Και όταν οι πρεκάριοι της σύγχρονης πνευματικής εργασίας αποφασίζουν να βάλουν τις πένες τους κάτω, ή καλύτερα, τα πληκτρολόγιά τους, τότε υπενθυμίζουν και στην κοινωνία του θεάματος, ότι τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την πραγματική ανθρώπινη διάνοια.

Η «Συντεχνία των Συγγραφέων», ένα μόρφωμα από το παρελθόν ή από το μέλλον;

Το Writers Guild of America δεν μοιάζει με τα παραδοσιακά εργατικά συνδικάτα, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί στην εργατική ιστορία των τελευταίων δύο αιώνων. Ιστορικά, οι συντεχνίες δημιουργήθηκαν από τεχνίτες ώστε να προστατευθούν οι συνθήκες της εργασίας τους, καθιερώνοντας συγκεκριμένα πρότυπα εργασίας και διασφαλίζοντας ότι τα μέλη της εκάστοτε συντεχνίας τηρούν τους εν λόγω κανόνες. Ενώ ένα σωματείο διαπραγματεύεται με τον εργοδότη, η συντεχνία διαπραγματεύεται με τα ίδια τα μέλη της, επιβάλλοντας σε αυτά ότι οι θεσπισμένοι κανόνες λειτουργίας της συντεχνίας δεν θα καταπατηθούν ή θα υποβαθμιστούν για κανένα λόγο, ειδάλλως οι διασπαστές θα πεταχτούν έξω από το μόρφωμα, χάνοντας, συνήθως, βασικά εργασιακά δικαιώματα. Το WGA αποτελεί ένα τέτοιο μόρφωμα, το οποίο παλεύει τόσο για την επιβολή των εγκεκριμένων εργασιακών απαιτήσεων που έχει από την εργοδοσία, τόσο και για την τήρηση των κανόνων εργασίας από όλα τα μέλη του.

Ταυτόχρονα, για να γίνει κάποιος μέλος του WGA υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, με τη βασικότερη να αποτελεί την παρουσίαση μιας ήδη υπάρχουσας εργασίας από τους επαγγελματίες που θέλουν να γίνουν μέλη της εν λόγω συντεχνίας των συγγραφέων. Σε γενικές γραμμές, η συντεχνία έχει ορίσει ένα πολύ συμπαγές μοντέλο εργασίας στον κλάδο των σεναριογράφων, καθορίζοντας τα άτομα που δουλεύουν σε κάθε παραγωγή, τις συγκεκριμένες θέσεις και διαβαθμίσεις που έχει ο καθένας, τους μισθούς τους, τα ωράρια εργασίας και ούτω καθεξής, κάτι που αρκετές φορές έχει επικριθεί από τα υπόλοιπα συνδικάτα για τις ιδιάζουσες προσαρμογές που έχουν αποδεχθεί τα μέλη της συντεχνίας ώστε να επιβιώσουν στην οικονομία της πλατφόρμας, μειώνοντας τις περισσότερες φορές τις απαιτήσεις τους. Αντί για ριζικές αλλαγές στον κλάδο, η Συντεχνία των Συγγραφέων φαίνεται ότι προσπαθεί να επιφέρει κάποιες ρεφορμιστικές αλλαγές ώστε να μετατρέψει την οικονομία της πλατφόρμας σε ένα πιο βιώσιμο πεδίο εργασίας για τους επαγγελματίες του είδους, χωρίς να παλεύει για μια ουσιαστική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου που έχει επιβληθεί στη μαζική παραγωγή των έργων τέχνης.

Η προηγούμενη μαζική απεργία των συγγραφέων και σεναριογράφων του Hollywood που εκπροσωπούνται από το Writers Guild of America έλαβε χώρα το 2007 και διήρκησε 100 ημέρες, ενώ συμμετείχαν πάνω από 12.000 άνθρωποι του χώρου και αλληλέγγυοι άλλων κλάδων. Η απεργία είχε ως αποτέλεσμα την εκτιμώμενη απώλεια 37.700 θέσεων εργασίας και 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια στις εταιρείες κινηματογραφικής παραγωγής, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Milken, αλλά κατάφερε να κερδίσει καθοριστικά προνόμια όσον αφορά τις τότε αναδυόμενες διαδικτυακές πλατφόρμες ροής περιεχομένου. Σχετικά με την τωρινή απεργία, η WGA West αναφέρει ότι οι απαιτήσεις των σεναριογράφων θα κοστίσουν στα κινηματογραφικά studio επιπλέον 429 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ποσό που είναι λιγότερο από το ήμισυ των κερδών που θα επιφέρουν οι προσεχείς καλοκαιρινές κινηματογραφικές υπερπαραγωγές στις εταιρείες παραγωγής και διανομής.

