του Θάνου Καμήλαλη

Σε μια πρωτοφανή κίνηση λοιπόν, με πρωτοβουλία της Πρόεδρου, Ιωάννας Κλάπα, επιλεγμένης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη θέση, η διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με ψήφους 49-13 (και περίπου 20 αποχές) αποφάσισε να πάρει θέση για το καταδικαστικό για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου. Η μειοψηφία των 13, όπως διαβάζουμε στη σχετική διαρροή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, «είχε τη γνώμη ότι το θέμα είναι πολιτικής φύσεως και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου».

Χρειάστηκαν περίπου δύο χρόνια για να φτάσει το Ευρωκοινοβούλιο σε αυτό το ψήφισμα. Χρειάστηκε μία συνεδρίαση για να «απαντήσει» ο Άρειος Πάγος στο ψήφισμα. Η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει στο ψήφισμα. Όταν λέμε «απάντηση» δεν εννοούμε τις θεωρίες συνωμοσίας του Μάκη Βορίδη, τις αναφορές σε «συριζαίους ανθέλληνες» και τον Economist. Εννοούμε απάντηση επί του ψηφίσματος, μία απάντηση που θα λογοδοτεί στους πολίτες και θα ενημερώνει αν και πού έχει άδικο το Ευρωκοινοβούλιο.

Ο λόγος της παρέμβασης, όπως διαβάζουμε στην ανακοίνωση, είναι ότι «εκτίμησε ότι είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πολίτες και στα κοινοτικά όργανα η εντύπωση ότι το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα υποχωρεί εξ αιτίας της διαφθοράς, που διακατέχει το σύνολο των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαστικού σώματος».

Είναι κάπως κακογραμμένη αυτή η φράση, δεν καταλαβαίνω αν όντως υποχωρεί το Κράτος Δικαίου στη χώρα, αν υπάρχει διαφθορά γενικώς ή όχι, αν υπάρχει αλλά όχι στο δικαστικό σώμα. Αλλά τέλος πάντων, η αιτία της κίνησης αυτής είναι η «εντύπωση που είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πόλίτες». Αλήθεια, από πότε είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να ασχολείται με τις «εντυπώσεις»; Θεωρητικά, η Δικαιοσύνη είναι ακριβώς αυτός ο θεσμός που δεν νοιάζεται για εντυπώσεις. Και τι εντύπωση δίνεται τώρα στους πολίτες;

Η ανακοίνωση συνεχίζει λέγοντας ότι η πλειοψηφία της διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου:

«-Διαβεβαιώνει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών , της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα ,στους νόμους και στη συνείδηση τους.»

Δεν βλέπω πως μια τέτοια διαβεβαίωση θα καθησυχάσει όσους, τουλάχιστον, προβληματίζονται με την κατάσταση του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας στη χώρα. Φαντάζομαι ότι αυτό θα το σκέφτηκαν έστω και μερικοί ανώτατοι δικαστικοί, πέραν της ομάδας που μειοψήφησε στην Ολομέλεια. Υπάρχει περίπτωση κάποιος/α να ανησύχησε με την πολιτική καταδίκη στην Ευρώπη, αλλά να πείθεται μετά από αυτό; Αντιθέτως μόνο περισσότερη ανησυχία μπορεί να προκαλέσει στους ανησυχούντες.

Tο να παρέμβεις διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία σου και τη διάκριση των εξουσιών, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα θέσεις ζήτημα ανεξαρτησίας και διάκρισης των εξουσιών, είναι μία πολύ κακή ιδέα.

Να σημειωθεί επίσης, ότι είναι η τουλάχιστον η τρίτη φορά που έχουμε μία «αμφιλεγόμενη» κίνηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, με πολιτικές προεκτάσεις και αντιδράσεις. Η πρώτη ήταν με τη διαβόητη «γνωμοδότηση» του πρώην Εισαγγελέα, Ισίδωρου Ντογιάκου, που επιχείρησε να εμποδίσει την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνίων να πραγματοποιήσει ελέγχους για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Στη συνέχεια ο Ντογιάκος εκτόξευσε απειλές σε ΜΜΕ. Η δεύτερη ήταν η απόφαση της Ολομέλειας υπέρ των funds, για τη δυνατότητα των servicers να κάνουν πλειστηριασμούς, απόφαση που ελήφθη σε μόλις 8 μέρες, με μια δικογραφία χιλιάδων εγγράφων και ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση Τμήματος του Α.Π.

