του Δημήτρη Τσίρκα
Πέντε χρόνια μετά μπορούμε να πούμε ότι το δημοψήφισμα λειτούργησε ως ο εξαφανιζόμενος διαμεσολαβητής που κατέστησε εφικτό το πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας από την αντιμνημονιακή εξέγερση του 2010-15, στη σιωπηρή, αποδοχή της μνημονιακής πραγματικότητας έκτοτε.
Η έννοια του εξαφανιζόμενου διαμεσολαβητή εισήχθη από τον Φρέντρικ Τζέιμσον για να περιγράψει ορισμένα γεγονότα στην ιστορία που ωθούν σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία ωστόσο μοιάζει να αντιβαίνει το πνεύμα τους.
Ως παράδειγμα αναφέρει τον προτεσταντισμό και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, σύμφωνα με τη διάσημη ανάλυση του Βέμπερ. Ο προτεσταντισμός δεν διευκόλυνε την έλευση του καπιταλισμού επειδή περιόρισε τον ρόλο της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων, προς όφελος μιας κοσμικής ύπαρξης, αλλά γιατί, αντίθετα, τον γενίκευσε.
Αντί να αποϊεροποιήσουν τη ζωή των ανθρώπων, οι καλβινιστές μετέτρεψαν ολόκληρη την κοινωνία σε μοναστήρι και με αυτόν τρόπο αποστράγγισαν από τα θρησκευτικά τελετουργικά και τις πεποιθήσεις την ιδιαίτερη θρησκευτική – μεταφυσική λειτουργία τους. Επιβάλλοντας καθολικά τη θρησκεία σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, ο προτεσταντισμός άνοιξε τον δρόμο για την υποχώρησή της στη σφαίρα του ιδιωτικού και την ανάδυση της κοσμικής πραγματικότητας.
Με τον ίδιο τρόπο, το δημοψήφισμα και το ΟΧΙ διευκόλυναν την επικράτηση των μνημονίων, φέρνοντας πιο κοντά από ποτέ στην ευόδωση την αντιμνημονιακή επιθυμία. Επί πέντε χρόνια, τα μνημόνια καθόριζαν τις κυβερνητικές πολιτικές, παρότι τα απέρριπτε η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Αναπόφευκτα, όταν δόθηκε η ευκαιρία στον κόσμο να τοποθετηθεί ξεκάθαρα για αυτές τις πολιτικές είπε ένα μεγαλειώδες ΟΧΙ.
Η κορυφαία ωστόσο, στιγμή του αντιμνημονιακού στρατοπέδου αποκάλυψε και τη γύμνια του. Κανένας δεν ήξερε τι να το κάνει αυτό το ΟΧΙ και κυρίως, κανένας δεν είχε προετοιμαστεί και δεν είχε προετοιμάσει τον κόσμο για τις συνέπειες της ολοκληρωτικής ρήξης που θα σήμαινε η απόρριψη των μνημονίων. Μέχρι τότε όλοι υπόσχονταν μια εύκολη διέξοδο, είτε με τη μορφή μιας «έντιμης» win-win συμφωνίας με την τρόικα, είτε μιας απροβλημάτιστης στάσης πληρωμών και επιστροφής στη δραχμή που θα έφερνε γρήγορα το τέλος της ύφεσης και της λιτότητας.
Όταν λοιπόν ο Τσίπρας, πατώντας πάνω σε αυτές τις ελλείψεις και αντιφάσεις, έκανε το ΟΧΙ, ΝΑΙ, και υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, κανένας δεν ξεσηκώθηκε, αντίθετα, τον εξέλεξαν και πάλι πρωθυπουργό λίγους μήνες μετά. Και πράγματι, σε μια ακόμη πανουργία του Λόγου, ο άλλοτε αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ο πιο επιτυχημένος εφαρμοστής των μνημονίων, επιτρέποντας την τυπική έξοδο από αυτά, όταν πλέον, το πνεύμα τους είχε γίνει η αδιαμφισβήτητη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.
Το δημοψήφισμα δεν ήταν μια απάτη του Τσίπρα, όπως ισχυρίζεται το μνημονιακό στρατόπεδο, ούτε προδοσία, όπως αντιτείνει ένα τμήμα του αντιμνημονιακών. Ήταν πολύ πραγματικό και για τα δύο στρατόπεδα, για τους μεν συμπύκνωνε τους χειρότερους εφιάλτες μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, για τους δε, τη μεγαλύτερη ευκαιρία να εκδηλώσουν την αντίδρασή τους στις μνημονιακές πολιτικές και την ελπίδα να ξεφύγουν από τη μέγγενή τους. Υπήρξε εν ολίγοις, ή πιο έντονη εκδήλωση των αντιθέσεων που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία για πέντε και πλέον χρόνια.
Αλλά το δημοψήφισμα δεν μπορούσε να λύσει αυτές τις αντιθέσεις, ούτε να ανατρέψει τα μνημόνια, όσο και αν το επιθυμούσε το 61,3%. Οι δυσμενείς συσχετισμοί, εγχώριοι και διεθνείς δεν ανατρέπονται προς το καλύτερο ψηφίζοντας και οι κυρίαρχοι στο εσωτερικό και το εξωτερικό δεν «ιδρώνουν» από δημοκρατικές βουλήσεις, όσο πλειοψηφικές και αν είναι. Για αυτό και ο λόγος περί προδοσίας είναι αποπροσανατολιστκός, αντί να ρίχνει φως στα γεγονότα, συσκοτίζει την πραγματικότητα που οδήγησε σε αυτά, μόνο και μόνο για να διασωθούν οι αυταπάτες ενός πολιτικού χώρου που επένδυσε σε κούφια συνθήματα.
Η μεγάλη αξία του δημοψηφίσματος έγκειται αλλού, στην επιτελεστική του διάσταση, στο ότι δηλαδή, απλώς υπήρξε. Χάρη σε αυτό είδαμε μια στιγμιαία, αλλά λυτρωτική απονομή δικαιοσύνης, όπου η κυρίαρχη τάξη και τα φερέφωνά της βίωσαν έστω και για λίγο τον φόβο και την αγωνία μιας επερχόμενης καταστροφής για τα συμφέροντά τους, σαν και αυτή που βίωναν για χρόνια τα λαϊκά στρώματα από τις πολιτικές τους.
Ενώ, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου αψήφησε την τρομοκρατική εκστρατεία και βροντοφώναξε ΟΧΙ, πετυχαίνοντας μια καθαρτική συμβολική νίκη. Αυτή η ύψιστη διακηρυκτική στιγμή απόρριψης των μνημονίων είναι που λίγες μέρες μετά, κατέστησε ανεκτή μια επώδυνη ήττα στο επίπεδο του πραγματικού – την αποδοχή του μνημονιακού μονόδρομου. Τα μνημόνια όντως πέθαναν στις 5 Ιουλίου του 2015, εν μέσω ενός εκστατικού διονυσιακού καρναβαλιού. Για να γίνουν από την επομένη κιόλας, η αναπόδραστη μοίρα μας.