Μέλος της Συντεχνίας των Συγγραφέων κρατώντας πικέτα που αναγράφει λογοπαίγνιο με το κεντρικό μότο των Corba Cai από την ταινία Karate Kid και τη λέξη «απεργία» (strike).

 

Μέχρι στιγμής, όμως, οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής έχουν αρνηθεί σχεδόν όλα τα αιτήματα των απεργών, με αποτέλεσμα καθεμία από αυτές να έχει χάσει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε αξία μετοχών ήδη από την πρώτη ημέρα της απεργίας των σεναριογράφων. Ταυτόχρονα, ήδη οι πιο προσοδοφόρες παραγωγές του Hollywood, τόσο αυτές που προορίζονται για τις κινηματογραφικές αίθουσες, όσο και εκείνες που θα διανεμηθούν στις μεγάλες πλατφόρμες ροής περιεχομένου, έχουν μπει στον πάγο ενώ έχουν δημοσιευθεί ανακοινώσεις για επικείμενες καθυστερήσεις σε άλλες τόσες παραγωγές.

Ωστόσο, εάν οι απεργοί καταφέρουν και νικήσουν αυτή την μάχη, τότε θα ανοίξει ένας ουσιαστικός δρόμος περεταίρω μαζικών διεκδικήσεων και για τους υπόλοιπους κλάδους που συναρθρώνουν την οικονομία της πλατφόρμας, δίνοντας μια νέα πνοή στο σύγχρονο αμερικανικό εργατικό κίνημα. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλουν να αποφύγουν οι τιτάνες της παραγωγής θεάματος μαζί με τις υπόλοιπες πολυεθνικές εταιρείες, ένα ενδεχόμενο ντόμινο διεκδικήσεων που θα εξαπλωθεί σαν ανεξέλεγκτη φωτιά από τους επισφαλείς εργασιακά πρεκάριους στους μόνιμα ανασφαλείς εργασιακά προλετάριους, στις αφανείς μειονότητες και τους αόρατους μετανάστες, και ίσως να φτάσει μέχρι και στα μεσαία στρώματα που μετά βίας κρατιούνται στην ταξική τους θέση. Αλλά, πως φτάσαμε στο σημείο να κινδυνεύουμε να χάσουμε μια από τις λίγες απολαύσεις που μας απέμειναν σε αυτή τη ζωή, το ανελέητο binge-watching κάθε είδους έργου που προσφέρεται ως «περιεχόμενο»;

 

Το έργο τέχνης στην εποχή της αποκλειστικής αναπαραγωγιμότητας του

Φαίνεται πως, στον καπιταλισμό, η καλλιτεχνική δημιουργία και παραγωγή βιώνει πολύ πιο έντονα και πολύ πιο βαθιά τις οικονομικές κρίσεις του συστήματος, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα πεδίο, τουλάχιστον στην πιο εκκοσμικευμένη του μορφή όπως αυτή παρουσιάζεται στη μαζική κουλτούρα, που απολαμβάνει σταθερή ζήτηση από ένα σχετικά σταθερό κοινό. Στην εποχή του καπιταλιστικού ρεαλισμού, η μαζική κουλτούρα της βιομηχανικής παραγωγής περιεχομένου έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να καταναλώνεται ως προϊόν συστηματικά και αδιάλειπτα, φανατικά και αδιάκριτα, αλλά να δημιουργεί ένα είδος συναισθηματικής και πνευματικής εξάρτησης στους καταναλωτές και μια δική της μοναδικά εύφορη ετεροτοπία. Ειδικά οι πλατφόρμες ροής περιεχομένου έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο εντός του οποίου η καθημερινή πραγματικότητα μπορεί απλά να αποτελεί μια καταναγκαστική παρέκκλιση, ενώ η ίδια η ζωή και ό,τι συναρθρώνει την ελεύθερη βούληση να συρρικνώνεται σε εναλλασσόμενες αναπαραγωγές σειριακών επεισοδίων, ταινιών, εκπομπών, ντοκιμαντέρ, reality show και κάθε λογής αναπαραστατικότητα που χαρακτηρίζεται ως «περιεχόμενο».