Το πλήρες κείμενο – απάντηση του Αρείου Πάγου στο ψήφισμα «αναμένεται τις επόμενες μέρες», ωστόσο η διαρροή από το ΑΠΕ είναι αρκετά αναλυτική. Αναφέρει ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «τοποθετήθηκε σε κάθε αιτίαση του Ψηφίσματος, αντικρούοντας ένα προς ένα τα σημεία του που αφορούν σε σειρά υποθέσεων, όπως οι έρευνες για τα Τέμπη, οι έρευνες για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, υποθέσεις διαφθοράς, χρηματοδότησης μέσων ενημέρωσης («λίστα Πέτσα»), η έρευνα για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, αλλά και το ναυάγιο της Πύλου».

Διαβάζουμε επίσης για το πώς, ο αρεοπαγίτης Παναγιώτης Λυμπερόπουλος «κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ψήφισμα υιοθετεί αμφισβητούμενα δεδομένα και συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί χωρίς τεκμηρίωση με την παράθεση ψευδών και μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών».

Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τους τίτλους (από ΜΜΕ που πολλά εκ των οποίων δεν ασχολήθηκαν καν με το Ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου ή δημοσίευαν μόνο κυβερνητικές απαντήσεις) είναι ότι «αποτελεί ευθεία και ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη Δικαιοσύνη». Για το αν έχει αρμοδιότητα το Ανώτατο Δικαστήριο να απαντήσει σε πολιτικό ψήφισμα, υποθέτω ότι θα τοποθετηθούν αρκετοί νομικοί. Ηδη η συνταγματολόγος Ιφιγένεια Καμτσίδου υποστήριξε ότι «ξεφεύγει αρκετά από τις αρμοδιότητες» και ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γ.Σωτηρέλης μίλησε για «σπασμωδική, θεσμική προβληματική κίνηση που επιβεβαιώνει την κακή κατάσταση της Δικαιοσύνης».

Είναι σίγουρα πρωτοφανής κίνηση και δεν αρκεί το επιχείρημα ότι είναι πρωτοφανές και το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την Ελλάδα. Η κάθε κυβέρνηση δέχεται, συνεχώς, σειρά συστάσεων από διεθνείς οργανώσεις και φορείς, ώστε να βελτιώσει ζητήματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου. Εδώ φαίνεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αξιολόγησε την πολιτική βαρύτητα του ψηφίσματος ενός τέτοιου, διεθνούς θεσμού, αλλά και την απήχησή του. Κι αυτό είναι προβληματικό. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συχνά αναφέρονται επικριτικά σε δικαστικές υποθέσεις που καθυστερούν και στη διολίσθηση του Κράτους Δικαίου. Σήμερα, η αντιπολίτευση επικρίνει τον Άρειο Πάγο. Θα αρχίσει η Ολομέλεια του Ανώτατου δικαστηρίου να απαντάει και στον ΣΥΡΙΖΑ ή τη Νέα Αριστερά πχ; Μήπως να κατέβει και στις ευρωεκλογές;

Το ψήφισμα στα 28 σημεία του είναι ξεκάθαρα πολιτικό, όπως αποδεικνύεται με μία απλή ανάγνωση. Μία ευρωπαϊκή καταδίκη των πολιτικών του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ζητήματα Δημοκρατίας. Με εξαίρεση ουσιαστικά ένα σημείο, τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που ψηφίστηκε την Πέμπτη. Για να φτάσει σε αυτά τα σημεία, η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου λαμβάνει υπόψιν της σειρά υποθέσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης, πολλές απο τις οποίες δεν αναφέρονται καν σε αυτά τα 28 σημεία, αλλά δείχνουν ένα μοτίβο και καταγράφονται συνδυαστικά. Φαίνεται, από τις διαρροές, ότι ο Άρειος Πάγος πιάνεται από όπου μπορεί για να στοιχειοθετήσει την άποψη περί «παρέμβασης».

