Απαλλαγή του Φιλιππίδη για την πρώτη απόπειρα βιασμού πρότεινε ο εισαγγελέας λόγω «πλείστων αμφιβολιών»

«Φτάσαμε στο τέλος μιας μακρόχρονης, πολυτελούς και πολυτάραχης δίκης», δήλωσε αρχικά στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας και συμπλήρωσε, απευθυνόμενος στο δικαστήριο: «Σας καλώ να επανεξετάσετε τα πραγματικά περιστατικά με δικαιοσύνη, αντικειμενικότητα και σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας».
«Ο Εμμάνουελ Καντ επιχείρησε να γεφυρώσει τη λογική με την εμπειρία. Είπε πως υπάρχουν πράγματα που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως. Στην παρούσα υπόθεση, καλείστε να κρίνετεδύο περιστατικά απόπειρας βιασμού, που φέρονται να τελέστηκαν από τον κατηγορούμενο και καταγγέλθηκανκαι τα δύο αρκετό καιρό αργότερα» είπε ο εισαγγελέας.
Συνέχισε υποστηρίζοντας πως «είναι αυτονόητο ότι τέτοια αδικήματα πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα, ώστε να είναι δυνατή η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων: ιατροδικαστική έκθεση, άρση επικοινωνιών, έρευνα και αυτοψία στον τόπο του συμβάντος κ.ά. Η απόφασή σας πρέπει να βασίζεται σε βεβαιότητα, όχι σε πιθανότητες ενοχής. Κάθε λογικό κενό αποδυναμώνει, δεν επιβεβαιώνει την ενοχή, όσο ειδεχθές κι αν είναι το έγκλημα. Η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορούμενου. Η αξιοπιστία του θύματος πρέπει να εξετάζεται με αυστηρότητα – δεν πρέπει να αποδίδεται αβασάνιστα αξιοπιστία».
Ο εισαγγελέας αναφέρθηκε στη γνωριμία του κατηγορούμενου και της πρώτης καταγγέλλουσας, λέγοντας: «Η κοπέλα, κόρη γιατρού και τότε νεαρή, ανερχόμενη ηθοποιός, ήρθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο μέσω δύο δικηγόρων – ο πρώτος, φίλος της οικογένειας, τη σύστησε στον δεύτερο, ο οποίος την παρέπεμψε στον κατηγορούμενο. Εκείνος της πρότεινε να συναντηθούν στο θέατρο, ώστε να συζητήσουν πιθανή συμμετοχή της στην παράσταση “Ο Μπακαλόγατος”».
Όσον αφορά την καταγγελλόμενη απόπειρα βιασμού, είπε ότι «το ραντεβού έγινε μεσημέρι Κυριακής. Το θέατρο ήταν κλειστό, με τα ρολά κατεβασμένα. Ο κατηγορούμενος της είπε να εισέλθει από πλάγια είσοδο, μη προσβάσιμη στο κοινό. Πήγαν στο καμαρίνι, όπου εκείνος κλείδωσε την πόρτα. Η κοπέλα κάθισε στον καναπέ και ο κατηγορούμενος στο μπουντουάρ. Αντάλλαξαν λίγα λόγια, και τότε της είπε: “Βγάλε το παλτό σου κι έλα εδώ”».
Όπως είχε καταθέσει η καταγγέλλουσα, ο ηθοποιός την πλησίασε, την άγγιξε στα οπίσθια και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. Εκείνη προσποιήθηκε ότι χτυπούσε το κινητό της και ότι τη ζητούσε η μητέρα της. Ο κατηγορούμενος της απάντησε: «Κάτσε λίγο και θα φύγεις». Ο εισαγγελέας περιέγραψε ακόμα ότι «ακολούθησε επίμονη προσέγγιση από μέρους του, η οποία σταμάτησε όταν εκείνη αντέδρασε έντονα. Ο ίδιος, όπως εκείνη κατέθεσε, υποχώρησε ενοχλημένος από τις φωνές της. Φέρεται μάλιστα να την απείλησε για την καριέρα της, λέγοντας: “Όσο εύκολα φτιάχνω μια καριέρα, τόσο εύκολα την καταστρέφω”».