Ωστόσο, είναι απορίας άξιο, πως μέσα σε μια τέτοια έκρηξη της ζήτησης ολοένα και περισσότερου καλλιτεχνικού περιεχομένου, πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο στο οποίο το έργο τέχνης γίνεται ευρέως αντιληπτό από το κοινό σχεδόν αποκλειστικά μέσω της αναπαραγωγιμότητάς του, οι αρχισκαπανείς αυτού του κλάδου βρίσκονται μονίμως υποτιμημένοι, κακοπληρωμένοι, με μακρές περιόδους ανεργίας και, εν τέλει, αβάσταχτα φτωχοί. Και αν οι σεναριογράφοι αυτού του περιεχομένου θεωρούνται ο τελευταίος τροχός της αμάξης για τις αντίστοιχες γιγαντιαίες εταιρείες παραγωγής, σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες που δεν έχουν κατασκευάσει ακόμα ένα τεράστιο συμβολικό και οικονομικό κεφάλαιο γύρω από το όνομά τους, δεν είναι σούπερσταρς με άλλα λόγια, βρίσκονται σε μια παρόμοια επαγγελματική και οικονομική κατάσταση με τους αφανείς συνεργάτες τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι ηθοποιοί που προσπαθούν να αποκτήσουν μετά μανίας αυτό το κεφάλαιο, εμφανίζονται σχεδόν επανειλημμένα μπροστά μας, σε παραγωγές που είναι ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους, αναγκαζόμενοι να παίξουν μια γκάμα από διαφορετικούς ρόλους που ενδεχομένως να μην έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά τους καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Ο ίδιος ο χώρος τους εξαναγκάζει να μην μπορούν να αρνηθούν όσες δουλειές τους προσφέρονται, αλλιώς θα μείνουν χωρίς απολύτως κανένα εισόδημα. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο κόσμος του αναπαραγώγιμου θεάματος έχει αλλάξει εξολοκλήρου. Πράγματι, μέχρι τα μέσα του 2000 υπήρχε ακόμα η «κουλτούρα του βίντεο», δηλαδή ορισμένες κινηματογραφικές παραγωγές εκδίδονταν απευθείας σε βιντεοκασσέτες ή μετέπειτα σε dvd, και υπήρχαν αντίστοιχες διαβαθμίσεις και στον καλλιτεχνικό χώρο. Ένας ηθοποιός της τηλεόρασης ή των βιντεοταινιών θεωρούνταν «καμένο χαρτί» για την υψηλή τέχνη και για τις τεράστιες χολιγουντιανές παραγωγές που χάριζαν υπέρτατη δόξα και αμύθητο πλούτο. Παρ’ όλα αυτά, οι βιντεοταινίες και η εργασία στην τηλεόραση αποτελούσαν τίμιες δουλειές που, όπως συνηθίζουν να λένε οι καλλιτέχνες, τους «πλήρωναν τον νοίκι» και σε γενικές γραμμές, του έδιναν την πρόσβαση σε μια σχετικά άνετη διαβίωση.

Το μεγαλύτερο χαρτί, όμως, όλων των παραγωγών, ανεξαρτήτως ποιότητας και διασημότητας, ήταν αυτό που το Writers Guild of America και τα αντίστοιχα σωματεία των ηθοποιών, κατάφεραν να διεκδικήσουν και να αποκτήσουν τις δεκαετίες του 1970-1980, δηλαδή την απόδοση των «residuals», των υπολειμματικών πληρωμών που προέρχονταν από τις διαρκείς επαναλήψεις των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων σε οποιοδήποτε επίσημο μέσο αναπαραγωγής, όπως και τις αντίστοιχες αποζημιώσεις κάθε φορά που εξαγοράζονταν τα πνευματικά δικαιώματα του εν λόγω έργου από κάποιο μέσο. Έτσι, τηλεοπτικές σειρές που έγιναν παγκοσμίως γνωστές και αγαπητές, όπως τα «Φιλαράκια», συνεχίζουν να επιφέρουν ένα σταθερό εισόδημα στους συντελεστές τους σχεδόν είκοσι χρόνια από την προβολή του τελευταίου επεισοδίου της σειράς.