Αλλά ας πάρουμε για λίγο, επιγραμματικά τις βασικές υποθέσεις που απασχολούν το Ευρωκοινοβούλιο, απασχολούν παράλληλα την ελληνική Δικαιοσύνη και καταγράφονται στα 28 σημεία του ψηφίσματος. Στη δολοφονία Καραϊβάζ το Ευρωκοινοβούλιο διαπιστώνει ότι «οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές στην Ελλάδα δεν έχουν σημειώσει πρόοδο» αναφέροντας επίσης τις δύο συλλήψεις. Η δολοφονία του δημοσιογράφου συνέβη πριν σχεδόν 3 χρόνια, είναι σίγουρα ικανός χρόνος για να πεις ότι υπάρχει καθυστέρηση (με ευθύνη και της ΕΛ.ΑΣ). Οι αδιαφανείς κρατικές χρηματοδοτήσεις στα ΜΜΕ (π.χ. Λίστα Πέτσα) πρακτικά δεν ελέγχθησαν ποτέ.

Στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων το ψήφισμα περιέχει σειρά επικριτικών αναφορών σε ενέργειες της κυβέρνησης, μία αναφορά στη μεταφορά της έρευνας σε νέο εισαγγελέα και μία στη γνωμοδότηση  Ντογιάκου. Ξανά, μιλάμε για υπόθεση που ξέσπασε πριν τουλάχιστον, ενάμιση χρόνο και αφορά την παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων και μελών της στρατιωτικής ηγεσίας. Δηλαδή, έρευνα που, κανονικά, θα ήταν πρώτης προτεραιότητας.

Στα Τέμπη, το Ευρωκοινοβούλιο λέει ότι «θεωρεί κρίσιμη την ταχεία και ολοκληρωμένη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας σχετικά με τη σιδηροδρομική τραγωδία, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκομένους, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων». Τεράστια παρέμβαση, μας λένε να γίνει γρήγορα και ολοκληρωμένα η έρευνα. Ποιος διαφωνεί με αυτό; Στη συνέχεια το Ευρωκοινοβούλιο ασχολείται με τη μεροληψία της Εξεταστικής Επιτροπής, καθώς η πλειοψηφία είναι της Νέας Δημοκρατίας. Στο ναυάγιο της Πύλου, τα προβλήματα στις έρευνες είναι τεκμηριωμένα από τον Συνήγορο του Πολίτη.

Η «διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών» που αναφέρεται σε άλλο σημείο, είναι γνωστό και τεκμηριωμένο πρόβλημα στη χώρα. Για την αστυνομική ατιμωρησία έχουμε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ενώ π.χ. η Διεθνής Αμνηστία κάνει εκστρατείες για το ζήτημα εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια. Οποιοδήποτε άλλο σημείο μπορεί να ενόχλησε τους αρεοπαγίτες (πχ. οι «εκστρατείες δυσφήμησης και τη δικαστική παρενόχληση από τις ελληνικές αρχές κατά ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων») σίγουρα δεν είναι ικανό για να δικαιολογήσει μια τέτοια πρωτοφανή κίνηση.

Οι όποιες διαφωνίες του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του ψηφίσματος, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Το ερώτημα είναι αν ο Άρειος Πάγος παρεμβαίνει στην πολιτική συζήτηση και μάλιστα υπέρ της κυβέρνησης. Εκ των πραγμάτων, η απάντηση είναι ένα μεγάλο «ναι». Είτε έχει τέτοια πρόθεση είτε δεν έχει η απάντηση στο Ευρωκοινοβούλιο εκ των πραγμάτων συνιστά πολιτική θέση. Θα χρησιμοποιηθεί σε πολιτικές συζητήσεις δίπλα στην κυβερνητική θέση περί «ψεμάτων», επικυρώνοντας «θεσμικά» τις προκλητικές δικαιολογίες που ακούγαμε μέχρι τώρα. Δεν έχει σημασία που θα «απαντήσει» μόνο για τις «ανοικτές δικαστικές υποθέσεις». Η απάντησή του, εκ των πραγμάτων και πάλι, θα φαίνεται να αφορά συνολικά το ψήφισμα.

Κι αν το πρόβλημα του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας είναι οι «εντυπώσεις», τώρα, τι εντύπωση δινεται; H εντύπωση που δίνεται είναι ότι το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου έχει απόλυτο δίκιο. Το πρώτο σημείο που έθεσε άλλωστε είναι το εξής:

«Εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα· τονίζει ότι το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών είναι απαραίτητο για μια ισχυρή δημοκρατία και σημειώνει με ανησυχία ότι το σύστημα αυτό έχει υποστεί μεγάλη πίεση».