του Θάνου Καμήλαλη

Τι έχει συμβεί συνοπτικά. Η Ελλάδα φαίνεται να εκτελεί εργασίες για την τοποθέτηση του νεου φράχτη στον Έβρο. Όταν η αρμόδια υπηρεσία τοπογράφων του στρατού βρέθηκε στο συγκεκριμένο σημείο, στη θέση Μελισσοκομείο στις Φέρες, η τουρκική πλευρά άρχισε να ενισχύει την παρουσία της εκεί (που σύμφωνα με δημοσιεύματα όπως της «Καθημερινής» υπήρχε για εβδομάδες). Αυτό δημιούργησε μία κατάσταση όπου τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονταν σε ένα σημείο αμφισβητούμενης κυριότητας. Όπως αναφέρουν τα σχετικά δημοσιεύματα, η Ελλάδα επικαλείται τους χάρτες του 1923 υποστηρίζοντας ότι το σημείο αυτό είναι ελληνικό έδαφος, αλλά οι αλλαγές στην κοίτη του ποταμού δίνουν το δικαίωμα στην Τουρκία να αμφισβητεί την κατάσταση.

Θα πει εδώ κάποιος/α: Πώς κάνετε έτσι; Συνήθως, όπως αναφερόταν και στην υπόθεση των δύο στρατιωτικών που συνελήφθησαν από την Τουρκία, τέτοια ζητήματα, που συμβαίνουν πολύ συχνότερα από όσο μαθαίνουμε, είναι διαδικαστικά και λύνονται με την επικοινωνία και τη συνεννόηση των δύο πλευρών, σε επίπεδο τοπικής στρατιωτικής διοίκησης. Άλλες φορές όχι. Το 1986 σημειώθηκε ένα σοβαρό επεισόδιο, που παραλίγο να πυροδοτήσει γενικευμένη σύρραξη, με κανονική μάχη που κατέληξε σε νεκρούς και από τις δύο πλευρές (έναν Έλληνα, δύο Τούρκους επίσημα). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι σε έναν άλλο… κόσμο, εκεί μεταξύ Ολλανδίας και Βελγίου, οι αλλαγές της κοίτης του ποταμού Μeuse οδήγησαν τις δύο χώρες να αλλάξουν τα σύνορά τους, το 2018, μετά από 200 χρόνια, προχωρώντας σε ανταλλαγή στρεμμάτων.

Υπάρχουν δύο σοβαρά ζητήματα που προκύπτουν από όλο αυτό. Το πρώτο, όπως σχολιάζεται μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι η αντίφαση στην ρητορική της κυβέρνησης και των οπαδών της τον περασμένο Μάρτιο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αλλά και κορυφαίοι υπουργοί έδιναν το «πολεμικό» σύνθημα, μιλώντας για «ασύμμετρες απειλές», «εισβολή» και τον «Έβρο που κράτησε». Τα πάντα πρόθυμα σε τέτοια ζητήματα ΜΜΕ έβγαζαν το ψευδοπατριωτικό μεγάφωνο, μιλώντας ακόμα και για το «έπος του 2020», το πόσο ανάγκη είχε η χώρα τέτοια «εθνική ανάταση» και τον «Κυριάκο που κέρδισε τον Ερντογάν». Στα σύνορα, όπως έλεγαν τα ρεπορτάζ, βρισκόταν κάθε καρυδιάς καρύδι, όπως ευρωπαίοι νεοναζί, με ένα όπλο στο χέρι, ενώ έρευνες διεθνών και αναγνωρισμένων κέντρων υποστηρίζουν ότι από πυρά «μάλλον από την ελληνική πλευρά των συνόρων» υπήρξαν νεκροί πρόσφυγες. Η κυβέρνηση απαντούσε με τις (κλασικές πλέον), τραμπικές αναφορές σε fake news, ενώ ΜΜΕ και άνθρωποι που προσπαθούσαν να εκφράσουν μια διαφορετική οπτική στοχοποιούνταν ως «φερέφωνα και πράκτορες του Ερντογάν». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μάλιστα, χαρακτήρισε την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας «Δούρειο Ίππο του Ερντογάν». Μέσα σε όλα αυτά μάλιστα, καταργήθηκε το προσφυγικό Δίκαιο στην χώρα, με πρωτοφανείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ήρθε, με «πανηγυρισμούς από τη ΝΔ, επιθεώρησε, έκανε πατ-πατ στην πλάτη της κυβέρνησης κι έφυγε. Α, και σύμφωνα με την αρμόδια Επίτροπο, η κυβέρνηση δεν έθεσε καν το ζήτημα της μετεγκατάστασης προσφύγων σε άλλες χώρες της Ε.Ε.

Προφανώς, το να τα θυμίζει κανείς αυτά, δεν σημαίνει ότι ζητάει κάποιου είδους συνέπεια από την κυβέρνηση. Σημαίνει βέβαια, ότι υπενθυμίζεις το πόσο λάθος είναι να πωρώνεις το ακροατήριό σου με εθνικιστική ρητορική, η οποία σε οποιοδήποτε ευαίσθητο ζήτημα προκύψει θα σου γυρίσει μπούμερανγκ. Σε επίπεδο ύφους και τόνων, μια χαρά είναι οι απαντήσεις του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια. Και «πάλι καλά» να λέμε που δεν βγήκαν οι γνωστοί, «μάγκες», πατριδέμποροι να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Το ζήτημα στην κυβερνητική διαχείριση προκύπτει όχι σχετικά με την ένταση ή την ρητορική, τους χειρισμούς, αλλά κυρίως με το περιεχόμενο των απαντήσεων.

