Θα μπορούσαμε να πούμε κι εμείς -έχει υποστηριχθεί πολλάκις- πως πρόκειται για έναν ακόμα Τραμπ. Οι πολιτικές του θέσεις είναι εξίσου χυδαίες με τις προσωπικές. Ο Μπολσονάρο, που ήταν λοχαγός του στρατού κατά τη διάρκεια της 21χρονης διαβόητης στρατιωτικής δικτατορίας της Βραζιλίας, είναι ένας βαθιά κι επικίνδυνα συντηρητικός πολιτικός. Κέρδισε στις περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες τις ψήφους κι ανέλαβε την εξουσία. Κάνοντας ευρύτατη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του WhatsApp για την επικοινωνία με τους πολίτες και την προώθηση της καμπάνιας, και δημιουργώντας μια μεγάλη αλυσίδα από ιστοσελίδες που είχαν ως αποκλειστικό στόχο να πλήξουν τον βασικό πολιτικό του αντίπαλο, αναπαράγοντας πρωτίστως ψευδείς ειδήσεις, κάνοντας αναφορές στην πάταξη της εγκληματικότητας και τα ζητήματα ασφάλειας των πολιτών, ανήλθε στην εξουσία. Δεν ήταν μόνο αυτά τα εργαλεία που χρησιμοποίησε. Πάτησε πάνω στο αφήγημα ενοχοποίησης όλου του πολιτικού συστήματος της τελευταίας εικοσαετίας και των μεγαλύτερων κομμάτων στη χώρα, με έμφαση κυρίως στο ζήτημα της διαφθοράς και στην ανικανότητα των αριστερών και κεντροαριστερών πολιτικών να επαναφέρουν την κανονικότητα στην οικονομική ζωή της χώρας. Είναι το γνωστό αφήγημα που η ακροδεξιά χρησιμοποιεί για να «μιλήσει» στον απλό λαό.

Η βασική λύση του για την μεγάλη εγκληματικότητα της χώρας, όπως με κάθε ευκαιρία λέει, είναι να στείλει τον στρατό και την αστυνομία στις φαβέλες και να τους δώσει «λευκή επιταγή» να δολοφονήσουν αδιάκριτα οποιονδήποτε υποπτεύονται ότι είναι εγκληματίας, αναγνωρίζοντας ότι πολλοί αθώοι θα πεθάνουν στη διαδικασία.  Έχει υποστηρίξει ότι συστημικοί Βραζιλιάνοι πολιτικοί πρέπει να θανατωθούν. Θέλει να ευνουχίσει χημικά σεξουαλικούς εγκληματίες. Η στρατιωτική δικτατορία που κατέλαβε τη Βραζιλία και κυβέρνησε για 21 χρόνια με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο όνομα του αντικομμουνιστικού αγώνα, βασανίζοντας και εκτελώντας συνοπτικά διαφωνούντες, είναι το προσωπικό του μοντέλο διακυβέρνησης. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπολσονάρο προχώρησε αμέσως σε μια σειρά υπουργοποιήσεων και διορισμών για να ευχαριστήσει όλες τις ομάδες που υποστήριξαν την υποψηφιότητά του.

Η Juliana Bastos Marques είναι επίκουρη καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Mιλά στο ΤΡΡ για τη νέα πραγματικότητα με την οποία έχουν έρθει αντιμέτωπες οι γυναίκες στη Βραζιλία. Μέσα από τα μάτια της, βλέπουμε τις απαγορεύσεις, τους περιορισμούς και την βαθιά σεξιστική, μισογυνίστικη και συντηρητική οπτική του.

«Οι πολιτικές κατά των δικαιωμάτων των γυναικών έχουν γίνει ως επί το πλείστον κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως π.χ με τεράστιες περικοπές στον προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση των δημοσίων πολιτικών για τις γυναίκες (ακόμα και στο 90%) και επίσης οι δεξιοί δικαστές αρνούνται επίμονα δικαιώματα, όπως οι νόμιμες αμβλώσεις. Η υπουργός του Γραφείου Γυναικών, Οικογένειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Damares Alves, ευαγγελική θρησκευτική φονταμενταλίστρια επέβαλε συντηρητικές πολιτικές βασισμένες στην αυξανόμενη ευαγγελική υποστήριξη. Κυρίως, η ίδια η επιθετική συμπεριφορά του Μπολσονάρο έχει ενισχύσει βίαιες μισογυνιστικές συμπεριφορές σε συντηρητικούς άνδρες σε όλη τη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά γυναικοκτονιών, παρενόχλησης και παιδεραστίας έχουν απότομη άνοδο».

