στην καλύτερη περίπτωση ανταγωνιστής για τους ίδιους πόρους, και στη χειρότερη είναι ‘κίνδυνος-θάνατος για σένα’. Τώρα μας κάνει εντύπωση ότι αυτά τα παιδιά έφτασαν έτσι στην εφηβεία έτσι και δεν έχουν φρένο στο πόσο ανάλγητα μπορούν να γίνουν. Γιατί μας κάνει εντύπωση; Αφού εμείς τους είπαμε ‘μη λογαριάζεις καθόλου τον διπλανό σου, μην επενδύεις στον διπλανό σου άνθρωπο’. Τι μας κρατάει και δεν γινόμαστε ένας εφιάλτης για τον διπλανό μας; Το ότι περιμένουμε από τον άλλον άνθρωπο πως μπορεί με αυτόν η ζωή μας να είναι καλύτερη. Εμείς προσπαθήσαμε να υπονομεύσουμε αυτή τη δυνατότητα των παιδιών να δουν στον άλλον άνθρωπο τη δυνατότητα η ζωή μαζί να γίνεται καλύτερη αύριο. Από τον δημόσιο λόγο που εκφέρεται απουσιάζει η προτροπή στα παιδιά να ανακτήσουν την αλληλεγγύη της συλλογικότητας. Όμως, μόνο αυτό μπορεί να βάλει ουσιαστική φραγή στο πόσο βίαιος μπορεί να γίνει ο καθένας στον διπλανό του. Η κοινωνική αλληλεγγύη και η συλλογικότητα, η πεποίθηση ότι είμαστε κοινωνία και μας συνέχει κάτι παραπάνω από το να ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας».
Η αυστηροποίηση των ποινών θα επιβαρύνει πολλαπλάσια την κατάσταση
Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχουν ανακοινωθεί συγκεκριμένα κυβερνητικά μέτρα για το φαινόμενο -όμως έχουν δημοσιοποιηθεί προθέσεις και δηλώσεις. Ένα από τα πράγματα που γράφεται στα ΜΜΕ πως προτάθηκαν είναι να μπαίνουν πιο εύκολα σε φυλακές ανηλίκων ή αναμορφωτήρια παιδιά σε μικρότερες ηλικίες -14 ετών και μικρότερα. Ήδη, έχουν ενσωματωθεί στον ποινικό κώδικα ρυθμίσεις αυστηροποίησης, και πλέον μπορεί ένας ανήλικος κάτω των 15 χρόνων να οδηγηθεί σε φυλακή ανηλίκων αντί να λάβει κάποιου άλλου τύπου θεραπευτική πλαισίωση για περισσότερες εγκληματικές πράξεις από ό,τι παλαιότερα. «Φυσικά, αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μειώσει τα περιστατικά βίας στην κοινωνία είτε εν γένει είτε εκείνα με δράστες ανηλίκους», τονίζει ο Γιώργος Νικολαΐδης. «Μερικές φορές στ’ αλήθεια αναρωτιέμαι ποιος προτείνει στους πολιτικούς το να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα να μπαίνουν φυλακή, αναμορφωτήριο τα παιδιά, και από τα 14 και από πιο μικρές ηλικίες, πείθοντάς τους κιόλας πως τέτοια μέτρα πρόκειται όντως να
μειώσουν την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα στην κοινωνία. 200 χρόνια λογοτεχνία, από τον Ουγκό και τον Ζολά μέχρι σήμερα, έχουμε διαβάσει, δεν ξέρουμε άραγε τι είναι τα αναμορφωτήρια και οι φυλακές ανηλίκων; Δεν ξέρουμε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ είναι “πανεπιστήμια εγκλήματος”;. Όταν έχεις έναν έφηβο που παραβατεί και φλερτάρει με τη βία και την παραβατικότητα, το να τον βάλεις σε μια φυλακή ανηλίκων είναι σαν να του κλειδώνεις την τροχιά της ζωής του μέσα στο ποινικό έγκλημα. Συνεπώς, τέτοια μέτρα μάλλον πρόκειται να αυξήσουν την εγκληματικότητα τις επόμενες δεκαετίες παρά να την μειώσουν».