Από την απεργία του Writers Guild of America έξω από τα studio του NBC στο Σικάγο. Η πικέτα αναγράφει «Δοκιμάστε να κινηματογραφήσετε μια λευκή σελίδα».

 

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, που η ιδιωτική τηλεόραση ήρθε τη δεκαετία του 1990, δηλαδή πολύ αργότερα από τις ΗΠΑ, αντίστοιχες διεκδικήσεις έγιναν -όπου έγιναν- πολύ αργότερα, καθώς τα πρώτα χρόνια η κατάσταση ήταν τόσο ρευστή που σπάνια μπορούσε να γίνει μια σταθερή πρόβλεψη για το ποια σειρά ή ταινία θα γίνει επιτυχία ή θα κοπεί μετά από ελάχιστα επεισόδια και θα θαφτεί στο χρονοντούλαπο της τηλεοπτικής ιστορίας. Έτσι, τα έργα που σήμερα αποτελούν τον πυλώνα της σύγχρονης ελληνικής μαζικής κουλτούρας και για δεκαετίες παίζονταν σε συνεχόμενες επαναλήψεις στους τηλεοπτικούς δέκτες, στην πλειονότητά τους επέφεραν ελάχιστα χρήματα στους συντελεστές τους, οι οποίοι δεν είχαν φροντίσει να διαπραγματευτούν ουσιαστικά τις αποζημιώσεις των επαναλήψεων.

Γενικά, με την καταλυτική είσοδο των πλατφόρμων συνεχόμενης ροής περιεχομένου, ένα από τα πρώτα πράγματα που κόπηκε ή μειώθηκε δραματικά ήταν η απόδοση αυτών των αποζημιώσεων, με αποτέλεσμα συνήθως να δίνεται μια εφάπαξ πληρωμή στους συντελεστές τους, ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή αποτυχίας που μπορεί να λάβει ένα έργο. Έτσι, μια τηλεοπτική σειρά στο Netflix ή στο Amazon Prime και σε οποιαδήποτε αντίστοιχη διαδικτυακή πλατφόρμα, μπορεί να λαμβάνει εκατομμύρια κλικς αναπαραγωγής της καθημερινά, με τους συντελεστές τους τις περισσότερες φορές να βρίσκονται οριακά πάνω από το όριο της φτώχειας. Ακόμα χειρότερα, ορισμένες πλατφόρμες έχουν την τάση να διαγράφουν εξολοκλήρου τις μη ευρέως επιτυχημένες δουλειές από τη ροή τους, ώστε να μη δίνεται κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε εργασιακή διαπραγμάτευση από τους συντελεστές τους. Εφόσον κάτι δεν υπάρχει ώστε να αναπαραχθεί, δεν μπορούν να υπάρχουν και δικαιώματα πάνω σε αυτό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν μετατραπεί σε εργάτες παραγωγής ολοένα και αυξανόμενου περιεχομένου, χωρίς, όμως, να απολαμβάνουν καμία ουσιαστική αποδοχή και εργασιακή ασφάλεια.

Ο θάνατος της συγγραφής στην «οικονομία της πλατφόρμας»