Στις 20 Μαϊου ο Νίκος Δένδιας λοιπόν δήλωνε:

«Εγώ εύχομαι να πάμε σε μια συνεννόηση. Υπάρχει ένα ζήτημα αμφισβήτησης του ακριβούς ορίου, εξαιτίας και των αλλαγών της κοίτης του ποταμού. Σας το είπα εμμέσως στην αρχή, ορθά δεν το παρατηρήσατε, το είπα κι εγώ μ’ έναν τρόπο… Δεν μ’ αρέσει να δημιουργώ εντάσεις ανάμεσα σε δυο χώρες οι οποίες είναι σύμμαχοι. Αυτά τα πράγματα λύνονται χωρίς να γραφεί ούτε μονόστηλο σ’ εφημερίδα. Μπορούν κάλλιστα να γίνουν οι ανάλογες μετρήσεις και, με μια επιτροπή κοινή όλα αυτά τα πράγματα να επιλυθούν. Μιλάμε για λίγες δεκάδες μέτρα».

Η δήλωση είναι κάπως.. περίεργη. Το πόσο εκθέτει την εθνικιστική πλευρά της ΝΔ είναι εμφανές βέβαια. Από τη μία πλευρά, ναι, σε ένα τέτοιο ζήτημα, με γεωγραφικές αλλαγές που μπορούν να δώσουν αφορμή για δυστυχήματα ένθεν κακείθεν, μακάρι να μη χρειαζόταν να συζητάμε καν ή να ανησυχούμε. Τα «εθνικά θέματα» πρέπει να λύνονται, για να γλυτώνουμε κι από εθνικούς μύθους και από πατριδεμπορους. Από την άλλη, όταν πολλές από τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας γίνονται με αφορμή «μερικές δεκάδες μέτρα» (βλ.βραχονησίδες) είναι σίγουρα ατυχής. Αλλά όπως και να τη σχολιάσει κανείς, η συνέχεια στη διαχείριση του ΥΠΕΞ είναι παράλογη.

Την Παρασκευή το Υπουργείο διαρρέει ότι έχει προβεί σε διάβημα διαμαρτυρίας προς την Άγκυρα για την κατάσταση στον νότιο Έβρο. Το Σάββατο, το ΥΠΕΞ προσπαθεί απλά να μας βγάλει όλους τρελούς, κάνοντας λόγο για «διασπορά fake news», χωρίς να διαψεύδει το διάβημα. Διαψεύδεται έτσι ο ίδιος ο Υπουργός, που μιλούσα για μετρήσεις, μέγεθος της έκτασης κλπ.

Η σύγχυση μάλιστα, επηρέασε και κορυφαίους κυβερνητικούς υποστηρικτές και οπαδούς – χειροκροτητές, που δεν ξέρουν αυτήν τη στιγμή ποια γραμμή να ακολουθήσουν:

 

Η προχειρότητα και οι παλινωδίες του ΥΠΕΞ είναι αδιαμφισβήτητα ανησυχητικές. Πρώτα επιχείρησε να αποδεχθεί αλλά να υποβαθμίσει το θέμα, μετά, όταν αυτό διέρρευσε, «έκανε διάβημα» (ενώ τα γεγονότα είναι τουλάχιστον μιας εβδομάδας), μετά μίλησε αόριστα για «ψέματα». Και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σε μια υπόθεση που σίγουρα δεν θα χαρακτηριζόταν και επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής, η Τουρκία έχει υπογράψει με την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Λιβύης ένα μνημόνιο συνεργασίας που βάζει ζητήματα σχετικά με την ΑΟΖ. Παράλληλα, η Ελλάδα δεν είχε κληθεί στη διάσκεψη του Βερολίνου για την κατάσταση στη Λιβύη, θέτοντας τότε σοβαρά ερωτήματα για τις διπλωματικές κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Αλλά πάνω από όλα, το ζήτημα είναι οτι η Νέα Δημοκρατία ήταν αυτή που έσπειρε εθνικιστικούς ανέμους. Τόσο με το Μακεδονικό, τις κραυγές περί «εθνικής προδοσίας» και «Μακεδονίας που χάθηκε», όσο και με το προσφυγικό η αντιπολίτευση (και στη συνέχεια η κυβέρνηση) της ΝΔ χτίστηκε με βασικό παράγοντα την οικειοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής, στην οποία έδωσε μεγάφωνο και κοινώνησε σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, διεγείροντας τα πάθη και μετατοπίζοντας την ατζέντα όλο και δεξιότερα. Όταν ο στόχος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ ή οι άμαχοι κατατρεγμένοι, τα πράγματα της ήρθαν βολικά και μπορούσε να πουλήσει άπειρο ψευδοπατριωτισμό στους ψηφοφόρους της, μαζί με τα ΜΜΕ. Κατέληξε να τους δουλεύει ψιλό γαζί με τον «νικηφόρο πόλεμο στον Έβρο». Αλλά όταν είσαι κυβέρνηση, συμβαίνουν και ζητήματα που ξεπερνούν τις προεκλογικές φωνές ή το «θα στείλουμε στρατιώτες σε πρόσφυγες και θα πανηγυρίσουμε», και συμβαίνουν μάλιστα σε έναν δημόσιο διάλογο τοξικό με δική σου ευθύνη. Τότε, καλοδεχούμενη (επιτέλους) η ψυχραιμία, αλλά παράλληλα δυστυχώς κυριαρχούν η προχειρότητα και τα επικοινωνιακά μπαλώματα.