Οι βαθιά συντηρητικές αντιλήψεις του Μπολσονάρο ξεγύμνωσαν τις αντιλήψεις μιας ολόκληρης κοινωνίας. «Για πρώτη φορά μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, το 1985, οι δεξιοί είναι περήφανοι που είναι υποστηρικτές των φασισμού, ρατσισμού, ομοφοβίας/τρανσφοβίας και ανοιχτού μισογυνισμού, λαμβάνοντας τη συμπεριφορά του Μπολσονάρο ως παράδειγμα» εξηγεί η ίδια, σημειώνοντας ωστόσο πως στις γυναίκες ψηφοφόρους, στις εκλογές, ο Μπολσονάρο δε βρήκε ιδιαίτερη αποδοχή.

Η Juliana Bastos Marques δίνει το στίγμα του φεμινιστικού κινήματος και της ισχύος του, αυτήν την περίοδο, στη Βραζιλία. «Δυστυχώς, δε νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα ενιαίο φεμινιστικό κίνημα στη Βραζιλία. Οι στόχοι διαφορετικών ομάδων δράσης είναι οι ίδιοι, αλλά η χώρα είναι τεράστια και υπάρχουν τοπικές ατζέντες. Η διατομή του κινήματος συχνά αναμιγνύει το φεμινιστικό με κινήματα δικαιωμάτων μαύρων και ιθαγενών, κτηματικές διαφορές στην ύπαιθρο, ή με υπεράσπιση του εθνικού συστήματος υγείας. Ωστόσο, είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες, τη θέσπιση δημόσιων πολιτικών για τις γυναίκες με επικεφαλής και ενσωματωμένη στο φεμινιστικό κίνημα, την πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ». Αυτή τη στιγμή, συμπληρώνει, «υπάρχουν πολλές ΜΚΟ που δρουν τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, πιέζοντας την κυβέρνηση ενάντια στις τελευταίες πολιτικές κατάργησης των δικαιωμάτων των πολιτών και των γυναικών. Στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως το Σάο Πάολο και το Ρίο, πορείες όπως η 8Μ και η διαδήλωση «ΟΧΙ ΑΥΤΟΣ», το 2018, πριν από την εκλογή του Μπολσονάρο, συγκέντρωσαν εκατομμύρια ανθρώπους».

Η παραμονή του Μπολσονάρο στην εξουσία ελπίζουν να μη συμβεί. «Πολλοί από τους πρώην αξιωματούχους και υποστηρικτές του εκλέχτηκαν για το επόμενο Κογκρέσο, επομένως έχει μια ισχυρή βάση ο Μπολσονάρο για να συνεχίσει να αφαιρεί συνταγματικά δικαιώματα για τις γυναίκες και τις μειονότητες. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε έντονη διαφωνία με το Ανώτατο Δικαστήριο, και η νομική μάχη γύρω από συντηρητικές αλλαγές σίγουρα θα αυξηθεί, μαζί με τις επικείμενες πιο σοβαρές περικοπές στον προϋπολογισμό, την υγεία και τους μισθούς, που επηρεάζουν άμεσα τις γυναίκες» σχολιάζει.