Η «οικονομία της πλατφόρμας» ή «gig economy» όπως είναι την περιγράφει ο Guy Standing στο βιβλίο του «Το Πρεκαριάτο: Η νέα επικίνδυνη τάξη», αναφέρεται σε μια πτυχή της αγοράς εργασίας όπου κυριαρχούν οι προσωρινές, ευέλικτες και βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις εργασίας. Αντί της παραδοσιακής πλήρους απασχόλησης, τα άτομα εργάζονται με ανεξάρτητες συμβάσεις ή ως ελεύθεροι επαγγελματίες, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ανά έργο. Αυτό συχνά διευκολύνεται μέσω διαδικτυακών πλατφορμών ή εφαρμογών που συνδέουν εργαζόμενους με πελάτες που αναζητούν συγκεκριμένες εργασίες ή υπηρεσίες. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτού του είδους η υποτιθέμενη ανεξάρτητη και ευέλικτη εργασία έχει κυριαρχήσει, εν πολλοίς, στο σύγχρονο καπιταλιστικό μοντέλο, όχι μόνο με την πτυχή της «συνεργατικής οικονομίας», όπως αυτή εμφανίζεται σε διάφορες εταιρείες όπως η Uber, η Wolt ή η AirBnB, αλλά καταλαμβάνοντας σχεδόν όλους τους επαγγελματικούς κλάδους με τη μορφή «εργασίας με το κομμάτι». Αυτό, όμως, που χαρακτηρίζει την οικονομία της πλατφόρμας είναι οι μόνιμα επισφαλείς σχέσεις εργασίας που εναλλάσσονται με μακρές περιόδους ανεργίας για τους εργαζόμενους, η μεγάλη αύξηση της μαύρης εργασίας και, προφανώς, η ραγδαία πτώση των μισθολογικών καταβολών. Αν αυτές οι συνθήκες εργασίας έχουν συνθλίψει σε αδιανόητο επίπεδο τους σύγχρονους εργαζόμενους, για τους ανθρώπους του πνεύματος είναι καταστροφικές, καθώς δεν μπορούν να εξασκήσουν το επάγγελμά τους με έναν ουσιαστικά δημιουργικό τρόπο.

Ειδικά για τους συγγραφείς, οι εργασιακές συνθήκες έγιναν ολοένα χειρότερες τα τελευταία χρόνια. Αυτό που κάποτε αποτελούσε το «οβάλ γραφείο της συγγραφικής ομάδας» μιας παραγωγής, έχει πλέον μετατραπεί σχεδόν αποκλειστικά σε τηλεργασία και σε «εργασία με το κομμάτι», σε συρρικνωμένες ομάδες σεναριογράφων που βρίσκονται συνεχώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη ενός ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος και σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες, μέχρι στιγμής, μπορούν να διαρκέσουν μόνο μερικές εβδομάδες, ενώ τα μεγάλα studio παραγωγής πιέζουν να νομιμοποιήσουν μέχρι και τη σύμβαση μιας ημέρας. Δηλαδή την πρόσληψη ενός σεναριογράφου στην κυριολεξία για τη δουλειά μιας ημέρας.

Αντίστοιχα, οι μισθοί των πιο νευραλγικών δημιουργών της μαζικής κουλτούρας βρίσκονται σε μια συνεχή διακύμανση, από τη στιγμή που υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός μέσα στον κλάδο, με διάφορες πλατφόρμες προσφοράς εργασίας, πλειοδοτήσεις σεναρίων και μηδαμινές εργασιακές διαπραγματεύσεις. Αν ψάχνουμε να βρούμε το υλικό από το οποίο απαρτίζεται το σύγχρονο πρεκαριάτο, θα το βρούμε ακριβώς σε αυτόν τον κλάδο, όπου απόφοιτοι υψηλών κολεγίων και πανεπιστημίων, ακόμα και καταξιωμένοι επαγγελματίες του είδους, αγκομαχούν για μια κακοπληρωμένη σύμβαση ορισμένου χρόνου, έχουν χάσει τα βασικά εργασιακά τους δικαιώματα και εν τέλει, έχουν καταλήξει εργασιακοί ικέτες σε ένα σύστημα που όχι απλά καρπώνεται την υπεραξία τους, αλλά κερδίζει δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από τις ολοκληρωτικά απαξιωμένες πένες τους.

Σκίτσο του Joe Heller με αφορμή την απεργία των σεναριογράφων στο NKyTribune.