Ένα άλλο μέτρο που προβλήθηκε εκτεταμένα και από μέσα ενημέρωσης, ήταν ότι θα νομοθετηθούν ποινές μη εξαγοράσιμες για τους γονείς των ανηλίκων που παραβατούν, και ότι ως εκ τούτου θα βάζουν τους γονείς των ανήλικων παραβατών στην φυλακή. «Βέβαια, είναι γνωστό ότι στην πράξη η εφαρμογή του Νόμου δεν γίνεται -πουθενά στον κόσμο- με τρόπο ισότιμο στις διάφορες κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Έτσι, το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας νομοθετικής ρύθμισης σαν την παραπάνω θα είναι το να οδηγηθούν στις φυλακές γονείς ήδη κοινωνικά αποκλεισμένοι. Όταν όμως έχεις ένα παιδί που “φλερτάρει” με το έγκλημα και την παραβατικότητα από μια οικογένεια που είναι ήδη στην ακραία φτώχεια, στο περιθώριο, στον κοινωνικό αποκλεισμό, που αντιμετωπίζει ήδη μεγάλες δυσλειτουργίες και παίρνεις τον γονιό και τον βάζεις στη φυλακή, αυτό δεν είναι αλήθεια το καλύτερο δώρο για τις συμμορίες του εγκλήματος; Αφού έτσι στην πράξη, θα σπρώξεις αυτόν τον έφηβο κατευθείαν στην αγκαλιά της συμμορίας γιατί αυτή θα είναι η μόνη “οικογένεια} που θα του έχει απομείνει».
Με μέτρα τέτοιου είδους και προσανατολισμού τα πράγματα θα γίνουν πολλαπλασίως χειρότερα, τονίζει ο κ. Νικολαΐδης.
Τι πραγματικά σημαίνει bullying, και ο ρόλος των ενηλίκων
Ο όρος έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως «εκφοβισμός». Ο Γιώργος Νικολαΐδης εκτιμά ότι πιο ακριβής απόδοση γίνεται με τη λέξη «νταηλίκι». “Bullying δεν είναι κάθε φορά που δύο παιδιά μαλώνουν με φυσικό τρόπο στο σχολείο, στο προαύλιο, στο παιδικό δωμάτιο ή στην αλάνα -φυσικά είναι μέρος του ρόλου μας ως ενηλίκων ευθύνης να τους χωρίζουμε και να αποδίδουμε δίκαιο.” Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ότι για να χαρακτηρίζεται μια συμπεριφορά bullying, πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια. «Πρώτο, η βία να είναι συστηματική και επαναλαμβανόμενη. Δεύτερο, να υπάρχει μια εγγενής ανισομετρία ισχύος στα εμπλεκόμενα μέρη, συστηματικά και επαναλαμβανόμενα, δηλαδή, μεγάλο παιδί-μικρό παιδί, πολλά παιδιά-ένα παιδί, σωματικά και ψυχικά υγιή παιδιά -παιδιά με αναπηρία, γηγενή παιδιά-μεταναστάκια, μεγάλη μεταναστευτική κοινότητα- μικρή μεταναστευτική κοινότητα -όταν δηλαδή ξέρουμε από πριν ποιος θα δεχτεί βία. Τρίτο, να ξέρουμε ποιος είναι ο ισχυρός και ποιος ο ανίσχυρος αλλά περιοδικά και επαναλαμβανόμενα ο ισχυρός να ασκεί βία στον ανίσχυρο για να επικυρώσει τη θέση ισχύος του στην κοινότητα, σε αυτούς που παρακολουθούν είτε αυτοπροσώπως είτε πνευματικά».
Η εκφοβιστική βία είναι μια άσκηση κυριαρχίας και εξουσίας, λέει ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. «Γι΄ αυτό, παρότι κυκλοφορούν πολλά καλά και αποτελεσματικά προγράμματα από πολλούς και διάφορους φορείς, η ουσιαστική απάντηση στο φαινόμενο είναι το δημοκρατικό συμπεριληπτικό σχολείο. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο μπορεί να βοηθά τα παιδιά να κατανοούν ότι δεν είναι απλώς παρόντες χωρίς κανόνες στην τάξη, ούτε άλογα κούρσας που μόνο τρέχουν σε μια πλατφόρμα για τις πανελλήνιες, αλλά ότι τους συνέχει και κάτι παραπάνω: ότι είμαστε κοινότητα. Κοινότητα σημαίνει κανόνες, αλληλεγγύη, και συνυπευθυνότητα για την εφαρμογή των κανόνων και την προάσπιση των δικαιωμάτων των πιο ανίσχυρων».
