Γράφει ο Ηλίας Σκυλλάκος
Η συζήτηση γύρω από το ζήτημα άνοιξε αρκετά θέματα και ειδικά μετά την δήλωση του υπ. Εργασίας Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος είπε ότι «αφού τηρούνται τα μέτρα ασφαλείας και ο εργαζόμενος το θέλει και πληρώνεται καλά με αυτό, δεν είναι θέμα του κράτους»!.
Δεν θα σταθώ στο γεγονός ότι η δήλωση αυτή ήταν προκλητική διότι όπως φάνηκε στην συνέχεια, το συγκεκριμένο κατάστημα δεν θα έπρεπε να λειτουργεί εδώ και χρόνια, καθώς δεν τηρούσε τελικά τις προϋποθέσεις για την λειτουργία του, αλλά στο τρόπο που αντιμετωπίζει ο Υπουργός Εργασίας την πρόθεση του εργαζόμενου να δουλεύει σε αυτές τις συνθήκες γιατί… πληρώνεται καλά.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Το ζήτημα λοιπόν μετά και από αυτό το περιστατικό δεν είναι άλλο από το εργασιακό καθεστώς που επικρατεί στις τουριστικές περιοχές την περίοδο του καλοκαιριού. Ενός καθεστώτος στο οποίο η πλευρά της εργοδοσίας επιχειρεί να βγάλει με οποιοδήποτε τρόπο το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους. Πάνω σε αυτή την λογική είναι χτισμένη μια ολόκληρη βιομηχανία, που καθορίζει τις υπηρεσίες που παρέχονται αλλά και τα εργασιακά δικαιώματα. Η εργοδοσία στην προσπάθεια της να αποσπάσει μεγάλα κέρδη, κάνει και θα κάνει τα πάντα για τα πετύχει.
Σε αυτή την λογική, επιχειρείται από τους εργοδότες να ενταχθούν και οι εργαζόμενοι ώστε να αποδεχθούν και να προσφέρουν τα πάντα, πατώντας πάνω την ανάγκη για περισσότερα χρήματα, αφού στη χώρα μας τα μεροκάματα είναι άθλια και δεν μπορούν να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες. Σε αυτή την βάση, οι εργασιακές συνθήκες και τα δικαιώματα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, ενώ τις περισσότερες φορές θεωρούνται ακόμη και «βαρίδια» για την παραπέρα κερδοφορία. Βασικό ζήτημα λοιπόν είναι πως ο συγκεκριμένος κλάδος έχει κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που οδηγούν σε μια εργασιακή ζούγκλα.
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι ακριβώς όπως το λέει η λέξη, δηλαδή εποχικοί. Μένουν χωρίς δουλειά για αρκετούς μήνες το χρόνο, που στην καλύτερη περίπτωση είναι 5 μήνες και στη χειρότερη 8, ανάλογα σε ποιο προορισμό εργάζονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα άναρχο καθεστώς, όπου όλα επιτρέπονται.
Είναι γνωστές άλλωστε οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν, με πολλούς νέους να αναγκάζονται να στοιβάζονται σε μικροσκοπικά δωμάτια κατά την διάρκεια της παραμονής τους. Επίσης, οι ώρες απασχόλησης είναι πάρα πολλές για έναν μισθό 700, 800 ή ακόμα και 1.000 ευρώ.
Παράλληλα φέτος εντοπίστηκαν ακόμη και ακραία περιστατικά όπου εργοδότες εφάρμοσαν και «ποινές» προς τους εργαζόμενους σε περίπτωση που παραιτηθούν ή αναζητήσουν σε άλλον εργοδότη εργασία.
Οι συνθήκες εργασίας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύωρη 7/7 χωρίς ρεπό. Μάλιστα ορισμένες φορές εργοδότες αναγκάζουν το προσωπικό να δουλεύει και σε μέρες που δεν είναι καταγεγραμμένοι, ενώ σε περίπτωση που έρθει έλεγχος, ο εργαζόμενος κάνει τον πελάτη ή κρύβεται στην…τουαλέτα.