 

Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε με την εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης σχεδόν σε όλες τις εργασίες της καλλιτεχνικής μαζικής παραγωγής που λαμβάνουν χώρα στα μεγάλα κινηματογραφικά studio, και την εκβιαστική απειλή της αντικατάστασης της εργασίας των πραγματικών δημιουργών με κατασκευασμένα σενάρια βγαλμένα απευθείας από το μίξερ του ΑΙ. Το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί ένα από τα βασικά αιτήματα των σεναριογράφων στην τωρινή απεργία τους, που εκτός από καλύτερες συμβάσεις εργασίας, τις αποζημιώσεις και την αύξηση μισθών, μεγάλο κομμάτι των διεκδικήσεων τους αφορά γενικά την ψηφιακή χρήση των έργων τους και τη γενικότερη ρύθμιση και οριοθέτηση της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας στο καλλιτεχνικό πεδίο.

Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των συγγραφέων που έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα είναι η επιβολή της χρήσης της τεχνολογίας του ΑΙ στην παραγωγή των πρώτων σεναριακών ιδεών για μια τηλεοπτική ή κινηματογραφική δουλειά, με τη μετέπειτα πρόσληψη μιας μικρής ομάδας συγγραφέων να συνεχίζει την αρχική ιδέα από τα πρωτόλεια κείμενα που παρήγαγε το ΑΙ. Ως αποκορύφωμα αυτής της πιθανής τακτικής, τα σενάρια που δημιουργούνται από την τεχνητή νοημοσύνη ενδέχεται να μην έχουν ούτε καν τη δυνατότητα να προστατευτούν από τη νομοθεσία των πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς το Γραφείο Πνευματικών Δικαιωμάτων των ΗΠΑ έχει αποφανθεί ότι τα έργα τέχνης που δημιουργούνται από το AI δεν δικαιούνται νομική προστασία επειδή βασίζονται εγγενώς σε λογοκλοπή προηγούμενων έργων τέχνης.

Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε μόνο για τον θάνατο του συγγραφέα, αλλά για έναν οριστικό θάνατο της ίδιας της συγγραφής, μια ζοφερή φραγή στην ίδια τη δυνατότητα των καλλιτεχνών να αναζητήσουν και να εξαντλήσουν τη δική τους ενδεχόμενη ανθρώπινη διάνοια, να εξασκήσουν το συγγραφικό τους ταλέντο που «κάνει την καρδιά μας να μιλάει», όπως πολύ ορθά ανέφερε ο αλληλέγγυος στις απεργίες των σεναριογράφων, ηθοποιός Mandy Patinkin.

Αυτός ο υπαρκτός φόβος δεν σημαίνει απαραίτητα μια ακατανόητη και δύστροπη τεχνοφοβία απέναντι σε όσα μπορεί να παρέχει η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη συστηματική κατάχρηση αυτής της τεχνολογίας από την αδυσώπητη καπιταλιστική παραγωγή εις βάρος όχι μόνο των επαγγελματιών του είδους, αλλά της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας γενικότερα. Χρησιμοποιώντας ένα ποτ-πουρί ιδεών που προϋπάρχουν και επιπλέουν ως έπεα πτερόεντα στον ακανόνιστο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, ως πράξη μπορεί να έχει ορισμένα πλεονεκτήματα και ως αποτέλεσμα, να παραχθούν όντως κάποιες ελκυστικές ιδέες, αλλά αυτό δεν μπορεί -τουλάχιστον, μέχρι στιγμής- να αντικαταστήσει το απρόβλεπτο της ανθρώπινης δράσης, την πάντα ενδιαφέρουσα ενδεχομενικότητα που παράγει η ανθρώπινη σκέψη.

Σε μια περίοδο που η τέχνη περνάει ακόμα μια κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο και με τον δυτικό κόσμο να συγκλονίζεται από τις μαζικές απεργίες ενός εργατικού κινήματος που προσπαθεί να βρει τη δική του πολιτική ταυτότητα μετά το υποτιθέμενο τέλος της ιστορίας, η απεργία των σεναριογράφων πιθανόν να έχει πολλά πράγματα να μας πει όχι μόνο κινηματικά, αλλά και για την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία και παραγωγή στον 21ο αιώνα.

Γιατί, μπορεί τα ανδροειδή να ονειρεύονται ηλεκτρικά πρόβατα, αλλά το τι ονειρεύονται πραγματικά οι άνθρωποι δεν μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο από τους ίδιους.