«Το παιδί-θύμα εκφοβιστικής βίας πηγαίνει το πρωί στο σχολείο με εντελώς διαφορετική ψυχολογία αν έχει έστω ένα παιδί να συμμεριστεί τον πόνο του»
Όπως λέει ο Γιώργος Νικολαΐδης, οποτεδήποτε σε μια τάξη στην αρχή της χρονιάς έχει δοθεί έστω μία σχολική ώρα για συζήτηση με τα παιδιά για την έννοια της κοινότητας, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. «Οποτεδήποτε έχει δοθεί έστω και μία ώρα να συζητήσουμε με τα παιδιά ότι ‘εμείς εδώ δεν ήρθαμε εδώ απλώς επειδή πρέπει, κάτι μας συνέχει, μια υπευθυνότητα να βοηθάμε ο ένας τον άλλο’, ακόμα και να εκδηλωθούν περιστατικά εκφοβιστικής βίας ‘συμμαζεύονται’ πολύ πιο γρήγορα και πιο εύκολα.” Πολλές φορές, προσθέτει, οι ειδικοί ακούν ότι “δεν υπάρχει συνεννόηση”. “Δεν παύω να λέω ότι και δύο και τρεις γονείς και δύο και τρεις εκπαιδευτικοί, ακόμα και ένας εκπαιδευτικός, ακόμα και δύο και τρεις γονείς, να αποφασίσουν ότι τα παιδιά μας θα τα μεγαλώσουμε έτσι ώστε να θεωρούν ηρωισμό να παρεμβαίνεις όταν ο αδύναμος είναι πεσμένος κάτω και τον χτυπάει ο ισχυρός και να λες ‘τι κάνεις εκεί’, όταν συμβεί αυτό η πραγματικότητα αλλάζει πολύ, προς το θετικότερο».
«Σκεφτείτε το από το πρίσμα του παιδιού που θυματοποιείται, του παιδιού που είναι θύμα εκφοβιστικής βίας. Το πρωί που πάει να μπει στο σχολείο η ψυχολογική του κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική όταν νιώθει ότι έχει ένα, ένα σας λέω εγώ, όχι δύο και τρία, ένα τουλάχιστον παιδί το οποίο να μπορεί να συμμεριστεί τον πόνο του. Ένα τέτοιο παιδί αν υπάρχει, είναι τεράστια η διαφορά, σε σχέση με την ψυχολογική του κατάσταση όταν μπαίνει και νιώθει ότι είναι μόνο. Δεν υπάρχουν χαμένες προσπάθειες, ακόμα και μια πολύ μικρή μειοψηφία μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά. Πότε γίνονται χειρότερα τα πράγματα; Όταν ο καθένας κλείνεται στο καβούκι του και κοιτάει τον εαυτό του. Γιατί στα αλήθεια, τι έχουμε πει και τι έχουμε συνομολογήσει άρρητα; Ότι ο ισχυρός είναι ισχυρός και οι άλλοι δεν είναι τίποτα. Είμαστε σε μια κατάσταση ακραίου ατομικισμού και τίποτα άλλο δεν υπάρχει που να μας συνέχει ή να μας συγκρατεί από το πόσο βίαιοι μπορούμε να γίνουμε ο ένας για τον άλλο».
Η λύση, λέει ο Γιώργος Νικολαΐδης, ο κοινός τόπος, εντός του συστήματος, όπως φαίνεται και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως της βόρειας Ευρώπης, όπου έχουν δοκιμαστεί πολλά προγράμματα με πολλές παραλλαγές, είναι το να δουλεύει κανείς στην κοινότητα των παιδιών: «Το να δουλεύεις το αντανακλαστικό των παιδιών που δεν θυματοποιούνται, να παρεμβαίνουν και να προστατεύουν το διπλανό τους παιδί που θυματοποιείται. Σε αντιδιαστολή με τα zero tolerance-“μηδενική ανοχή στη βία” προγράμματα των Ηνωμένων Πολιτειών που μετρήθηκε πως είχαν τελικά τεκμηριωμένα αρνητικό αποτέλεσμα στην κατάσταση στα σχολεία των ΗΠΑ, αυτά τα προγράμματα και οι δράσεις που εφαρμόζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει μετρηθεί ότι μειώνουν τα περιστατικά της σχολικής βίας και σχολικού εκφοβισμού».