Συμπερασματικά, το σίγουρο είναι ότι αυτό το καθεστώς δημιουργεί εκ των πραγμάτων ένα άκρως επικίνδυνο κλυδωνισμό των συλλογικών διεκδικήσεων, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και όλων των κατακτήσεων μέχρι τώρα. Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι που επιλέγουν ή αναγκάζονται να εργαστούν στο συγκεκριμένο κλάδο έχουν μια επιλογή. Την προσαρμογή!
Προσαρμογή σε ένα καθεστώς γενικευμένης ασυδοσίας της εργοδοσίας και μιας καλλιεργημένης εθελοδουλίας στο όνομα του καλού… μεροκάματου. Κάτι τέτοιο όμως δεν ανατρέπει μόνο τα εργασιακά δικαιώματα του κλάδου και όσων προσπαθούν εργαστούν με σεβασμό στον εαυτό τους, αλλά αποδομεί και ολόκληρη την αντίληψη της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Με απλά λόγια, αυτό που επιχειρείται να δημιουργηθεί ως «κανονικότητα» για τους εργαζόμενους του τουρισμού, είναι πως αν κάποιος θέλει να βγάλει περισσότερα χρήματα και να κερδίσει περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν οι εργοδότες, θα πρέπει να προσφέρει με κάθε κόστος, ψυχή και σώμα με κύριο στόχο να εξυπηρετήσει τα γούστα του κάθε πελάτη. Αν συνδυαστεί και με το γεγονός, πως την περίοδο του καλοκαιριού σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας καταφθάνουν τουρίστες με φουσκωμένα…πορτοφόλια, τότε καταλαβαίνουμε που οδηγεί αυτή η κατάσταση.
Το περιστατικό λοιπόν στην Ρόδο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ασυδοσίας και ακραίου υποβιβασμού της προσωπικότητας του εργαζόμενου που συμπαρασύρει και την ίδια την έννοια της εργασίας.
Αυτό το καθεστώς εφόσον θεωρηθεί κανονικό, δεν χωράει αμφιβολία ότι οδηγεί στην μετεξέλιξη της ανθρώπινης εργασίας από συλλογική και κοινωνική ανάγκη και δικαίωμα, σε ένα ατομικό «δικαίωμα» που οι συνθήκες και οι υπηρεσίες εξαρτώνται μόνο από το κέρδος!
Ενός «δικαιώματος» δηλαδή πάνω στο οποίο έρχεται και κουμπώνει μια ακραία νεοφιλελεύθερη λογική που θεωρεί ότι η κοινωνία αποτελείται από ένα άθροισμα ξεχωριστών ατόμων που μπορεί ο καθένας να πουλά και να αγοράζει οτιδήποτε θέλει, από τις υπηρεσίες μέχρι και το μυαλό αλλά και το σώμα του με οποιοδήποτε τρόπο αρκεί να βγάζει χρήματα. Η ανθρώπινη κοινωνία όμως δεν είναι αυτό το πράγμα. Πολύ περισσότερο η εργασία δεν είναι μια ατομική υπόθεση. Δεν είναι μια ατομική επιλογή. Με αυτή την έννοια λοιπόν δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονικό ότι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό και στην εστίαση πρέπει να θεωρούνται υπηρέτες για όλα τα γούστα και τα φουσκωμένα…. πορτοφόλια, αλλά εργαζόμενοι που θα δουλεύουν σε ένα καθεστώς προστασίας με καλούς μισθούς, κανόνες, δικαιώματα και αξιοπρεπείς συνθήκες.
Γιατί στην τελική, αν όλα αυτά τα απάνθρωπα θεωρούνται «κανονικότητα», ακόμη και για τον υπουργό εργασίας, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι η εργασία πρέπει να έχει κανόνες, ούτε ότι είναι ένα κοινωνικό δικαίωμα που πρέπει προστατεύεται από όλους, αλλά μια ατομική επιλογή που οδηγεί ακόμη και στην εργασιακή εθελοδουλία.