Κοινωνία και ΜΜΕ
εργατικό ατύχημα
Αόρατη η εργατική τάξη για τα ΜΜΕ
Της Μαριάννας Τζιαντζή
Πριν από 30 περίπου χρόνια, ένας ναυτεργάτης σκοτώθηκε σε ώρα εργασίας, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, πέφτοντας από μεγάλο ύψος στον ντόκο. Εξαγριωμένοι οι συνάδελφοί του φόρτωσαν το πτώμα σε ένα τρίκυκλο, το μετέφεραν στο υπουργείο Ναυτιλίας και το απέθεσαν έξω από το γραφείο του τότε υπουργού Γ. Κατσιφάρα. Αυτό «ήταν» είδηση, έγινε είδηση στον Τύπο, όμως ένας «σκέτος» θάνατος ή βαρύς τραυματισμός στο χώρο εργασίας σπάνια γίνεται είδηση.
Εκτός και αν... Εκτός και αν το ατύχημα συμβεί στο υπουργείο Εργασίας, εκτός ωραρίου εργασίας, ημέρα Κυριακή και, επιπλέον, ο νεκρός τύχει να είναι ανασφάλιστος, όπως συνέβη με τον 44χρονο Αιγύπτιο Εμάντ Αζίζ, που έχασε τη ζωή του στις 19 Δεκεμβρίου, όμως και πάλι η είδηση μπορεί να παραμείνει επί πολλές μέρες στα αζήτητα, αφού μεσολαβούν οι γιορτές των Χριστουγέννων και ένας τέτοιος άδοξος θάνατος δεν ταιριάζει στο χαρωπό πνεύμα των ημερών. Η είδηση για τον Αζίζ εμφανίστηκε πρώτα στο Διαδίκτυο, ύστερα στον γραπτό Τύπο, μετά από τη σχετική ανακοίνωση του σωματείου καθαριστών και την ερώτηση βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή. Τρίτη και καταϊδρωμένη ασχολήθηκε με το θέμα η τηλεόραση, δέκα ημέρες μετά το συμβάν.
Είδηση δεν είναι μόνο το ίδιο το θανατηφόρο ατύχημα, η έλλειψη μέτρων ασφαλείας, η καθυστέρηση στην έκδοση σχετικής ανακοίνωσης από το υπουργείο, οι αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων, της ΓΣΕΕ κ.λπ. αλλά και η καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση της είδησης. Ο νεκρός βρισκόταν στα αζήτητα, όχι του νεκροτομείου, αλλά του Τύπου. Παλιομοδίτικη φαίνεται πια η φράση «η δημοκρατία σταματά έξω από τις πύλες των εργοστασίων» για τον απλούστατο λόγο ότι τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν, κλείνουν ή βρίσκονται υπό διάλυση. Ωστόσο, εδώ και χρόνια η δημοσιογραφία σταματά έξω από τους χώρους εργασίας, αφού το εργατικό ρεπορτάζ έχει ενσωματωθεί στο οικονομικό ή το κοινωνικό ή το αστυνομικό. Ο ρεπόρτερ που ασχολείται «αποκλειστικά» με εργατικά θέματα ή με τους μετανάστες είναι είδος προς εξαφάνιση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα με ισχυρή παράδοση στο εργατικό ρεπορτάζ.
Συνήθως τα ΜΜΕ ασχολούνται με κάποιο εργατικό θέμα μόνο όταν αυτό παρουσιάζει ανθρώπινο ή και αστυνομικό ενδιαφέρον, π.χ., ένας άνεργος που απειλεί να αυτοπυρποληθεί ή να σαλτάρει από ψηλά ή μόνο όταν μια απεργία προκαλεί προβλήματα στην κοινωνία (παράλυση συγκοινωνιών, δυσκολία στην εξυπηρέτηση των πολιτών). Ασχολούνται επίσης όταν κατατίθενται νομοσχέδια με νέες εργασιακές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις ή όταν δημοσιοποιούνται στατιστικά στοιχεία για την ανεργία. Ωστόσο, οι συνθήκες εργασίας, π.χ., στα εμπορικά κέντρα, στα πολυκαταστήματα, στα μεγάλα έργα, βρίσκονται στο μιντιακό απυρόβλητο.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε τουλάχιστον τέσσερις λόγους. Πρώτο, στο γεγονός ότι ως προς το δίπολο κεφάλαιο-εργασία, τα περισσότερα ΜΜΕ όχι απλώς έχουν κάνει την επιλογή τους υπέρ του πρώτου, αλλά τα ίδια βρίσκονται στην καρδιά της διαπλοκής ανάμεσα στην πολιτική και την επιχειρηματική εξουσία.
Δεύτερο, στο γεγονός ότι πολλοί δημοσιογράφοι ήταν ή νόμιζαν ότι ήταν (τουλάχιστον προτού ξεσπάσει η κρίση) τα χαϊδεμένα παιδιά της κοινωνίας: απόφοιτοι πανεπιστημίου, ιδίως οι νέοι, συχνά με ολίγα μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, αρκετοί με δεύτερη εργασία, με μικροαστική καταγωγή και χωρίς δεσμούς με την παραδοσιακή εργατική τάξη. Αναφέρομαι κυρίως στους δημοσιογράφους που φαίνονταν, στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Όσο συμπαθής και αν μας είναι η Όλγα Τρέμη, για παράδειγμα, δύσκολα μπορούμε να τη φανταστούμε να κάνει ρεπορτάζ για την Cosco στο λιμάνι του Πειραιά ή να συζητά με αγρότες στα μπλόκα ή με μαθητές σε καταλήψεις.
Τρίτος λόγος είναι η περιορισμένη έως ανύπαρκτη δύναμη των συνδικάτων, ο μικρός αριθμός των συνδικαλισμένων εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και η αναξιοπιστία πολλών μεγάλων σωματείων που στάθηκαν το εφαλτήριο για την πολιτική καριέρα αρκετών βουλευτών και υπουργών.
Τέταρτος λόγος είναι ότι τα εργατικά θέματα δεν είναι φιλικά προς τη διαφήμιση. Όχι μόνο δεν φέρνουν διαφήμιση, αλλά μπορεί να υπονομεύουν το προφίλ των διαφημιζόμενων εταιρειών. Π.χ., η διαφήμιση για ένα σούπερ μάρκετ δεν συνυπάρχει εύκολα, σε αντικριστές σελίδες ή στην ίδια εκπομπή, με ένα ρεπορτάζ για τους «τετραωρίτες» υπαλλήλους ή για την εντατικοποίηση της εργασίας στα πολυκαταστήματα.
Με το βάθεμα της κρίσης, αλλάζουν όλα. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν βρίσκονται πια έξω από τον «αδικημένο» κόσμο της εργασίας, αλλά γίνονται κομμάτι του. Ωστόσο, είναι τραγικό να περιμένουμε κάποια αυτοκτονία ή απειλή αυτοκτονίας ή ένα θανατηφόρο ατύχημα για να χωρέσει, να στριμωχτεί κάτι λίγο από αυτό τον κόσμο στα δελτία ειδήσεων ή στις σελίδες των εφημερίδων.