Τη συντηρητική κι επικίνδυνη πολιτική του Μπολσονάρο δεν τη βλέπουμε μόνο στη Βραζιλία. Ήταν ο Τραμπ. Είναι η ακροδεξιά στροφή στην πλειοψηφία των κρατών της Ευρώπης. «Οι τελευταίες προεδρικές εκλογές στη Λατινική Αμερική έδειξαν μια μικρή άνοδο της αριστεράς, επιστρέφοντας, λίγο πολύ, στην κατάσταση των 00s. Ωστόσο, αυτές οι εκλογές ήταν πολύ απογοητευτικές στη Βραζιλία. Είναι η ίδια κατάσταση, όντως, όπως στις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Γερμανία. Η ακροδεξιά τα κατάφερε χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσει ψεύτικες ειδήσεις και φόβο. Ερευνητές μελετώντας τη σχέση μεταξύ της ρητορικής του φόβου και της ακροδεξιάς για πολλές δεκαετίες, διαπίστωσαν πως ο φόβος σχετίζεται με την ανεργία και την απότομη αύξηση του κόστους ζωής -αποτέλεσμα βαθιάς οικονομικής κρίσης. Αυτό μπορεί χειροτερέψει τις επόμενες δεκαετίες καθώς η κλιματική κρίση είναι ακόμα ένα ζήτημα που κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για όλους – εκτός από τους υπερπλούσιους» σχολιάζει.

Η Paula Évelyn Silveira-Barbosa, δημοσιογράφος και επικεφαλής του Brazilian Lesbian Archive, περιγράφει λεπτομερώς στο ΤΡΡ τη δράση του φεμινιστικού κινήματος κόντρα στον Μπολσονάρο, την πολιτική που ασκεί και τις διώξεις σε βάρος …μειονοτήτων. «Υπάρχουν δύο διαφορετικά κομμάτια στο φεμινιστικό κίνημα σήμερα, τα οποία είναι συμπληρωματικά: είναι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες έχουν περισσότερο θεσμικό ρόλο και οι άτυπες συλλογικότητες, που συνδέονται επίσης με άλλα κοινωνικά κινήματα και δράση μέσω διαμαρτυριών στους δρόμους, και οι οποίες διαδραματίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο ασκώντας πίεση στην κυβέρνηση του προέδρου Μπολσονάρο».

«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το φεμινιστικό κίνημα έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο διασφαλίζοντας ζητήματα που συνδέονται ειδικά με την πανδημία. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι γυναίκες επηρεάστηκαν περισσότερο απ’ αυτή την κατάσταση: ήταν οι πρώτες που έμειναν άνεργες, χτυπήθηκαν περισσότερο από ενδοοικογενειακή βία·  επηρεάστηκαν επίσης τα παιδιά, αλλά κυρίως τα κορίτσια, γιατί ξόδεψαν περισσότερο χρόνο στο σπίτι κάνοντας μαθήματα εξ αποστάσεως, και ήταν πιο ευάλωτα σε κακοποίηση και σεξουαλική κακοποίηση». Το φεμινιστικό κίνημα μέσω των άτυπων ομάδων που δημιουργήθηκαν βοήθησαν στο να αποφευχθούν τα χειρότερα. Στο ήδη συντηρητικό Κογκρέσο, καταφέραμε να διασφαλίσουμε προστασία για τις μονογονεϊκές οικογένειες με μία μητέρα, που αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος του προφίλ των νοικοκυριών της Βραζιλίας, δόθηκε προτεραιότητα σε λήψη οικονομικής βοήθειας. Υπήρχαν επίσης πολιτικές για να βοηθηθούν τα παιδιά που έμειναν ορφανά λόγω χτυπήματος της Covid-19 στην οικογένειά τους. Και όλα αυτά είναι επιτεύγματα του φεμινιστικού κινήματος» προσθέτει.

Γυναίκες στη Βραζιλία διώκονται από την κυβέρνηση. Κι αυτό κυρίως έγινε σ’ εκείνες που υποστήριζαν ενεργά την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων. «Έχουμε, για παράδειγμα, το παράδειγμα της καθηγήτριας Débora Diniz, η οποία για μερικά χρόνια, ακόμη πριν εκλεγεί ο Μπολσονάρο, δεχόταν απειλές. Ήταν μια σημαντική φωνή ειδικά μετά τη δημοσίευση της Εθνικής Έρευνας Αμβλώσεων, η οποία παρουσιάζει πολύ σημαντικά δεδομένα που δεν είχαν χαρτογραφηθεί ποτέ πριν, και είναι ένα διεθνώς σεβαστό πρόσωπο. Παρά το γεγονός ότι είναι μια γυναίκα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι προνομιούχος λόγω κοινωνικής τάξης, χρώματος, επαγγέλματος, απειλείται και η ζωή της στη Βραζιλία δεν είναι πλέον δυνατή. Είχαμε, για παράδειγμα, τρανς βουλευτές που είναι φεμινίστριες, προοδευτικές και δέχτηκαν μια σειρά από απειλές, όπως συνέβη με την Benny Briolly, από το Niterói, που χρειάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό για αρκετό καιρό…».