«Η κοπέλα αποχώρησε από το θέατρο και περιπλανήθηκε για ώρες, πράγμα που, ομολογουμένως, μου προκάλεσε εντύπωση – είναι ένα στοιχείο που αξίζει να σταθμιστεί κατά τη διάσκεψή σας», τόνισε ο εισαγγελέας μιλώντας στο δικαστήριο. «Στη συνέχεια συνάντησε μια φίλη της, η οποία, σύμφωνα με την κατάθεσή της, παρατήρησε σημάδια στο σώμα της καταγγέλλουσας και ενημερώθηκε αμέσως για το τι είχε συμβεί» συμπλήρωσε.
Ο εισαγγελέας στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η καταγγελία για το περιστατικό έγινε έντεκα χρόνια μετά τη φερόμενη πράξη. «Ο μοναδικός μάρτυρας είναι η ίδια η καταγγέλλουσα – κανείς άλλος δεν ήταν παρών στο θέατρο ή στο καμαρίνι, όπου σύμφωνα με τα λεγόμενά της εκτυλίχθηκε το περιστατικό. Όσα κατέθεσαν οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν βασίζονται σε προσωπική γνώση, αλλά σε όσα τους μετέφερε εκείνη. Πρόκειται για σχεδόν πανομοιότυπες αναφορές, οι οποίες απηχούν τη δική της περιγραφή του συμβάντος. Όσον αφορά τα μηνύματα που είδαν κάποιοι από τους μάρτυρες, δεν αποδεικνύουν με σαφήνεια και βεβαιότητα την πράξη που της αποδίδεται».
Στη συνέχεια, υποστήριξε πως εντόπισε 38 σημεία ασυνέπειας στις καταθέσεις της καταγγέλλουσας. Μεταξύ αυτών έθεσε το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία του συμβάντος, καθώς και ότι δεν άλλαξε αριθμό τηλεφώνου, παρότι – όπως ισχυρίστηκε – ο κατηγορούμενος συνέχισε να την ενοχλεί.
Έτσι, σημείωσε ότι υπάρχουν αμφιβολίες για την τέλεση της πράξης και ανέφερε «δεν προκύπτουν με σαφήνεια οι συνθήκες τέλεσης της απόπειρας βιασμού. Αντιθέτως, φαίνεται να προκύπτει μια επίμονη, πιεστική και ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά εκ μέρους του κατηγορούμενου, που όμως εμπίπτει σε αδικήματα τα οποία έχουν ήδη παραγραφεί, όπως η προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, η απειλή, η εξύβριση και η σωματική βλάβη».
«Ακόμη κι αν θεωρηθεί αληθής η σεξουαλική επίθεση που δέχτηκε η καταγγέλλουσα φτάσαμε στην απόπειρα βιασμού;» διερωτήθηκε παρουσιάζοντας ουσιαστικά τον πλήρη συλλογισμό του και απάντησε πως «δεν είναι τόσο απλό. Τι έχει συμβεί εδώ; Ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει κατηγόρια για βιασμό, γιατί ακούμπησε το θύμα, που απορροφά την απόπειρα. Αυτή τη μορφή που έχετε, την απορροφηθείσα, δεν μπορείτε να τη δικάσετε. Κανονικά έπρεπε να μεταβάλλετε την κατηγορία σε βιασμό που δεν μπορείτε να το δικάσετε γιατί είναι αναιρετέα η απόφαση σας. Φρονώ ότι θα πρέπει να απαλλάξετε τον κατηγορούμενο για την πράξη του λόγω αμφιβολιών» είπε κλείνοντας την αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας.
Τέλος, για την δεύτερη καταγγελία θα αγορεύσει την 1η Ιουλίου.