«Η ενίσχυση της πεποίθησης των παιδιών ότι μαζί μπορούν να κάνουν το μέλλον του καλύτερο – Αυτή είναι η απάντηση στη βία και την παραβατικότητα»
Η Ελλάδα δεν έχει τεράστιο πρόβλημα ανήλικης παραβατικότητας, αυτό είναι και μια πλασματική κατασκευή που αν την ακολουθήσουμε δυστυχώς θα οδηγηθούμε σε χειρότερες καταστάσεις, παρόλα αυτά όσο είναι πρέπει να αντιμετωπιστεί, λέει ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου. Ένας ακόμα δρόμος αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων είναι οι παρεμβάσεις με σκοπό την καλλιέργεια συνεργατικού κλίματος μεταξύ των παιδιών. Αυτό έχει συμβεί διεθνώς είτε σε λίγες αναπτυγμένες χώρες όπου υπάρχουν θύλακες των κοινωνιών που ζουν σε πολύ ακραίες συνθήκες αποστέρησης είτε σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου -στις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής ή στις τενεκεδουπόλεις της Αφρικής-, όπου το πρόβλημα είναι πραγματικά μεγάλο.
«Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, πήγαν στις φαβέλες και σκέφτηκαν να πουν σε αυτά τα αποστερημένα παιδιά να μάθουν ένα όργανο και να φτιάξουν μια συμφωνική ορχήστρα ή μια χορωδία. Ο κοινός τόπος όλων αυτών των εγχειρημάτων είναι να υπάρξει κάποιος άλλος εκτός από τη συμμορία, που να πει σε αυτά τα παιδιά, ‘έχεις μια αξία και την αναγνωρίζω, μόνο που αυτή μπορεί να πραγματωθεί μέσα σε ένα σύνολο. Δεν θα σε κάνω έναν βιρτουόζο βιολιστή που θα προχωρήσεις μόνος σου, αντιθέτως: είσαι άξιος και σου αναγνωρίζω μια αξία που ενδεχομένως σε όλη σου τη ζωή δεν την έχει αναγνωρίσει κανένας μέχρι τότε, αλλά αυτή σου την αξία την πραγματώνεις μόνο μέσα σε ένα σύνολο, σε μια κοινότητα, όπου πρέπει να συνεργαστείς με άλλους για να έχεις ένα ωραίο αποτέλεσμα’. Δεν χρειάζεται να γίνουμε φαβέλες, ο πυρήνας όμως της σκέψης παραμένει ο ίδιος. Ο δρόμος είναι η ενίσχυση της αλληλεγγύης και της αίσθησης κοινότητας και της πεποίθησης ότι τα παιδιά μαζί, συνεργαζόμενα μπορούν να κάνουν το μέλλον τους καλύτερο. Αυτό είναι η απάντηση στη βία και στην παραβατικότητα».
Το μήνυμα ενός ανθρώπου που ασχολείται επαγγελματικά με τα παιδιά-θύματα βίας εδώ και 20 χρόνια, είναι τελικά αισιόδοξο. «Παρότι εδώ και15 χρόνια εμείς οι ενήλικες σε αυτή τη χώρα λέμε ασταμάτητα τους λέμε ότι ο άλλος είναι κίνδυνος-θάνατος, τα παιδιά επιμένουν να μη μας ακούν, και καλά κάνουν. Και όποιος ζει κοντά τους ξέρει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι δημιουργούν και πάρα πολύ ωραία πράγματα -πολιτιστικά, πολιτικά, κοινωνικά-, κάνουν πάρα πολλά πράγματα και συλλογικότητες, μικρές και μεγαλύτερες. Αντίθετα με αυτά που τους είπαμε, δεν τους κάμψαμε το φρόνημα, επιμένουν να βγαίνουν έξω από την ατομικότητά τους και να αναζητούν κοινούς δρόμους για να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη το ένα μαζί με το άλλο. Μόνο που αυτά τα πειράματα συλλογικότητας και συλλογικής δράσης των παιδιών δεν θα τα δούμε στα δελτία των 8, αλλά είναι και δουλειά μας να τα αναδείξουμε».