Όταν ο αρχηγός του έθνους νομιμοποιεί μισογυνίστικο, τρανσφοβικό, κι ομοφοβικό λόγο, οι άλλες σφαίρες της κοινωνίας καταλήγουν επίσης να απηχούν και να φυσικοποιούν αυτού του είδους τη συμπεριφορά. «Είχαμε, για παράδειγμα, τη Ντούντα Σαλάμπερτ που εξελέγη ομοσπονδιακή αναπληρώτρια, τρανς και λεσβία δημοτική σύμβουλος, που πήγε να ψηφίσει με αλεξίσφαιρο γιλέκο σε μια χώρα που αυτοαποκαλείται Δημοκρατική. Η υποψήφια Erica Malunguinho αποχώρησε από την εκλογική αναμέτρηση επειδή την απειλούσαν, παρά το γεγονός ότι είχε μια επιτυχημένη κοινοβουλευτική επίδοση, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι θα μπορούσε να πετύχει σε αυτή τη νέα εκλογική αναμέτρηση».

Πέρα από τις απειλές και τις διώξεις, στη Βραζιλία πολεμιέται από τον Μπολσονάρο -μεταξύ άλλων- το δικαίωμα στην άμβλωση. Η δημοσιογράφος περιγράφει την περίπτωση ενός 11χρονου κοριτσιού που βιάστηκε και κατέληξε να μείνει έγκυος και η Υπουργός Γυναικών, Οικογένειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Damares Alves, έδρασε άμεσα για να έχει το παιδί το νόμιμο δικαίωμα της άμβλωσης. «Αυτό πήγαινε κόντρα στη συντηρητικίλα του Μπολσονάρο. Nα θυμηθούμε πώς οι πολιτικές του Μπολσονάρο εφαρμόστηκαν πρακτικά, όπως για παράδειγμα, στο νοσοκομείο Byington, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς στις νόμιμες διαδικασίες αμβλώσεων, όπου υπήρχαν άνθρωποι στην πόρτα που παρενοχλούσαν κι εμπόδιζαν τις γυναίκες που προσπάθησαν να ασκήσουν το αυτονόητο δικαίωμά του στην άμβλωση». Στην περίπτωση του 11χρονου κοριτσιού, συμπληρώνει, πως «κατάφερε τελικά να υποβληθεί στη διαδικασία της άμβλωσης, αλλά μετά έπρεπε να αλλάξει το όνομα και την ταυτότητά της, επειδή η “έκθεση” στην οποία υποβλήθηκε, συμπεριλαμβανομένων των πρακτόρων του βραζιλιάνικου κράτους, ήταν κάτι τόσο σοβαρό που ήταν η ζωή της εντελώς συνδεδεμένη με τη σεξουαλική βία που είχε υποστεί και την οδήγησε σε εγκυμοσύνη…».

Η Paula Évelyn Silveira-Barbosa δε θέλει να σκέφτεται μια πιθανή επανεκλογή του Μπολσονάρο, ο οποίος, όπως επισημαίνει, ειδικά εν μέσω πανδημίας βρήκε πρόσφορο έδαφος, λόγω του ευάλωτου του κόσμου, να εξαπλώσει την πολιτική του. «Είναι ένας άνθρωπος που, λόγω της αντιδημοκρατικής ιστορίας του, επιτίθεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και δε θα έπρεπε ούτε καν να είναι υποψήφιος για τίποτα, πόσο μάλλον για την προεδρία. Αυτό το άτομο εκλέχτηκε και του επιτρέψαμε να τελειώσει τη θητεία του. Και το επιτρέψαμε, εντείνοντας τον λόγο του, εντείνοντας τις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές του ενέργειες. Εάν η Δημοκρατία στη Βραζιλία απειλούνταν ήδη, με μια επανεκλογή του Μπολσονάρο νομίζω ότι δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για Δημοκρατία στη χώρα».